Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Μακεδονικό, το έσχατο σύνορο της ελληνικής Αριστεράς

Του Γιώργου Καραμπελιά


Όσοι προερχόμαστε από την ελληνική Αριστερά είμαστε υποχρεωμένοι να διατρέξουμε έναν μακρύ και δύσβατο δρόμο για να απελευθερωθούμε από τις ιδεοληψίες και το βάρος λέξεων και ιδεολογημάτων που είχαν καθορίσει τόσο την ιστορική Αριστερά όσο και τον μαρξισμό στην ηγεμονική του εκδοχή. Και αυτό γιατί θα έπρεπε να αποτινάξουμε από πάνω μας ένα διπλό βάρος.
Αρχικώς, το βάρος του μαρξιστικού μονοδιάστατου σύμπαντος –όλες οι αντιθέσεις, άνθρωπος-φύση, ανθρώπινη φύση-κοινωνία, άνδρας-γυναίκα, εθνικές και εθνοτικές ταυτότητες κλπ κλπ, ανάγονται τελικώς σε μία και μοναδική αντίθεση, την ταξική και αποτελούν απλώς υποπαράγωγά της.
Ως Έλληνες αριστεροί, επικαθοριζόμενοι από την κυρίαρχη στην ελληνική Αριστερά κομμουνιστική παράδοση, θα έπρεπε να απαλλαγούμε από μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη απέναντι στον Ελληνισμό και το ελληνικό έθνος. Προκατάληψη που δεν σφράγισε μόνο τη σκέψη των ιδρυτών της κομμουνιστικής Αριστεράς (Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν) αλλά και την ελληνική μαρξιστική και κομμουνιστική παράδοση.
Μια παράδοση που οικοδομήθηκε, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και εφεξής, σε ευθεία αντιπαράθεση, τόσο με τους αγώνες του ελληνικού έθνους για την εθνική-κρατική του ολοκλήρωση, αλλά και με τα ίδια τα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική εθνική ιδιοπροσωπία.
Έτσι, το νεοσύστατο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα θα χαρακτηρίσει «ιμπεριαλιστική-επεκτατική», όχι μόνο την προσπάθεια απελευθέρωσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αλλά και της ίδιας της Μακεδονίας. Εξού και η συμπαράταξη με τους βασιλικούς το 1920 και η υποταγή στον βουλγαρικό επεκτατισμό από το 1924 και στο εξής, με τη διεκδίκηση της ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης και στο σταλινικό-τιτοϊκό μακεδονικό κατασκεύασμα στη συνέχεια.

Επεκτατική η προσπάθεια των Ελλήνων

Ο χαρακτηρισμός της προσπάθειας των Ελλήνων να απελευθερώσουν τα σκλαβωμένα εδάφη του έθνους τους, σαν «ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής», είχε ως ιδεολογικό προαπαιτούμενο και συνέπεια την απόρριψη της ελληνικής διαχρονίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, καθώς και την αποστροφή για τα ιερά και τα όσια αυτού του έθνους. Διότι, όντως, εάν το ελληνικό έθνος είναι ένα πρόσφατο ιστορικό δημιούργημα, τότε οι εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στη Μακεδονία πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν εξίσου «νόμιμοι» ιδιοκτήτες της Μακεδονίας με τους Έλληνες, πόσο μάλλον οι Βούλγαροι.
Έτσι, η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μια ιστορική πόλη που γνώρισε δύο μεγάλες περιόδους «εκκαθάρισης» του ελληνικού πληθυσμού, μετά το 1432 και εκ νέου μετά την επανάσταση του 1821. Ήταν απλώς μια πόλη όπου οι Έλληνες μειοψηφούσαν έναντι των Εβραίων και των Τούρκων, και την οποία «εξελλήνισε» το ελληνικό κράτος μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία, με ένα είδος ιμπεριαλιστικής «εθνοκάθαρσης».
Όσο δε για την Κωνσταντινούπολη, ελληνική πόλη για χιλιάδες χρόνια (από τον 7ο π.Χ. αιώνα), με ακμαίους ελληνικούς πληθυσμούς, μέχρι τη δεκαετία του 1960, η διεκδίκησή της από τους Έλληνες «εθνικιστές», δηλαδή τον ελληνικό λαό, αποτελούσε το summum του ιμπεριαλιστικού «μεγαλοϊδεατισμού».
Σε τέτοιο βαθμό έφτανε η στρέβλωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, ώστε το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου θα χαρακτηρίσει στη δεκαετία του 1920 σαν σοβινιστικό αίτημα την ένωση της Μεγαλονήσου με την «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα! Όσο για την Ορθοδοξία, αυτή δεν ήταν η κατεξοχήν αντιστασιακή ιδεολογία ενός έθνους που για οκτώ αιώνες πάλευε για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του, αλλά μια «σκοταδιστική», «μεσαιωνική» και «φωτοσβεστική» εξαπάτηση του λαού.

Το ιδεολογικό υπόστρωμα

Αυτή η ιδεολογική εθνομηδενιστική βουλγκάτα αποτελούσε το ιδεολογικό υπόστρωμα, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε, δυστυχώς, η κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία στην Ελλάδα. Και μόνο οι εθνικοαπελευθερωτικοί και πατριωτικοί αγώνες, στους οποίους συμμετείχε η ελληνική κομμουνιστική Αριστερά προσέφεραν μία βάση, για να μετριάζεται το κατεξοχήν εθνομηδενιστικό της αφήγημα.
Αυτό το έκανε, επιτρέποντας τη σύνδεσή της με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες και ενσωματώνοντας μερικά από τα πιο ανιδιοτελή και κάποτε ηρωικά στοιχεία του ελληνικού λαού, που εκφράστηκαν μέσα από τις γραμμές αυτής της Αριστεράς. Εξάλλου, αυτό μπόρεσε να συμβεί, διότι η κομμουνιστική ηγεσία στη διάρκεια του πολέμου συναίνεσε ή και πρωτοστάτησε στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, δοθέντος ότι αυτός εντασσόταν στο πλαίσιο του παγκόσμιου αντιφασιστικού μετώπου, στο οποίο συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση.
Έτσι, μπόρεσε να δημιουργηθεί το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έτσι κατέστη δυνατόν ο Άρης Βελουχιώτης να αναδειχθεί σε πρωτοκαπετάνιο του αγώνα. Και αργότερα πάλι, η ηγεσία της Αριστεράς στήριξε στην Ελλάδα τον κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, μιας και αυτός εντασσόταν στη διεθνή στρατηγική της «σοβιετικής πατρίδας» ενάντια στους νατοϊκούς Εγγλέζους αποικιοκράτες.
Θα λέγαμε πως οι αριστεροί αγωνιστές, μέσα σε συνθήκες που δεν προσφερόταν κάποιο άλλο πολιτικό όχημα, χρησιμοποίησαν το ΚΚΕ και την επίσημη Αριστερά ως όχημα για να εκφράσουν την εθνικοαπελευθερωτική οπτική τους, παρά την κυρίαρχη ιδεολογία του κόμματος. Αυτό το τόσο αντιφατικό γεγονός δημιουργούσε, εξάλλου, μια μόνιμη ένταση ανάμεσα στα μέλη του κινήματος και στη γραμμή της ηγεσίας. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι διαρκείς συγκρούσεις του Άρη Βελουχιώτη με την κομματική ηγεσία.
Σε ό,τι αφορά στο Μακεδονικό Ζήτημα, η επίσημη γραμμή του κόμματος μέχρι τουλάχιστον το 1934 –και εκ νέου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου– ήταν η υποστήριξη της «ανεξάρτητης Μακεδονίας» (βουλγαρικής ή τιτοϊκής κοπής κατά περίπτωση). Το ΕΑΜ, όμως, ήταν εκείνο που πρωτοστάτησε στις μεγάλες πατριωτικές κινητοποιήσεις του 1943 ενάντια στη βουλγαροποίηση της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ η πλειοψηφία των «αστικών» δυνάμεων ποιούσε την νήσσα επί του θέματος!
Το εθνικοαπελευθερωτικό δυναμικό μπόρεσε να εκφραστεί μέσα από τις γραμμές ενός κόμματος εθνομηδενιστικού στον ιδεολογικό του πυρήνα και ταυτόχρονα αγωνιστικού και λαϊκού! Και κάτι ανάλογο θα συμβεί με το Κυπριακό. Παρότι η κυπριακή Αριστερά απείχε από τον αντιαποικιακό αγώνα, η αριστερή φοιτητική και μαθητική νεολαία της Ελλάδας θα πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις υπέρ της ΕΟΚΑ και θα διαμορφωθεί ιδεολογικά μέσα από αυτές, με οργανωτικό όχημα τη νεολαία της ΕΔΑ.

