ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΗ ΜΠΙΤΣΑΚΗ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΜΗΝΑΚΑΚΗ
12/11/1995, εφημερίδα ΠΡΙΝ
-Να συζητάμε, όχι για να ετοιμάσουμε μια εκλεκτική σαλάτα, αλλά για να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού.
Το “φάντασμα” του Μαρξισμού, που μετά τις καταρρεύσεις των ανατολικών χωρών και του παραδοσιακού ΚΚ χαρακτηριζόταν ως άταφος νεκρός, φαίνεται να «επιστρέφει» το τελευταίο διάστημα. Γιατί, πώς και με ποιους όρους γίνεται αυτή η «επιστροφή»; Προσφύγαμε για μια πρώτη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα στον Ευτυχή Μπιτσάκη, ο οποίος συμμετείχε στο διεθνές συνέδριο για τον Μαρξ που έγινε πριν λίγες μέρες στο Παρίσι και στο ακόμα πιο πρόσφατο επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στη χώρα μας από την εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής Σχολή Μωραίτη).
-Οι συζητήσεις, τα Συμπόσια, τα βιβλία, τα άρθρα για το Μαρξισμό πληθαίνουν τελευταία. Γιατί τόσο ενδιαφέρον για μια κοσμοθεωρία που μόλις χθες όλοι σχεδόν μιλούσαν για το τέλος της;
- Προφανώς δεν πρόκειται για μόδα. Σήμερα η ανθρωπότητα ζει μια από τις πιο βάρβαρες στιγμές της ιστορίας. Δηλαδή, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ανέτρεψε τον παλιό συσχετισμό δυνάμεων. Μια «νέα τάξη» πραγμάτων τείνει να αποκρυσταλλωθεί, ως συνέπεια αυτής της κατάρρευσης. Πολλοί βιάστηκαν να χαιρετήσουν την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ως το τέλος του Κομμουνισμού (αλλά υπήρξε κομμουνισμός;) το τέλος της Ιστορίας και το θάνατο του Μαρξισμού. Ως μόνη προοπτική για την ανθρωπότητα φαντάστηκαν την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού και αντίστοιχα της αστικής δημοκρατίας, με συνέπεια το τέλος των ιδεολογιών, το τέλος της πολιτικής και τη μετατροπή των ανθρώπων σε παραγωγικά καταναλωτικά θηλαστικά. Ποιο ήταν το λάθος των ιδεολόγων της κεφαλαιοκρατικής «μετα-νεωτερικότητας;» Ότι αγνόησαν την πραγματική δυναμική του καπιταλισμούη οποία χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση και την όξυνση των αντιθέσεων: των αντιθέσεων ανάμεσα στις τάξεις, ανάμεσα στα έθνη, ανάμεσα στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, ανάμεσα σας ιμπεριαλιστικές χώρες και στο λεγόμενο τρίτο κόσμο. Τέλος, την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων και τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η σημερινή κρίση υπερσυσσώρευσης , η ανάγκη για πρώτες ύλες, αγορές και φτηνή εργατική δύναμη αναδιατάσσουν τα παγκόσμια δεδομένα. Με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου δεν οδηγηθήκαμε συνεπώς σε μια «Νέα Τάξη», αλλά σε ένα κόσμο «Νέας αξίας»; Ο πόλεμος του Κόλπου, η διάλυση και ο εμφύλιος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, η στρατιωτική επέμβαση στη Σομαλία, είναι τα προανακρούσματα της νέας ιμπεριαλιστικής «τάξης».
Η τραγική πραγματικότητα των ημερών μας, θέτει αμείλικτα ερωτήματα για την πορεία και το μέλλον της ανθρωπότητας. Εκεί, βρίσκεται η κύρια αντικειμενική αιτία που εξηγεί την έναρξη μιας διαδικασίας αναγέννησης της μαρξιστικής θεωρίας.
-Πολλοί πράγματι μιλούν για επιστροφή του Μαρξισμού, Αλλά ποιος μαρξισμός είναι αυτός που επιστρέφει; Τι δείχνουν τα συνέδρια που παρακολουθήσατε στο Παρίσι και στην Αθήνα;
-Μετά τα κοσμοϊστορικά (με την αρνητική έννοια) γεγονότα των τελευταίων ετών, θα ήταν τραγικό να παραμείνουμε στις παλιές διαχωριστικές γραμμές και να αναζητήσουμε, μέσα από τα ερείπια, κάποια νέα «ορθοδοξία», κάποιο «γνήσιο» μαρξισμό, οδηγό στην επαναστατική πράξη. Βέβαια, υπάρχουν αυτοί που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν: αυτοί που δεν δέχονται το γεγονός της κατάρρευσης, μιλούν για ανατροπή και για προδοσία, παραμένοντας πιστοί στην αστυνομική αντίληψη της ιστορίας. Αλλά, αν δεν είμαστε τυφλοί, θα έχουμε αντιληφθεί ότι κατέρρευσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο. Ότι εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει. Ότι η εργατική τάξη αυτών των χωρών είτε παρακολούθησε παθητικά τα γεγονότα είτε πρωτοστάτησε στην ανατροπή από τα μέσα αυτών των κοινωνιών. Τα γεγονότα θέτουν αμείλικτα ερωτήματα: Γιατί απέτυχε η πρώτη απόπειρα οικοδόμησης σοσιαλιστικών κοινωνιών; Γιατί παντού το κόμμα και το κράτος αυτονομήθηκαν από την κοινωνία και επιβλήθηκαν στην κοινωνία ως μηχανισμοί ξένοι, αλλοτριωτικοί και καταπιεστικοί; Γιατί παντού οι επαναστατικές δυνάμεις έχασαν την εξουσία και παντού την ιδιοποιήθηκε η κρατική – κομματική γραφειοκρατία; Γιατί η εργατική τάξη αυτών των χωρών δεν ενδιαφέρθηκε να οδηγήσει την κρίση στην επαναστατική υπέρβαση; Γιατί ο μαρξισμός σ’ αυτές τις χώρες δεν κατέκτησε τη συνείδηση των λαών, οι οποίοι εν πολλοίς, έμειναν δέσμιοι της κεφαλαιοκρατικής ιδεολογίας, του εθνικισμού και του θρησκευτικού μυστικισμού; Πώς εξηγείται η ηθική σήψη της γραφειοκρατίας, η οποία αδίστακτα ιδιοποιήθηκε τον κοινωνικό πλούτο και χρησιμοποίησε την ωμή βία για να διατηρήσει τα προνόμια της;
Αυτά και πολλά όμοια ερωτήματα θέτει η πραγματικότητα στη θεωρία. Ποιος μαρξισμός λοιπόν θα απαντήσει; Ο νεκρός μαρξισμός της γραφειοκρατίας; Τα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα; Η άλλοτε σχολή της πράξης; Ο νεότευκτος αναλυτικός μαρξισμός; Η μαοϊκή ανά-γνώση του μαρξισμού; Η τροτσκιστική ή η αναρχική σκέψη; Ο Μαρξ δεν άφησε, πεθαίνοντας, σε κανέναν τη σφραγίδα της ορθοδοξίας και κληρονομικά δικαιώματα. Χωρίς μηδενισμό της προσφοράς των διάφορων ρευμάτων που αναφέρονται στον Μαρξ, πρέπει να καταργήσουμε τις παλιές διαχωριστικές γραμμές και να αρχίσουμε να συζητάμε. Να συζητάμε, όχι για να ετοιμάσουμε μια εκλεκτική σαλάτα, αλλά για να επισημάνουμε ζητήματα, να αναζητήσουμε απαντήσεις, να ανακτήσουμε μέσα από τους σωρούς των ερειπίων το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού. Να ανιχνεύσουμε τις λανθάνουσες δυνατότητες της εποχής μας, τις νέες κοινωνικές δυνάμεις και τη διέξοδο από την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα. Και η διέξοδος δεν μπορεί να είναι άλλη από το σοσιαλισμό.
- Ποιες είναι λοιπόν οι σχετικές εντυπώσεις σας από τα συνέδρια που παρακολουθήσατε στο Παρίσι και στην Αθήνα;
- Κατά τη γνώμη μου, το πρόσφατο μεγάλο συνέδριο του Παρισιού, κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Στελέχη του ΓΚΚ, ανένταχτοι, τροτσκιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί οικολόγοι, νεομαρξιστές, χωρίς αποκλεισμούς και ξεπερνώντας την απαισιοδοξία των ετών που ακολούθησαν την κατάρρευση, αναζήτησαν τις αιτίες της αποτυχίας στη θεωρία και στην πράξη και προπαντός αναζήτησαν τις δυνατότητες διεξόδου από τη σημερινή πραγματικότητα. Οι διαφορές και οι αντιθέσεις δεν έλειψαν – αυτό είναι φυσικό. Αλλά η κατάρρευση των τειχών και η ύπαρξη κοινού στρατηγικού στόχου δημιουργούν τη βάσιμη αισιοδοξία, ότι μέσα από αντιθέσεις και συγκρούσεις θα αρχίσει να αναδύεται ένα νέο ρεύμα επαναστατικού μαρξισμού το οποίο θα ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες και στις δυνατότητες της εποχής μας.
Τώρα, ως προς την Αθήνα: Εδώ τα τείχη δεν έχουν πέσει ακόμα. Το Κάστρο του Περισσού είναι αποστειρωμένο και το μικρόβιο της θεωρίας. Του αρκεί η λέξη «μαρξισμός – λενινισμός» και η αστυνομική αντίληψη της Ιστορίας. Στο Συνασπισμό κάτι κινείται, αλλά με δεσπόζουσα κατεύθυνση τη σοσιαλδημοκρατική. Οι μικρές δυνάμεις της μη συναινετικής Αριστεράς, είναι οι μόνες που έχουν δημιουργήσει ήδη μια μικρή θεωρητική παράδοση με βιβλία, περιοδικά και δημόσιες συναντήσεις. Τα τείχη εδώ έχουν αποσαθρωθεί, αλλά ακόμα δεν ξεπεράσαμε την αντίληψη ότι ο καθένας μας είναι ο περίπου αποκλειστικός κάτοχος της αλήθειας. Τέλος, στη χώρα μας, όπως και στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, υπάρχει ένα αξιοσημείωτο ρεύμα «ακαδημαϊκού μαρξισμού», με τα αρνητικά και τα θετικά του. Τα θετικά βρίσκονται στη συστηματική απασχόληση με τη θεωρία και στη γνώση των πηγών της παράδοσης και των προβλημάτων, καθώς και στην παλιότερη ή και στη σημερινή πολιτική ένταξη πολλών διανοητών του ρεύματος στους χώρους της Αριστεράς. Τα αρνητικά βρίσκονται στη σχετική αποκοπή από την πολιτική πράξη, στην επίδραση ποικίλων αστικών θεωριών και στην ανάμειξη στοιχείων τους με το μαρξισμό, στη θεωρησιακή πρακτική και τέλος, στη σχετική περιχαράκωση αυτών των δυνάμεων. Αλλά στο βαθμό που θα αρχίσει κάποια αναγέννηση του εργατικού αιτήματος, θα υπάρξει και κάποια όσμωση ανάμεσα στην κοινωνική πρωτοπορία και τους φορείς του «ακαδημαϊκού μαρξισμού» προς αμοιβαίο όφελος.
Αν δούμε συνολικά το πρόβλημα, θα διαπιστώσουμε ότι στη δύση κυκλοφορούν εκατοντάδες αριστερά και μαρξιστικά περιοδικά: Ότι στα πανεπιστήμια υπάρχει πλήθος ερευνητών που αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές. Στις ΗΠΑ, π.χ. κατά τις περιοδικές συναντήσεις των μαρξιστών – πανεπιστημιακών (Marxist scholars) συγκεντρώνονται περίπου δυο χιλιάδες μαρξιστές -πανεπιστημιακοί. Που βρίσκεται το πρόβλημα; Ότι με τον εκφυλισμό του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος ο πανεπιστημιακός μαρξισμός είναι αποκομμένος από την κοινωνία με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Γι’ αυτό μίλησα παραπάνω, για τη μελλοντική δυνατότητα όσμωσης, επανασύνδεσης του ακαδημαϊκού μαρξισμού με το εργατικό κίνημα.
- Παρ’ όλα αυτά, τι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως τον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας; Ως το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού;
-Αυτό είναι το ζητούμενο. Και αυτό ψάχνουμε τι πρέπει να αναζητήσουμε. Προφανώς, λοιπόν, δεν έχω απάντηση σ? αυτό το ερώτημα. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι βέβαιο: Ότι αυτό που υπήρξε, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη, δεν ήταν το μηδέν. Ότι δεν ξεκινάμε από ένα μηδενικό σημείο. Είμαστε οι «κληρονόμοι» μιας τεράστιας πείρας 150 χρόνων θεωρητικής και πρακτικής, θετικής και αρνητικής. Και νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε, Όχι για να παίρνουμε κουράγιο, αλλά γιατί ως προς αυτό έχει ήδη αποφανθεί η ιστορία, ότι το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού δεν είναι μηδενικό. Η κριτική της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, οι αντιθέσεις και η πορεία της, έχουν ορθά αναλυθεί από τους κλασικούς: Ιδιαίτερα η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, οι κρίσεις, το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, είχαν προβλεφθεί από τη μαρξιστική, θεωρία. Το ίδιο ισχύει, για την κατάρρευση της αποικιοκρατίας και για τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ο ιστορικός υλισμός, παρά τα στοιχεία μηχανιστικού ντετερμινισμού, οικονομισμού κ.λ.π. που περιέχει, αποτέλεσε πράγματι και αποτελεί μια νέα επιστημονική ήπειρο, την οποία οι θεωρητικοί οφείλουν να αποκαθάρουν από τις ξένες προσμίξεις και να καλλιεργήσουν. Το ίδιο ισχύει για τη μαρξιστική θεωρία της γνώσης και τη μαρξιστική επιστημολογία, καθώς και για τη μαρξιστική θεωρία της Τέχνης, η οποία υπέφερε ιδιαίτερα στη σταλινική προκρούστεια κλίνη. Χωρίς μηδενισμούς, χωρίς αφελείς αισιοδοξίες, με αίσθηση της τραγικότητας της στιγμής και της αντίστοιχης ευθύνης, οι θεωρητικοί που στρατεύονται στην υπηρεσία της ανθρώπινης απελευθέρωσης, έχουν πολύ έργο να επιτελέσουν, σ’ ένα κόσμο που ωθείται στην απολιτικοποίηση και στην ιδεολογική αποχαύνωση.
- Στο συνέδριο του Παρισιού παραβρέθηκαν όλα τα ρεύματα των παραδοσιακών ΚΚ. Τι μπορούμε να πούμε σήμερα για την ιστορική τους συνεισφορά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του επαναστατικού κινήματος;
- Υπάρχουν δυο ακραίες τάσεις για την αντιμετώπιση του κινήματος. Κατά την πρώτη όλα περίπου πήγαιναν καλά στον καλύτερο των δυνατών κόσμων. Όμως-βρέθηκαν οι προδότες Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν, που ανέτρεψαν (προσωρινά έστω!) τον ρουν της Ιστορίας. Δεν αξίζει να συζητήσουμε αυτή την «άποψη». Αξίζει όμως να αντιμετωπίσουμε την άλλη τάση: Την τάση μηδενισμού της θεωρητικής παράδοσης και όχι μόνο αυτής. Όμως για τον ψύχραιμο ερευνητή τα κομμουνιστικά κόμματα και ευρύτερα η Αριστερά, έχουν δημιουργήσει στη δύση μια μεγάλη παράδοση στο χώρο της θεωρίας (Ιστορία, Φιλοσοφία, Επιστημολογία κ.λ.π.) καθώς και στο χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης. Τα παραδείγματα είναι γνωστά. Φυσικά, όλη αυτή η παράδοση δεν είναι ανεπηρέαστη από στοιχεία της αστικής ιδεολογίας. Άλλο όμως να την αποκαθάρουμε και να την αναπτύξουμε και άλλο να τη μυκτηρίζουμε, απολυτοποιώντας τα αρνητικά της στοιχεία. Αντίστοιχα, η συνεισφορά των άλλοτε σοσιαλιστικών χωρών δεν περιορίζεται στο σχηματικό, απλοποιημένο μαρξισμό, στην απλοϊκή ντετερμινιστική αντίληψη για την ιστορία ή στην αστική αντίληψη για την πρόοδο. Στις χώρες αυτές υπήρξαν πάντα ανεξάρτητοι στοχαστές. Το έργο τους, συχνά άγνωστο, θα μας είναι πολύτιμο αν ενδιαφερθούμε να το γνωρίσουμε. Επίσης στο χώρο της τέχνης, ο λίβας του ζυτανοφικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» δεν μπόρεσε να ξηράνει όλα τα βλαστάρια της επαναστατικής τέχνης – οι χώρες αυτές έχουν δημιουργήσει νέες καλλιτεχνικές μορφές, έκφραση νέων περιεχομένων, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη μουσική κ.λ.π. Ας μην βιαζόμαστε συνεπώς να μηδενίσουμε το παρελθόν μας. Ας προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε και να το αφομοιώσουμε κριτικά.
Αυτά ως προς το παρελθόν και το παρόν. Ως προς το μέλλον, ας αφήσουμε το χρόνο να μιλήσει. Μόνο ας προσπαθήσουμε η ετυμηγορία του να είναι θετική.
- Ποια είναι λοιπόν κατά τη γνώμη σας σήμερα τα κεντρικά πεδία αντιπαράθεσης τον μαρξισμού με την αστική ιδεολογία;
- Κατ’ αρχήν, ολόκληρο το πεδίο της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τέχνης και της προπαγάνδας αλλά στο ευρύ αυτό μέτωπο θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μερικές περιοχές κρίσιμης σημασίας. Πριν από όλα, πρέπει να αναδείξουμε την αντιδραστική ουσία του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του νεοσυντηρητισμού, που είναι η έκφραση των συμφερόντων του πολυεθνικού κεφαλαίου και που συνεπάγεται την ανεργία, τη φτώχεια μέσα στον πλούτο, την πνευματική αλλοτρίωση, την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων, την ένταση της εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου, τον εκφυλισμό της αστικής δημοκρατίας και τους πολέμους. Στην ιδεολογία αυτή πρέπει να αντιπαραθέσουμε μια άλλη αντίληψη για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση που τον πυρήνα της θα τον βρούμε στο έργο των κλασικών. Ταυτόχρονα, πρέπει να αναδείξουμε την ουσία επιμέρους ιδεολογημάτων, όπως οι μεταμοντέρνες θεωρίες, οι θεωρίες για μετακαπιταλιστική, μεταβιομηχανική κοινωνία, για κοινωνία της πληροφορίας κ.λ.π. Τα ιδεολογήματα αυτά επικαλύπτουν την ουσία: Ότι πρόκειται δηλαδή για φαινόμενα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας στην εποχή των πολυεθνικών. Συνολικά, πρέπει να αναπτύξουμε τη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, εναντίον των μυθευμάτων για το τέλος της, εναντίον της απολογητικής που επικαλύπτει τις αντιθέσεις. Στα πλαίσια αυτά, πρέπει να αναδείξουμε τη σχέση του αστικού διαφωτισμού με τη μαρξιστική ανθρωπολογία, που είναι σχέση ρήξης και διαλεκτικής υπέρβασης και όχι σχέση συνέχειας. Τέλος, πρέπει να αναπτύξουμε το μέτωπο του υλισμού στην περιοχή των φυσικών επιστημών, εναντίον του κύματος του μυστικισμού που τρέφεται από την ίδια την πρόοδο της επιστήμης, σε κοινωνίες όπως οι σημερινές, οι οποίες εκκρίνουν ως φυσιολογικό προϊόν τη φενακισμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Και φυσικά, μένει ο κρίσιμος και κεφαλαιώδης χώρος της τέχνης και των μέσων μαζικής αλλοτρίωσης, όπου οι κρατικές επιχορηγήσεις, η βιομηχανία του θεάματος και οι πολυεθνικές δημιουργούν ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες για τους δημιουργούς.
Αυτά, ως προς το παρελθόν και το παρόν. Αλλά μαζί με την κριτική του παρόντος και την ανασυγκρότηση της θεωρίας, οφείλουμε να σκεφτόμαστε το μέλλον: Πώς θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια κοινωνία «ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών», η οποία δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία νέου, εκμεταλλευτικού στρώματος, που θα ακύρωνε τις κατακτήσεις της επανάστασης.
Μάλλον θα συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι υπάρχει δουλειά για τον καθένα. Πολλή δουλειά. Ας ριχτούμε, λοιπόν, στο κοινό έργο, «με στοχασμό και με όνειρο».
Ανάρτηση από :http://kokkinhshmaia.wordpress.com