Aριστεροχώρι 99 χρόνια μετά: Μαθήματα παλαιοντολογίας του Β.Παπαβασιλείου |
Με το βρετανικό δημοψήφισμα στο μυαλό τους, οι δανειστές κλείνουν πολιτικά την αξιολόγηση – Οι αστερίσκοι της ΕΚΤ και οι μαύρες τρύπες του success story
Η τελετουργία της αξιολόγησης έκλεισε προχθές ταπεινωτικά στην Αθήνα, με την υπερψήφιση των τροπολογιών που επέβαλαν οι δανειστές, με τις οποίες εξαφανίστηκαν οι τελευταίες «κόκκινες γραμμές» που είχε θέσει ο Ε. Τσακαλώτος με επιστολή προς τους ομολόγους του. Θα κλείσει και τυπικά τη Δευτέρα, σε τηλεδιάσκεψη του EuroWorkingGroup, εφόσον βρεθεί τρόπος να καλυφθεί και το τελευταίο προαπαιτούμενο… των προαπαιτουμένων, η νομική ασυλία των στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ και του νέου υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων. Εναλλακτικά, υπάρχει προγραμματισμένη συνεδρίαση του EWG, την Πέμπτη (9/6). Θα απομένει μια τυπική διαδικασία εκταμίευσης της υποδόσης των 7,5 δισ. από τον ESM τις επόμενες εβδομάδες.
Η «σεμνότητα» που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός στη συνεδρίαση του Yπουργικού Συμβουλίου, με την οποία η κυβέρνηση υποτίθεται ότι υποδέχεται την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, δεν προκύπτει από πουθενά. Τα κυβερνητικά στελέχη διατυμπανίζουν με κάθε ευκαιρία το κλείσιμο της αξιολόγησης ως σημείο οριστικής στροφής στην ανάπτυξη. Και, λες και διά μαγείας λύθηκαν όλα τα μείζονα υπαρξιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, άρχισε και η εντελώς ρετρό φλυαρία περί «στροφής στην καθημερινότητα του πολίτη», όπως ακριβώς έκανε κάθε κυβέρνηση στο παρελθόν που σεβόταν τον εαυτό της (αλλά δεν σεβόταν τη νοημοσύνη μας).
Ωστόσο, η κυβέρνηση από τώρα και στο εξής μπορεί να πέσει θύμα αυτής ακριβώς της «στροφής» της: από 1ης Ιουνίου η «καθημερινότητα» των πολιτών (και η τσέπη τους) επιβαρύνεται δραματικά από την εφαρμογή των μέτρων που μόλις ψηφίστηκαν, με κορύφωση τις αρχές του 2017, οπότε θα έχουν τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το νέο Ασφαλιστικό και η νέα φορολογία εισοδήματος.
Απογοήτευση από την ΕΚΤ
Συν τοις άλλοις, η σκηνοθεσία του κυβερνητικού success story, παρ’ ότι στηρίζεται από πολλούς παράγοντες των δανειστών, σκιάζεται από σημαντικές απογοητεύσεις. Η σημαντικότερη είναι η απόφαση της ΕΚΤ να μεταθέσει για την επόμενη συνεδρίαση του ΔΣ της την επαναφορά του waiver, δηλαδή της κατ’ εξαίρεση αποδοχής των κρατικών ομολόγων που διαθέτουν οι τράπεζες ως ενεχύρων για φθηνότερο δανεισμό.
Υπάρχει μια βάσιμη υποψία ότι ο συγχρονισμός της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου την περασμένη Πέμπτη (στις 3 μ.μ.) με τη συνέντευξη Ντράγκι μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ να είχε ως στόχο την πανηγυρική υποδοχή της προεξοφλημένης απόφασης. Πλην όμως, η Φρανκφούρτη παρέτεινε την αναμονή, περιμένοντας και την τελική απόφαση του ESM, πιθανότατα στις 20 του μηνός. Η απόφαση της ΕΚΤ για το waiver θα ληφθεί στις 22 του μηνός, παραμονή του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ωστόσο, η απόφαση της ΕΚΤ να τηρήσει πλήρως το «γράμμα του νόμου» προϊδεάζει για ανάλογη στάση απέναντι και στις άλλες μεγάλες κυβερνητικές προσδοκίες, κυρίως την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ο πρωθυπουργός προεξόφλησε σχετική απόφαση τον Ιούλιο. Αν, ωστόσο, η ΕΚΤ επιλέξει να τηρήσει πιστά τους άκαμπτους κανόνες της, η απόφαση μπορεί να αναβληθεί μέχρι να έχει στα χέρια της μια πιστοποίηση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Ως γνωστόν, από πλευράς ΔΝΤ αυτό αργεί, οπότε είναι αμφίβολο αν η ΕΚΤ θα καλύψει αυτή την προϋπόθεση εκ των ενόντων ή θα απαιτήσει μια διαβεβαίωση από τον ESM.
Με καταλύτη το Brexit
Η απειλή του Brexit φαίνεται ότι είναι ο καταλύτης της συμπεριφοράς των κορυφαίων οργάνων και αξιωματούχων της Ευρωζώνης απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που εξελίσσεται σε αγαπημένο τους παιδί.
Δίκαια, και πιθανότατα με απόλυτη ειλικρίνεια, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ δηλώνει ότι «θαυμάζει τον Τσίπρα», που κατάφερε να κερδίσει εκλογές κάνοντας στροφή 180ο και να κρατήσει την οριακή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία περνώντας το σύνολο των σκληρών μέτρων που επέβαλαν οι δανειστές. Το φαινόμενο αποτελεί case study για όλες τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος. Αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον ενόψει των ισπανικών εκλογών (27/6), από τις οποίες μπορεί να προκύψει νέος κυβερνητικός συνασπισμός.
Το ίδιο φαινόμενο -μαζί βεβαίως με το παζάρι των «επενδύσεων»- μπορεί να προσέλκυσε και τον Γάλλο πρωθυπουργό, Μανουέλ Βαλς, στην Αθήνα. Η δημοτικότητα της γαλλικής κυβέρνησης και του Ολάντ είναι στο ναδίρ και μερικά μαθήματα πολιτικής επιβίωσης από την Αθήνα ίσως φανούν χρήσιμα. Άλλωστε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που το φθινόπωρο θα παζαρέψει με τους δανειστές το πακέτο των εργασιακών στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, μόνο καλά λόγια είχε να πει για την φίλη γαλλική κυβέρνηση, την ώρα που αυτή βρίσκεται σε μετωπική σύγκρουση με τα συνδικάτα για τον πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο εργασιακό νόμο που μπορούσε να εμπνευστεί κανείς. Κι αυτό ίσως φωτίζει και το δικό μας εγγύς εργασιακό μέλλον.
Με το βλέμμα στο Brexit έρχεται στην Αθήνα (22/6) και ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, επίσης «σταθερός φίλος και θαυμαστής» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ακόμη και το ΔΝΤ, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενο, μετρίασε τη ρητορική αμφισβήτηση της συμφωνίας του Eurogroup. Ο εκπρόσωπός του, Γουίλιαμ Μάρεϊ, χαρακτήρισε θετικό το ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην ατζέντα όλων και εξέφρασε την «ελπίδα» ότι μέχρι το τέλος του έτους θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να πάρει απόφαση συμμετοχής στον δανεισμό το ΔΝΤ.
Κάτω από την κρούστα
Γενικώς, και σε απόλυτο συγχρονισμό με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι δανειστές επιχειρούν να αξιοποιήσουν την Ελλάδα ως θετικό παράδειγμα συμμόρφωσης στο δρόμο της δημοσιονομικής αρετής και ως συγκολλητική ουσία στα ποικίλα ρήγματα της Ε.Ε. Με πρώτους αποδέκτες, φυσικά, τους Βρετανούς ψηφοφόρους.
Κάτω από την κρούστα του success story που φιλοτεχνούν κυβέρνηση και δανειστές, υπάρχει διάχυτη αβεβαιότητα, ίσως και φόβος. Κατ’ αρχάς, μια υπερίσχυση του «όχι» στο βρετανικό δημοψήφισμα τα αλλάζει όλα και μπορεί να αλλάξει και τις προτεραιότητες του ευρωπαϊκού «Ιερατείου» ως προς την πολιτική στήριξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά την υποδειγματική της συμμόρφωση προς τας υποδείξεις.
Η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. χαρακτηρίζεται παγκόσμιος συστημικός κίνδυνος και για πολιτικούς λόγους -για παράδειγμα, τι επίδραση θα έχει στην εύθραυστη γαλλική κυβέρνηση;-, αλλά κυρίως για οικονομικούς. Οι οικονομίες της καπιταλιστικής Δύσης (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία) επιπλέουν σε τέλμα ασθενούς ανάπτυξης που, σε συνδυασμό με τη χαμηλή τους παραγωγικότητα, τις οδηγεί σε καταστροφή, προειδοποίησε προ ημερών ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Fed. Την ανησυχία του φαίνεται να συμμερίζονται -όχι τόσο φωναχτά, βεβαίως- το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.
Σ’ αυτό το εξαιρετικά ρευστό πλαίσιο, η προοπτική να έχει πρακτική συνέχεια το φιλοτεχνούμενο νέο ελληνικό success story είναι αβέβαιη, ακόμη κι αν πουληθούν όλα τα φιλέτα της δημόσιας περιουσίας. Τα συνεχιζόμενα επιχειρηματικά λουκέτα και τα αλλεπάλληλα περιστατικά εγκατάλειψης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και πολύμηνης απλήρωτης εργασίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αποτελούν συμπτώματα μιας εξαντλημένης από πηγές ανάκαμψης και ανάταξης οικονομίας.
Ακόμη κι αν το «όλα για πούλημα» που έχει αναρτηθεί στο νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων προσελκύσει «επενδυτές» (με ντίλερ τις κυβερνήσεις τους), είναι αμφίβολο αν αυτοί θα αντιμετωπίσουν τη χώρα ως κάτι περισσότερο από μάντρα υλικών κατεδάφισης σε τιμές ευκαιρίας.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr