Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Αναζητώντας το Πλεόνασμα (πρωτογενές και θνησιγενές)

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

(Μόλις είκοσι δύο μείνανε)
 
Η καταστροφολογία έχει γεμίσει τη ζωή μας και θα μας φανεί παράξενο αν κάποια μέρα, δεν υπάρξει μια ανάλυση που θα προβλέψει έναν καινούριο Αρμαγεδώνα για την χώρα, το έθνος, την οικονομία, τη μεσαία τάξη ή και τον κόσμο ολόκληρο.
 Συμμετέχοντας στο καινούριο εθνικό σπόρ, η «Ναυτεμπορική» δημοσίευσε άρθρο των κ.κ. Κωνσταντίνου Γάτσιου, καθηγητή Οικονομικών και τέως πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Δημήτρη Ιωάννου οικονομολόγου, με τίτλο «Μπροστά στο ελληνικό Holodomor”.
 Βέβαια, η λέξη που είναι ουκρανική προφέρεται «γολοντομορ» και η κυριλλική της γραφή είναι ΓΟΛΟΔΟΜΟΡ. Είναι η ονομασία του μεγάλου λιμού της Ουκρανίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930, συνέπεια της κακής σοδειάς αλλά και της βίαιης κολλεκτιβοποίησης της γεωργίας στην τότε Σοβιετική Ουκρανία αλλά και σε ολόκληρη την Σοβιετική Ένωση.
  Όμως, τα ελληνικά γράμματα και η κυριλλική γραφή που τα χρησιμοποιεί προκαλούν τρόμο στους δυτικοευρωπαίους. Είναι γνωστό πως στις πινακίδες κυκλοφορίας των ελληνικών αυτοκινήτων αποφεύγονται (κυριολεκτικά απαγορεύονται) τα γράμματα Γ, Δ, Θ, Ξ, Π, Φ, Ψ, και Ω, για τον ίδιο λόγο. Έτσι λοιπόν,  στην βιβλιογραφία τους προτιμήθηκε η «πολιτικά ορθή» αγγλική απόδοση ως Holodomor, την οποία και υιοθέτησαν ο κ. καθηγητής και ο κ. οικονομολόγος.
 Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς, «η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα αντίστοιχο πρόβλημα με εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και της Κίνας του 1950: έχει πάρα πολύ υψηλή κατανάλωση και πάρα πολύ χαμηλή αποταμίευση και ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να βγεί από την κρίση». Έτσι, κατά τους δύο συγγραφείς πάντα, η βίαιη κολλεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ και το «Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός» στην Κίνα, αποσκοπούσαν στην περιστολή της κατανάλωσης, ώστε να διατεθούν πόροι σε επενδύσεις (βιομηχανοποίηση).
 Περίεργη συλλογιστική, αν σκεφθεί κανείς την κατάσταση που βρισκόντουσαν οι δύο αυτές χώρες τις αντίστοιχες εποχές και τα επίπεδα της κατανάλωσης που απολάμβαναν οι πολίτες τους.

 Στην πραγματικότητα βέβαια, τόσο η «βίαιη κολλεκτιβοποίηση» στη Σοβιετική Ένωση του 1930, όσο και το «Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός» στην Κίνα του 1958 αποσκοπούσαν κυρίως στην επίλυση εσωτερικών συγκρούσεων και αναζητήσεων στους κόλπους των κυρίαρχων κομμουνιστικών κομμάτων των δύο χωρών. Και όχι μόνον δεν βοήθησαν στη συσσώρευση πόρων για επένδυση, αλλά αντίθετα, καθυστέρησαν σημαντικά την πορεία ανάπτυξης των δύο χωρών.
 Απομένει λοιπόν μονάχα η δική μας περίπτωση, σαν χώρα με πολύ υψηλή κατανάλωση. Σύμφωνα μάλιστα με τους δύο συγγραφείς, «η ελληνική κοινωνία, μετά από εφτά χρόνια πραγματικά «χαραμισμένης κρίσης» εξακολουθεί να καταναλώνει το 90% του ΑΕΠ της και να αποταμιεύει μόνο το 10%, τη στιγμή που οι αντίστοιχοι μέσοι όροι της Ευρωζώνης είναι 75% και 25%».
