Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Τουρκία και απειλές

Του Ανδρέα Γεωργιάδη
Προ ολίγων ημερών, όταν πραγματοποιήθηκε η σύνοδος του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη της οποίας προήδρευε ο πρόεδρος της γείτονος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έπεσε ως θρυαλλίδα για πολλούς τουρκολάγνους, επαναπροσεγγιστές και υποστηρικτές της λύσης ό,τι να ‘ναι κι όπως να ‘ναι, η είδηση για την προτροπή στην οποία προέβη ο πρόεδρος της Τουρκίας για την αναγνώριση του κατοχικού μορφώματος των κατεχομένων ως ανεξαρτήτου κράτους από τις ισλαμικές χώρες – μέλη του οργανισμού. Συνεπώς, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η θέση αυτή επ’ ουδενί αποτελεί δείγμα προόδου και καλής θέλησης για λύση του Κυπριακού από μέρους της Τουρκίας και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καταρρίπτει ως πύργο από τραπουλόχαρτα την άποψη πολλών επαναπροσεγγιστών νεοκυπρίων στην Κύπρο και νεοελλήνων στην Ελλάδα, ότι: «Ο Ερντογάν δεν είναι ούτε Ετζεβίτ ούτε Εβρέν» και ότι τάχα θα είναι ο ισχυρός δημοκράτης και φιλελεύθερος ηγέτης που θα λύσει με τη διαλλακτικότητά του τα χρόνια προβλήματα των ελληνοτουρκικών θεμάτων.
Στην ιστορία των κρατών, πολλές χώρες με σοβαρή παρουσία στο διεθνές επίπεδο, σε ζητήματα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά, έχουν προβεί σε σωρεία πολιτικών ενεργειών για να προωθήσουν και, εν τέλει, να ικανοποιήσουν τις επιδιώξεις τους έναντι άλλων λαών και κρατών. Μία από αυτές τις ενέργειες αποτελεί και ο ψυχολογικός πόλεμος που αποκαλείται στα αγγλικά «Psychological warfare operations» (πρακτικές/επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου). Σε μία τέτοια πρακτική ψυχολογικού πολέμου προέβη προχθές ο πρόεδρος της Τουρκίας που έχει τρομακτική συμβολική αλλά και πολιτικοστρατιωτική σημασία έναντι του Ελληνισμού. Το κάλεσμα αναγνώρισης του ψευδοκράτους ήταν, κατά τη γνώμη του γράφοντος, τέχνασμα ώστε, προκαλώντας φόβο και ψυχολογική αναταραχή στην ελληνική πλευρά, η τελευταία να σπέυσει ενδίδοντας σε μια ρατσιστική και καταστροφική λύση επί του κυπριακού ζητήματος ώστε να προλάβει την τυχόν αρνητικότατη εξέλιξη της αναγνώρισης του στρατοκρατικού μορφώματος των κατεχομένων από μέρους των ισλαμικών κρατών. Η πρακτική αυτή της Τουρκίας είναι γνωστή. Με απειλές και με φοβέρες προσπαθεί να πιέσει την πλευρά μας ώστε να ενδώσει στις ορέξεις της και να υποκύψει.
Ταπεινή μου άποψη είναι ότι με τη διχοτόμηση που θα επέλθει οριστικά αν τελικά το ψευδοκράτος αναγνωριστεί ως ανεξάρτητη και κυρίαρχη οντότητα στις περιοχές που σήμερα κατέχει παράνομα η Τουρκία, θα ξεδιαλύνει το τοπίο κυριαρχίας στην Κύπρο. Τουτ’ έστιν, θα δημιουργηθούν δύο ανεξάρτητα κράτη, το ένα στο βόρειο τμήμα με τουρκικό πληθυσμό και ως εκ τούτου, στενότατες και ακόμη πιο στενές σχέσεις με την Τουρκία, και στο νότιο τμήμα ένα καθαρά ελληνικό κράτος με στενότατες σχέσεις με τη φυσική προστάτιδά του, τη μητέρα Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία το τελευταίο που επιθυμεί είναι η διχοτόμηση της νήσου μας. Και θα εξηγήσω παραθέτοντας μια ανάλυση που ο παμμακάριστος δάσκαλος Νεοκλής Σαρρής είχε κάμει ήδη από το 1977. Όταν είχε συναντηθεί με τον πρώην υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας στην πρώτη κυβέρνηση Ετζεβίτ που πραγματοποίησε την εισβολή, τον Τουράν Γκιουνές, ο οποίος έτρεφε άκρως φιλικά αισθήματα προς το πρόσωπο του Έλληνα διανοουμένου, κατάφερε να πάρει από το στόμα του Τούρκου πολιτικού το εξής: «Θα είναι παραφροσύνη η διχοτόμηση και ακόμη δεν τρελλαθήκαμε. Με τη διχοτόμηση η Ελλάς θα ελέγχει την κεντρώα και ανατολική Μικρασία, δηλαδή θα κινδυνεύει η ασφάλειά μας. Η διχοτόμηση ευνοεί την προώθηση των σχεδίων ορισμένων μεγάλων δυνάμεων. Δεν συμφέρει όμως ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Τουρκία» (δική μου επισήμανση: προφανώς προσπαθώντας να πείσει τον Σαρρή, ως εκπρόσωπο της ελληνικής πλευρά να μεταφέρει χαρμόσυνα δήθεν νέα στην ελληνική κυβέρνηση ότι η Τουρκία δεν θέλει τη διχοτόμηση). Είναι γνωστό πως σήμερα η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποβλέπει στη διζωνική ομοσπονδία. Μέσω του «ομόσπονδου τουρκοκυπριακού κράτους», η Τουρκία ελπίζει ότι θα θέσει υπό τον έλεγχό της το σύνολο της Κύπρου και έτσι θα εξοβελίσει τους κινδύνους που θα απειλούν – κατ’αυτήν – την ηπειρωτική Τουρκία και θα προέρχονται από την επίσημη ελληνική παρουσία στη Μεγαλόνησο. Με μια άλλη έκφραση, η στοχοθεσία της Τουρκίας προχωρεί πολύ πέραν από τη διχοτόμηση: περιλαμβάνει το σύνολο της Κύπρου»[1].
Ο σοφός καθηγητής είχε αντιληφθεί εκ του σύνεγγυς το τι συνέβαινε στα άδυτα της τουρκικής στρατογραφειοκρατίας. Συνεπώς οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι όταν γίνει, που δεν πρόκειται, μια διχοτόμηση, η νότια πλευρά της Κύπρου, σε συνδυασμό με την Ελλάδα, θα αποκλείσουν από Αιγαίου και από της νοτιοανατολικής Μεσογείου την Τουρκία. Η θαλάσσια διέξοδός της θα είναι ανύπαρκτη. Ο βρόγχος στον λαιμό της θα την πνίξει. Η ασφάλειά της θα τίθεται εν αμφιβόλω από τη δική μας πλευρά. Προς επίρρωσιν αυτού, σωρεία χαρτών του ψευδοκράτους καταδείχνουν ότι η λεγόμενη ως ΑΟΖ των κατεχομένων (η σφετερισθείσα ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας) και της Τουρκίας, παραμένουν πνιγμένες και απομονωμένες, όταν η ΑΟΖ της ελεύθερης πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδος (η οποία δεν θα αποδεχθεί βεβαίως το γκριζάρισμα του Αιγαίου, ούτε τις απαράδεκτες αξιώσεις επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νήσων και άλλων τινών) συνενωθούν.
Συνεπώς ο ψυχολογικός πόλεμος πρέπει να πολεμηθεί από τη δική μας πλευρά. Θέση μου βέβαια αποτελεί το ότι το Κυπριακό δεν είναι ξεκομμένο από τα υπόλοιπα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ευρίσκεται όμως στην κορυφή της πυραμίδας της σωρείας των προβλημάτων που η γείτονα προκαλεί. Πιστεύω ότι οι τωρινές συνεχείς παραβιάσεις στο σύμπλεγμα των Οινουσσών, καταδίπλα της Χίου, αποτελούν όψη του ιδίου νομίσματος. Η πίεση που προσπαθεί να ασκήσει η τουρκική πλευρά προς το ελληνικό κράτος στοχεύει στο να κάνει την ελληνική κυβέρνηση να φοβηθεί, να συρθεί στις διαπραγματεύσεις και να συνεπικουρήσει στη μείωση της εθνικής κυριαρχίας επί του Αιγαίου με σκοπό να προλάβει δήθεν τις πιο σκληρές πολιτικές που πιθανώς να ακολουθήσει η Τουρκία. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η ελληνική κυπριακή πλευρά δεν μπορεί να ενεργεί από μόνη της, αλλά χρειάζεται να έρχεται σε συνεχή διαβούλευση και χάραξη κοινής γραμμής με την ελληνική κυβέρνηση επί των ελληνοτουρκικών θεμάτων.
Επίσης, η βρώμικη πολιτική της Τουρκίας δεν ασκείται αυτό τον καιρό μόνο στην ελληνική πλευρά, αλλά υπερβαίνει τη Μεσόγειο και καταφθάνει μέχρι και τον βασανισμένο Καύκασο, που με δική της υπαιτιότητα, ματοκυλά ακόμη μια φορά. Το Αζερμπαϊτζάν, κράτος καθαρά δορυφόρος της Τουρκίας με ένα αμιγή τουρκικό πληθυσμό, που παράνομα κατέχει εθνικά ιστορικά και πολιτισμικά Αρμενικά εδάφη [δηλαδή τμήματα από την περιοχή της Αρμενίας αλλά και του Αρτσάχ που είχε απελευθερωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους Αρμενίους αγωνιστές κατά το έπος του 1988 – 1994 (Αρτσάχ από το Ορχιστηνή που ο δικός μας Στράβων ονόμαζε την, υπερχειλίζουσα από πολιτισμό και ιστορία, αρμενική επαρχία)], προβάινει σε πόλεμο έναντι του Αρμενικού λαού της περιοχής, πάντοτε με τις πλάτες της Τουρκίας και του μεγάλου σύμμαχου και πατερούλη Ερντογάν. Οι δε Αρμένιοι του Αρτσάχ, μαζί με τους Αρμενίους της κυρίως Αρμένιας, αμύνονται σαν λεόντες και πολεμούν για την τιμή και την αξιοπρέπειά τους έναντι της Τουρκικής υπεροπλίας και της Αζερικής κτηνωδίας. Παρ’ όλο που η Αρμενία υφίσταται ήδη από το 1993 ένα τρομερό και βάρβαρο εμπάργκο από μέρους της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν, και παρ’ όλο που παραμένει περίκλειστη περιοχή περικυκλωμένη από εχθρικά προς αυτήν κράτη, δεν ενδίδει στις πιέσεις των Τούρκων/Αζέρων για να συνθηκολογήσει και κρατά υπερήφανα ψηλά το κεφάλι. Μπορούμε να παραδειγματισθούμε και από την αγέρωχη αρμενική στάση και να στηρίξουμε το δίκαιο του αρμενικού αγώνα.
Του λοιπού, χρειάζεται μια σοβαρή πολιτική ηγεσία και σοβαρή πολιτική γραμμή σε Ελλάδα και Κύπρο (μητρόπολη και περιφέρεια) ώστε να αντιμετωπισθούν τα φλέγοντα ζητήματα. Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει ΑΜΕΣΑ να προσφύγουν ενιαία στους διεθνείς οργανισμούς με σκοπό να υποβάλουν καταγγελίες έναντι της τουρκικής αδιαλλαξίας. Έχει επίσης τονισθεί από πολλούς έγκριτους επί των αμυντικών ζητημάτων ειδικούς η ανάγκη της αναβάθμισης της Εθνικής Φρουράς και της αύξησης της επιχειρησιακής της ικανότητας, και όχι μείωσής της όπως προεκλογικά η παρούσα κυβέρνηση προσπάθησε. Εν συνεχεία, πρέπει να αποσυρθούμε από τις παρούσες συνομιλίες και να αλλάξουμε τη βάση λύσης του Κυπριακού. Όταν η Τουρκία, η κατοχική χώρα, απειλεί και υβρίζει με σκοπό να μας κάνει να φοβηθούμε, τότε θεωρώ εξευτελιστικό να παραμένουμε σε μια τέτοια ατέρμονη διαδικασία που μόνο κακά επισωρεύει.
Και ένα τελευταίο: Εδώ και 33 χρόνια που η Τουρκία έχει προβεί στην παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους (15 Νοεμβρίου 1983), είχε πολλές φορές τη δυνατότητα να προβεί σε αναγνώρισή του και διεθνή του καταξίωση, ιδίως δε κατά το τραγικό καλοκαίρι του 1996, που φόνευσε δια των βαρβάρων Γκρίζων Λύκων των κατεχομένων τους Έλληνες αγωνιστές Ισαάκ και Σολωμού και είχε καταφέρει αποσταθεροποιητικά κτυπήματα κατά του Ελληνισμού με τις συνεχείς πυρκαγές στα ελληνικά δάση και την κρίση των Ιμίων (επί κυβερνήσεως Τσιλέρ – κόμματος Ορθού Δρόμου).
Έλληνες γρηγορείτε! Αντίσταση! Όπως το 1941 – 1944 και το 1955 – 1959. Η Τουρκία μπορεί να νικηθεί! Ας μην τρέμουμε! Ας αγωνιστούμε!!!
Αθήνα, 16/4/2016
[1] Σαρρής Νεοκλής, Η άλλη πλευρά: Πολιτική χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο με βάση τουρκικές πηγές,Εκδόσεις Γραμμή, Αθήνα, 1977.
Ανάρτηση από: http://www.galatikohorio.com