Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Η πολιτική της διαφήμισης και η εξαθλίωση της πολιτικής

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

Μια αγαπημένη ατάκα των δικηγόρων, όταν δασκαλεύουν τους μάρτυρες τι και πως θα καταθέσουν είναι, «δεν λέμε ψέματα, απλώς λέμε την αλήθεια κάπως διαφορετικά». Ο κ. Τζήμερος, παρότι δεν είναι δικηγόρος, εφαρμόζει αυτή την αρχή, ασυνείδητα ίσως λόγω επαγγέλματος, συνειδητά όμως όταν τον ωθούν οι πολιτικές του φιλοδοξίες.
 Στο πόνημα του, «Πόλεμος κατά λάθος», που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα Protagon του Στ.θεοδωράκη, εφαρμόζει ξανά την αγαπημένη μέθοδο δικηγόρων,  διαφημιστών αλλά και των πολιτευτών βεβαίως, βεβαίως.
 «Πόσοι συνειδητοποιούμε ότι από το 1981 έως σήμερα, έχουμε εισπράξει 660 δις. Ευρώ δάνεια, 290 δισεκατ. Ευρώ καθαρές επιδοτήσεις και 26 δισεκατ. Ευρώ άτοκες επενδυτικές επιχορηγήσεις;» διερωτάται ο καλός μας διαφημιστής- πολιτικός.
 Αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι όμως όλη η αλήθεια, δεν είναι καν η μισή αλήθεια. Και φυσικά, σύμφωνα με την διαφημιστική λογική ν’ ανακατεύουμε τα μπουκάλια με το γάλα για να τονίσουμε καλύτερα το προϊόν που λανσάρουμε, ενώνει όλη την περίοδο από το 1981 μέχρι σήμερα, ξεχωρίζοντας μονάχα την περίοδο 2006-2009, που κυβερνούσε ο «καναπεδάτος» Κώστας Καραμανλής.

 Οι άλλες περίοδοι όμως, 1981-1989, 1990-1993, 1993-1996 και κυρίως η περίοδος 1996-2003, η περίοδος Σημίτη δηλαδή, έχουν η κάθε μια την ιδιαίτερη ιστορία και σημασία σχετικά με τις ανάγκες που ικανοποιούσε ο δανεισμός, ενώ η τελευταία περίοδος συμπίπτει με την ανάδειξη της Γερμανίας σε ηγεμόνα της Ευρώπης.
 Στην πραγματικότητα όμως, η διαδικασία δανεισμού- πτωχεύσεων ξεκινά με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μάλιστα πριν από την επίσημη διεθνή αναγνώριση του. Το πρώτο δάνειο το πήρε η χώρα μας το 1824, για τις ανάγκες του αγώνα υποτίθεται κι από το ένα εκατομμύριο λίρες Αγγλίας που υπέγραψε, έφθασαν στη χώρα μόλις 298,000 λίρες. Για το δάνειο αυτό είχε έντονες αντιρρήσεις ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και συμβούλευε στο να μην παρθεί, όμως η κυβέρνηση Κουντουριώτη- Κωλέτη- Μαυροκορδάτου προχώρησε στη σύναψη του.
 Φυσικά το δάνειο μόνο για τις ανάγκες του αγώνα δεν χρησιμοποιήθηκε, ή μάλλον χρησιμοποιήθηκε στον αγώνα επικράτησης της τότε κυβέρνησης εναντίον του Κολοκοτρώνη και των οπλαρχηγών του Μωρηά αλλά και για τον ατομικό πλουτισμό των Κουντουριώτη και Κωλέτη. Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση Κουντουριώτη προχώρησε στη σύναψη καινούργιου δανείου 2,000,000 λιρών, απ’ τις οποίες έφθασαν κάπου 885,000 στη χώρα.
 Όμως  αυτή τη φορά οι τραπεζίτες του Λονδίνου έκαναν πέρα την κυβέρνηση Κουντουριώτη και διαχειρίστηκαν μόνοι τους το δάνειο με μέρος του οποίου χρηματοδοτήθηκε το πρώτο δάνειο και με τα υπόλοιπα αγοράστηκε μία φρεγάτα και φυσικά πληρώθηκαν οι μισθοί των άγγλων αρχιστρατήγων και αρχιναυάρχων.
 Ήταν το πρώτο μνημόνιο. Οι κατοπινές εξελίξεις με την εισβολή του Ιμπραήμ και την ουσιαστική συντριβή της Επανάστασης οδήγησαν σε μιαν άτυπη (αφού δεν υπήρχε ακόμη αναγνωρισμένο κράτος) αλλά ουσιαστική χρεοκοπία (1827).
 Το τρίτο μεγάλο δάνειο 60 εκατομ φράγκων χορηγήθηκε στην Ελλάδα με το πρωτόκολλο του 1832 και με τον όρο «αι πραγματικαί εισπράξεις του δημοσίου ταμείου θέλουσι προπάντων αφιερούσθαι εις την πληρωμή των ρηθέντων τόκων και του χρεωλυσίου χωρίς να γίνη αυτών χρήσις προς οποιονδήποτε άλλον σκοπόν, ενόσω η υπηρεσία των πραγματοποιηθέντων σειρών του υπο την εγγύησιν των τριών Αυλών δανείου δεν ήθελεν εξασφαλισθή ολοσχερώς δια το τρέχον έτος» (άρθρο 12 & 6 της Συνθήκης του Λονδίνου)(1).
 Ήταν το δεύτερο μνημόνιο. Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε για την οργάνωση του νέου κράτους και χρησιμοποιήθηκε φυσικά για την εδραίωση της Βαβαροκρατίας,(2). Σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημ. Μάρτο, ο παραπάνω περιορισμός προσανατόλισε την οργάνωση του κράτους και της κοινωνίας σε δομές εξυπηρέτησης του δανείου. (3)
 Με τους ίδιους όρους και τις ίδιες επιπτώσεις στις δομές του κράτους και της κοινωνίας δόθηκαν και τα επόμενα δάνεια την εποχή της Βαβαροκρατίας και της υπόλοιπης βασιλείας του Όθωνα. Το ελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του δαπανούσε περισσότερα από ότι εισέπραττε από φόρους (οι εισπράξεις αντιστοιχούσαν στο 70% των δαπανών) με αποτέλεσμα να δανείζεται συνεχώς για να συνεχίζει την ύπαρξη του. Βλέπουμε λοιπόν ότι το «σπάταλο κράτος» δεν είναι μια εφεύρεση της μεταπολίτευσης, ούτε της ΠΑΣΟΚοκρατίας, αλλά υπήρχε από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του.
 Το δάνειο των 60 εκατ φράγκων δόθηκε εξ ίσου από τις τρείς εγγυήτριες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσσία), όμως η Ρωσσία δεν κατέβαλε ποτέ τα 20 εκατομμύρια που της αναλογούσαν. Τελικά το καθαρό προϊόν του δανείου ήταν μόλις 14,2%. Το ίδιο συνέβη και με τα δάνεια της περιόδου 1879-1891, όταν από το σύνολο των 643,000,000 χρυσών φράγκων που υπογράψαμε, θα εισπραχθούν μόλις 463,000,000, ενώ τη δεκαετία 1880-1890 καταβλήθηκαν 455,000,000 χρυσά φράγκα για τοκοχρεολύσια.
 Το αποτέλεσμα αυτών των ληστρικών δανείων και των υπέρογκων δαπανών έναντι των εισπράξεων, οδήγησε σε επανειλημμένες χρεοκοπίες. Επίσημη το 1843, άτυπη το1860, επίσημη το 1893, άτυπη το 1922, επίσημη το 1932 και τέλος η άτυπη αλλά παρατεταμένη που  βιώνουμε από το 2010 μέχρι σήμερα.
 Εύλογα λοιπόν διερωτάται ο Δημ. Μάρτος στο βιβλίο του (4) «γιατί οι μεγάλες δυνάμεις ενέκριναν δάνεια σε μια χώρα η οποία δεν φαίνεται να είχε τις προϋποθέσεις να τα εξυπηρετήσει;» Το ίδιο έπρεπε ν’ αναρωτηθεί κάθε λογικός άνθρωπος, ιδιαίτερα από το 1996 και μετά, όταν οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα που απέφερε έσοδα στη χώρα είχε ουσιαστικά ατονήσει και ο μόνος τομέας που βρισκόταν σε φρενήρη άνθιση ήταν οι κατασκευές, οι υπηρεσίες και οι παρασιτικές δραστηριότητες, ενώ η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή οργίαζαν ως συνήθως.
 Ο Μάρτος παραθέτει την άποψη του Αν. Ανδρεάδη (5) ότι «το βασικό κίνητρο δεν ήταν η ανάπτυξη της οικονομίας αλλά ο πολιτικός έλεγχος του νέου κρατικού μορφώματος. Δεν τους ένοιαζε τόσο αν η Ελλάδα θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της – η ζημιά εξ άλλου θα ήταν μικρή (1 εκ δρχ το χρόνο για κάθε εγγυήτρια δύναμη)- όσο ότι δια μέσου αυτού εξασφαλιζόταν η επιρροή στην Ελλάδα» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
 Εύκολα λοιπόν καταλαβαίνει ο καθένας μας γιατί την περίοδο 1981-2009, οι «εταίροι» μας χορηγούσαν άφθονη «βοήθεια» στη χώρα μας (δάνεια, επιδοτήσεις κλπ). Ιδιαίτερα για την περίοδο 1996-2003, εποχή διακυβέρνησης των «εκσυγχρονιστών» του Σημίτη. Ήταν η εποχή που μέσω των προμηθειών (μιζών) η Γερμανία υποδούλωνε όλη την ευρωζώνη.
 Ο Μάρτος θεωρεί την παραπάνω εκτίμηση του Ανδρεάδη, εν μέρει μόνο σωστή. Βασική αιτία κατά τη γνώμη του είναι το γεγονός πως «η άρχουσα τάξη διαμορφώνεται μέσα στο κράτος και όχι στην κοινωνία»(6) από την πρώτη κιόλας στιγμή ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους. «Οι περιορισμοί που επέβαλλαν τα πρωτόκολλα του Λονδίνου ως προς τα εθνικά κτήματα δεν επέτρεψαν την ιδιοποίηση μεγάλων κτημάτων απ’ τις παραδοσιακές ηγετικές τάξεις, ώστε να μπορέσουν να επαναθεμελιώσουν με οικονομικούς όρους την κυριαρχία τους στο νέο κράτος. Εξάλλου απουσίασαν ή καθυστέρησαν από την αγορά κτημάτων στην Αττική, όπου σημειώθηκε ένα σημαντικό πλεονέκτημα για την ένταξη στη νέα άρχουσα τάξη. Επίσης, η φορολογική πολιτική των Βαυαρών (νόμοι περί επιτηδευμάτων και χαρτοσήμου) απέτρεψε την κερδοφορία από το εμπόριο. Η διάλυση των ελληνικών στρατευμάτων αποδιάρθρωσε ένα σημαντικό μηχανισμό οικονομικής επιφάνειας των οπλαρχηγών, ενώ και άλλες αποφάσεις, όπως η διάλυση των μοναστηριών, ο ποιμενικός φόρος, ο νόμος περί ληστειών κτλ., κατέστησαν αναποτελεσματικά πεδία της οικονομίας, όπου δημιουργείτο πλεόνασμα για τις παραδοσιακές ηγετικές ομάδες. Γι’ αυτό, μη μπορώντας να αναπαραχθούν στο επίπεδο της οικονομίας, επεδίωξαν να αναπαραχθούν στο επίπεδο του κράτους». (7)
 «Επίπεδο κράτους» σήμαινε και σημαίνει κρατικός προϋπολογισμός. Σήμαινε και σημαίνει διαχείριση (ξεκοκάλισμα) δανείων. Τώρα καταλαβαίνει ο καθένας γιατί όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, από καταβολής ελληνικού κράτους, επιζητούν μετά μανίας και αενάως τον δανεισμό. Γιατί μέσω των δανείων αναπαράγονταν και συνεχίζει ν’ αναπαράγεται η ελληνική ολιγαρχία.  Γι’ αυτό κι όλες οι κυβερνήσεις υπέγραφαν μετά μανίαςδάνεια, αδιαφορώντας για τους ληστρικούς όρους αποπληρωμής τους. Η λήψη και διαχείριση των δανείων είναι όρος για την ύπαρξη και αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης. Η αποπληρωμή είναι υπόθεση του λαού.
 Η πρόσφατη (ανοικτή) επιστολή των δημοσιογράφων Μάκη Βραχιολίδη και Γιάννη Παπαζήση προς τον Γιάνη Βαρουφάκη, έρχεται να επιβεβαιώσει για μιαν ακόμη φορά το γεγονός ότι ο κρατικός δανεισμός είναι όρος ύπαρξης και αναπαραγωγής της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης στη χώρα μας. Οελληνικός λαός, μέσω της κυβέρνησης του, δανείστηκε 233 δις ευρώ και τα παραχώρησε στις τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση τους, επειδή αυτές οι τράπεζες είχαν σπαταλήσει τα κεφάλαια τους σε θαλασσοδάνεια προς μεγάλους ολιγάρχες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα χρησιμοποίησαν για επενδύσεις σε τρίτες χώρες, είτε τα αποθησαύρισαν σε εξωχώριους φορολογικούς παραδείσους.
 Κι αν κάποιος ζητούσε αποδείξεις για τον ισχυρισμό των παραπάνω δημοσιογράφων, ιδού. Κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο λίστα μεγάλων οφειλετών που χρωστούν (και δεν προτίθενται να πληρώσουν)  11 δις ευρώ από πρόσφατα σχετικά δάνεια. Και μόνο η είσπραξη αυτών των χρεών θα βοηθούσε στην αναθέρμανση της αποτελματωμένης οικονομίας μας.
 Οι δύο δημοσιογράφοι υποστηρίζουν και πολύ σωστά, ότι η είσπραξη αυτών των 233 δις, με την αντίστοιχη επιστροφή τους στο Δημόσιο, θα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους. Ακόμη και η απλή, αλλά πραγματική διεκδίκηση τους, θα έδινε σημαντικό πλεονέκτημα στην κυβέρνηση για τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας.
 Ένας άλλος, σημαντικός επίσης κανόνας της «γκρίζας προπαγάνδας», την οποία χρησιμοποιούν τόσο οι διαφημιστές όσο και οι πολιτευτές, είναι η συλλογικοποίηση των ευθυνών και η ατομικοποίηση των επιτυχιών. «Δανειστήκαμε» λέει ο κ. Τζήμερος, απλώνοντας την ευθύνη σε όλο τον ελληνικό λαό, ο οποίος όμως ουδέποτε ρωτήθηκε γι’ αυτούς τους δανεισμούς. «Πτωχεύσαμε», καθιστώντας συνυπεύθυνους πλουτοκρατία και κοινωνία, με ίσο βαθμό ευθύνης για κάθε μέλος της κοινωνίας μας.
 «Καταστρέψαμε την παραγωγική μας μηχανή», οδύρεται. Εννοεί μάλλον την περίφημη «αποβιομηχάνιση» της χώρας μετά το 1981. Αποκρύπτει όμως το γεγονός (πρώτος κανόνας – λέμε την αλήθεια κάπως διαφορετικά), ότι το 1981 ήταν και η χρονιά που ενταχθήκαμε σαν πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αυτομάτως καταργήθηκαν οι δασμοί που μέχρι τότε προστάτευαν την «δασμοβίωτη» όπως την αποκαλούσε ο διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος, βιομηχανία μας. ο κ. Γιάννης Μαρίνος καλούσε για πολλά χρόνια πριν τους έλληνες βιομηχάνους να προχωρήσουν σε εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων τους ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, πλην ματαίως.
 Οι εγχώριοι βιομήχανοι προτίμησαν να παραδώσουν τις καταχρεωμένες και πτωχευμένες επιχειρήσεις τους στο κράτος της «Αλλαγής», το οποίο με τη σειρά του μετακύλισε το χρέος τους στο σύνολο της κοινωνίας μέσω του Οργανισμού της δήθεν Ανασυγκρότησης τους, με το γλίσχρο αντίτιμο της διατήρησης μερικών θέσεων εργασίας. Οι δε μεγαλοκαπιταλιστές, επένδυσαν πλέον τα κεφάλαια τους που φυσικά είχαν διασώσει  στις κρατικές προμήθειες, τα δημόσια έργα, τις κοινοτικές επιδοτήσεις στις υπηρεσίες και τις παρασιτικές δραστηριότητες, εκμαυλίζοντας ολόκληρη την κοινωνία. Άλλωστε, σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση της κ. Ελένης Βλάχου, η παρασιτική μεγαλοαστική τάξη ήταν «η ηγέτιδα τάξη της κοινωνίας μας», την οποία διαμόρφωνε κατ’ εικόνα και ομοίωση.
 Μια παρασιτική (ηγέτιδα) αστική τάξη δεν πρόκειται να απαιτήσει ποτέ μεταρρυθμίσεις, το αντίθετο μάλιστα. Παρασιτισμός και εκσυγχρονισμός είναι έννοιες αντίθετες. Ο γραφειοκρατικός βούρκος είναι κι αυτός όρος ύπαρξης της, αφού μέσω αυτού μπορεί να μπλοκάρει ας πούμε την αξιοποίηση του χώρου του παλιού αεροδρομίου μέχρι να τον αποκτήσει δωρεάν, ή την επένδυση των υδροπλάνων που απειλεί τις ακτοπλοϊκές επενδύσεις τους. Στο βούρκο της γραφειοκρατίας και της πολιτικής, βρίσκει εύκολα συνεργούς στις παρανομίες της με τις οποίες αποκομίζει γιγάντια κέρδη.
Άλλωστε η ολιγαρχία ενδιαφέρεται πρωτίστως να εγκολπωθεί το προϊόν των δανείων κι όχι να το διαθέσει στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
 Με τον ίδιο πρώτο κανόνα (λέμε την αλήθεια κάπως διαφορετικά ) προσπαθεί ο κ. Τζήμερος να πείσει πως οι δανειστές μας (ΕΕ, ΔΝΤ) μας πίεσαν για «εκσυγχρονισμό, μεταρρυθμίσεις, πληροφορική, κτηματολόγιο» και άλλα ευχάριστα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αγανακτήσει με την τρόϊκα «που αποδέχθηκε τα ισοδύναμα και δεν επέμεινε στην κατά γράμμα τήρηση του μνημονίου».
 Όμως το μνημόνιο δεν το έφτιαξε η τρόϊκα, το έφτιαξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις με τα επιτελεία τους. Τα μνημόνια είναι οι προτάσεις που κατέθεσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όπως αυτές που κατέθεσε και θα συνεχίσει να καταθέτει ο Βαρουφάκης (χθές, σήμερα, αύριο, στο μέλλον).
 Την τρόϊκα (λέγε με Γερμανία) την ενδιέφερε και την ενδιαφέρει ακόμη η δημοσιονομική πειθαρχία και η εξυπηρέτηση του χρέους, παλιού και καινούργιου, η έγκαιρη πληρωμή των δανειστών. Το πώς αυτή θα επιτευχθεί είναι πρόβλημα της κάθε κυβέρνησης ξεχωριστά. Αν ζητούσαν κάπου μερικές μεταρρυθμίσεις και επέμεναν σ’ αυτές, όπως η κατάργηση των περίφημων «περαιώσεων φορολογικών υποθέσεων», ήταν για να μπορούν να κάνουν σωστούς λογαριασμούς οι υπάλληλοι της τρόϊκας, που ήταν λογιστές κι έπρεπε να παρουσιάσουν εκθέσεις με σωστά στοιχεία.
 Την τρόϊκα δεν την ενδιέφερε ποτέ η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τον όρο τον έβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, πρώτον για να χρυσώσουν το χάπι για την αντίστοιχη κατάργηση στο Δημόσιο και δεύτερον για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα μεγαλοεπιχειρηματιών, κυρίως στον κλάδο της λιανικής πώλησης, των τραπεζών και των ξενοδοχείων. Αντίθετα, η ένωση ελλήνων βιομηχάνων είχε δηλώσει εξ αρχής, ότι το μισθολογικό κόστος δεν ήταν καθόλου επιβαρυντικό γι’ αυτούς. Αν τελικά οι υπάλληλοι της τρόϊκας υπερθεμάτισαν στο παραπάνω θέμα, είναι μάλλον γιατί «πείστηκαν» από ντόπιους επιχειρηματίες σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και «τραπεζώματα», όπως έγραφε η εφημερίδα «Το Ποντίκι» το 2011.
 Εξ άλλου και η επιμονή των τροϊκανών για την αύξηση του ΦΠΑ στους κλάδους τουρισμού και εστίασης μπορεί να εξηγηθεί από τις «σκέψεις» που διατυπώνονται για την ανάγκη «αναδιοργάνωσης σε σωστές επιχειρηματικές βάσεις» των δύο αυτών κλάδων, που ο τζίρος τους αναμένεται να εκτιναχτεί τα επόμενα χρόνια. Όταν με το καλό θα έχει επιτευχθεί η «αναδιοργάνωση», οι «αναδιοργανωτές» θα βρούν τον τρόπο να επαναφέρουν τον ΦΠΑ στα προηγούμενα ή και πιο χαμηλά επίπεδα, έως μηδενικά κατά το πρότυπο του αεροδρομίου των Σπάτων.
 Ο δεύτερος χρυσός κανόνας των δικηγόρων, αλλά και των διαφημιστών και των πολιτικάντηδων βεβαίως, είναι η απομόνωση ενός χαρακτηριστικού του προϊόντος, ή ενός τμήματος της διαδικασίας παραγωγής του και ο υπερτονισμός του. Η μέθοδος αυτή πάντα πιάνει σε μια κοινωνία καταναλωτών, αποξενωμένη από τη διαδικασία παραγωγής. Άλλωστε η παραγωγή όπως και ο κύκλος των οικονομικών δραστηριοτήτων έχουν γίνει τόσο δαιδαλώδη, που είναι αδύνατο ένας κοινός θνητός και μάλιστα καταναλωτής να ενδιαφερθεί γι’ αυτά, εκτός να βίαια γεγονότα και καταστάσεις, όπως η κρίση που βιώνουμε τον εξαναγκάσουν σε τούτο.
 Έτσι ο καλός μας διαφημιστής προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία του χρέους και να στρέψει αλλού την προσοχή των καταναλωτών του.
 Και τι είναι το χρέος; Αναφωνεί. «Μια λογιστική εγγραφή». Ένα τίποτα δηλαδή. Ένα πούφ! Όπως η ζωή. Ένα παιχνίδι όπως η «μονόπωλη». Οι καλοί μας δανειστές μας λένε. «Ξεχάστε το χρέος. Εμείς θα σας δανείζουμε για να το ξεπληρώνετε».
 Αποσιωπά φυσικά το γεγονός ότι το χρέος έχει τόκο κι αυτός ο τόκος είναι μεν μια λογιστική εγγραφή, που πληρώνετε με το αίμα ολόκληρης της κοινωνίας. Και το ότι ναι, μας δανείζουν οι καλοί μας φίλοι, αλλά για να ξεπληρώνουμε τα προηγούμενα δάνεια και τους τόκους τους, που έχει φροντίσει να ξεκοκαλίσει η καλή μας «ηγέτιδα τάξη». Και πάντα να πληρώνουμε και πάντα χρεωμένοι νάμαστε, γιατί έτσι το θέλει η ντόπια ολιγαρχία, αφού μέσω των δανείων ζεί και αναπαράγεται. 
 Αποσιωπά επίσης το γεγονός ότι μέχρι το 2010 το χρέος ήταν ιδιωτικό (προς τις τράπεζες και κυρίως τις γερμανικές οι οποίες εκείνη την εποχή βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας) και μόνον χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά- Βενιζέλου, αλλά και την αιδήμονα σιωπή της Αριστεράς μετατράπηκε σε χρέος προς τα κράτη της Ευρωζώνης. Το γεγονός είχε επισημανθεί από αρκετούς αναλυτές εκείνη την εποχή, έκτοτε ξεχάστηκε και επαναφέρθηκε πρόσφατα από τον Π.Χασάπη (8).
 Είναι σωστή λοιπόν, η αναφορά του κ. Τζήμερου για τα 660 δις ευρώ που λάβαμε σαν δάνεια από το 1981 μέχρι σήμερα. ΔΕΝ αναφέρει όμως ότι από το 1993 μέχρι σήμερα πληρώσαμε 1 τρις (χίλια δις) ευρώ για τόκους και χρεολύσια και θα πληρώσουμε άλλα ποιος ξέρει πόσα για τα ίδια δάνεια.
 Ναι, εντάξει μας λέει ο διαφημιστής – πολιτικάντης μας. αλλά σκεφτείτε. «Το χρέος σε 50 χρόνια, λόγω πληθωρισμού θα έχει κουρευτεί από μόνο του» (πενήντα χρόνια, δηλαδή αύριο). «Αν η Ελλάδα πιάσει τις στροφές της, θα έχει καταφέρει τέτοια ανάπτυξη, που το ποσοστό χρέους/ΑΕΠ θα φτάσει γρήγορα κάτω από το 60% και δεν θα είναι απλώς βιώσιμο, θα είναι για πλάκα».
 Εδώ έχουμε τον τρίτο χρυσό κανόνα της διαφήμισης, δικηγορίας και πολιτικών υποσχέσεων. Το ευτυχισμένο τέλος από την απόκτηση/κατανάλωση του διαφημιζόμενου προϊόντος.
 Όμως η μοναδική περίοδος ανάπτυξης της χώρας μας, κυρίως βιομηχανικής, ήταν η μεσοπολεμική, όταν εξ αιτίας της μικρασιατικής καταστροφής μεταφέρθηκαν από την Ιωνία και τον Πόντο κεφάλαια, τεχνογνωσία και φθηνό εργατικό δυναμικό. Άρα, η μόνη πιθανότητα επανάληψης ενός τέτοιου σεναρίου θα ήταν η καταστροφή λόγω κλιματικής αλλαγής ίσως, της Βόρειας Αμερικής, ώστε να επανακάμψει σύμπασα η ομογένεια με τα κεφάλαια της και την τεχνογνωσία της. Φθηνό εργατικό θα βρεί σίγουρα ανάμεσα στους ιθαγενείς.


 Σημειώσεις
1)    Δημ. Μάρτος, «Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» εκδόσεις Γόρδιος σελ. 222
2)    Δημ. Μάρτος, στο ίδιο σελ. 223-224
3)    Δημ.Μάρτος στο ίδιο σελ. 222
4)    Δημ. Μάρτος στο ίδιο σελ. 466
5)    Αν.Ανδρεάδης «Ιστορία των εθνικών δανείων» σελ.79
6)    Δημ.Μάρτος, στο ίδιο σελ. 476
7)    Δημ. Μάρτος στο ίδιο, σελ. 419-420