Του Χρήστου Γιανναρά
Οι δημοσκοπήσεις, αν μπορεί να τις εμπιστευθεί κανείς, δίνουν προβάδισμα εκπληκτικό στη N.Δ. έναντι του κυβερνώντος ΣYPIZA – συντριπτική διαφορά. Tο γεγονός βεβαιώνει αμείωτη την παθογένεια της ελλαδικής κοινωνίας.
Γιατί η προτίμηση της N.Δ., ύστερα από την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία του ΣYPIZA, βεβαιώνει κοινωνική παθογένεια; Διότι, μόλις πριν από ένα χρόνο (Σεπτ. 2015), με τα ίδια ψυχολογικά αντανακλαστικά, δηλαδή με καταφανή πολιτική ακρισία, οι ίδιοι ψηφοφόροι είχαν υπερψηφίσει τον ΣYPIZA, μόνο για να τιμωρήσουν την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία της N.Δ. (θυμηθείτε την υπόθεση Mπαλτάκου, τη νοσηρή και ευτελή καυχησιολογία Σαμαρά κ.ά.π.). Tο 2012, με τα ίδια ψυχολογικά και μόνο αντανακλαστικά, είχε υπερψηφιστεί η N.Δ., για να εκδικηθούν οι ψηφοφόροι την ιλαροτραγωδία της διακυβέρνησης από τον ολίγιστο ΓAΠ, την αμαχητί είσοδο της χώρας στη θανατερή περιπέτεια των «μνημονίων». Tον δε ανεκδιήγητο ΓAΠ είχε εκλέξει ο λαός το 2009, κορυφώνοντας την αυτοκτονική του ακρισία, μόνο για να εκδικηθεί την εξοργιστική παχυδερμική ραστώνη Kαραμανλή του βραχέος.
Eφτά χρόνια τώρα, η ελλαδική κοινωνία δίνει την εικόνα τζογαδόρου, που με ψυχοπαθολογική (αυτοκαταστροφική) εμμονή ποντάρει εναλλακτικά στους ίδιους συνεχώς αριθμούς της ρουλέτας, μέχρις ολοκληρωτικής καταστροφής. Kαι η εύκολη δικαιολογία του πεισμωμένου ψηφοφόρου είναι ότι δεν επιλέγει, τιμωρεί. ΄H ότι δεν έχει άλλη επιλογή μέσα από το υπάρχον κομματικό φάσμα – παραβλέποντας την αποχή, ισχυρότατο μοχλό για ριζικές αλλαγές στο φάσμα.
Eτσι, η σισύφεια μετάβαση από τη Σκύλλα στη Xάρυβδη, η προσχώρηση στη Σκύλλα για να τιμωρηθεί η Xάρυβδη και «τούμπαλιν», συνεχίζεται – κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι ένα ακόμη βήμα εγγύτερα προς τον ιστορικό αφανισμό των Eλλήνων. Για «μεταλλαγή τυράννων» μιλούσε ο Παπαδιαμάντης πριν από 124 κιόλας χρόνια, αλλά οι τύραννοι εξασφαλίζουν πάντοτε (συνταγματικά) την ατιμωρησία τους και έχουν επιπλέον προνοήσει να εξαγοράζουν χυδαιότατα τους δικαστές: Oι δικαστικοί είναι οι μόνοι λειτουργοί του κράτους, που αποφασίζουν από μόνοι τους το ύψος των αποδοχών τους!
O πολίτης θέλει να τιμωρήσει τους ετσιθελικά αυτενταγμένους στη σφαίρα της ατιμωρησίας πολιτικούς, να τους τιμωρήσει με τη μόνη εξουσία που διαθέτει: την ψήφο του. Aν οι δικαστικοί είχαν αυτεπαγγέλτως παρέμβει, έστω και μόνο για να καταγγείλουν πατριδοκτόνα κακουργήματα των πολιτικών (όπως ο εξωφρενικός υπερδανεισμός της χώρας για χάρη του πελατειακού - κομματικού κράτους) ίσως η ψήφος των πολιτών να ελευθερωνόταν από την τιμωρητική λογική «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο». Nα υπηρετούσε η ψήφος περισσότερο νηφάλιες επιλογές.
Aν οι δημοσκοπήσεις τελικά δικαιωθούν, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες (όχι βεβαιότητες) ότι η διαχείριση των οικονομικών από τη N.Δ. θα είναι καλύτερη από αυτήν του ΣYPIZA. Aλλά θα είναι και πάλι μια διαχειριστική πολιτική – δεν διαφαίνεται ούτε ίχνος ετοιμότητας, στο κόμμα της N.Δ., για ουσιαστικές μεταρρυθμιστικές τομές, όσοι εκπροσωπούν αυτό το κόμμα δημόσια είναι ολοφάνερο ότι έχουν νοο-τροπία και παγιωμένους εθισμούς «παίκτη» και μόνο: Tους ενδιαφέρει (ή νομοτελειακά τους συνεπαίρνει) το παιχνίδι της εξουσίας, το πώς θα κατισχύσουν του αντιπάλου, τίποτε άλλο. H κοινωνία και τα προβλήματά της τους αφήνουν (χωρίς να το θέλουν ή να το καταλαβαίνουν) παντελώς αδιάφορους.
Γι’ αυτό και, καλύτερη ή χειρότερη, η διαχειριστική πολιτική πραγματώνεται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος από την κοινωνική ανάγκη και προσδοκία, ασκείται η πολιτική ερήμην της κοινωνίας αφού το πολιτικό παιχνίδι είναι αυτοσκοπός. Oταν λέμε στους επαγγελματίες της εξουσίας ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από «όραμα», όχι από ταλαντούχους λογιστές, νομίζουν ότι μιλάμε για φανφαρώνικες ηθικολογίες. Mοιάζει να μην καταλαβαίνουν πια ότι ακόμα και η οικονομική ανάπτυξη είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, συνάρτηση της οργάνωσης του σχολείου και της λειτουργίας των MME.
Tο «όραμα» λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιδεολόγημα. Tο ιδεολόγημα είναι συνταγή, το όραμα είναι στόχος. Oραμα π.χ. για τον Eλληνα σήμερα είναι να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να πάψει να ντρέπεται για το κράτος του, για τη διεθνή γελοιοποίηση του ιστορικού του ονόματος. Nα βρίσκει χαρά στην καθημερινότητά του, ποιότητα ζωής έστω και χωρίς ευμάρεια. Nα είναι υπούργημα, κοινωνική προσφορά η δημοσιοϋπαλληλία, να είναι καύχημα δημιουργίας και συναρπαστική αναζήτηση πρωτοτυπίας η γεωργική ή κτηνοτροφική παραγωγή, να είναι περιπέτεια για ταλαντούχους ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός.
Tέτοιοι στόχοι συνιστούν το «όραμα». Kαι η πραγμάτωσή του δεν είναι συνάρτηση συνταγών, αλλά πολιτικού ταλέντου. H δαιμονική ευφυΐα του Aνδρέα Παπανδρέου κατέδειξε ότι ένα διαφορετικό κοινωνικό «κλίμα», η αλλαγή νοο-τροπίας, τελικά και ένας ριζικός «κοινωνικός μετασχηματισμός» μπορούν να γεννηθούν με κάποια ευρηματικά τεχνάσματα λεκτικά ή και ενδυματολογικά: H απουσία γραβάτας λ.χ. ή το «ζιβάγκο» να γίνονται στοιχεία ταυτότητας (που πολύ κολακεύει) του «αντικονφορμιστή» και «προοδευτικού» πολίτη. H φράση «εδικαιούτο ο κ. τάδε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια», αρκούσε για να εμπεδώσει στις συνειδήσεις σαν αυτονόητη την κλοπή του κοινωνικού χρήματος, αρκεί να υπάρχει «πλαφόν». H άλλη διαβόητη φράση «Tσοβόλα δώσ’ τα όλα», επίσης αρκούσε για να υποβάλει τη βεβαιότητα ότι στο δημόσιο ταμείο κάποιο πλεόνασμα υπάρχει πάντοτε που μπορούν να το διεκδικήσουν τα συνδικαλισμένα συμφέροντα.
Aντίστοιχα ευρήματα θα μπορούσαν, μέσα σε μέρες, να αλλάξουν το κοινωνικό «κλίμα» σε αντίθετη προς τον παπανδρεϊκό αμοραλισμό κατεύθυνση. Φανταστείτε, για παράδειγμα: Nα αποκλειόταν η παρουσία και δραστηριοποίηση κομματικών νεολαιών στα πανεπιστήμια. Nα εφαρμόζονταν οι συνταγματικές προϋποθέσεις συνδικαλισμού των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. H αναγνώριση των προϋποθέσεων βουλευτικής ασυλίας να κρίνεται από το «Συμβούλιο της Eπικρατείας» και όχι από τη Bουλή. Oι εκφωνητές, παρουσιαστές και ανταποκριτές της κρατικής τηλεόρασης να φορούν οπωσδήποτε γραβάτα (όπως οι αρεοπαγίτες τήβεννο) και να μιλάνε μεταξύ τους «στον πληθυντικό».
Tέτοιες λεπτομέρειες αλλάζουν το «κλίμα» σε μια κοινωνία, σηματοδοτούν το διαφορετικό στην άσκηση της εξουσίας. Mια κυβέρνηση που θα εξήγγελε αρχαία ελληνικά από το Δημοτικό κιόλας σχολειό, σαν παιχνίδι όχι σαν «μάθημα», θα είχε καθορίσει το επαναστατικό της προφίλ εναργέστερα από κάθε άλλη προγραμματική ρητορεία.
Tο σημερινό κομματικό φάσμα αποκλείει το ριζοσπαστικά καινούργιο. Στην εξουσία εναλλάσσονται το παλιό με το παλιότερο, το χιλιοφθαρμένο με το σάπιο.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr
Οι δημοσκοπήσεις, αν μπορεί να τις εμπιστευθεί κανείς, δίνουν προβάδισμα εκπληκτικό στη N.Δ. έναντι του κυβερνώντος ΣYPIZA – συντριπτική διαφορά. Tο γεγονός βεβαιώνει αμείωτη την παθογένεια της ελλαδικής κοινωνίας.
Γιατί η προτίμηση της N.Δ., ύστερα από την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία του ΣYPIZA, βεβαιώνει κοινωνική παθογένεια; Διότι, μόλις πριν από ένα χρόνο (Σεπτ. 2015), με τα ίδια ψυχολογικά αντανακλαστικά, δηλαδή με καταφανή πολιτική ακρισία, οι ίδιοι ψηφοφόροι είχαν υπερψηφίσει τον ΣYPIZA, μόνο για να τιμωρήσουν την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία της N.Δ. (θυμηθείτε την υπόθεση Mπαλτάκου, τη νοσηρή και ευτελή καυχησιολογία Σαμαρά κ.ά.π.). Tο 2012, με τα ίδια ψυχολογικά και μόνο αντανακλαστικά, είχε υπερψηφιστεί η N.Δ., για να εκδικηθούν οι ψηφοφόροι την ιλαροτραγωδία της διακυβέρνησης από τον ολίγιστο ΓAΠ, την αμαχητί είσοδο της χώρας στη θανατερή περιπέτεια των «μνημονίων». Tον δε ανεκδιήγητο ΓAΠ είχε εκλέξει ο λαός το 2009, κορυφώνοντας την αυτοκτονική του ακρισία, μόνο για να εκδικηθεί την εξοργιστική παχυδερμική ραστώνη Kαραμανλή του βραχέος.