Ιδεολογία εθνομηδενιστική

Αυτή η αντίφαση ανάμεσα σε μια ιδεολογία θεμελιωδώς εθνομηδενιστική, η οποία χαρακτηρίζει το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα και την πραγματικότητα των αγώνων μιας χώρας, στην οποία τα εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά υπήρξαν κυρίαρχα, αποτελεί εκείνον τον παράγοντα που τόσο συχνά και για πολλούς ανθρώπους συσκοτίζει την πραγματικότητα.
Παράλληλα, εμποδίζει πολλούς καλοπροαίρετους ανθρώπους της Αριστεράς να κατανοήσουν τη βαθύτερη υφή του προβλήματος που αντιμετωπίζουν. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η αποκάλυψη των σωτηριολογικών-ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών του μαρξισμού ως ιδεολογίας και ακόμα περισσότερο της εθνομηδενιστικής υφής του ελληνικού μαρξισμού-κομμουνισμού δεν αναιρεί ούτε ακυρώνει τη σημασία των κοινωνικών και εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στους οποίους συμμετείχαν οι Έλληνες αριστεροί. Εξηγεί, απλώς, την αδυναμία τους να έχουν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική στάση απέναντι στα μεγάλα ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν.
Το αποτέλεσμα αυτής της βαθύτατης σύγχυσης («και το κόμμα με τραβάει από το μανίκι») ήταν και είναι πως την κριτική στην πολιτική της ελληνικής Αριστεράς πολλοί την εξελάμβαναν σαν «αποστασία» και είχαν δύο κυρίαρχες επιλογές: Σύμφωνα με την πρώτη κατέληγαν να πετάξουν το μωρό μαζί με τα απόνερα του μπάνιου και να προσχωρήσουν σε μια απλή αποδοχή μιας άλλης συμμετρικής και εξίσου ολοκληρωτικής φενάκης, της νεοφιλελεύθερης. Η νεοφιλελεύθερη αποδοχή, σε αντίθεση με την απόλυτη υποταγή του ατόμου στην κοινότητα που σαλπίζει ο μαρξισμός, υποστηρίζει την ολοκληρωτική άρνηση της κοινότητας, όπως συνέβη με πολλούς «αποστάτες» του μαρξισμού στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τη δεύτερη και συνηθέστερη επιλογή, αυτοεγκλωβίζονται σε μια ενοχική και αντιφατική πρόσδεση στα ιδεολογήματα και την ηγεσία της Αριστεράς, παρότι πολύ συχνά στην πολιτική και ιδεολογική καθημερινότητά τους, τα απορρίπτουν. Γι’ αυτό, εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής και ΕΑΜικής Αριστεράς στην Ελλάδα θα έλθει σε σύγκρουση ή τουλάχιστον δεν θα ακολουθήσει την επίσημη ηγεσία της και τα ιδεολογήματα της μαρξιστικής βουλγκάτας.
Αυτό θα συμβεί και το 1946, όταν η ηγεσία της κομμουνιστικής Αριστεράς θα επιλέξει τον δρόμο του Εμφυλίου, στον οποίο δεν θα την ακολουθήσει το μεγαλύτερο μέρος των ΕΑΜικών μαζών. Ή όταν θα συνεχίζει να αποδέχεται τη λαϊκή θρησκευτικότητα, συστατική της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, σε αντίθεση με το αντιορθόδοξο μένος της επίσημης αριστερής ιδεολογίας.
Γι’ αυτό και οι αριστερές μάζες, μετά τον εμφύλιο θα στηρίξουν, στην πλειοψηφία τους, αρχικώς τον Πλαστήρα, εν συνεχεία τον Γεώργιο Παπανδρέου και ακόμα περισσότερο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ, εξάλλου, επιχειρούσε να δημιουργήσει μια «νέα Αριστερά» που ήθελε να σπάσει την ηγεμονία της κομμουνιστικής παράδοσης στην Ελλάδα.
Και εκεί όπου αυτή η αντίφαση αλλά και η βαθύτατη επίδραση της εθνομηδενιστικής κομμουνιστικής αντίληψης ήταν η ισχυρότερη, είναι ακριβώς το Μακεδονικό Ζήτημα. Εδώ πρόκειται κυριολεκτικώς για το έσχατο σύνορο, εκεί όπου η κομμουνιστική Αριστερά όχι μόνο υπερέβη εαυτήν, φθάνοντας στα όρια της μειοδοσίας, αλλά παραδόξως επηρέασε σε βάθος τη συνολική εθνική ιδεολογία.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr