Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Ο γόρδιος δεσμός κράτους και δημοσίου

Για το δημόσιο ένα και μόνο κριτήριο αξιολόγησης πρέπει να υπάρχει: Η εθνική και κοινωνική ωφέλεια 
Του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη φ. 128 
Σήμερα το δημόσιο στην Ελλάδα βάλλεται από δύο κυρίους πόλους, που διατηρούν εντελώς ανταγωνιστικές μεταξύ τους στοχεύσεις. Αφενός, τους νέους ξένους επιστάτες της χώρας, που θέλουν να διαγράψουν όποια ενοχλητική απόκλιση ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας, συσσώρευσης εθνικού πλούτου, που βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού κράτους, και έχει κατακτηθεί μέσα στους δύο αιώνες αγώνων αυτού του λαού.
Και αφετέρου… ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας που δεν ζει από το κράτος, αλλά το βιώνει ως τον μεγάλο τύραννο που του καταδυναστεύει την ζωή σε όποια στιγμή κι αν έρχεται σε επαφή μαζί του.
Στο βάθος αυτής της αντίθεσης κρύβεται ένας γόρδιος δεσμός: Το κράτος, είναι την ίδια στιγμή, απαραίτητη και πρωταρχική προϋπόθεση για την ελεύθερή μας ύπαρξη, την οποία όμως έχει καταντήσει να… υπονομεύει καθοριστικά καθώς πλέον δεν λειτουργεί με βιώσιμο τρόπο, αποτελώντας τρόπον τινά τον πομπό του παρασιτισμού ο οποίος ρήμαξε και ρημάζει αυτήν την χώρα.
Αυτήν την πραγματικότητα, δεν την κατανόησαν ποτέ οι δεξιοί νεοφιλελεύθεροι – που υποτίθεται ότι στοχοποιούν «το κράτος» στο όνομα της βιωσιμότητας της χώρας, ξεχνώντας ότι η διευρυμένη κρατική αυτοτέλεια και λειτουργία είναι προϋπόθεση ύπαρξης μιας χώρας στα μεγέθη της δικής μας. Ούτε βέβαια οι αριστεροί κρατιστές, που έχουν ταυτίσει την αυτοτέλεια του ελληνικού κράτους με την… επέκταση της γραφειοκρατίας του, που εν τέλει υπονομεύει την ίδια την βιωσιμότητα του «δημοσίου» με τον τρόπο που λειτουργεί. Γι’ αυτό ακριβώς και η νέα εκδοχή «εμφυλίου» μεταξύ κρατιστών και «νεοφιλελελέδων» έχει τόσο πέραση στις μέρες μας: Γιατί τροποποιεί την πρόσληψη της ίδιας της πραγματικότητας και την καθιστά ‘βολική’ για μαζική κατανάλωση και εν τέλει υποκρύπτει ότι σε ό,τι αφορά στο δημόσιο η κατάσταση θυμίζει αυτό που οι αγγλοσάξονες λένε «shit hit the fan» –δηλαδή, ότι τα σκατά έχουν αγγίξει τον ανεμιστήρα της οροφής.
Το ζήτημα που τίθεται, έπειτα απ’ όλα αυτά, δεν είναι αν θα υπερασπιστούμε το «δημόσιο» αλλά πως ακριβώς θα το υπερασπιστούμε· ως έννοια που πρέπει να βρίσκεται υψηλά στις προτεραιότητες του λαού και της χώρας μας ή ως πραγματικότητα, που βρίσκεται στα τάρταρα της κοινωνικής ανυποληψίας; Το κλειδί σε αυτό το ερώτημα, βρίσκεται σε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον δημόσιο τομέα σήμερα. Που θα έχει ένα και μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγησή του: Την παραγόμενη εθνική και κοινωνική ωφέλεια σε κάθε πτυχή της κρατικής δραστηριότητας· ανά κάθε ευρώ που δαπανά η γραφειοκρατία των μηχανισμών. Διότι πριν να συγκρουστούμε για το ζήτημα των δημόσιων δαπανών, θα πρέπει να δούμε που εν τέλει αυτές καταλήγουν: Πως λειτουργεί αυτό που λέμε δημόσια επένδυση, απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, ελεγκτικός μηχανισμός, φορολογικός μηχανισμός κ.ο.κ. Ποιο είναι επίσης το λειτουργικό κόστος του δημοσίου, δηλαδή, πόσα χρήματα, πόσα εργατικά χέρια, πόσο γνώση και χρόνο καταναλώνει για να παράγει το αποτέλεσμα που παράγει, κι αν επίσης αυτό αξίζει τον κόπο για τις δαπάνες που απαίτησε η λειτουργία του.
Αυτά τα ζητήματα αποτελούν την «πρώτη ύλη» που θα δώσει με την επεξεργασία της έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο για το κράτος, το δημόσιο, την ελληνική πολιτεία το οποίο θα απαντάει σε αυτό το διττό αίτημα που τίθεται σήμερα: Υπεράσπισης της κρατικής αυτοτέλειας, και ταυτόχρονα ριζικό μετασχηματισμό της ίδιας της λειτουργίας του κρατικού και τοπικο-αυτοδιοικητικού μηχανισμού προκειμένου να καταστεί ξανά… δημόσιας ωφέλειας. Γιατί σήμερα δεν είναι, και αυτό δεν χρειάζεται ανάλυση για να το αποδείξει κανείς· είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού.
Αυτό το στοίχημα συνεπάγεται ρήξεις και συγκρούσεις. Όχι κατ’ ανάγκην με ανθρώπους, αλλά σίγουρα με νοοτροπίες. Τη νοοτροπία του νομοθέτη, που χτίζει ένα νομικό οικοδόμημα το οποίο έχει ξεπεράσει τον Λαβύρινθο του Φραντς Κάφκα· τη νοοτροπία του εκάστοτε επικεφαλής πολιτικού που βλέπει το κράτος ως Μέσο και όχι ως Αρχή, ως μέσο εξυπηρέτησης των πελατών, για την αναπαραγωγή της εξουσίας του· τη συλλογική νοοτροπία των κρατικών υπηρεσιών, που παρασύρθηκαν μέσα στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο και δρουν με την πλάτη στην κοινωνία· επίσης, το αναπόφευκτο χάσμα στις καθημερινές πρακτικές και συμπεριφορές που προκύπτει από το γεγονός ότι οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι στο δημόσιο είναι η διαθεσιμότητα, η αύξηση της φορολογίας, η συρρίκνωση του εισοδήματος, η μετάθεση σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, ενώ αυτό που αντιμετωπίζουν όσοι βρίσκονται έξω από το δημόσιο είναι η ανεργία σε συνθήκες δουλείας χρέους, η μετανάστευση σε μια ξένη χώρα, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας ή –προσεχώς– η προσωποκράτηση για χρέη [για να κατανοήσουμε λίγο ότι αυτό που τα κρατικά συνδικάτα καταγγέλλουν ως «νεοφιλελεύθερη επίθεση» εν τέλει μάλλον εξελίσσεται σε όλη της την έκταση σε όσους ζουν… έξω από το σχετικά προστατευμένο περιβάλλον του δημοσίου].
Κοινώς· το δημόσιο και το κράτος θα πρέπει να αλλάξουν άρδην· Η πραγματική διαφορά των δημόσιων οργανισμών από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι πρώτοι παράγουν κοινωνική ωφέλεια, ενώ οι δεύτεροι, παράλληλα με την παραγωγή προϊόντων και έργου, παράγουν και κέρδος, κάποτε σε αντίθεση με το κοινωνικό συμφέρον. Αν θέλουμε να βοηθήσουμε, λοιπόν, το δημόσιο να σταθεί στα πόδια του, πρέπει να το απελευθερώσουμε από όλους εκείνους τους παράγοντες που το καθηλώνουν στο σημερινό τέλμα της αναποτελεσματικότητας –ειδάλλως ο δημόσιος χαρακτήρας θα αφορά μόνον στις δαπάνες που απαιτούνται για την ύπαρξη μηχανισμών που σήμερα λειτουργούν εντελώς ασυνάρτητα.
Ποιοι άραγε είναι σύμμαχοι σε αυτόν τον αγώνα; Σε ποιους απευθυνόμαστε; Μήπως η παρούσα κατάσταση του δημοσίου αναπόφευκτα δημιουργεί ένα μέτωπο σύγκρουσης με όλους τους εργαζόμενους σε αυτό; Προφανώς και όχι. Αυτά είναι για τον Τζήμερο του 0,7%, που προσπαθεί να προσθέσει, στους εμφυλίους που βιώνουμε σήμερα, έναν ακόμη ενάντια στο δημόσιο. Εξάλλου, ένας πολιτικός λόγος που παρεμβαίνει από τη σκοπιά της εξυγίανσης στο κράτος και το δημόσιο, έρχεται να συναντήσει και όσους δουλεύουν μέσα σε αυτό και παράγουν έργο ενάντια στις κυρίαρχες νοοτροπίες. Ακριβώς δηλαδή σε εκείνες τις μειοψηφίες, μέσα στον δημόσιο τομέα, που, σε πείσμα του διάχυτου κλίματος, επιμένουν να δουλεύουν με ενάρετα κριτήρια κρατώντας τον εν τέλει ακόμα όρθιο –διότι ειδάλλως θα είχε καταρρεύσει προ πολλού.
Επομένως, η κουβέντα δεν αφορά στο αν θα έχουμε ή όχι αξιολόγηση –αλλά τι είδους αξιολόγηση θα έχουμε στο δημόσιο. Η κουβέντα δεν αφορά στο αν το δημόσιο νοσεί ή όχι, αλλά στο πώς θα απαλλαγούμε από τα οργανωτικά πρότυπα της δεκαετίας του 1930 που κυριαρχούν στις δομές των υπηρεσιών, πώς θα αντιμετωπίσουμε τον λαβύρινθο της πολυνομίας· πως θα μεταβάλουμε τα δημόσια έργα και τις κρατικές προμήθειες, από μέσο διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και παρασιτισμού του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα σε μοχλό ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού· πώς, εν τέλει, θα μεταβάλουμε το κράτος από ‘πομπό’ παρασιτισμού, εθνομηδενισμού, φορέα της συλλογικής (αν)ηθικής του νεοέλληνα σε εγγυητή ύπαρξης μιας ελεύθερης, ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας, σε ρυθμιστή βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, στη δημοκρατική αρχή που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ίδιας της κοινωνίας.
Διαβάστε επίσης: 
Νοσεί η ελληνική δημόσια διοίκηση;, του Στράτου Μεϊντανόπουλου
Ανάρτηση από:h ttp://ardin-rixi.gr