Του Γιώργου Τσιπά
Το καταστάλαγμα μιας συζήτησης στον Βύρωνα για την «Εθνική Ανεξαρτησία»
O τόπος μας σε ύπνο.. Μια γη ευλογημένη που γινε κατάρα για τους κατοίκους της..
Ζόμπι που τριγυρνάνε κι απειλούν με θάνατο, ότι ακόμη ανασαίνει, ότι τολμά ν' ατενίζει τον ήλιο, ότι αψηφά τον θανατηφόρο ιό που τυφλώνει, ακινητοποιεί, αδρανοποιεί τις αισθή-σεις..
Μιλάς, φωνάζεις, κραυγάζεις... Έεεεεε, ΕΕΕΕεεεε, εσύ που τρέχεις να προλάβεις το λεωφορείο, εσύ που ψάχνεις στη τσέπη και δεν βρίσκεις και ξανά μ' ελπίδα ψάχνεις στο σακάκι, στο πουκάμισο ..Μα ..Ούτε κει.. Μόνο λογαριασμοί απλήρωτοι ..
Και το λεωφορείο το πρόλαβες και τους πολιτικούς τους πρόλαβες και τους δημοσιογρά-φους και τους συνδικαλιστές κι αυτούς τους πρόλαβες, όλοι στην θέση τους, στην ίδια θέση χρόνια τώρα..
Ήσυχοι να σε κοιτάνε! Παγερά καθησυχαστικοί! Και τα παιδιά να πεινάνε..
Και ζητάνε, ζητάνε, ζητάνε, ζητάνε.. Και σύ; .. Ιδρώνεις, αισθάνεσαι μια πίεση στο στήθος δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, σκοτάδι παντού και παγώνεις ενώ η μέρα ζεστή και ηλιόλουστη, αρπάζεις για στήριγμα την σιδερένια κολώνα δίπλα στον οδηγό του λεωφορείου θάθελες να καθίσεις αλλά δεν έχει θέση, κανείς δεν νιώθει τον αδιέξοδο πόνο σου, τον πόνο στο στήθος, την ανάγκη σου για φως, τον πόνο για τα νηστικά σου παιδιά, τον πόνο για την κόρη που βγαλε το εισιτήριο για την Αγγλία, να δουλέψει εκεί όπως εδώ απολύθηκε την ανάγκη σου ν' αδράξεις τον ήλιο, τον άνεμο να ξεφύγεις, τον πόνο για τόνειρο που ξεθώριασε και χάθηκε,τον πόνο για... Τον δικό σου πόνο.. Του ιερού σου γέρου, της γυναίκας και των παιδιών .. Των εγγονιών..…Η σιδερένια κολώνα έγινε κάγκελο και φυλακή κι ο πόνος χάνεται όταν ακούς τη φωνή του δεσμοφύλακα να σε καλεί για το μεσημεριανό..
Μιλάς, φωνάζεις, κραυγάζεις... Έεεεεε, ΕΕΕΕεεεε, εσύ που τρέχεις να προλάβεις το λεωφορείο, εσύ που ψάχνεις στη τσέπη και δεν βρίσκεις και ξανά μ' ελπίδα ψάχνεις στο σακάκι, στο πουκάμισο ..Μα ..Ούτε κει.. Μόνο λογαριασμοί απλήρωτοι ..
Και το λεωφορείο το πρόλαβες και τους πολιτικούς τους πρόλαβες και τους δημοσιογρά-φους και τους συνδικαλιστές κι αυτούς τους πρόλαβες, όλοι στην θέση τους, στην ίδια θέση χρόνια τώρα..
Ήσυχοι να σε κοιτάνε! Παγερά καθησυχαστικοί! Και τα παιδιά να πεινάνε..
Και ζητάνε, ζητάνε, ζητάνε, ζητάνε.. Και σύ; .. Ιδρώνεις, αισθάνεσαι μια πίεση στο στήθος δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, σκοτάδι παντού και παγώνεις ενώ η μέρα ζεστή και ηλιόλουστη, αρπάζεις για στήριγμα την σιδερένια κολώνα δίπλα στον οδηγό του λεωφορείου θάθελες να καθίσεις αλλά δεν έχει θέση, κανείς δεν νιώθει τον αδιέξοδο πόνο σου, τον πόνο στο στήθος, την ανάγκη σου για φως, τον πόνο για τα νηστικά σου παιδιά, τον πόνο για την κόρη που βγαλε το εισιτήριο για την Αγγλία, να δουλέψει εκεί όπως εδώ απολύθηκε την ανάγκη σου ν' αδράξεις τον ήλιο, τον άνεμο να ξεφύγεις, τον πόνο για τόνειρο που ξεθώριασε και χάθηκε,τον πόνο για... Τον δικό σου πόνο.. Του ιερού σου γέρου, της γυναίκας και των παιδιών .. Των εγγονιών..…Η σιδερένια κολώνα έγινε κάγκελο και φυλακή κι ο πόνος χάνεται όταν ακούς τη φωνή του δεσμοφύλακα να σε καλεί για το μεσημεριανό..
Τουλάχιστον δεν θα πεινάς. ..
Τρέξε, τρέξε, τρέξε,τρέξε, η φυλακή σου σε λίγο θα κλείσει, τρέξε να προλάβεις να μπεις, να γλυτώσεις τα ζόμπι, τρέξε, τρέξε..
Τρέξε, τρέξε, τρέξε,τρέξε, η φυλακή σου σε λίγο θα κλείσει, τρέξε να προλάβεις να μπεις, να γλυτώσεις τα ζόμπι, τρέξε, τρέξε..
Και κλείσε τ'αυτιά και τα μάτια.. Μην ακούς τις φωνές των άλλων, πέρνα γρήγορα μην δεις τις σειρήνες της ιστορίας, κλείσε τα μάτια το Φως πονάει, κλείσε τ' αυτιά κι η αλήθεια πονάει, μείνε μόνος στον καθρέφτι με το εγώ σου, τρέξε, τρέξε, όσο πιο γρήγορα μπορείς, η φυλακή θα κλείσει, η φυλακή θα σε λευτερώσει....
6-4-2014
Εργείλαος