Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Εθνος και Αριστερά

Του Δημήτρη Μάρτου

Ανάμεσα στις έννοιες του Έθνους και της Αριστεράς έχουν αναδειχθεί συγκλονιστικές σχέσεις, συνθέσεις, αντιφάσεις και απωθήσεις. Εδώ θα αναφερθώ σε κάποιες εκδηλώσεις αυτής της σχέσης με φόντο την πολιτική συγκυρία.

Έθνος εννοώ ομάδα ανθρώπων που ορίζεται τόσο με αντικειμενικά/εξωτερικά κριτήρια όπως: έδαφος, γλώσσα, παραδόσεις, τρόπο ζωής, όσο και υποκειμενικά, εσωτερικευμένα στα άτομα όπως: αίσθηση του «συνανήκειν, «κοινότητα χαρακτήρα», και κοινό οραματισμό. Ένα πλήθος για να συγκροτηθεί σε κοινωνία και σε λαό, δηλαδή να γίνει υποκείμενο της παγκόσμιας ιστορίας, πρέπει να εθνικοποιηθεί. Ακόμη και μια κοινωνική τάξη (αστική, εργατική) για ν’ αποκτήσει συνείδηση του ιστορικού της ρόλου πρέπει να εθνικοποιηθεί.

Ο εθνισμός είναι η περιγραφή αλλά και η συνείδηση των στοιχείων που προσδιορίζουν ένα έθνος. Ο εθνικισμός είναι ένα βήμα πιο εκεί από τον εθνισμό, είναι μια κατάσταση δυναμικής, πολιτικής και στρατιωτικής δράσης, για την προάσπιση και αναπαραγωγή των εθνικών χαρακτηριστικών/ αξιών/ δικαιωμάτων ενός λαού. Γι΄ αυτό είναι και η κομβική έννοια. Γιατί η δράση μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπές όπως είναι ο σοβινισμός, από το όνομα του φανατικού Γάλλου εθνικιστή Chauvin, στα χρόνια του μ. Ναπολέοντα, δηλαδή σε επεκτατικό και υποτιμητικό των άλλων εθνικισμών· ο ρατσισμός που είναι λαθεμένη ταύτιση του έθνους με την φυλή και οδηγεί στην ανυπόστατη αίσθηση της ανωτερότητας μιας φυλής-έθνους έναντι των άλλων, αλλά είναι και η δράση για τη διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας· ο φασισμός/ναζισμός που είναι η πολιτική θεωρία του ρατσισμού μεταφερμένη στο επίπεδο του έθνους· ο ιμπεριαλισμός που είναι η επέκταση ενός κράτους-έθνους σε βάρος άλλου με στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτιστικά μέσα.

Ο μηδενιστής επειδή θεωρεί ότι όλοι οι θεσμοί, που δημιουργεί o άνθρωπος, κυοφορούν την καταπίεση της ατομικότητας, τους απορρίπτει.
Έτσι, για τον εθνομηδενιστή επειδή το έθνος είναι θεσμός και αίσθηση που μπορεί να παράγει φασιστικές και σοβινιστικές δράσεις πρέπει να εξαφανιστεί. Ο εθνομηδενιστής και ο φασίστας έχουν κοινό παρονομαστή.
Διαχωρίζουν τον εθνισμό από τον διεθνισμό. Ο φασίστας κάνει τον εθνικιστή-πατριώτη, καταδιώκοντας την εθνικότητα των άλλων. Αλλά αν δεν σέβεσαι την εθνικότητα των άλλων κατά βάθος δεν σέβεσαι και την δική σου. Ο εθνομηδενιστής αντίθετα διακηρύσσει ότι είναι διεθνιστής, καταδιώκοντας τη δική του εθνικότητα. Αλλά πως γίνεται να αγαπάς τους Άλλους και τους μετανάστες αν δεν αγαπάς τη δική σου εθνικότητα;

