Του Κώστα Ράπτη
Στα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου σχετικά με την ρωσική επέμβαση στη Συρία η συχνότερα επαναλαμβανόμενη λέξη είναι ο “βάλτος” (quagmire), στον οποίο κινδυνεύει να παγιδευτεί η Μόσχα επί μακρόν. Άλλωστε, πρώτος ο Barack Obama έχει πολλές φορές τονίσει δημοσίως, π.χ. την 1η Δεκεμβρίου, ότι, χωρίς αλλαγή στάσης, η Ρωσία πρόκειται να καθηλωθεί σε μιαν “ατέρμονη και παραλυτική εμφύλια διαμάχη”.
Ωστόσο, η αντικειμενική ανάλυση της κατάστασης δείχνει ότι το στοίχημα του Vladimir Putin αποδίδει. Τρεις μήνες μετά την έναρξη των αεροπορικών της επιδρομών στη Συρία, η Ρωσία έχει επιτύχει με μια μικρή στρατιωτική δύναμη, με ελάχιστες ανθρώπινες απώλειες, χωρίς πολιτικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της και με οικονομικό κόστος της τάξης του ενός έως δύο δισ. δολαρίων ετησίως (έναντι αμυντικού προϋπολογισμού 54 δισ.) τον κυριότερο στόχο της: να αποτρέψει την κατάρρευση του καθεστώτος Assad, η οποία το καλοκαίρι έμοιαζε πολύ πιθανή, να κατοχυρώσει τον δικό της ρόλο ως “παίκτη” στη Μέση Ανατολή και να προκαλέσει μια διπλωματική κινητικότητα που, όσο περνά ο χρόνος, ενισχύει περαιτέρω τα δύο προηγούμενα αποτελέσματα.
Το παραδέχονται αυτό οι (μη κατονομαζόμενοι) Αμερικανοί αξιωματούχοι και στρατιωτικοί αναλυτές τους οποίους επικαλείται ανάλυση του πρακτορείου Reuters, δημοσιευμένη στις 28 Δεκεμβρίου. “Οι Ρώσοι δεν μπήκαν τυφλά σε αυτή την ιστορία. Αποσπούν και κάποιο κέρδος από το κόστος της” δηλώνει χαρακτηριστικά στέλεχος των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, αναφέροντας μεταξύ άλλων το πλεονέκτημα που δίνει η δυνατότητα δοκιμής των νέων ρωσικών οπλικών συστημάτων σε πραγματικές συνθήκες μάχης. Ακόμη και η ραγδαία πτώση της τιμής του πετρελαίου, που τόσο έχει πλήξει την οικονομία της Ρωσίας, έχει το παράπλευρο όφελος ότι μειώνει το κόστος των αεροπορικών επιδρομών σε καύσιμα, αναφέρεται στην ίδια ανάλυση.
Εάν τα περί “βάλτου” αποτελούν περισσότερο προβολή επιθυμιών παρά επαληθεύσιμη εκτίμηση, μένει να αποδειχθεί, πάντως, τι από τα δύο ισχύει για την έτερη πρόβλεψη της αμερικανικής πλευράς, η οποία διατυπώθηκε από την πρώτη στιγμή της ρωσικής στρατιωτικής εμπλοκής: ότι δηλαδή ο ορίζοντάς της δεν είναι παρά η διατήρηση ενός “αλαουιτικού θύλακα” που θα επιτρέψει την διαιώνιση της εξουσίας του Assad σε μέρος της άλλοτε ενιαίας Συρίας.
Φυσικά τόσο η Μόσχα όσο και το σύνολο των διεθνών συνομιλητών που συμμετέχουν σε πολυμερείς διαδικασίες, όπως αυτή της Βιέννης, ομνύουν στην ενότητα και ακεραιότητα της Συρίας. Όμως, η πραγματικότητα επί του εδάφους θυμίζει όλο και περισσότερο βίαιη “ανταλλαγή πληθυσμών”, συχνά μάλιστα με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών, που επιβλέπουν την προσπάθεια σύναψης συμφωνιών “τοπικής εκεχειρίας”.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η τελευταία και πιο περίπλοκη συμφωνία του είδους, που υλοποιήθηκε τη Δευτέρα. Βάσει αυτής, περισσότεροι από 120 αντάρτες και άμαχοι αναχώρησαν από το Ζαμπατάνι, τελευταίο προπύργιο της ένοπλης αντιπολίτευσης στα συρο-λιβανικά σύνορα, για να μεταβούν μέσω Λιβάνου και Τουρκίας σε άλλες ανταρτοκρατούμενες ζώνες της Συρίας, ενώ παράλληλα 335 μαχητές και πολίτες εγκατέλειψαν την Φούα και την Καφράγια, τελευταία σιιτικά χωριά που είχαν μείνει υπό τον έλεγχο του κυβερνητικού στρατού στην επαρχία της Ιντλίμπ, με προορισμό τη Βηρυτό και εκείθεν τη Δαμασκό.
Παρόμοιες ήταν οι συμφωνίες που συνήφθηκαν το τελευταίο διάστημα, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της Ερυθράς Ημισελήνου και με την εμπλοκή του υπουργείου Εθνικής Συμφιλίωσης της συριακής κυβέρνησης, για την εκκένωση της τελευταίας ανταρτοκρατούμενης συνοικίας της Χομς και των οχυρωμένων στον παλαιστινιακό καταυλισμό Γιάρμπουκ αντικαθεστωτικών.
Ακόμη και όπου αυτό δεν γίνεται συντεταγμένα και με τη διευκόλυνση του διεθνούς παράγοντα, πραγματοποιείται αυθορμήτως υπό τον φόβο των αντιποίνων στο πλαίσιο της “αυτο-εκπληρούμενης προφητείας” της διάρρηξης του εθνοθρησκευτικού μωσαϊκού της περιοχής. Τόσο στη Συρία όσο και στο γειτονικό Ιράκ η εθνοκάθαρση προχωρά: όπως επισημαίνει ο Patrick Cockburn της βρετανικής εφημερίδαςIndependent το παράδειγμα των Χριστιανών, που αναχώρησαν πρώτοι, ακολουθούν τώρα και άλλες κοινότητες: με τους σουνίτες να εγκαταλείπουν τις σιιτοκρατούμενες περιοχές και αντιστρόφως. Τα 5,3 εκατομμύρια των προσφύγων και τα 6,5 εκατομμύρια των εσωτερικά εκτοπισμένων Σύρων είναι απίθανό να επιστρέψουν ποτέ στις εστίες τους (ό,τι και αν πιστεύει επ’ αυτού η Ευρώπη), με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της περιοχής σε εθνοθρησκευτικά ομογενοποιημένες ζώνες, όπως άλλωστε συνέβη εν πολλοίς και με τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου στο παρελθόν.
Η επίτευξη, σε περίπτωση πολιτικής λύσης του συριακού δράματος, μιας επίφασης ενότητας του κράτους δεν μπορεί παρά να είναι η αντιγραφή του “βοσνιακού σεναρίου”, επί τη βάσει μιας νομιμοποιημένης εθνοκάθαρσης-καντονοποποίησης.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr