Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Η γλώσσα μας κινδυνεύει

Του Άγγελου Ελεφάντη

(Δημοσίευση: 30 Μαΐου 2008) Ἕνα σημαντικὸ κείμενο γιὰ τὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ἀπὸ τὸν πὰντοτε φωτισμένο Ἀγγελο Ἐλεφάντη. Κρούει τὸν κώδωνα, ἀκούει κανεὶς; Γιὰ πόσο ἆραγε ἀκόμη, θὰ κωφεύουμε, γιὰ πόσο θὰ θεωροῦμε ὅτι μὲ τὴν λαίλαπα τοῦ Κρατικοῦ Δημοτικισμοῦ τάχα "ἔκλεισε τὸ γλωσσικὸ θέμα";

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ κινδυνεύει! Δεν είναι μόνον γλωσσομύντορες και γνωστοί θρηνωδοί που βλέπουν θανάσιμους κινδύνους να απειλούν τη γλώσσα, όπως η «λεξιπενία» των νέων, ο εκλατινισμός της γραφής, η βίαιη εισβολή ξένων λέξεων, ο αφελληνισμός, το ξέκομμα από τις ρίζες και την τρισχιλιετή διαχρονία της ελληνικής γλώσσας...

...Τώρα προστίθενται και όσοι, όχι χωρίς βάση είναι αλήθεια, βλέπουν ότι οι εθνικές γλώσσες, ιδιαίτερα των μικρών εθνών, όπως το ελληνικό, είναι καταδικασμένες σε αλλοίωση και τελική εξαφάνιση μέσα στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης, στην οποία επελαύνει ο οδοστρωτήρας των αγγλικών και η επικράτηση της οικουμενικής «τεχνοαγγλικής». 
Και, επιπλέον, επισημαίνεται ο κίνδυνος οτι ακόμη κι αυτή η ίδια η αγγλοφωνία νοθεύεται από μιαν άλλη υπερκείμενη γλώσσα της εικονογραφημένης πληροφορικής. Διότι το νέο επικοινωνιακό ιδεώδες, εικονικό και τυποποιημένο, κωδικό και τεχνικιστικό, στερεότυπο και πάνω απ' όλα «υπερεπικρατειακό» αφαιρεί από τις γλώσσες τον συμβολικό και τον εκφραστικό τους φωτοστέφανο. Αν, ακολουθώντας τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, θεωρήσουμε ότι «η γλώσσα είναι, σε κάθε περίπτωση, όχι μόνον κοινοποίηση του κοινοποιήσιμου», τότε η απίσχανση της γλώσσας, ο περιορισμός της σε αποκλειστικά επικοινωνιακές λειτουργίες και η έκπτωση όλων των εκφραστικών της στοιχείων οδηγεί σε μια νέα πραγματικότητα που ο Κων/νος Τσουκαλάς περιγράφει ως εξής: «αποδυναμώνεται η αξία του επιχειρήματος, η δύναμη της ρητορικής, μια ολόκληρη παράδοση λόγου και τέχνης που ανατρέχει στην αρχαία πόλη και στον Μεσαίωνα κινδυνεύοντας να πνιγεί στους τυποποιημένους μαιάνδρους του Microoft. Και εν κατακλείδι, πάλι κατά τον Τσουκαλά, «οι εθνικές γλώσσες κινδυνεύουν να μετατραπούν σε εκλεκτικά παρεφθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης και απλώς «χρηστικής» οικομενικής τεχνοαγγλικής και σε αποδυναμωμένα παιχνίδια που επιβιώνουν προς τέρψιν των φιλολόγων, των ποιητών και των αμετανόητων εκκεντρικών.

ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ τα πράγματα; Είναι βάσιμη η πρόβλεψη ότι οι εθνικές γλώσσες, άρα και η ελληνική, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε παρεφθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης τεχνοαγγλικής και σε αποδυναμωμένα παιχνίδια προς τέρχιν φιλολόγων, ποιητών και εκκεντρικών; Έχει νόημα να αντιπαρατεθεί μια άλλη «πρόβλεψη» ότι η ελληνική γλώσσα ποτέ δεν πεθαίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά;

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ χρόνια σε ένα συνέδριο άκουγα κάποια γλωσσοκοινωνιολόγο και πανεπιστημιακό να προφητεύει ότι σε εκατό χρόνια πάνω-κάτω, ίσως σε διακόσια, τα ελληνικά δεν θα υπάρχουν πια. Δεν με ξένισε τόσο η κατηγορηματικότητα της προφητείας. Άλλωστε, όπως η ίδια η γλωσσοκοινωνιολόγος δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την πρόβλεψή της άλλο τόσο κι εγώ δεν θα μπορούσα να τη διαψεύσω. Ξέρουμε άλλωστε· χιλιάδες γλώσσες, διάλεκτοι, ιδιώματα και ντοπιολαλιές έχουν εξαφανιστεί, αλλοιωθεί ή μεταμορφωθεί, ανάμεσά τους ένδοξες γλώσσες όπως τα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά. Γιατί όχι και οι σύγχρονες εθνικές γλώσσες, ιδίως αυτές με τους λίγους ομιλητές, αν πράγματι υπάρχουν ισχυρές και ακαταμάχητες αιτίες που ωθούν προς την εξαφάνισή τους ή τη μετάλλαξή τους σε «παρεφθαρμένες διαλέκτους μιας άτυπης τεχνοαγγλικής»; Εκείνο όμως που ξενίζει περισσότερο σ' αυτές τις «προβλέψεις», περισσότερο και από ένα είδος προφητισμού που τις διακρίνει, είναι ο τελεολογικός τους χρακτήρας, ένα είδος αναπότρεπτης νομοτέλειας. Κάτι σαν μοίρα που βαραίνει πάνω στις γλώσσες και τους πολιτσμούς, μπροστά στην οποία η οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη και εν τέλη η εμμονή ορισμένων, έστω κι αν αυτοί οι ορισμένοι είναι ολόκληρα έθνη, δεν είναι παρά νοσταλγία, ρομαντισμός, αναχρονισμός, εκκεντρικότητα ή και, ευθεώς, συντηρητισμός. Ή διαφορετικά, η ίδια η «πρόβλεψη» δεν προβλέπει την αντίσταση, άρα μια διαφοερτική προοπτική, αλλά την προσαρμογή στη νέα κατάσταση πραγμάτων, ακόμη κι αν, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, δεν επιχαίρει για τις μελλούμενες εξελίξεις.

ΑΛΛΆ ΓΙ' ΑΥΤΗ τη διάσταση, που κατά τη γνώμη μου είναι το κύριο ζήτημα, παρακάτω. Για την ώρα ας σημειωθεί ότι αυτού του είδους η πρόβλεψη για μέλλον των εθνικών γλωσσών συνάδει με ανάλογες προβλέψεις για την έκπτωση του έθνους, για την έκπτωση της κεντρικότητας του κράτους - έθνους - η αναφορά μάλιστα στην κεντρικότητα του κράτους - έθνους θεωρείται κρατισμός και εθνικισμός - αφού πολλές από τις παραδοσιακές του λειτουργίες εκχωρούνται ή μεταφέρονται σε υπερεθνικές οντότητες. Συνάμα υπόρρητη ή και ρητή είναι η παραδοχή ότι η ίδια «πρόβλεψη», το γονάτισμα κάτω από τις αναπότρεπτες επιταγές της παγκοσμιοποίησης και προσαρμογή σ' αυτές, ως προς τις γλώσσες και γενικότερα τις πολιτισμικές ποικιλλότητες, προδιαγράφει την πολιτική περιθωριοποίηση των συλλογικοτήτων, των συστατικών και κοινωνιών μας, του πολιτικού πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, και την επικράτηση του ακραίου ατομικισμού στον οποίο το αυτόκεντρο άτομο δεν αναγνωρίζει παρά τον εαυτό του και δεν αναγνωρίζεται παρά στον εαυτό του.


ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ -όχι οι νόμοι βέβαια, δεν υπάρχουν νόμοι γι' αυτά τα πράγματα, όπως π.χ. στη φυσική ο νόμος της βαρύτητας - που ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση είναι και υπαρκτές και αρκετά δραστικές. Γι' αυτό δεν είναι αστήρικτη η βάση από την οποία εκκινούν όσοι τουλάχιστον καταφέρνουν να περιγράψουν πειστικά καταστάσεις και φαινόμενα του καιρού μας, χωρίς, αναγκαστικά να πειπίπτουν στην αγοραία καταστροφολογία και την αυθαίρετη μελλοντολογία. Δεν είναι μακρυά από την πραγματικότητα ο Κ. Τσουκαλάς που υποστηρίζει ότι:
«ΜΕ ΟΛΟΕΝΑ εντεινόμενους ρυθμούς η αγγλοφωνία, έστω άτεχνη ή «σπασμένη», άρχισε να μονοπωλεί όλους τους τομείς αιχμής της υπερεθνικής επικοινωνίας. Η οικονομία, οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, η επιστήμη, η τεχνολογία, ο αθλητισμός, η μόδα, οι τέχνες, η μουσική και τα θεάματα μιλάν κατά το πλείστον αγγλικά (...) Εφεξής όλο και περισσότερο η καθημερινή χρηστική λειτουργικότητα της μητρικής γλώσσας οφείλει να συμπλοηρώνεται και να υποστηρίζεται από αντίστοιχες επιδόσεις στο τρέχον υπερεθνικό ιδίωμα».

ΕΙΧΑ ΚΙ ΕΓΩ ο ίδιος επισημάνει παρόμοιες ισοπεδωτικές συνέπειες που έχει η παγκοσμιοποίηση, η κοσμοαγορά και η κοσμοοικονιμία πάνω στις εθνικές γλώσσες. Πράγματι οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Η παγκοσμιοποίηση μιλά αγγλικά, μιλά broken English, φτωχά αγγλικά ή τα αγγλικά του φτωχού. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τη μαζική εκμάθηση και χρησιμοποίηση μιας σπουδαίας γλώσσας όπως τα αγγλικά, κάτι που θα άνοιγε στον καθένα ένα παράθυρο στον κόσμο. Το ζήτημα είναι περίπου συνεννόηση του γκαρσονιού, η μίμηση, η επιτήδευση, η χρησιμοποίηση άπειρων ξένων λέξεων στην καθημερινή ζωή, ακόμη και στον επιστημονικό λόγο, η παραίτηση από κάθε γλωσσοπλαστική προσπάθεια εγκλιματισμού, ενσωμάτωσης ξένων όρων και λέξεων μέσα στο οργανικό σύστημα και το τυπικό της δικιάς μας γλώσσας. Κι όχι μόνο. Το ζήτημα είναι μια έντονη τάση προς τον εκλατινισμό της ελληνικής γραφής με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου, φαινόμενο που, προ ημερών, επισήμαιναν και κατήγγειλαν 40 Έλληνες ακαδημαϊκοί με κοινή ανακοίνωσή τους, καταγγελία που δεν θα έπρεπε να αποδώσουμε στον γνωστό γλωσσαμυντορισμό ορισμένων εξ αυτών. Διότι το ζήτημα υπάρχει και είναι σοβαρό. Κι όχι μόνο. Η μουσική «για τους νέους», ροκ, χιπ-χοπ, ηλεκτορνική, ραπ, κλπ. μιλά αγγλικά, η νεανική «κουλτούρα» μιλά αγγλικά. Και γράφεται, κυρίως στα αγγλικά. Τα μουσικά συγκροτήματα είναι βαφτισμένα με αγγλόφωνα ονόματα. Χιλιάδες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά προϊόντα με ονόματα αγγλικά, παρ' όλο που κάποιος νόμος του 1984 το απαγορεύει. Ο τουρισμός μιλά αγγλικά. Τα ακαδημαϊκά συγγράματα πολλές φορές μοιάζουν με φραγκοχιώτικα· τα εργαστήρια και οι επιχειρήσεις νέας τεχνολογίας μιλούν αγγλικά. Δεν θα συνεχίσω, ο καθένας μπορεί να εμπλουτίσει τον κατάλογο.

ΌΜΩΣ, τα φαινόμενα αυτά συνιστούν τέτοιας τάξεως απειλή, τάση αναντίστρεπτη εξ αιτίας τη οποίας η ελληνική γλώσσα, και γενικά οι ολιγότερον ομιλούμενες γλώσσες, πρόκειται στο μέλλον να μετατραπούν σε ποιητικές εκκεντρικότητες; Δεν θα προσθέσω κι εγώ μιαν αισιόδοξη και καθησυχαστική προφητεία. Πρέπει όμως να πάρουμε στα σοβαρά δύο παραμέτρους του ζητήματος.

Η ΠΡΩΤΗ: Οι γλώσσες αλλάζουν ριζικά στη μακρά διάρκεια όχι μήνα το μήνα ή δεκαετία τη δεκαετία. Αλλάζουν ριζικά όταν οι άνθρωποι που τις χρησιμοποιούν, οι ομιλητές, ολόκληρες κοινωνίες, αλλάζουν ριζικά. Η ιστορική αυτή παρατήρηση έχει ακόμη μεγαλυτερη σημασία όταν έχουμε να κάνουμε με γλώσσες που το «ένσαρκο σώμα τους», η υλικότητά τους η ίδια είναι αποτυπωμένη σε έργα λογοτεχνίας, επιστήμης και γενικά γραπτού λόγου μεγάλης εμβέλειας, που έρχονται μέσα από το μεγάλο χρόνο. Αυτή η εγγραφή αποτύπωση της γλώσσας είναι τα ισχυρά οχυρά της. Μόνη της η προφορικότητα εύκολα, σχετικώς, θα μπορούσε να αλωθεί. Ας μην ξεχνάμε εκείνο το τόσο τετριμμένο scripta mamet. Διότι, επιπλέον, εκείνο το , επίσης τετριμμένο, ότι σημασία στη ζωή μιας γλώσσας, άρα και στις μεταμορφώσεις της, έχει η χρήση της περιλαμβάνει, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει, και τη γραπτή χρήση της κι όχι μόνο τη λαλιά, την ομιλία. Όταν όμως λέμε γραπτή χρήση της γλώσσας εννοούμε όχι μόνο μια πρακτική, αλλά ένα ολόκληρο σώμα παιδείας και πολιτισμού, οργανωμένου, θεσμοθετημένου, έλλογου πολιτισμού που δεν προσβάλλεται εύκολα και μάλιστα καταλυτικά από τις φευγαλέες χρήσεις. Εδώ η παιδεία, με την ιστορικότητά της, η εκπαίδευση με τους θεμούς της -σχολεία, πανεπιστήμια, εκδόσεις κλπ. -έχουν αποφασιστικό ρόλο. Το ίδιο σημαντικός είναι ο ρόλος τους κράτους και των δημόσιων θεσμών που «ομιλούν» γραπτώς. Όσοι κι αν βγαίνουν στα παράθυρα των ΜΜΕ οι εκπρόσωποί τους, όσο κι αν η γλώσσα της «εικονογραφημένης πληροφορικής» τους επηρεάζει, είναι υποχρεωμένοι να «ομιλούν» γραπτώς. Νόμοι, διοίκηση, δικαιοσύνη, πανεπιστήμια, επιστήμη, λογοτεχνία κλπ. «ομιλούν» γραπτώς, χρησιμοποιούν και δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του έθνους τους, όσο κι αν ορισμένοι νομίζουν ότι μια αγγλικούρα ή ένας ξενόγλωσσος νεολογισμός τους περιποιεί τιμή.

Μ' ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ πρώτη παρατήρηση έρχομαι σε μια δεύτερη που, ίσως, έχει περισσότερη σημασία γιατί αγγίζει το πρακτέο.

ΕΥΚΟΛΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ να καταγράψουμε την αδράνεια και την αδιαφορία μιας κοινής γνώμης που συνήθισε να μην έχει πρόβλημα με τα προβλήματά της, ένα εκ των οποίων είναι η ποιότητα του πολιτισμού της. Ο πολιτισμός όμως δεν είναι πράγμα. Είναι αποτέλεσμα σχέσεων. Σχέσεων επικοινωνιακών αλλά και συγκρουσιακών μέσα στις οποίες εκφράζονται αντιτιθέμενες ροπές, αντιτιθέμενες αξίες, διαφορετικοί τρόποι ζωής, κοινωνικές σχέσεις και συμφέροντα που δεν βγαίνουν από το καλούπι μιας άνωθεν διατεταγμένης ομοιομορφίας. Το τελικό αποτέλεσμα έχει αποκρυσταλλώσεις και παγιώσεις, είναι το κοινά παραδεκτό», παρόλο που αμετάκλητες και για πάντα αποκρυσταλλώσεις δεν υπάρχουν ποτέ. Το παιχνίδι με τα μεγάλα διακυβεύματα των αντιτιθέμενων τάσεων συνεχίζεται. Κι ακριβώς αυτό το αέναο παιχνίδι δίνει τη δυνατότητα να προβάλλονται αντιστάσεις ακόμη κι απέναντι στις πιο ισχυρές τάσεις. Αν, λοιπόν, υπάρχει αυτή η ισχυρή τάση προς την αγγλοφωνία και πολύ περισσότερο προς την «τεχνοαγγλική» που θα ισοπεδώσει τις εθνικές γλώσσες, και πράγματι υπάρχει, άλλο τόσο υπάρχει η εξίσου ισχυρή τάση των πολιτισμών και των γλωσσών να μην υπαχθούν, να αντισταθούν, να διατηρήσουν τον εαυτό τους, όχι σαν ρομαντική νοσταλγία αλλά άξια ενεργό για το παρόν και το μέλλον τους.

ΚΙ ΑΥΤΟ αφορά όλους, όχι μόνο τους φιλολόγους και τους ποιητές. Η γλώσσα είναι ένα γλωσσικό «συνανηκείν», μια εστία, η «τεχνοαγγλική» είναι ένα ξεσπίτωμα. Κανείς, υποθέτω, δεν αισθάνεται άνετα ως ανέστιος και φερέοικος. Όσο κι αν επιμένουν οι σειρήνες της μεταμοντέρνας γκλαμουριάς και της προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, στη «νέα οικονομία», στην νέα παραγωγικότητα, στις νέες τεχνολογίες, στις νέες αγορές, στα νέα εμπορεύματα, στα νέα επαγγέλματα, στα νέα φερσίματα, στις νέες «γλώσσες», όσο λοιπόν, κι αν όλα αυτά τα «νέα», που θαμπώνουν την όρασή μας, υπάρχουν και είναι δραστικά, άλλο τόσο υπάρχουν οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους που δεν βολεύονται με την προσαρμογή. Γι' αυτό άλλωστε βάλλεται. Κι όχι μόνο η ελληνική.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ χαθούν οι πολιτισμοί, οι ετερότητες, για να μη χωνευθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσα στην κατσαρόλα που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση (melting pot= χωνευτήρι), μέσα στη σαλατιέρα (salat bowl) που προσφέρει η μεταμοντέρνα νεωτερικότητα του σημερινού κοσμοσυστήματος, για να υπάρξει η Ευρώπη της συνύπαρξης των πολλαπλών ετεροτήτων, και για να μην υπάρξει η Ευρώπη της ομοιομορφίας, οι ερωπαϊκοί λαοί, όντας ανοιχτοί στους διπλανούς τους και γενναιόδωροι, αλλά και υπερασπιζόμενοι τα σύνορά τους, πρέπει να υπερασπίσουν ό,τι τους διαφοροποιεί και πάνω απ' όλα τις γλώσσες τους. Οι γλώσσες της Ευρώπης είναι ο πραγματικός «πλούτος των εθνών» κι όχι η ελευθερία της αγοράς όπως δίδασκε ο Άνταμ Σμίθ και οι σύγχρονοι, ημεδαποί και αλλοδαποί, προπαγανδιστές της.

Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr