Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Όταν το φθινόπωρο του 1981 και ο Μανώλης Γλέζος συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ, ο λαός των Κυκλάδων τον υποδέχθηκε με ζητωκραυγές. «Πρώτη φορά οι κομμουνιστές βρίσκονται μαζί με τον λαό», έλεγαν οι ντόπιοι. Ο λαός, οι απλοί άνθρωποι, έβλεπαν στις εκλογές αυτές την ευκαιρία να τερματίσουν το κράτος της Δεξιάς απ’ το οποίο τόσο είχαν υποφέρει και ταυτόχρονα να ξαναγράψουν τον επίλογο της Εθνικής Αντίστασης με το λαό στη θέση του νικητή.
Κάθε όνειρο τρείς μέρες. Το αίτημα της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής έμεινε ανεκπλήρωτο. Για την εξέλιξη αυτή όμως δεν έφταιγε ο λαός. Οι απλοί πολίτες σωστά εκτίμησαν την κατάσταση, σε αντίθεση με την ηγεσία της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ένα κομμάτι της οποίας, το ΚΚΕες είδε την εκλογική του βάση να στρέφεται μαζικά προς το ΠΑΣΟΚ, ενώ το ίδιο έμεινε εκτός Βουλής.
Η υπενθύμιση ήταν απαραίτητη για να υπάρξει μια νηφάλια εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 20ης Σεπτεμβρίου. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που οι απλοί άνθρωποι επιδεικνύουν μεγαλύτερη πολιτική ωριμότητα από την πολιτική τους ηγεσία, τόσο της Αριστεράς, όσο και «των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων».
Το πρώτο που κάνει βαθειά εντύπωση φυσικά, είναι το τρομαχτικά μεγάλο ποσοστό αποχής. Κοιτάζοντας τους σχετικούς πίνακες που δημοσιεύθηκαν από το βράδυ των εκλογών, παρατηρούμε πως αυτό το ποσοστό τινάζεται απότομα προς τα πάνω ακριβώς τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, όταν το πολιτικό σύστημα της χώρας μπαίνει σε βαθειά κρίση και ανυποληψία. Εκφράζει φυσικά την βαθειά απογοήτευση των ιδιαίτερα ευάλωτων στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού και την αποστροφή τους προς το πολιτικό σύστημα που το θεωρούν υπεύθυνο για την οικονομική και κοινωνική τους εξαθλίωση. Μια απογοήτευση που μεγάλωσε με τις εξελίξεις του καλοκαιριού και την επιβολή του 3ου μνημονίου, φέρνοντας την αποχή σε πρωτόγνωρα για τη χώρα μας επίπεδα.
Το δεύτερο σημείο, είναι φυσικά η υπερψήφιση των «μνημονιακών» κομμάτων, κάτι που έκανε έναν δημοσιογράφο σχολιαστή να ανακράξει περιχαρής ότι το 80% του ελληνικού λαού ψήφισε μνημόνια, άρα θέλει τα μνημόνια. Φυσικά και δεν είναι έτσι. Η πιο σωστή ατάκα ήταν του Λαζόπουλου, που είπε πως χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια ζευγάρια ζούν μαζί για πολλά και ατελείωτα χρόνια, ενώ συχνά μισούν ο ένας τον άλλο (κυρίως οι γυναίκες τους άνδρες τους).
Οι απλοί πολίτες διαθέτουν αυτό που λέγεται κοινός νούς. Και ο κοινός νούς λέει πως τα μνημόνια έτσι κι αλλιώς έχουν περάσει και θα εφαρμοστούν, αφού ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι εναντίον μας. Σε τέτοιες καταστάσεις, η δραστηριότητα των ανθρώπων μετατοπίζεται στο πεδίο της επιβίωσης πρώτα κι όσο για τα μνημόνια, είναι κάτι που θα περιμένει τη σειρά του.
Το τρίτο σημείο, που συμπληρώνει το δεύτερο, είναι η υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ. Για άλλη μια φορά, τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας συνασπίσθηκαν γύρω του. Ασυναίσθητα, σαν τους πρόσφυγες που κατακλύζουν τα νησιά μας, αρπάχτηκαν από τη βάρκα του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι όμως τρύπια και μπάζει νερά. Αλλά μια βάρκα, ακόμη και τρύπια, είναι καλύτερη από τα φουρτουνιασμένα νερά του πελάγους. Μπορεί να σε κρατήσει στη ζωή μέχρι να έρθει το Λιμενικό, άσε που πάντα υπάρχει ελπίδα, κάποιος ή κάτι να βουλώσει την τρύπα μέχρι να φτάσει στη στεριά.
Το τελευταίο γεγονός είναι η εκλογική ήττα των «αντιμνημονιακών δυνάμεων» και ο αποκλεισμός τους από τη Βουλή. Στην ανακοίνωση του Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ για τα αίτια της αποτυχίας, φταίνε όπως πάντα στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, οι «αντικειμενικοί παράγοντες», ενώ τα λάθη και οι παραλείψεις της ηγεσίας επιμερίζονται σε όλο το σώμα της οργάνωσης (όπως πάντα) και είναι πάντα δευτερεύουσας σημασίας που θα διορθωθούν με την αγωνιστικότητα, την οργάνωση, την πάλη κλπ.
Το θέμα πχ του περιορισμένου χρόνου των 28 ημερών, είναι κάτι που η ίδια η ΛΑΕ επέλεξε, με την παλινωδία του γνωστού «στηρίζουμε την κυβέρνηση-καταψηφίζουμε τα μνημόνια» που μπέρδευε και αποπροσανατόλιζε τον κόσμο. Τη σύγχυση επέτειναν και τα υπονοούμενα για ενδεχόμενη μετεκλογική σύμπραξη ή συνεργασία, ή έστω ανοχή της ΛΑΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, οπόταν και δεν καταλάβαινε κανείς γιατί έγινε η διάσπαση, αφού θα τα ξαναβρίσκανε.
Το μεγάλο πρόβλημα της ΛΑΕ, για το οποίο και δεν γίνεται λόγος στην ανακοίνωση, ήταν το ίδιο με ολόκληρου του ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της ίδρυσης του, η ανυπαρξία οποιασδήποτε μελέτης και ανάλυσης της ελληνικής οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας και των αντιθέσεων που την κινούν. Πράγμα το οποίο με τη σειρά του οδηγούσε όπως και τον ΣΥΡΙΖΑ στην έλλειψη σχεδίου και προγράμματος εξουσίας. Η αθρόα προσέλευση στελεχών του ΠΑΣΟΚ και η τοποθέτηση τους σε καίριες κυβερνητικές θέσεις, αυτή την έλλειψη προσπαθούσε να καλύψει.
Έτσι η ΛΑΕ έπεσε στην παγίδα του οικονομισμού, ή μάλλον δεν βγήκε ποτέ, μιας κι ο οικονομισμός ήταν και εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος τρόπος αντίληψης της ελληνικής αριστεράς. Η οικονομίστικη λογική υπαγόρευε την πρόταξη της πάλης ενάντια στα μνημόνια και πιθανώς την έξοδο από την ευρωζώνη και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα.
«Στην κλίνη γράφεται το μέλλον», φώναζε ο μεγάλος ελισσαβετιανός. Μνημόνια και χρέη υπήρχαν πάντοτε για την Ελλάδα, γιατί έτσι γεννήθηκε το ελληνικό κράτος κι έτσι πορεύτηκε από το 1832 μέχρι και σήμερα.
Το 1832, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου χορηγείται στην Ελλάδα το τρίτο μεγάλο δάνειο των 60 εκατομ φράγκων με τον όρο «αι πραγματικαί εισπράξεις του δημοσίου ταμείου θέλουσι προπάντων αφιερούσθαι εις την πληρωμή των ρηθέντων τόκων και του χρεωλυσίου χωρίς να γίνη αυτών χρήσις προς οποιονδήποτε άλλον σκοπόν, ενόσω η υπηρεσία των πραγματοποιηθέντων σειρών του υπο την εγγύησιν των τριών Αυλών δανείου δεν ήθελεν εξασφαλισθή ολοσχερώς δια το τρέχον έτος» (άρθρο 12 & 6 της Συνθήκης του Λονδίνου)(1).