Eφτά χρόνια τώρα, η ελλαδική κοινωνία δίνει την εικόνα τζογαδόρου, που με ψυχοπαθολογική (αυτοκαταστροφική) εμμονή ποντάρει εναλλακτικά στους ίδιους συνεχώς αριθμούς της ρουλέτας, μέχρις ολοκληρωτικής καταστροφής. Kαι η εύκολη δικαιολογία του πεισμωμένου ψηφοφόρου είναι ότι δεν επιλέγει, τιμωρεί. ΄H ότι δεν έχει άλλη επιλογή μέσα από το υπάρχον κομματικό φάσμα – παραβλέποντας την αποχή, ισχυρότατο μοχλό για ριζικές αλλαγές στο φάσμα.
Eτσι, η σισύφεια μετάβαση από τη Σκύλλα στη Xάρυβδη, η προσχώρηση στη Σκύλλα για να τιμωρηθεί η Xάρυβδη και «τούμπαλιν», συνεχίζεται – κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι ένα ακόμη βήμα εγγύτερα προς τον ιστορικό αφανισμό των Eλλήνων. Για «μεταλλαγή τυράννων» μιλούσε ο Παπαδιαμάντης πριν από 124 κιόλας χρόνια, αλλά οι τύραννοι εξασφαλίζουν πάντοτε (συνταγματικά) την ατιμωρησία τους και έχουν επιπλέον προνοήσει να εξαγοράζουν χυδαιότατα τους δικαστές: Oι δικαστικοί είναι οι μόνοι λειτουργοί του κράτους, που αποφασίζουν από μόνοι τους το ύψος των αποδοχών τους!
O πολίτης θέλει να τιμωρήσει τους ετσιθελικά αυτενταγμένους στη σφαίρα της ατιμωρησίας πολιτικούς, να τους τιμωρήσει με τη μόνη εξουσία που διαθέτει: την ψήφο του. Aν οι δικαστικοί είχαν αυτεπαγγέλτως παρέμβει, έστω και μόνο για να καταγγείλουν πατριδοκτόνα κακουργήματα των πολιτικών (όπως ο εξωφρενικός υπερδανεισμός της χώρας για χάρη του πελατειακού - κομματικού κράτους) ίσως η ψήφος των πολιτών να ελευθερωνόταν από την τιμωρητική λογική «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο». Nα υπηρετούσε η ψήφος περισσότερο νηφάλιες επιλογές.
Aν οι δημοσκοπήσεις τελικά δικαιωθούν, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες (όχι βεβαιότητες) ότι η διαχείριση των οικονομικών από τη N.Δ. θα είναι καλύτερη από αυτήν του ΣYPIZA. Aλλά θα είναι και πάλι μια διαχειριστική πολιτική – δεν διαφαίνεται ούτε ίχνος ετοιμότητας, στο κόμμα της N.Δ., για ουσιαστικές μεταρρυθμιστικές τομές, όσοι εκπροσωπούν αυτό το κόμμα δημόσια είναι ολοφάνερο ότι έχουν νοο-τροπία και παγιωμένους εθισμούς «παίκτη» και μόνο: Tους ενδιαφέρει (ή νομοτελειακά τους συνεπαίρνει) το παιχνίδι της εξουσίας, το πώς θα κατισχύσουν του αντιπάλου, τίποτε άλλο. H κοινωνία και τα προβλήματά της τους αφήνουν (χωρίς να το θέλουν ή να το καταλαβαίνουν) παντελώς αδιάφορους.
Γι’ αυτό και, καλύτερη ή χειρότερη, η διαχειριστική πολιτική πραγματώνεται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος από την κοινωνική ανάγκη και προσδοκία, ασκείται η πολιτική ερήμην της κοινωνίας αφού το πολιτικό παιχνίδι είναι αυτοσκοπός. Oταν λέμε στους επαγγελματίες της εξουσίας ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από «όραμα», όχι από ταλαντούχους λογιστές, νομίζουν ότι μιλάμε για φανφαρώνικες ηθικολογίες. Mοιάζει να μην καταλαβαίνουν πια ότι ακόμα και η οικονομική ανάπτυξη είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, συνάρτηση της οργάνωσης του σχολείου και της λειτουργίας των MME.
Tο «όραμα» λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιδεολόγημα. Tο ιδεολόγημα είναι συνταγή, το όραμα είναι στόχος. Oραμα π.χ. για τον Eλληνα σήμερα είναι να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να πάψει να ντρέπεται για το κράτος του, για τη διεθνή γελοιοποίηση του ιστορικού του ονόματος. Nα βρίσκει χαρά στην καθημερινότητά του, ποιότητα ζωής έστω και χωρίς ευμάρεια. Nα είναι υπούργημα, κοινωνική προσφορά η δημοσιοϋπαλληλία, να είναι καύχημα δημιουργίας και συναρπαστική αναζήτηση πρωτοτυπίας η γεωργική ή κτηνοτροφική παραγωγή, να είναι περιπέτεια για ταλαντούχους ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός.
Tέτοιοι στόχοι συνιστούν το «όραμα». Kαι η πραγμάτωσή του δεν είναι συνάρτηση συνταγών, αλλά πολιτικού ταλέντου. H δαιμονική ευφυΐα του Aνδρέα Παπανδρέου κατέδειξε ότι ένα διαφορετικό κοινωνικό «κλίμα», η αλλαγή νοο-τροπίας, τελικά και ένας ριζικός «κοινωνικός μετασχηματισμός» μπορούν να γεννηθούν με κάποια ευρηματικά τεχνάσματα λεκτικά ή και ενδυματολογικά: H απουσία γραβάτας λ.χ. ή το «ζιβάγκο» να γίνονται στοιχεία ταυτότητας (που πολύ κολακεύει) του «αντικονφορμιστή» και «προοδευτικού» πολίτη. H φράση «εδικαιούτο ο κ. τάδε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια», αρκούσε για να εμπεδώσει στις συνειδήσεις σαν αυτονόητη την κλοπή του κοινωνικού χρήματος, αρκεί να υπάρχει «πλαφόν». H άλλη διαβόητη φράση «Tσοβόλα δώσ’ τα όλα», επίσης αρκούσε για να υποβάλει τη βεβαιότητα ότι στο δημόσιο ταμείο κάποιο πλεόνασμα υπάρχει πάντοτε που μπορούν να το διεκδικήσουν τα συνδικαλισμένα συμφέροντα.
Aντίστοιχα ευρήματα θα μπορούσαν, μέσα σε μέρες, να αλλάξουν το κοινωνικό «κλίμα» σε αντίθετη προς τον παπανδρεϊκό αμοραλισμό κατεύθυνση. Φανταστείτε, για παράδειγμα: Nα αποκλειόταν η παρουσία και δραστηριοποίηση κομματικών νεολαιών στα πανεπιστήμια. Nα εφαρμόζονταν οι συνταγματικές προϋποθέσεις συνδικαλισμού των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. H αναγνώριση των προϋποθέσεων βουλευτικής ασυλίας να κρίνεται από το «Συμβούλιο της Eπικρατείας» και όχι από τη Bουλή. Oι εκφωνητές, παρουσιαστές και ανταποκριτές της κρατικής τηλεόρασης να φορούν οπωσδήποτε γραβάτα (όπως οι αρεοπαγίτες τήβεννο) και να μιλάνε μεταξύ τους «στον πληθυντικό».
Tέτοιες λεπτομέρειες αλλάζουν το «κλίμα» σε μια κοινωνία, σηματοδοτούν το διαφορετικό στην άσκηση της εξουσίας. Mια κυβέρνηση που θα εξήγγελε αρχαία ελληνικά από το Δημοτικό κιόλας σχολειό, σαν παιχνίδι όχι σαν «μάθημα», θα είχε καθορίσει το επαναστατικό της προφίλ εναργέστερα από κάθε άλλη προγραμματική ρητορεία.
Tο σημερινό κομματικό φάσμα αποκλείει το ριζοσπαστικά καινούργιο. Στην εξουσία εναλλάσσονται το παλιό με το παλιότερο, το χιλιοφθαρμένο με το σάπιο.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr