Του Λουκά Αξελού
Η ηγετική μικροευρωπαία ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς αιδώ και περίσκεψη αφαίρεσε από την Αριστερά το αποδυναμωμένο αλλά υπαρκτό στοιχείο υπεροχής, το στοιχείο του ηθικού πλεονεκτήματος, επιβεβαιώνοντας την κυρίαρχη στην κοινή γνώμη πεποίθηση ότι όλοι είναι ίδιοι.
Το χρονικό της πορείας προς την συντριπτική ήττα που έχουμε υποστεί ως Αριστερά, ως λαός και ως έθνος είναι μακρύ. Ξεκινά δεκαετίες πριν και δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής για κανέναν μας.
Το πλήγμα που έχουμε υποστεί είναι πλήγμα υποβάθρου. Για το ότι ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μπήκε πλησίστιος στον λιμένα των «παικτών του συστήματος» δεν φταίει κανένας ιμπεριαλισμός. Το γεγονός, επίσης, ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε στο στρατόπεδο του ιστορικού αναθεωρητισμού και της απαξίωσης της ΕΑΜικής εποποιίας, υποβαθμίζοντας ως την εκμηδένιση τα εθνικά και γεωπολιτικά ζητήματα, αλλά και το μεταναστευτικό, υιοθετώντας μιαν ανεύθυνη, που αγγίζει τα όρια του γελοίου ως αφόρητα υποκριτική, διεθνιστική -τάχα μου- πολιτική, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο της τεράστιας ευθύνης της και για την οποία υπαίτιοι δεν είναι ούτε οι δανειστές, ούτε οι Tζιχαντιστές.
Είναι θλιβερό να χρεωθεί στον ξένο παράγοντα, που σε τελευταία ανάλυση ξέρει να κάνει τη δουλειά του, η πολιτική δειλία της ηγετικής ομάδας του να σηκώσει δηλαδή μέχρι τέλος το βάρος του αγώνα που ιστορικά είχε αναλάβει, μετατρέποντας σε χρόνο ρεκόρ το μεγαλειώδες Όχι ενός λαού σε κατάπτυστο Ναι σε όλα.
Η ηγετική μικροευρωπαία ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς αιδώ και περίσκεψη αφαίρεσε από την Αριστερά το αποδυναμωμένο αλλά υπαρκτό στοιχείο υπεροχής, το στοιχείο του ηθικού πλεονεκτήματος, επιβεβαιώνοντας την κυρίαρχη στην κοινή γνώμη πεποίθηση ότι όλοι είναι ίδιοι.
Αυτό, λοιπόν, που προφανώς ανελέητα προβάλλει είναι πώς, τελικά, μια μικρή ηγετική ομάδα επέφερε ένα τόσο καίριο πλήγμα σε έναν σχηματισμό με υπαρκτές εστίες αντιστάσεως και πώς στην συνέχεια κατάφερε να πετύχει την μνημονιακή μετάλλαξη της κυβέρνησης και μεγάλου μέρους του κόμματος, οδηγώντας στην διάλυση τον ΣΥΡΙΖΑ με τη μετατροπή του σε ένα τυπικά αρχηγοκεντρικό κόμμα παραγόντων και παραγοντίσκων.
Αν οι ρίζες του προβλήματος είναι, όπως πιστεύω, πολύ βαθιές τότε ως αντιλαμβάνεστε οι ευθύνες όλων ημών των υπολοίπων είναι στενά αλληλένδετες με το συνολικό δράμα.
Όπως σωστά έχει επισημάνει στην Εθνική Αντίσταση 1940-1941 ο Μανώλης Γλέζος, «το ελληνικό έθνος και το ’21 και το ’40-’45 δεν κερδίζει αλλά χάνει μέσα από τα χέρια του την εθνική ανεξαρτησία του, δένεται, μάλιστα, και τις δύο φορές στο άρμα του ίδιου αφέντη, στο άρμα της αγγλικής αποικιοκρατίας. Ο ελληνικός λαός στερείται του κυρίαρχού του δικαιώματος να χαράξει αυτός ο ίδιος την πορεία του στο μέλλον».
Αυτό είναι το καθεστώς που κληρονομήσαμε με λίγες ρωγμές, είναι η αλήθεια, το 1974 και σε αυτό μας ξαναγυρίζει από το 2010 και εντεύθεν η πολιτική των μνημονίων. Γιατί τα μνημόνια συμπυκνώνουν, εσωτερικεύουν και θεσμοθετούν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά το καθεστώς της εξάρτησης, το καθεστώς της ξενοκρατίας και της υποτέλειας, για να θυμηθούμε και τον Γεώργιο Φιλάρετο.
Γι’ αυτό, για το πού έφτασε η σημερινή Ελλάδα δεν φταίει, λοιπόν, μόνο το ευρώ όπως κάποιοι επιμένουν. Και εγώ δεν έχω ακούσει μέχρι σήμερα πειστικό λόγο για τον ρόλο του δανεισμού από το 1828 ώς σήμερα, για το πραγματικά δηλαδή επίδικο ζήτημα της ανεξαρτησίας.
Έχει νόημα οποιαδήποτε συζήτηση αν δεν συμφωνήσουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι μια ανεξάρτητη χώρα και ότι το υπ’ αριθμ. 1 αυτό πρόβλημα γίνεται ακόμα οξύτερο από το γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις δεν έχουν ακόμα βρει τον αυθεντικό τους εκφραστή;
Μπορεί, διερωτώμαι, η ψοφοδεής, ευρωλάγνα και βαθύτατα μεταπρατική λογική της μεταλλαγμένης ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να δει το πρόβλημα;
Μπορεί να αντιληφθεί το βάρος της Ιστορίας και της γεωπολιτικής για να είναι σε θέση να χαράξει μιαν εθνική στρατηγική που να στοχεύει σε έναν πολυπολικό κόσμο, που αναγκαστικά, όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον ιμπεριαλισμό και την νεοαποικιοκρατία;
Και πώς μπορεί αυτό να πραγματωθεί χωρίς στρατηγική ρήξης με το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, που χωρίς να δείξει πλήρως τα δόντια του κατάπιε αμάσητη την ανέτοιμη πολιτικά, ανεπαρκή και χρεοκοπημένη ηθικά πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;
Οποιαδήποτε, λοιπόν, συζήτηση που δεν θα θέτει αφετηριακά το ζήτημα της ανεξαρτησίας, της άλλου τύπου παραγωγικής ανασυγκρότησης, ανασυγκρότηση την οποία θα σχεδιάσουν, επιβάλουν και εφαρμόσουν οι άμεσοι παραγωγοί ως υποκείμενα της Ιστορίας, που δεν θα θέτει την αναγκαιότητα του νέου, κυριολεκτικά νέου, πολιτικού υποκειμένου, αλλά και την αλήθεια ότι όποιος θέλει πραγματική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει για πολλά χρόνια να ματώσει, να ’ρθει σε μετωπική ρήξη με τον δικό του ωχαδερφισμό, ανατρέποντας τους όρους της καλοζωισμένης με δανεικά ζωής του, οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση, χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι μια συζήτηση κατώτερη των περιστάσεων και σαφώς αναντίστοιχη με το ιστορικό φορτίο της τρέχουσας περιόδου.
Το γεγονός ότι ύστερα από πέντε χρόνια μνημονιακού ζόφου βρισκόμαστε ανάμεσα στις Συμπληγάδες της Νέας Τάξης και του Νεοφιλελευθερισμού οφείλει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η όποια προσπάθεια ανατροπής της κρατούσας κατάστασης, προϋποθέτει όσον αφορά τα καθ’ ημάς μιαν εκ βάθρων αναδιαμόρφωση έως και την τυπική κατάργηση της τρέχουσας, πολιτικά χρεοκοπημένης Αριστεράς.
Οφείλουμε ανοιχτά, καθαρά, χωρίς περιστροφές, να παραδεχτούμε ότι όλες, μα όλες, οι πτέρυγες της Αριστεράς δεν έχουν μια λειτουργική, επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση.
Αυτό είναι σήμερα το κομβικό σημείο, το στοιχείο κλειδί, η όποια αφετηρία. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να καλυφθεί και από ποιους;
Δύσκολο, πραγματικά, ερώτημα που μόνο περιφραστικά μπορεί, ίσως, να απαντηθεί.
Προσωπικά, ως συμβολή και μόνο, θα ήθελα να επισημάνω ότι μια ηττημένη πολιτικά, αλλά όχι άρρωστη ηθικά Αριστερά, όσο επώδυνη κι αν είναι η διαδικασία ανάρρωσής της μπορεί να επανακάμψει και ιστορικά να δικαιωθεί.
Προϋποθέσεις, όμως, για τα παραπάνω είναι:
Πρώτον: Η βαθιά και ουσιαστική αυτοκριτική της που, αναπόφευκτα, οδηγεί σε ριζική αλλαγή της ίδιας.
Δεύτερον: Η ανάδειξη των αιτίων της βαθύτερης πολιτισμικής κρίσης που αγγίζει ταυτοτικά στοιχεία του σημερινού ελληνικού λαού και έθνους και που απαιτεί το άνοιγμα ενός χειραφετημένου ιδεολογικά, σκληρού και οπλισμένου επιστημονικά μετώπου, απέναντι στους σταυροφόρους της Νέας Τάξης και του ιστορικού αναθεωρητισμού.
Τρίτον: Η σε όλα τα πολιτικά μέτωπα και χώρους εργασίας ειλικρινής και απαλλαγμένη από το σύνδρομο του καθοδηγητή σύνδεση με τον λαό και τα προβλήματά του. Μόνο στον βαθμό που θα διαμορφωθούν αμοιβαίες σχέσεις σεβασμού και εμπιστοσύνης, οι προσπάθειές μας για ανάταξη του φρονήματός του μπορεί να ευοδωθούν. Η πορεία είναι γνωστή, αλλά ιδού η Ρόδος… Γιατί μόνο γινόμενοι κοινωνοί των λαϊκών προβλημάτων, μόνο κατανοώντας τα βαθιά και ουσιαστικά, μπορούμε να αναπτύξουμε δράσεις που πυρήνα τους οφείλουν να έχουν την έμπρακτη αλληλεγγύη και τον οπλισμό των υποτελών τάξεων με τα στοιχεία της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής αυτογνωσίας, που θα τις βοηθήσουν να κερδίσουν το στοίχημα της ενσυνείδητης μετατροπής τους σε υποκείμενα της Ιστορίας.
Τέταρτον: Η εκ νέου προσπάθεια εκπόνησης ενός ρεαλιστικού προγράμματος που θα αποκλείει το ψέμα και τον αγοραίο πολιτικαντισμό, θα συνδέει την ηθική με την πολιτική και θα λέει ωμά και χωρίς φτιασίδια στους πολίτες ότι αν θέλουν να αλλάξουν τους όρους της ζωής τους, πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι ίδιοι, πρέπει να ’ρθουν σε ρήξη με τον ωχαδερφισμό της μεταπολίτευσης και τον κυρίαρχο αριστερό κομφορμισμό, συνειδητοποιώντας ότι χωρίς σκληρές ατομικές και συλλογικές θυσίες δεν θα υπάρξει ποτέ ένα λαϊκό κίνημα, ένα κατά Αντώνιο Γκράμσι εθνικό-λαϊκό μπλοκ που να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις.
Διιστορικά ο δρόμος για την απελευθέρωση ήταν, είναι και θα είναι ο δρόμος του αγώνα.
Αυτό αποτελεί το βαθύτερο πυρηνικό στοιχείο που κατά τον αείμνηστο Νικόλαο Σβορώνο εμπεριέχει το πνεύμα αντίστασης του λαού μας, πνεύμα που ενέπνευσε τους υπαρκτούς και μεγαλειώδεις αγώνες και θυσίες από την εποχή του Ρήγα και της Μεγάλης Φιλικής, ώς την εποποιία του ΕΑΜ, του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο και εντεύθεν. Αγώνες και θυσίες που τα σημερινά σκουπίδια του ιστορικού αναθεωρητισμού, νεκροθάφτες της ιστορικής μας μνήμης και η νεόκοπη, μεταμοντέρνα, ερασιτεχνική και αθεράπευτα ευρωλάγνα ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να συλλάβει, συναισθανθεί και υπερασπιστεί.
Η Αριστερά, όπως κατ’ επανάληψη έχω επισημάνει, δεν αρκεί να επικαλείται την αρετή. Οφείλει να είναι ενάρετη η ίδια.
Το σημείο εκκίνησής μας είναι σε όλα τα επίπεδα σχεδόν μηδενικό. Αυτό κάνει τον αγώνα αφάνταστα δύσκολο και γνωρίζω πόσο είμαστε απογοητευμένοι και κουρασμένοι. Όμως το πρόβλημα παραμένει και επιζητά λύση δίχως να κοιτά την δική μας μελαγχολία.
Διότι αμετάθετο αιτούμενο εξακολουθεί να παραμένει η ανάγκη για την βαθιά ριζοσπαστική-δημοκρατική-πολιτιστική αναμόρφωση της κοινωνίας προς όφελος των δυνάμεων της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
Διότι τα αιτήματα του ελληνικού λαού εξακολουθούν να εστιάζονται στο τρίπτυχο: Εθνική ανεξαρτησία-δημοκρατία-κοινωνική δικαιοσύνη, με την δημοκρατία να είναι ο αποφασιστικός κρίκος στην όλη σχέση.
Η Ελλάδα χρειάζεται το νέο 1843 της και η Ευρώπη το νέο 1848 της.
Είμαστε σε θέση να ξαναρχίσουμε την νέα Μεγάλη Πορεία;
(Το παραπάνω άρθρο του Λουκά Αξελού δημοσιεύτηκε στον Δρόμο της Αριστεράς το Σάββατο 14 Νοεμβρίου και είναι η παρέμβασή του στην εκδήλωση που διοργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς με θέμα: «καθεστώς δανεισμού και πολιτικός αγώνας για να μη σβήσει η χώρα», την Δευτέρα, 9 Νοεμβρίου στην ΑΣΟΕΕ)
* Ο Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας, διευθυντής των Εκδόσεων Στοχαστής και του περιοδικού Τετράδια, πρώην μέλος της Κ.Ε. και της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