Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Στώμεν καλώς, δάσκαλε Παλληκαρίδη…

Του Αλ. Μιχ.

«Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό…»
Πού να φανταζόταν ο Αυξεντίου πως 11 μέρες μετά την πανέμορφη μάχη της ζωής του θα υποδεχόταν στο περβόλι των αθανάτων, έναν 19χρονο Παφίτη, χαμογελαστό και περήφανο; Πού να φανταζόταν πως 11 μέρες μετά τη θυσία του, θα συναντούσε τον Ευαγόρα από την Τσάδα και θα μοιράζονταν τις εμπειρίες τους από εκείνον τον υπέροχο αγώνα της Ένωσης; Πού να φανταζόταν ότι οι Εγγλέζοι θα επιβεβαίωναν πως ήταν και είναι τσιφλικάδες και αποικιοκράτες του χειρίστου είδους, με τον απαγχονισμό ενός 19άρη που ήθελε απλώς την ελευθερία του τόπου του;
Παράλληλα, πού να φανταζόταν ο Παλληκαρίδης, ο ήρωας, ο ποιητής, ο μαθητής, ο δάσκαλος, πως 58 χρόνια μετά την όμορφη πορεία προς την αγχόνη θα κατέθεταν στεφάνι στο μνήμα του, διατυμπανίζοντας πως είναι συνεχιστές του, άνθρωποι που δεν συνέλαβαν λεπτό το νόημα του αγώνα και της θυσίας του; Ακόμα, πού να φανταζόταν πως 58 χρόνια μετά το άνοιγμα της καταπακτής των φυλακών των Εγγλέζων, θα γινόταν σύνθημα στα χείλη ανθρώπων που δεν αντιλήφθηκαν ούτε στιγμή πως «είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα»;
Ούτε που σκέφτηκε, ο Παλληκαρίδης, ο δικός μας, πως 58 χρόνια μετά τη νύχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957, πλάσμα που κατοικεί στον τόπο του θα χαρακτηριζόταν «σκιά» μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας. Ούτε που πέρασε ποτέ από τον νου του πως οι επόμενες γενιές θα ήταν τόσο εξασθενημένες. Ούτε που σκέφτηκε ότι δεν θα κατανοούσαν εδώ, γιατί «βάδισε χαρούμενος στην τελευταία του κατοικία». Ούτε που ήθελε να πιστέψει πως αντί ανηφοριές θα παίρναμε κατηφόρες ατέλειωτες 58 χρόνια μετά.
Κι ακόμα, δεν περνούσε από το μυαλό του ότι, παρόλο που ο ίδιος ζητούσε «λίγα λουλούδια του Μαγιού στον τάφο του», οι σημερινοί θα του ζητούσαν και τα ρέστα. Τα ρέστα γιατί δίνει ακόμα ζωή στον καταραμένο τόπο του. Ούτε που σκέφτηκε πως θα του ζητούσαν και τα ρέστα γιατί δίνει ανάσες σε όσους συνέλαβαν στο ελάχιστο τη μορφή, την όψη και την κόψη του. «Μια φορά κανείς πεθαίνει», έγραφε, κι ούτε που φανταζόταν πως θα πατούσαν το μνήμα του άνθρωποι ανίδεοι κι ανίκανοι να κατανοήσουν το μεγαλείο του αγώνα του ή της ίδιας της ΕΟΚΑ.
Και εν τέλει, πού να φανταζόταν, ο Ευαγόρας ο Παλληκαρίδης της ΕΟΚΑ, 19 χρονών από την Τσάδα της Πάφου, ο ήρωας, ο μαθητής κι ο δάσκαλος, ο ποιητής κι ο χωρκάτης, ότι η μνήμη του δεν θα ‘ταν για δάκρυα, αλλά για αναπνοές, βαθιές και γεμάτες; Πού να φανταζόταν πως ο τόπος δεν θα επιβίωνε χωρίς το «Κόρη πανώρια θα της πω άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου μονάχα αυτό ζητώ»; Πού να σκεφτόταν πως θα έτρεμαν τα πόδια μας κάθε φορά που αντικρίζαμε την αγχόνη και θα ‘χαμε στη σκέψη εκείνον τον 19άρη, που διέλυσε ολόκληρη αυτοκρατορία και έδωσε κι άλλο νόημα στην αιώνια λέξη «Ένωσις»;
Στώμεν καλώς, δάσκαλε, τζι ας γινεί το γαίμαν μας αυλάτζιιν…
14 Μαρτίου 2015
Ανάρτηση από: https://antistasitwra.wordpress.com