Όσα κακά και αν κυοφορούν οι αγώνες για την εθνική αναπαραγωγή ενός λαού είναι αυτοί που σε ωριμάζουν, σε κάνουν ιστορικό υποκείμενο. Η απώθηση της εθνικής ταυτότητας σε καθιστά νούμερο, μαζικοποιημένο καταναλωτή, σε κάνει πλήθος. Το πρόβλημα της μεταπολίτευσης έγκειται στην αποεθνικοποίηση, στη μετατροπή από λαό-υποκείμενο σε πλήθος-αντικείμενο. Και σ’ αυτό έχει ευθύνη και η Αριστερά, αφού ανέχθηκε την δολιοφθορά του λαού μας, δηλαδή του ζην χαζοχαρούμενα.

Η Αριστερά είναι ένα πλέγμα ιδεών και πρακτικών, μνήμης και συμβόλων, μέσω των οποίων προσπαθεί να διεμβολίσει την κοινωνική, εθνική και πλανητική πραγματικότητα και να την αλλάξει. Το διακριτό της στοιχείο είναι η εισαγωγή στον εθνικό λόγο της έννοιας της ταξικότητας. Στην πραγματικότητα η Αριστερά είναι μια προγραμματική ταυτότητα, που θέλει ν’ αλλάξει τις σχέσεις μέσα στην εθνική/κοινωνική πραγματικότητα, την οποία συγκροτούν μια νομιμοποιητική-ηγεμονική ταυτότητα που αναφέρεται στην άρχουσα κοινωνική τάξη, η οποία αποβλέπει στο να ορθολογικοποιήσει μέσω των θεσμών του κράτους την κυριαρχία της σε μια κοινωνία και λαϊκές-αντιστασιακές ταυτότητες που έχουν υιοθετηθεί από εκείνα τα υποκείμενα που βρίσκονται σε μια θέση υποτιμημένη και γι’ αυτό επιβιώνουν σε αρχές διαφορετικές ή και αντίθετες με εκείνες που σχηματίζουν οι κυρίαρχοι θεσμοί της κοινωνίας. Γι’ αυτό η Αριστερά για να μπορέσει να εκφράσει τον ταξικό/κοινωνικό της οραματισμό πρέπει να εθνικοποιηθεί, με βάση τις λαϊκές-αντιστασιακές ταυτότητες.

Πολλές φορές στελέχη της Αριστεράς, επειδή έχουν μια δογματική/θρησκευτική σχέση και όχι κριτική με τα ιδεολογικά τους κείμενα, ταυτίζουν την έννοια του έθνους και του εθνικισμού με το φασισμό και κατ’ επέκταση με τη Χρυσή Αυγή. Η αντιεθνικιστική εμμονή τους καλύπτεται πίσω από εκείνη τη “γκάφα” του Κάρλ Μάρξ ότι τα έθνη αποτελούν ένα λάθος της ιστορίας και ότι μόνο οι τάξεις είναι τ’ αληθινά υποκείμενα της. Ο Μάρξ βέβαια μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω του ότι οι εθνολογικές εμπειρίες του περιορίστηκαν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο και σε μια πρώιμη φάση του σύγχρονου εθνικού φαινομένου. Κάποιοι όμως οπαδοί του φαίνεται να μην κατανοούν τις διαψεύσεις της παγκόσμιας ιστορίας· ότι η κινητήριος δύναμη της προόδου της ανθρωπότητας ήταν οι εθνικοί αγώνες και περιστασιακά οι ταξικοί.

Κάποιοι επιμένουν να αγνοούν τη σημαντικότερη πτυχή των αγώνων της Αριστεράς στην Ελλάδα· ότι αυτοί είχαν πρωτίστως εθνικό πρόσημο και πάντως οι ταξικοί αγώνες είχαν αποτελεσματικότητα όταν συμβάδιζαν μετους εθνικούς. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα υποκλέβει υπό μία έννοια την εκλογική δυναμική της Αριστεράς γιατί αυτοαναγορεύεται, με την ανοχή της δεύτερης, σε βασική έκφραση του ελληνικού εθνικισμού.

Η εκλογική νίκη της Αριστεράς δεν θα ολοκληρωθεί όσο δεν θα αποκτάει μια ηγεμονία στο ζήτημα της εθνικής μας αναπαραγωγής· όσο θα αποδέχεται ότι ο εθνικισμός / εθνικοφροσύνη είναι μια ακροδεξιά υπόθεση· όσο θα ξεχνάει ότι το ΚΚΕ υπάρχει ακόμα σαν βιώσιμος πολιτικός οργανισμός, όχι λόγω της μνήμης των εργατικών του αγώνων αλλά της μνήμης των εθνικών· ότι οργάνωσε το πρώτο σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον κόσμο και εξιλέωσε με την Εθνική
Αντίσταση τα προπολεμικά λάθη του σχετικά με το «μακεδονικό»· όσο θα ξεχνάει ότι η ΕΔΑ γιγαντώθηκε εκλογικά το 1958, λόγω της ενεργής της υποστήριξης στους αγώνες του Κυπριακού λαού, που συμπυκνώνονταν στο αίτημα «Αξιούμεν την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα»· ότι και το ΚΚΕεσ (του Η.Ηλιού) τιτλοφόρησε την πρώτη μεταπολιτευτική μπροσούρα του: «οι στόχοι του Έθνους» και άρθρωσε τον πολιτικό του λόγο με πλαίσιο την κατοχή της Κύπρου και την «πανεθνική ενότητα»· όσο θα ξεχνάει ότι το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευσε ιδεολογικά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, λόγω της συγκλονιστικής σύνθεσης που έκανε ανάμεσα στο εθνικό ζήτημα και το ταξικό.

Δεν πρέπει να ξεχνά επίσης η Αριστερά ότι ο φασισμός/ναζισμός αντιμετωπίστηκε με εθνικό λόγο και όχι ταξικό. Ο Στάλιν δεν κινητοποίησε τους Σοβιετικούς απέναντι στο γερμανικό Ναζισμό στο όνομα της κομμουνιστικής πατρίδας αλλά στο όνομα της εθνικής τους. Εγκαλούσε σε αντίσταση τον Ουκρανό, τον Γεωργιανό κλπ με ρήτορες που μιλούσαν στην εθνική του γλώσσα. Στην αναβίωση του εθνικού αισθήματος και την παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων οφείλεται η αναχαίτιση του Ναζισμού και όχι στην “κομμουνιστική αλληλεγγύη”. Στη γερμανική κατοχή οι Έλληνες δημοκρατικοί - αριστεροί πολίτες δεν απαξίωναν τις έννοιες “έθνος”, “πατρίδα” επειδή τις χρησιμοποιούσαν και οι συνεργάτες των κατακτητών. Έστηναν παντού οργανώσεις με πρόσημο “εθνικό”, χωρίς κόμπλεξ διαφοροποίησης, όπως μερικοί σήμερα.

Πολλοί συγχέουν τον εθνικισμό ως ιμπεριαλιστικό φαινόμενο και ως εθνικο-απελευθερωτικό. Ο εθνικισμός σε κράτη–έθνη που ολοκληρώθηκαν οι αστικές επαναστάσεις, κατά κανόνα, εκτράπηκε σε ιμπεριαλισμό, φασισμό και ρατσισμό. Εκεί, οι εργατικές τάξεις βρήκαν έτοιμο το εθνικό πλαίσιο και μπόρεσαν να έχουν μια ελαστική σχέση με τον εθνικισμό και να δώσουν βαρύτητα στην ταξική πάλη. Η ιστορία όμως απέδειξε ότι και οι “εργατικές τάξεις” λειτούργησαν, εκτός από εξαιρέσεις, ως συνιστώσες των εκτροπών του ευρωπαϊκού εθνικισμού παρά ως ανάχωμά τους. Σε χώρες, όμως, όπου η ντόπια αστική τάξη αποδεκατίστηκε και υποκαταστάθηκε από μια αποικιοκρατική ελίτ εκεί δεν έγινε εθνικοαστική ολοκλήρωση/χειραφέτηση και εκεί τον ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν αγροτικά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα. Εκεί, η χειραφέτηση των λαών έπαιρνε τη μορφή ενός εθνικιστικού προγράμματος ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Γι’ αυτό σε χώρες σαν την Ελλάδα για να είσαι αριστερός και αντιεξουσιαστής πρέπει πρώτα να είσαι πατριώτης/εθνικιστής. Για να είναι ένα “τόξο” συνταγματικό ή αντιφασιστικό πρέπει πρωτίστως να είναι εθνικό/αντιμπεριαλιστικό.

Η άποψη οπαδών της Αριστεράς ότι η αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος είναι κακή, οφείλεται σε μια ευρωκεντρική-επαρχιώτικη παράδοση αυτού του χώρου. Στον δυτικοευρωπαϊκό μαρξισμό η παγκόσμια δράση αξιολογούνταν με βάση τις διχοτομίες Δυτική Ευρώπη/Ρωσία, πρόοδος/αντίδραση. Ότι εξυπηρετούσε την Αγγλία+Γαλλία (την αστική και κατ’ επέκταση την εργατική τάξη) ήτανε προοδευτικό, ότι εξυπηρετούσε τη Ρωσία ήταν αντιδραστικό. Έτσι, σαν προέκταση αυτών των διχοτομιών, ή οθωμανική αυτοκρατορία, επειδή αναχαίτιζε τη Ρωσία, είχε θετική διάσταση στην πρόοδο της ανθρωπότητας και άρα στην προοπτική του κομμουνισμού, ενώ οι βαλκανικές επαναστάσεις και εθνικισμοί, ακόμη και αν δεν υποθάλπονταν από τη Ρωσία, κατατάσσονταν στην αντίδραση. Ο επαρχιωτισμός του ελληνικού μαρξισμού είχε σαν αποτέλεσμα ένα τμήμα (συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) να υιοθετεί τις απόψεις του Δυτικού μαρξισμού για την προοδευτικότητα του κεμαλ-οθωμανισμού και ένα άλλο τμήμα προπολεμικά (συνιστώσες του ΚΚΕ), να υιοθετεί τις στοχεύσεις του ρωσικού μαρξισμού (λενινισμός), που διαπλέκονταν με πανσλαβιστικές ιδέες.

Το πρόβλημα του ελληνικού εθνικισμού είναι ότι ετεροκαθορίζεται. Όχι με την έννοια ότι καθορίζεται σε σχέση με τους Άλλους (εχθρούς, γείτονες) όσο ότι καθορίζεται από τους Άλλους (ιμπεριαλιστικά κράτη). Ο κυρίαρχος εθνικός λόγος συγκροτήθηκε σε αντιπαλότητα με τον λαϊκό εθνικισμό μας όπως αυτός αναδείχθηκε από την αντίσταση-ανυπακοή στην οθωμανική εξουσία. Οι Φιλέλληνες, οι Βαυαροί και η «προστασία» τροποποίησαν τον εθνικό μας οραματισμό μέσω του κράτους και της ιδεολογίας του αθηναϊσμού (νόθα εκδυτικοποίηση/ εξευρωπαϊσμός). Εργαλεία ελέγχου της εθνικής ιδεολογίας ήταν τα πακέτα ιδεών, που εισάγονταν από τη Δύση και είχαν πρόσημο “φιλελεύθερο”,
“σοσιαλιστικό”, “φασιστικό”, έως και “αναρχικό”. Αυτά τα πακέτα ιδεών, αν δεν έχεις ένα ισχυρό εθνικοπολιτισμικό υπόστρωμα, λειτουργούν ως ιμάντες μεταβίβασης μια ξένης ηγεμονίας. Εσωτερικεύουν στον ελληνικό λαό την αίσθηση του αντικειμένου επιδιόρθωσης/ θεραπείας και όχι του ιστορικού υποκειμένου. Το ότι αυτές οι “ιδέες” λειτουργούν ενίοτε ως διχαστικά και δολοφονικά όπλα, οφείλεται και στο ότι δεν επικαθορίζονται με βάση τις εγχώριες εθνοπολιτισμικές μας παραδόσεις, όπως, πχ, αυτήν της κριτικής σκέψης.

