Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Δρ. θεολογίας, εκπαιδευτικός,
αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη
Πρωτομαγιά. Εργατική πρωτομαγιά της αλληλεγγύης, κι όχι των ατομικών τροχιών, τις οποίες λυσσούν να επιβάλουν στην κοινωνία οι βρικόλακες του νεοφιλελευθερισμού. Πρωτομαγιά λοιπόν, και στο παρά πέντε της εκλογικής ευθύνης μας ας μου επιτραπεί ένα μνημόσυνο (πολιτικό και θεολογικό αξεχώριστα), για τον άνθρωπο που κάποτε προσπάθησε να καθιερώσει στον εκκλησιαστικό χώρο τη γιορτή του Εργάτη Χριστού. Μια γιορτή που, για να μπορέσει να υπάρξει, χρειάζεται μια Εκκλησία αποφασιστικά αφιερωμένη στον φτωχό Χριστό, κι όχι στον Μαμωνά και τους πολιτικούς υπαλλήλους του.
Ο άνθρωπος που εισηγήθηκε τη γιορτή του εργάτη Χριστού ήταν ο παπα-Γιώργης Πυρουνάκης (1910-1988), ο επονομαζόμενος «παπάς του λαού». Σύμφωνα με το πρωτόκολλο θα έπρεπε να πω ότι τα λόγια μου που ακολουθούν τα αφιερώνω στη μνήμη του. Όμως όχι! Τα αφιερώνω στα οράματά μας, τα σημερινά και τα επίκαιρα, όπως ο ίδιος ο παπα-Γιώργης θα το ‘θελε!
Ο παπα-Γιώργης ήταν ένας άνθρωπος της πίστης και, ακριβώς γι' αυτό, της πράξης. Τουλάχιστον όσοι έχουν συμπληρώσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, θα θυμούνται την παρουσία του στον δημόσιο χώρο: τη φωνή του για κοινωνική δικαιοσύνη, το αίτημά του για απεξάρτηση της Εκκλησίας όχι μόνο από το κράτος αλλά και από το κρατικό πνεύμα, την εναντίωσή του σε κάθε λογής αυταρχισμό, τις πρωτοβουλίες του για τους αδύναμους και τους απόκληρους, την αντίστασή του στη δικτατορία του 1967.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ο παπα-Γιώργης ήταν ένας από τους ευάριθμους εκπροσώπους της "θεολογίας της απελευθέρωσης" στον τόπο μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το 1965, στο μικρό βιβλίο του "Η Εκκλησία και το χρέος της" υπογράμμιζε, ως βάση μιας αληθινής απελευθέρωσης - πνευματικής και ταυτόχρονα κοινωνικής - τα λόγια με τα οποία ο Χριστός περιέγραψε την αποστολή του (Λουκ. 4: 18-19): "Ο Κύριος με έχρισε και μ' έστειλε ν' αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά· στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους (εδώ ο Πυρουνάκης πρόσθετε: "από κάθε τύφλωση βέβαια") · να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους". Ο Πυρουνάκης εκλάμβανε το χωρίο κυριολεκτικά - όχι συμβολικά και ανιστορικά. Κυριολεκτικά το εξέλαβαν και οι λατινοαμερικάνοι χριστιανοί που συγκρότησαν τη "θεολογία της απελευθέρωσης" στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ούτε ο Πυρουνάκης ούτε οι λατινοαμερικάνοι υπήρξαν οι εφευρέτες αυτής της οπτικής. Πλήθος πιστών ανθρώπων στο διάβα της ιστορίας κράτησαν ψηλά το ευαγγελικό ιδεώδες της απελευθέρωσης και της ρήξης με κάθε λογής υποτέλεια. Μα είναι, παράλληλα, ενδιαφέρον να δει κανείς, στη δισχιλιετή πορεία του Χριστιανισμού, πότε η έγνοια για την ελευθερία (για την ελευθερία κάθε ανθρώπου - πιστού ή απίστου) ανέβηκε στο προσκήνιο και πότε κατρακύλισε στο περιθώριο.
Είναι πολλές οι εγγραφές που μπορεί να διαβάσει κανείς στο "ποινικό μητρώο" του Πυρουνάκη, όπως η συμπόρευση με κάθε εραστή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αξίωση να λαμβάνει η ίδια η Εκκλησία πρωτοβουλίες (λ.χ. για την αναδιάταξη των σχέσεών της με το κράτος) κι όχι να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις, το αντάμωμα πίστης και τέχνης, η κριτική ανάγνωση και της Ανατολής και της Δύσης. Θα σταθώ, όμως, μόνο σε δύο ενδεικτικά σημεία της ζωής του:
Κοντεύουν ογδόντα χρόνια - ήταν το 1938 - από τότε που, όντας λαϊκός θεολόγος σε σχολεία του Πειραιά, προσπάθησε να καθιερώσει τη γιορτή του εργάτη Χριστού , «μέσα στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στα 1938, σε προφανή αντιδιαστολή με τον “Πρώτο εργάτη Ι. Μεταξά” που γιόρταζε εκείνη», όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Άλκης Ρήγος (http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=587437). Για τον εκκλησιαστικό χώρο, τι ήταν, άραγε, η προσπάθεια αυτή του παπα-Γιώργη; Νεωτερισμός; Η Εκκλησία κάποτε μπόλιασε την πίστη της στη ζωή και δε δίστασε να αποκαλέσει τον Χριστό "άνοιξη" - "γλυκύ έαρ". Τίποτα παράταιρο δεν θα υπήρχε, αν το αίμα των καθημερινά σταυρουμένων μπολιαζόταν με το αίμα του Σταυρωθέντος. Ο εργάτης Χριστός είναι μια εικόνα εντελώς σύστοιχη προς το ευαγγέλιο, προς το πρωτείο της αλληλεγγύης και της σύνταξης με το μέρος των θυμάτων της ιστορίας. [Την εικόνα του Εργάτη Χριστού, που συνοδεύει το κείμενό μου αυτό, τη φιλοτέχνησε ο Κ. Θετταλός (Κώστας Κουλουμπάρδος) και την αναδημοσιεύσαμε στο περιοδικό «Σύναξη» τ. 114 (2010)].
Δεύτερο σημείο: Στις 18/19 Αυγούστου του 1987 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας τού επέβαλε (όπως και σε άλλους έξι, λαϊκούς) τον λεγόμενο "μικρό αφορισμό", δηλαδή απαγόρευση συμμετοχής στη θεία Ευχαριστία επί δύο έτη. Αιτία, ο διορισμός τους από την κυβέρνηση στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Διαχειρήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο είχε συγκροτηθεί στο πλαίσιο του νόμου Τρίτση για αναδιάταξη των εκκλησιαστικών ζητημάτων, περιουσιακών και διοικητικών. Eίχε υποστηριχτεί τότε ότι με τον νόμο Τρίτση πληττόταν το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, καθόσον μονομερώς το κράτος επιχειρούσε όχι μόνο οικονομικές τομές, αλλά και ρυθμίσεις στην εσωτερική δομή της. Και όντως υπάρχει βάση στον ισχυρισμό αυτό. Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε απαντήσει ότι αποδέχτηκε τη συμμετοχή του στον ΟΔΕΠ ακριβώς για το αντίθετο· για να βοηθήσει την Εκκλησία να απεμπλακεί από ό,τι την καθηλώνει: από τον πλουτισμό και το έλλειμμα συνοδικότητας. Στον δε "αφορισμό" του απάντησε με μια καταγγελία για συμπαιγνία, τελικά, του εκκλησιαστικού και του πολιτικού κατεστημένου. Μετά από εξήμισυ σχεδόν μήνες κατακραυγής η Σύνοδος ήρε τον "αφορισμό". Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε ήδη ανοίξει πανιά. Έφυγε λίγο αργότερα, στις 16 Μαΐου του 1988.
Έκτοτε είδαμε να κυλά πολύ νερό στο αυλάκι της νεοελληνικής ιστορίας. Άλλαξαν πολλά, καρποφόρησαν κἀμποσα, διαψεύδονται άφθονα. Μα θα 'ναι σπουδαίο αν πάντα κάποιος παπα-Γιώργης θα μας θυμίζει ότι η μεγαλύτερη εξαχρείωση είναι όχι απλώς να μην αγανακτείς με τα δεσμά σου, αλλά να τα λατρεύεις κι όλας.