Ήταν το δεύτερο μνημόνιο για τη χώρα μας. Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε για την οργάνωση του νέου κράτους και χρησιμοποιήθηκε φυσικά για την εδραίωση της Βαβαροκρατίας,(2). Σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημ. Μάρτο, ο παραπάνω περιορισμός προσανατόλισε την οργάνωση του κράτους και της κοινωνίας σε δομές εξυπηρέτησης του δανείου. (3)
Με τους ίδιους όρους και τις ίδιες επιπτώσεις στις δομές του κράτους και της κοινωνίας δόθηκαν και τα επόμενα δάνεια την εποχή της Βαβαροκρατίας και της υπόλοιπης βασιλείας του Όθωνα. Το ελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του δαπανούσε περισσότερα από ότι εισέπραττε από φόρους (οι εισπράξεις αντιστοιχούσαν στο 70% των δαπανών) με αποτέλεσμα να δανείζεται συνεχώς για να συνεχίζει την ύπαρξη του.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημ.Μάρτο, από την εποχή της Βαβαροκρατίας «η άρχουσα τάξη διαμορφώνεται μέσα στο κράτος και όχι στην κοινωνία»(4). Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν στους περιορισμούς (μνημόνια) των πρωτοκόλλων του Λονδίνου και στην φορολογική και λοιπή διοικητική πολιτική των Βαυαρών που «κατέστησαν αναποτελεσματικά τα πεδία της οικονομίας όπου δημιουργείται πλεόνασμα για τις παραδοσιακές ηγετικές ομάδες. Γι’ αυτό, μη μπορώντας να αναπαραχθούν στο επίπεδο της οικονομίας, επεδίωξαν να αναπαραχθούν στο επίπεδο του κράτους».
«Επίπεδο κράτους» σήμαινε και σημαίνει κρατικός προϋπολογισμός. Σήμαινε και σημαίνει διαχείριση (ξεκοκάλισμα) δανείων. Τώρα καταλαβαίνει ο καθένας γιατί όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, από καταβολής ελληνικού κράτους, επιζητούν μετά μανίας και αενάως τον δανεισμό. Γιατί μέσω των δανείων αναπαράγονταν και συνεχίζει ν’ αναπαράγεται η ελληνική ολιγαρχία. Η παρασιτική αστική τάξη που κυριαρχεί στη χώρα από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης της. Γι’ αυτό κι όλες οι κυβερνήσεις υπέγραφαν μετά μανίας δάνεια, αδιαφορώντας για τους ληστρικούς όρους αποπληρωμής τους. Η λήψη και διαχείριση των δανείων είναι όρος για την ύπαρξη και αναπαραγωγή της άρχουσας τάξης. Η αποπληρωμή είναι υπόθεση του λαού.
Τα δάνεια είχαν πάντοτε διπλό σκοπό. Ο πρώτος ήταν η παραγωγή και αναπαραγωγή της οικονομικής ολιγαρχίας. Ο δεύτερος, ήταν και εξακολουθεί να είναι η οργάνωση της πολιτικής εξουσίας που εγγυάται την διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων. Η πρώτη περίπτωση ήταν του δανείου που λήφθηκε το 1824, που η κυβέρνηση Κωλέττη-Κουντουριώτη χρησιμοποίησε για την εδραίωση της εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων, των καπεταναίων του Μωρηά. Η δεύτερη ήταν του 1832 που μόλις αναφέρθηκε παραπάνω. Οι πιο πρόσφατες ήταν τα δάνεια από το 1981 και εντεύθεν, που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για τον πλουτισμό (αναπαραγωγή) της οικονομικής ολιγαρχίας, όσο και για την οικοδόμηση και παγίωση του ολιγαρχικού δικομματικού πολιτικού συστήματος.
Η ριζική αλλαγή αυτού του πολιτικού συστήματος είναι προϋπόθεση για το σταμάτημα των δανείων, την απαλλαγή από τα μνημόνια και την είσοδο της χώρας σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης. Δύο φορές μετά τον πόλεμο, ο λαός μας πίστεψε πως το πολιτικό αυτό σύστημα θα άλλαζε πραγματικά. Η πρώτη ήταν το 1981, γι’ αυτό και σήκωνε στα χέρια τον Γλέζο. Η δεύτερη ήταν τον Ιανουάριο του 2015.
Η ΛΑΕ, σαν Αριστερή Πλατφόρμα μέχρι και τον περασμένο Αύγουστο, δεν έκανε τίποτε για το ξήλωμα αυτού του συστήματος, τόσο σαν κυβέρνηση, όσο και πριν. Ούτε καν το νόμο «περί ευθύνης (ανευθυνότητας) των υπουργών» δεν επιχείρησε να καταργήσει, ούτε το πρότεινε καν. Ούτε το εκλογικό σύστημα και τον τρόπο εκλογής των βουλευτών, ούτε την κατάργηση της παντοδυναμίας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, δομές που μαζί με άλλες συγκροτούν τον πυρήνα του ολιγαρχικού πολιτικού μας συστήματος.
Αντίθετα, ακολούθησε την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στην άκαρπη προσπάθεια διαπραγματεύσεων για εξεύρεση χρηματοδότησης, μόνο που οι αναζητήσεις της κινούνταν προς την Ρωσία ή την Κίνα. Ο ίδιος ο Π. Λαφαζάνης υπερασπίσθηκε αυτή την προσπάθεια κατά την προεκλογική εκστρατεία με το αστείο επιχείρημα «γιατί είναι κακό να δανειστούμε από κάπου αλλού εκτός της ΕΕ και του ΔΝΤ».
Όμως η ομοιοπαθητική σαν θεραπεία, το χτύπημα του μνημονίου με κάποιο άλλο μνημόνιο, είναι ακριβώς η λογική του Τσίπρα, του Σαμαρά, του Βενιζέλου και όλων των υπολοίπων εκπροσώπων του πολιτικού κατεστημένου.
Γιατί θα έπρεπε ο λαός να προτιμήσει και να στηρίξει ένα «καλό» ρώσικο μνημόνιο καταδικάζοντας το «κακό» (και σίγουρο) της ΕΕ και του ΔΝΤ;
Στριμωγμένη στο οικονομίστικο πεδίο και βλέποντας τα δημοσκοπικά ποσοστά της συνεχώς να πέφτουν, η ΛΑΕ εξαναγκάστηκε σε μάχες οπισθοφυλακής, πρώτα με το ΚΚΕ για το ποιος είναι ο συνεπέστερος αντιμνημονιακός και δευτερευόντως με το ΕΠΑΜ για την επαναφορά του εθνικού νομίσματος. Το οποίο όμως παρουσιάσθηκε και εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν «εργαλείο κι όχι αυτοσκοπός», ακυρώνοντας με την ασάφεια της διατύπωσης τη σημασία του, ακριβώς γιατί έλειψε και λείπει η ανάλυση της σημερινής ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας.
Έτσι δεν της έμενε παρά η ένδοξη μνήμη, ελληνική και διεθνής (ΕΑΜ και Αλλιέντε – εξ ου και η ονομασία «Λαϊκή Ενότητα») μια σημειολογία που συγκινούσε αριστερούς άνω των 60 ετών, δεν έλεγε και πολλά πράγματα όμως στις νεότερες γενιές.
Γι’ αυτό και χρησιμοποίησε τον Γλέζο σαν εικόνισμα προς άγραν ψήφων, τονίζοντας το αγωνιστικό του παρελθόν, αποσιωπώντας παράλληλα τις τελευταίες προτάσεις του για ανάδειξη των υποψηφίων βουλευτών από τον ίδιο το λαό και κυρίως την επισήμανση του για τυχοδιωκτισμό την επιδίωξη για έξοδο από την ευρωζώνη.
Η «Λαϊκή Ενότητα» νικήθηκε στις εκλογές, η ενότητα του λαού όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Τραυματισμένη σοβαρά και με πολλές ρωγμές, στη βάση της όμως εξακολουθεί να κυριαρχεί η βαθειά αποστροφή προς το πολιτικό σύστημα και η ασυνείδητη διάθεση για την αντικατάσταση του με ένα σύστημα φιλικό και εξυπηρετικό για το λαό.
Η μετουσίωση αυτής της ασυνείδητης διάθεσης σε βούληση για πολιτική χειραφέτηση, ακόμη κι ενός μικρού τμήματος της κοινωνίας, είναι υπόθεση που απαιτεί μια συντονισμένη πολιτική δραστηριότητα όλων των δυνάμεων, οργανώσεων και ατόμων που αντιτάσσονται στη διαδικασία ανασυγκρότησης του παλαιού πολιτικού δικομματικού αυταρχικού συστήματος.
Η Λαϊκή Ενότητα, όντας η πολυπληθέστερη και σε εθνικό επίπεδο διακλαδωμένη οργάνωση, μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες, μικρότερες δυνάμεις, που μπορούν και πρέπει να πιέσουν σε μια κατεύθυνση συνεργασίας και κοινής δράσης, με μοναδικό στόχο την αλλαγή του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας.
1) Δημ. Μάρτος, «Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» εκδόσεις Γόρδιος σελ. 222
2) Δημ. Μάρτος, στο ίδιο σελ. 223-224
3) Δημ.Μάρτος στο ίδιο σελ. 222
4) Δημ.Μάρτος, στο ίδιο σελ. 476
5) Δημ. Μάρτος στο ίδιο, σελ. 419-420