 Υπάρχει μονάχα μια μικρή λεπτομέρεια. Ή μάλλον αρκετές «μικρές» λεπτομέρειες. Κι αυτές λέγονται «λίστες Λαγκάρντ» και άλλες λίστες με διαφορετικά ονόματα, που ανακαλύπτονται καθημερινά.
 Και που αποκαλύπτουν μιαν απλή, μα πάρα πολύ απλή αλήθεια. Ότι πλεόνασμα υπήρξε πολύ στο παρελθόν και εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη.
 Μόνο που δεν αποταμιεύεται. Αποθησαυρίζεται σε λίστες όπως συνέβαινε πάντα. Κι όταν επενδύεται, αυτό δεν συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, όπου τα ποσοστά κέρδους είναι σαφώς ψηλότερα, οι ευκαιρίες περισσότερες  και τα ρίσκα πολύ μικρότερα.
 Το γεγονός ότι το πλεόνασμα αυτό δεν φαίνεται και δεν καταγράφεται σαν αποταμίευση, οφείλεται στον απλούστατο λόγο ότι αποσπάται στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης πρώτα κι όχι στον χώρο της οικονομίας και μάλιστα με τρόπους συχνά, πολύ συχνά μάλιστα, αδιαφανείς και φυσικά παράνομους.
 Το αντίθετο μάλιστα. Το γεγονός ότι το πλεόνασμα δεν φαίνεται, οδηγεί αναγκαστικά στην καταγραφή του σαν κατανάλωση.
 Και το παράδειγμα της «ηγέτιδας τάξης» της κοινωνίας μας ακολουθεί και η μεσαία τάξη. Μόνο που εδώ το πλεόνασμα, που συνήθως πραγματοποιείται στο χώρο της οικονομίας, αποκρύβεται από τους λογιστικούς και φορολογικούς μηχανισμούς του κράτους, οπόταν και πάλι δεν φαίνεται σαν αποταμίευση. Φαίνεται όμως σαν κατανάλωση. Γιατί κατανάλωση όντως πραγματοποιείται και μάλιστα σε ακριβά και είδη πολυτελείας αντικείμενα. Ο αριθμός των ταξινομήσεων Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός για μια χώρα σαν την Ελλάδα και μάλιστα μετά επτά χρόνια συνεχούς λιτότητας.
 Ο αποθησαυρισμός συμβαίνει κι εδώ, άλλωστε είπαμε : Η ηγέτιδα τάξη δίνει πάντα το παράδειγμα στην υπόλοιπη  κοινωνία. Και οι λίστες φυσικά λειτουργούν κι εδώ, τουλάχιστον στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης. Κι όσοι δεν προλαβαίνουν να λιστογραφηθούν, καταφεύγουν στα σεντούκια, τα στρώματα και τις αυλές.
 Ένα επίσης σημαντικό τμήμα του πλεονάσματος, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, για την πραγματοποίηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που εδραιώνουν την εξουσία τους.
 Η πρώτη βαθμίδα είναι η δημιουργία μιας υπαλληλικής κυρίως «αριστοκρατίας», με την  δημιουργία τομέων, τμημάτων και θέσεων όπου οι αμοιβές σε χρήμα και παροχές είναι εξαιρετικά υψηλές και η εργασία ελάχιστη, με πρώτα στη σειρά τα άπειρα Διοικητικά Συμβούλια Οργανισμών, Ασφαλιστικών Ταμείων και εταιρειών που εξαρτώνται από το Δημόσιο. Μια πρόσφατη έρευνα της κυριακάτικης «Καθημερινής», απέδειξε ότι τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των λιμανιών της χώρας, είναι περισσότερα από τους εργαζομένους στα λιμάνια!
 Ακολουθεί φυσικά η Βουλή, όπου τοποθετούνται συνήθως συγγενικά πρόσωπα των βουλευτών και υπουργών με τις ήδη γνωστές αμοιβές και παροχές σε είδος απολαβές τους, καθώς και μια σειρά άλλες «υπηρεσίες», χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο δράσης, εκτός φυσικά από το «βόλεμα» δευτεροκλασάτων κυρίως κομματικών στελεχών, όλων των κομμάτων, ακόμη και των μη κοινοβουλευτικών, ανάλογα με το ποσοστό τους.
 Τρίτη στη σειρά έρχεται η «τάξη» των συνδικαλιστών, η οποία από τη μεταπολίτευση και μετά έχει γίνει ένας σταθερός πυλώνας στήριξης του κοινωνικού και πολιτικού μας συστήματος.
 Σε διάφορες άλλες εταιρείας κοινής ωφέλειας, εκτός από τους μεγαλύτερους μισθούς από τους αντίστοιχους των δημοσίων υπηρεσιών, δίνονταν και πρόσθετες παροχές, όπως δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παιδική μέριμνα, ταξίδια κλπ.
 Τελευταίες στη σειρά είναι φυσικά είναι οι ίδιες οι δημόσιες υπηρεσίες, όπου οι παροχές εξαντλούνται στις προσλήψεις, πέραν των αναγκαίων, στρατιών ολόκληρων ανίκανων και ακατάλληλων ανθρώπων, σε σημείο που να προκαλείται απόφραξη και βραχυκύκλωμα ολόκληρου του συστήματος δημόσιας διοίκησης.
 Το γεγονός μάλιστα ότι η δημόσια διοίκηση έχει συγκεντρωθεί και εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στην Αθήνα, ενώ ολόκληρη η υπόλοιπη Ελλάδα στενάζει από τις ελλείψεις (ο Δήμος Κάσου παρακαλάει για την απόσπαση ή τον διορισμό ενός δημοτικού υπαλλήλου χωρίς φυσικά να εισακούεται) επιτείνει το πρόβλημα και δημιουργεί καρκίνωμα που καταστρέφει ολόκληρη τη χώρα.
 Η υπερσυγκέντρωση δημοσίων υπηρεσιών και φυσικά υπαλλήλων στην Αθήνα, οδηγεί στην υπερσυγκέντρωση κατοίκων, πόρων και στελεχών, αποψιλώνοντας την περιφέρεια  από γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, τεχνίτες πάσης φύσεως.
 Η υπερσυγκέντρωση αυτή αυξάνει εκθετικά το κόστος διαβίωσης και φυσικά την κατανάλωση. Η Αθήνα, είναι κυριολεκτικά η ατμομηχανή που κινεί το τρένο της κατανάλωσης στη χώρα.
 Έχει λοιπόν απόλυτο δίκιο ο Δημ. Μάρτος («Αθηναϊσμός» εκδ. Γόρδιος), όταν παρομοιάζει την Αθήνα με τον μυθικό Μινώταυρο. Ένα τέρας, που τρέφεται από τις σάρκες της υπόλοιπης χώρας.
 Η υπερβολική λοιπόν κατανάλωση, η οποία και δεν περιορίζεται από την κρίση που μαστίζει την χώρα μας, αλλά αντίθετα αυξάνεται, συμβαίνει αποκλειστικά στο χώρο της κρατικής διοίκησης και των ανώτερων οικονομικά στρωμάτων και τάξεων.
 Κι αν πρέπει αυτή η κατανάλωση να περιοριστεί, για να υπάρξει ένα πλεόνασμα που θα διοχετευθεί σε επενδύσεις, αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκινήσει από την κρατική διοίκηση, σε όλα τα επίπεδα της.
 Αντί για την περιστολή της ρεμούλας και της σπατάλης, τα κόμματα που κυβέρνησαν αλλά και τα καινούργια κυβερνητικά κόμματα, προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να διατηρήσουν αλώβητο το σπάταλο και υπερσυγκεντρωτικό σε δομές αλλά και στον χώρο της Αθήνας γραφειοκρατικό σύστημα διοίκησης.
 Ακόμη χειρότερα, έκαναν και συνεχίζουν ακόμη να κάνουν ότι μπορούν για να το επεκτείνουν σε μέγεθος και κόστος, πάντοτε φυσικά στα όρια του αττικού λεκανοπεδίου.
 Έχει σημασία να δούμε και πως αντιμετωπίζεται ή μάλλον πως δεν αντιμετωπίζεται το θέμα του σπάταλου και υπερσυγκεντρωτικού κράτους και από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, κόμματα και κινήσεις που αναδύονται τον τελευταίο καιρό.
 Ο αμεσοδημοκρατικός χώρος περιορίζεται στην ανάγκη καθιέρωσης δημοκρατικών πρακτικών διοίκησης, χωρίς να αναφέρεται στην υπόλοιπη οικονομική και κοινωνική διάρθρωση της χώρας.
 Όμως εδώ, προβάλλει πάντα αμείλικτο το ερώτημα: «Πόση Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα που το μισό και πάνω του πληθυσμού της συγκεντρώνεται στο 3% του εδάφους της;» Οι αμεσοδημοκράτες κάνουν συνεχώς πως δεν το ακούν και συνεχίζουν να μας βομβαρδίζουν με ειδήσεις από την Ελβετία, την Ιταλία, το Περού και την Βουλγαρία.
 Το ίδιο και όλα τα υπόλοιπα κόμματα και κινήσεις, που περιορίζονται σε γενικόλογες διακηρύξεις για δημοκρατικές διαδικασίες και αξιοκρατία χωρίς όμως να προχωρούν σε συγκεκριμένες δομικές αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν.
 Κι όταν το κάνουν, η προσπάθεια τους θυμίζει τους αλλοπαρμένους μαθηματικούς που αναζητούσαν τον τετραγωνισμό του κύκλου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γ. Ρακκά, στην εφημερίδα «Ρήξη» φ. 128, καθώς προσπαθεί να ξεμπερδέψει τον «γόρδιο δεσμό κράτους και δημοσίου».
 Ο Γ. Ρακκάς, αφού διαπιστώσει ότι «το κράτος και το δημόσιο πρέπει να αλλάξουν άρδην», συμπεραίνει ότι για «να βοηθήσουμε το δημόσιο να σταθεί στα πόδια του, πρέπει να το απελευθερώσουμε από όλους εκείνους τους παράγοντες που το καθηλώνουν στο σημερινό τέλμα της αναποτελεσματικότητας».
 Και πως θα το κατορθώσουμε αυτό; Με «ρήξεις και συγκρούσεις», αλλά, «όχι κατ’ ανάγκην με ανθρώπους, αλλά σίγουρα με νοοτροπίες».
 Μόνο που το «Αθηναϊκό Κράτος», δεν οικοδομήθηκε μονάχα από  νοοτροπίες, αλλά κυρίως από συμφέροντα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων και τάξεων.
 Και το κυριότερο. Η ίδια η εξουσία των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών ελίτ, στηρίζεται αποκλειστικά στην δομή και τη λειτουργία του αυτού του κράτους.
 Αυτών τα συμφέροντα θα θιγούν, από κάθε απόπειρα περιστολής δαπανών και διάχυσης και μεταφοράς λειτουργιών της πρωτεύουσας (μαζί με το ανάλογο υπαλληλικό δυναμικό), σε μια σειρά από πόλεις της περιφέρειας, με πρώτη φυσικά την Θεσσαλονίκη.
 Μαζί φυσικά, θα θιγούν και τα μικροσυμφέροντα όσων θα πρέπει να μετατεθούν σε άλλες πόλεις για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η αποσυμφόρηση της Αθήνας και η αναβάθμιση των άλλων πόλεων.
 Άλλωστε, οι νοοτροπίες δεν πέφτουν από τον ουρανό. Δημιουργούνται από τον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν την πραγματικότητα. Έτσι, η εικοσάχρονη νεοπροσληφθείσα υπάλληλος του ΙΚΑ φωνάζει στην εβδομηντάχρονη γριούλα «έλα εδώ, εσύ!» , η δε γριούλα σπεύδει ταπεινά να συμμορφωθεί.
 Το τραγικό και ταυτόχρονα γελοίο της ελληνικής πραγματικότητας, είναι πως ίδια υπάλληλος, όταν προσέρχεται σε κάποια διαφορετική υπηρεσία, στην εφορία ας πούμε, παίρνει τη θέση της γριούλας, μεταμορφώνεται σε «υπήκοο». Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός πως η ελληνική διοίκηση είναι χωρισμένη σε «φέουδα» που το καθένα αγνοεί το άλλο.
 Οι αντίστοιχες νοοτροπίες, αφέντη – υπηκόου, διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν από την πραγματικότητα του πελατειακού κράτους και θα αλλάξουν μόνον όταν η πραγματικότητα αυτή ανατραπεί, όταν δηλαδή η διοίκηση θα γίνει πραγματικά «δημόσια», όταν δηλαδή τεθεί κάτω από τον έλεγχο, την ευθύνη και την εξουσία μιας κοινωνίας ανορθωμένης σε κοινωνία πολιτών.