Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Ο Καίσαρας (ο Ιούλιος), εκτός από μεγάλος στρατηλάτης ήταν και δεινός ρήτορας. Έχουν να το λένε πως τα επιχειρήματα του ήταν ακαταμάχητα. Μια φορά, μιλώντας στο Φόρουμ σε κάποια προεκλογική του συγκέντρωση, δέχτηκε φραστική επίθεση από κάποιον αντίπαλο του, που άρχισε να τον κατακεραυνώνει με κατηγορίες. Ο Καίσαρας (ο Ιούλιος) δεν πτοήθηκε, παρά σηκώνοντας έναν κουβά με περιττώματα που έτυχε να έχει μαζί του, καπέλωσε τον παρείσακτο, που βεβαίως δεν ξαναφάνηκε στο Φόρουμ.
Δύο χιλιάδες χρόνια πριν μας φωτίσουν με την παρουσία τους ο Νίκος Παππάς και ο μπαμπάς του, ο Καίσαρας εφάρμοσε με επιτυχία όπως φάνηκε, δύο βασικές αρχές αυτού του ακήρυκτου πολέμου που λέγεται πολιτική.
Πρώτον, πρέπει να βρίσκεσαι συνεχώς στο κέντρο του ενδιαφέροντος των ανθρώπων, ιδιαίτερα των ψηφοφόρων. Όλοι πρέπει να ασχολούνται μαζί σου. Καλύτερα να σε βρίζουν παρά να αδιαφορούν για σένα.
Δεύτερον, πριν φθάσεις να συγκρουστείς μ’ έναν αντίπαλο, δοκίμασε να τον γελοιοποιήσεις. Με κάθε τρόπο. Είναι ο οικονομικότερος τρόπος εξουδετέρωσης του.
Οι Ρωμαίοι ήταν βάρβαροι και άξεστοι. Χρησιμοποιώντας σήμερα τη μέθοδο του Καίσαρα, πέφτεις στο επίπεδο τους. Η αντιμετώπιση του Φίλη για τις γνωστές δηλώσεις του περί γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης θα πρέπει να είναι φυσικά η γελοιοποίηση του. Έναν νάνο που τόλμησε να βρίσει ένα γίγαντα, δεν είναι σωστό να τον αντιμετωπίζεις με επιχειρήματα. Του δίνεις αξία.
Χρειάζονται αποδείξεις; Ορίστε. Εκτός από την Ρεπούση και τον Τατσόπουλο που βρήκαν την ευκαιρεία να ξεπεράσουν την ανυπαρξία τους ταυτιζόμενοι με τον Φίλη και ο κριτικός θεάτρου και καθηγητής Κώστας Γεωργουσόπουλος, καταπιάνεται στα ΝΕΑ της 14/11/15 με το – πολύ αγαπητό στους κύκλους των αμεσοδημοκρατών- θέμα της σφαγής των Μηλίων από τους Αθηναίους, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τιτλοφορώντας το άρθρο του «Περί γενοκτονίας», υποστηρίζει ότι «γενοκτονία είναι όταν σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο εξαφανίζεις τους κατοίκους έτσι ώστε να μην επιτρέψεις τη συνέχεια της γενιάς», προτρέποντας σε μια επιστημονική πλέον συζήτηση και επανεξέταση των γεγονότων.
Θα πρέπει να περιμένουμε και συνέχεια, καθώς ο εκδότης της εφημερίδας θα ζητήσει τη γνώμη – θετική και αρνητική, είπαμε επιστημονική συζήτηση - και άλλων ειδημόνων. Μερικές φορές, δεν χρειάζεται να είναι καλά μονάχα το μοναστήρι. Χρειάζονται και οι καλόγεροι. Κοντοί, ψηλοί, χοντροί, λιγνοί, μπουμπούκοι και βαγγέλες, τσίπρες και παππάδες, όλοι χρειάζονται για τη λειτουργία και την ανακύκληση του πολιτικού μας συστήματος. Ο Φίλης είναι ένας δίδυμος Πάγκαλος. Χοντρός και αδέξιος. Γι’ αυτό και ο καλός μας εκδότης που έχει αναλάβει εργολαβικά την προστασία του πολιτικού μας συστήματος, του δίνει σανίδα σωτηρίας μέσω μιας επιστημονικής συζήτησης.
Ούτε οι φωνές και οι διαδηλώσεις είναι η πρέπουσα τακτική, για τον ίδιο λόγο. Μονάχα η γελοιοποίηση. Το γέλιο γκρεμίζει τείχη, τα τείχη της ιδεολογικής κυριαρχίας των εξουσιαστών. Και τότε φαίνεται καθαρά το μέγεθος τους. Ας θυμηθούμε μονάχα την κότα του Τσάτσου και τα ανέκδοτα επί δικτατορίας. Από αυτή την άποψη, η μόνη σωστή μέχρι τώρα αντιμετώπιση, είναι του Νίκου Καραβέλου το άρθρο του οποίου «Ο κ. επί της Παιδείας Υπουργός» (2) φροντίζει να καταδείξει το νοητικό επίπεδο του συγκεκριμένου υπουργού.
Για την πράξη του Φίλη ειπώθηκαν πολλά. Προβοκάτσια, εθνομηδενισμός, επιζήμιες ποντιακές πελαγοδρομήσεις και άλλα περίεργα. Όμως η αλήθεια μπορεί να είναι πιο απλή. Στο κάτω της γραφής, ο άκρατος εθνικισμός και ο γλοιώδης εθνομηδενισμός έιναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος για τους επαγγελματίες πολιτικούς.
Για τους τελευταίους, ειδικά τους δευτεροκλασάτους, ισχύει ότι και για τους εμπόρους που δεν είναι οι ίδιοι παραγωγοί ή αποκλειστικοί αντιπρόσωποι ενός προϊόντος. Αυτοί, πρέπει πάντα να έχουν κάτι να πουλήσουν, σήμερα πατάτες αύριο ντομάτες, αδιάφορο. Σημασία έχει να κρατάνε τον πάγκο στην αγορά πάντα γεμάτο και να τους βλέπει ο κόσμος, πάντα διαθέσιμους.
Καθώς η θέση του «αιρετικού επιστήμονα» χηρεύει με την εξαφάνιση της Ρεπούση, ο Φίλης σπεύδει να τη καπαρώσει. Για πόσο; Αδιάφορο. Ο Όσκαρ Ουάϊλντ είχε πεί. «Σημασία έχει να φτιάξεις για τον εαυτό σου μία πόζα. Ύστερα σε ξέρουν όλοι με αυτή». Ο ρομαντικός ποιητής μίλησε με ποιητικό τρόπο για τις ανθρώπινες σχέσεις, ιδιαίτερα τις ιεραρχικές. Ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης το είπε πιο απλά. «Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις» (εκτός αν προλάβει κάποιος άλλος να δηλώσει κάτι για σένα, οπότε την έχεις μάλλον πατήσει).
Στο άρθρο του «Η προβοκάτσια Φίλη» (3), ο Γιώργος Ρακκάς επιμένει στη σοβαρότητα του γεγονότος, βλέποντας μάλιστα σ’ αυτό μιαν ευκαιρία αυτογνωσίας. Όπως τονίζει, «έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή και ακόμα δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ως έθνος τι μας συνέβη τότε».
Σύμφωνοι. Θα πρέπει όμως πρώτα να ξεκαθαριστούν δύο ζητήματα.
Πρώτον, είναι σωστό μια σοβαρή συζήτηση που σκοπεί στην αυτογνωσία του έθνους και του λαού, να γίνεται επειδή ένας νάνος τόλμησε να προκαλέσει, να «προβοκάρει» τον Ελληνισμό;
Και δεύτερον τι είναι σημαντικότερο, να μάθουμε τι μας συνέβη ή το γιατί συνέβη η Μικρασιατική Καταστροφή;
Πριν από εκατό χρόνια, ο Ποντιακός αλλά και όλος ο μικρασιατικός Ελληνισμός, θυσιάστηκε στο βωμό των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που προσπαθούσαν να μοιράσουν τον ορυκτό πλούτο της Μέσης Ανατολής, αλλά και των συμφερόντων και των επιδιώξεων της ελληνικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχίας.
Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ κράτος-έθνος κατά τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης. Υπήρξε μάλλον κράτος-πρωτεύουσα, με την Αθήνα όχι απλώς πρωταγωνίστρια, αλλά κυριολεκτικά κυρίαρχη και την υπόλοιπη χώρα επαρχία, με την πραγματική σημασία του όρου.
Με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, Ερμούπολη, Πάτρα, Καλαμάτα, η Αθήνα είχε πάντοτε αντιπαλότητα (4), μέχρις καταπονήσεως και οικονομικού και κοινωνικού μαρασμού τους. Οι λόγοι βρίσκονται στον τρόπο διαμόρφωσης του νέου ελληνικού κράτους και της οικονομικής και κοινωνικής άρχουσας τάξης του. Στο βιβλίο του (4) ο Δ. Μάρτος αναλύει βήμα-βήμα αυτή την εξέλιξη.
Η ίδια αντιπαλότητα εκδηλώνεται και με τις «απελευθερωμένες» Νέες Χώρες. Το Κράτος των Αθηνών επιβάλλει δασμούς στα παραγόμενα προϊόντα τους. Έτσι οδηγείται σε αφανισμό η εριοβιομηχανία και υφασματοπαραγωγή της Νάουσας, η οποία σύμφωνα με τον Δ. Μάρτο πριν από την «απελευθέρωση» συναγωνίζονταν το Μάντσεστερ (5).
Για το Κράτος των Αθηνών, Βασιλικό ή Βενιζελικό, οι Νέες Χώρες, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, νησιά του Αιγαίου, είναι «κτήσεις», όπως αργότερα η Ιωνία κι έτσι τους συμπεριφέρεται. Αποτέλεσμα; Η Σάμος που υπό το καθεστώς της ημιανεξάρτητης Ηγεμονίας ευημερούσε, εξεγείρεται και απαιτεί την απομάκρυνση των «κατακτητών Ελλήνων»! Θορυβημένος ο Ελ. Βενιζέλος απομακρύνει αμέσως τους Κρήτες χωροφύλακες που καταπιέζανε το νησί.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ελληνική κοινωνία του Πόντου ευημερεί και προοδεύει. Η αστική τάξη της Τραπεζούντας απολαμβάνει πολυτέλειες όπως κεντρική θέρμανση και ασανσέρ, που οι Αθηναίοι αντίστοιχοι τους δεν τολμούν ακόμη να ονειρευθούν. Ήδη «το 1896 στη Σαμψούντα από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 είναι ελληνικές. Στην Τραπεζούντα από τις 5 τράπεζες οι 4 είναι επίσης ελληνικές. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Antony Bryer και το μικρότερο ελληνικό χωριό είχε το δικό του σχολείο, όπου τα ελληνόπουλα πηγαίνουν για να διδαχθούν την ελληνική ιστορία, αρχίζοντας πάντα τα μαθήματα από την Αργοναυτική εκστρατεία και τους Μύριους του Ξενοφώντα». (6)
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζουν συστηματικές διώξεις στον Πόντο, κυρίως οι «πορείες θανάτου» στην έρημο. Οι Πόντιοι αντιδρούν, πολλοί καταφεύγουν στα βουνά, παίρνουν τα όπλα για να αμυνθούν. Στέλνουν αντιπροσωπεία στον Βενιζέλο και ζητούν βοήθεια για να οργανωθούν και να πολεμήσουν συστηματικά τον Κεμάλ. Άλλωστε ο Πόντος έχει ήδη ελευθερωθεί από τα ρωσικά στρατεύματα, υπάρχει ήδη μια άτυπη Ποντιακή Δημοκρατία που την διευθύνει ο Μητροπολίτης Χρύσανθος.
Ο Βενιζέλος δεν ενδίδει, με το πρόσχημα πως ο Πόντος είναι μακριά και δεν μπορεί να οργανώσει συστηματική βοήθεια. Και πράγματι είναι μακριά για να μπορέσει να την καταστήσει επαρχία του Κράτους των Αθηνών.
Οι Πόντιοι του ζητούν να υποστηρίξει στους συμμάχους την Ποντιακή Δημοκρατία και την αναγκαιότητα ενός ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Ο Βενιζέλος απαντά προτείνοντας τον Πόντο σαν τμήμα της Μεγάλης Αρμενίας! (7) Χαρίζει τον Ελληνισμό στους Αρμένιους.
Μια ευημερούσα Ελληνική Δημοκρατία έστω και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ήταν κίνδυνος θάνατος για το ουσιαστικά απολυταρχικό καθεστώς της Αθήνας.
Η ίδια αντιπαλότητα υπάρχει και με την Σμύρνη. Με 120,000 χιλιάδες Έλληνες στον πληθυσμό της, ακμάζουσα βιομηχανία και εμπόριο και με μια πλούσια αγροτική ενδοχώρα, η Σμύρνη ήταν η αδιαφιλονίκητη πρωτεύουσα του Αιγαίου και η φυσική πρωτεύουσα ολόκληρου του Ελληνισμού.
Το Αθηναϊκό Κράτος την αφήνει ανοχύρωτη και αφύλακτη. Κι όταν το μέτωπο καταρρέει, αρνείται να οργανώσει μια μεθοδευμένη αποχώρηση του πληθυσμού ώστε να αποφευχθεί η σφαγή. Εδώ αποκτά το σωστό της νόημα η γνωστή φράση του Στεργιάδη, «αν πάνε στην Αθήνα θα κάνουν επανάσταση».
Ποιαν επανάσταση φοβόταν ο Στεργιάδης; Όχι μιαν προλεταριακή κατά τα πρότυπα της ρωσικής, άλλωστε οι κάτοικοι της Ιωνίας δεν ήταν ακόμη «προλετάριοι» με τον ορισμό του Μάρξ, προλεταριοποιήθηκαν όμως μετά από λίγο. Άλλος ήταν ο φόβος.
Αν οι Έλληνες της Σμύρνης έρχονταν στην Ελλάδα με τα χρήματα και την τεχνογνωσία τους, η παρασιτική αστική τάξη της Αθήνας θα εκθρονίζονταν και μια νέα αστική τάξη θα αναλάμβανε την ηγεμονία της χώρας.
Εβδομήντα χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή, η ηγεμονία της Αθήνας απειλήθηκε από την ραγδαία οικονομική άνθιση της Θεσσαλονίκης, λόγω και της κατάρρευσης του ανατολικού μπλόκ (8). Μπροστά στον κίνδυνο, το «αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας» εφηύρε τα περίφημα προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας, «Αττική SOS», «Ένα όραμα για την Αθήνα» «Χρυσή Ολυμπιάδα», περιορίζοντας έως εξαφανίσεως τα προγράμματα ανάπτυξης της περιφέρειας. Ένα από τα τελευταία μάλιστα, η ζεύξη Ρίου - Αντιρρίου ήταν στην ουσία ένα έργο παράκαμψης της Θεσσαλονίκης (9).
Η ιστορία δεν σταματά. Όσο αυτή η παρασιτική ολιγαρχία διευθύνει την χώρα, δεινά και συμφορές θα είναι αναπόφευκτα. Ήδη έχει αρχίσει να φημολογείται κάποιο γερμανικό σχέδιο για μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων στην ελληνική Θράκη, ώστε να μπορούν να ξεδιαλέγουν ποιους χρειάζονται στην αγορά εργασίας της Γερμανίας, με αντίτιμο την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Και επαναδιαπραγμάτευση στην ουσία σημαίνει νέα δάνεια, με τα οποία η παρασιτική ολιγαρχία θα μπορεί να χρηματοδοτεί την παραμονή της στην εξουσία.
1) Το Τσάμπασι (κοντά στα αρχαία Κοτύωρα, αποκία των Μιλησσίων κατά τον 8ο αιώνα π.χ.) ήταν από τις πρώτες Ποντιακές πόλεις που έζησαν τη μανία των Νεότουρκων. Κάηκε το 1913. Ο λυγμός του Καζαντζίδη στο ομώνυμο τραγούδι (χορεύεται σαν Ομάλ Διπάτ’) περιγράφει το μεγάλο χαλασμό.
2) ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ – ΕΠΑΜ 9/11/15
3) Ardin-rixi.gr 6/11/15
4) Δ.Μάρτος, «Αθήνα πρωτεύουσα του Νέου Ελληνικού Κράτους», εκδόσεις Γόρδιος
5) Δ.Μάρτος, «Το ζήτημα της επιστροφής των αρχαιοτήτων», εκδόσεις Γόρδιος
6) «Η Δημοκρατία του Πόντου» Κώστας Φωτιάδης, Καθηγητής Α.Π.Θ.
7) Κώστας Φωτιάδης, στο ίδιο
8) Δ.Μάρτος, «Ο Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης» ardin-rixi Μάρτιος 2015
9) Δ.Μάρτος στο ίδιο