Η ποινικοποίηση του εθνικισμού ως φασίζουσας εκδήλωσης αποτελεί μια επικίνδυνα λαθεμένη ανάγνωση του φαινομένου. Ο εθνικισμός δεν παρήγαγε στην Ελλάδα δυναμικές φασισμού. Αυτό έγινε κυρίως στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης. Η δικτατορία δεν παράχθηκε από κάποια εγχώρια φασιστική ιδεολογία γιατί δεν υπήρχαν οι γεωπολιτικές προϋποθέσεις ενός επεκτατισμού των εγχώριων κρατικο-επιχειρηματικών ελίτ. Οργανώθηκε από την CIA, γι’ αυτό ήταν αμερικανοκίνητη. Ακόμη και στην μεταπολιτευτική ανάλυση του ΚΚΕεσ, η χούντα δεν αποκαλείται “φασιστική” αλλά «στρατοκρατική αμερικανόδουλη δικτατορία». Ακόμη και ο εγχώριος φασισμός (Μεταξάς) δεν ολοκληρώθηκε σε εθνικιστική συνιστώσα, αφού εκτράπηκε σε δοσιλογισμό την περίοδο της κατοχής. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραχωρούνται στην ΧΑ τίτλοι εθνικοφροσύνης, γιατί οι ιδεολογικοί της πρόγονοι ήταν γερμανόφρονες και αμερικανόφρονες.

Να σημειώσω εδώ ότι η άνοδος της ΧΑ, εκτός από το έδαφος που της παραχωρείται, σε σχέση με τα εθνικά ζητήματα, από την Αριστερά, είναι συνάρτηση της «δημοκρατίας του ψέματος» και της «κλεπτοδημοκρατίας». Γιατί, αυτό που δημιούργησε τα ερείπια πάνω στα οποία σκυλεύουν/ πλατσικολογούν οι αναβιώσεις του ναζισμού είναι το ψέμα, οι κωλοτούμπες και ο παραλογισμός του συστήματος εξουσίας. Παντού ψέματα: από τα «λεφτά υπάρχουν» μέχρι ότι «δεν θα πάρουμε άλλα μέτρα». Και το φαινόμενο της κωλοτούμπας των επαγγελματιών της “πολιτικής” και ο παραλογισμός να μας κυβερνούν ακόμη αυτοί που ο ελληνικός λαός τους αποδοκίμασε στις προηγούμενες εκλογές επειδή κατέκλεψαν τα ταμεία και παρέδωσαν σε ξένους τη διακυβέρνηση της χώρας και που προσπαθούν τώρα να συγκαλύψουν τα ανομήματά τους πίσω από “συνταγματικά τόξα” και “αντιρατσιστικούς νόμους”.

Το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας έγκειται στη δυνατότητα ενός λαού να ελέγχει το πλεόνασμα που παράγει. Με τα “μνημόνια” ο ελληνικός λαός έχει χάσει την δυνατότητα εθνικού αυτοπροσδιορισμού που είχε ανακτήσει εν μέρει την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Είμαστε μια χώρα φόρου υποτελής σε άλλα εθνικά κέντρα. Ιστορικά η Ελλάδα δεν έχει λύσει το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό δεν μπορεί να λύσει και το ζήτημα της ανάπτυξης. Γιατί το οικονομικό πλεόνασμα που παράγει χρησιμοποιείται αενάως για την εξυπηρέτηση του “δημόσιου χρέους” και όχι για την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών της πόρων. Γι’ αυτό το εθνικό μας ζήτημα τίθεται ως ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων με τους ξένους, σε συνδυασμό με την επαναθεμελίωση της οικιστικής, διοικητικής και παραγωγικής δομής.

Ο φασισμός είναι, εκτός των άλλων, μια αίσθηση ασέβειας στην εθνική ταυτότητα του Άλλου. Στην Ελλάδα όμως ακμάζει, λόγω της εκδυτικιστικής/οριενταλιστικής κληρονομιάς της, ένα ισοδύναμο φαινόμενο φασισμού και ρατσισμού, αυτό του μη σεβασμού στην ελληνική ταυτότητα. Μερικοί θεωρούν οτι ο ελληνικός λαός δεν έχει αφομοιώσει τους κώδικες συμπεριφοράς των κυρίαρχων δυτικών ελίτ, επόμενα, πρέπει να αλλάξει το ψυχογράφημά του. Το πρόβλημα των επιδιορθωτών, Αριστερών και Δεξιών, του χαρακτήρα και του εθνισμού των Ελλήνων είναι ο επαρχιωτισμός τους σε σχέση με τους ξένους και ο ελιτισμός τους σε σχέση με τον ελληνικό λαό.

Οι λίβελοι κατά του χαρακτήρα των Ελλήνων από στελέχη που παράγει το ίδιο το σύστημα (διδάκτορες, καθηγητές, κλπ) έχουν γίνει κανόνας. Ενοχοποιούν το “πατριωτικό” και “εθνικιστικό” παρελθόν, για να παραγραφεί από τη μνήμη ακόμη και με τη βία. Πρόκειται για ρατσιστικές ατζέντες και επιχειρήσεις λοβοτομής ενταγμένες στην λογική των διαφόρων Διεθνών Μορφωτικών Ινστιτούτων που ξαναγράφουν τις ιστορίες των λαών, για να ελέγξουν το μέλλον τους, αφού πρώτα αχρηστέψουν την εθνική τους ιστορία. Έτσι, ο εθνι(κι)σμός και η εθνική συνείδηση ναι μεν είναι μια πραγματικότητα αλλά είναι σαν ατύχημα, σαν λάθος που πρέπει να διορθωθεί ή να εκλείψει. Σήμερα, η “new history” δεν προσβλέπει στη λήθη των ιστορικών γεγονότων, όπως γινόταν παλιότερα, αλλά στην μνήμη τους, η οποία όμως επαναφέρει συνεχώς την αίσθηση της απόρριψης του ιστορικού παρελθόντος, γιατί αυτό περιγράφεται σαν κακό, λάθος ή ατύχημα. Παράδειγμα, η εκπομπή στο ΣΚΑΙ για το 1821, όπου οι “νέοι ιστορικοί”, προσπαθώντας να διορθώσουν το “λάθος”, απομυθοποίησαν το εθνικό σύμβολο, τον φουστανελά Κολοκοτρώνη, παρουσιάζοντάς τον ως “γυναικά” και “σφαγέα”, μυθοποιώντας ταυτόχρονα τον φραγκοφορεμένο Μαυροκορδάτο, παρουσιάζοντάς τον, επειδή δέχεται και την καθοδήγηση του Άγγλου Μπάυρον, ως “συνετό ευρωπαϊστή”. Πρόκειται για ετεροχρονισμένη διόρθωση της αίσθησης ότι η επανάσταση του 1821 είχε σαν αίτημα μια εθνική πολιτεία. Δημιουργούν την αίσθηση ότι είχε σαν στόχο την εκδυτικοποίηση και πρωταγωνιστές τους ευρωπαίους τραπεζίτες και Φιλέλληνες.

Ο αντιεθνικιστές όμως δεν απαλλάσσονται από εθνικισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι το αίτημα της κατάργησης των κρατών-εθνών προέρχεται από τις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, τα γκόλντεν μπόυς των πολυεθνικών, των τραπεζών και των δικτύων του οικονομικού εγκλήματος. Αυτοί μπορεί μεν να έχουν ιδανικό τους την κατασκευή μιας ανώνυμης μαζικής κοινωνίας έχουν όμως και εθνικισμό και πατρίδα. Το όραμά τους είναι η μετάβαση από έναν κόσμο πολυεθνικό σε έναν κόσμο ολιγοεθνικό, όπου τα μεγάλα ισχυρά κράτη-έθνη θα καταπιούν τα μικρά, επιβάλλοντάς τα τις δικές τους εθνικές αξίες. Ο σημερινός φασισμός των σταυροφόρων του ολιγοεθνισμού είναι πιο ύπουλος (της Χρυσής Αυγής είναι απολίθωμα και φανερός) γιατί, στοχοποιόντας τους τοπικούς εθνικισμούς, θέλει να θέσει εκτός νόμου λαούς, οι οποίοι επιμένουν να σκέπτονται έξω από τα στερεότυπα της ολιγοεθνικής κουλτούρας. Και τα στερεότυπα, μέσω των οποίων οι λαοί ταξινομούνται στην κλίμακα πολιτισμένοι/ βάρβαροι, είναι η συμπεριφορά τους με βάση κατασκευασμένους κώδικες όπως: μετανάστες, ομοφιλόφυλοι, τσιγγάνοι . Η σχέση με αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες λένε ότι δεν πρέπει να ορίζονται μέσω αυτόχθονων ιστορικών/ πολιτιστικών εμπειριών.

Το μεταναστευτικό, πχ, οι λαοί πιέζονται να το προσεγγίσουν μόνο με τους όρους της μονοδιάστατης ευρωατλαντικής ρητορικής περί ατομικών δικαιωμάτων, παραβλέποντας τα εθνικά/συλλογικά δικαιώματα. Έτσι όμως οι “μετανάστες” μπορεί να λειτουργήσουν και σαν εργαλείο ελέγχου και διάλυσης μικρών κρατών- εθνών, όπως είναι η Ελλάδα. Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που έχουν δημογραφική, οικονομική και διεθνή ισχύ, μπορούν να αφομοιώσουν τους μετανάστες ακόμη και να τους κάνουν μέρος της δικού τους εθνικισμού. Στην Ελλάδα όμως που δεν έχουμε ούτε κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος, ούτε σωστή δημογραφική διάρθρωση, αφού το μισό του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στο 3% της έκτασής της και υποτιμημένη διεθνή ισχύ σε σχέση με την γεωπολιτική της θέση, είναι αφέλεια να νομίζει κανείς ότι το μεταναστευτικό δεν παίρνει και εθνικές διαστάσεις. Γιατί, έχοντας αποδυναμωμένες τις παραμεθόριες περιοχές, μπορεί, αν μεταφερθούν σ’ αυτές, ν’ αλλάξουν την εθνολογική σύνθεση, προκαλώντας τον επεκτατισμό της Τουρκίας, που έχει εκδηλώσει με το δόγμα Νταβούτογλου τον εθνο-θρησκευτικό της επεκτατισμό. Όλες οι ισχυρές χώρες στην Ευρώπη κάνουν μεταναστευτική πολιτική με γνώμονα τα “εθνικά δικαιώματα” ενώ για την Ελλάδα απαιτούν να κάνει μεταναστευτική πολιτική με βάση τα “ατομικά δικαιώματα”.
Εν κατακλείδι, η διαφωνία μου με κάποιες “συνιστώσες” της Αριστεράς είναι ότι βλέπουν τα κακά του κόσμου σαν προέκταση του πολυεθνικού κόσμου μας ενώ εγώ τα βλέπω σαν προέκταση του ιμπεριαλισμού.

Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr