Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Στο προηγούμενο μου σημείωμα (Η Ιστορία των νικητών και η επιτροπή της κυρίας Αγγελοπούλου 1/8/2020), επιχείρησα την πρόβλεψη ότι ο κ. Αριστείδης Χατζής θα συνέχιζε τις προσπάθειες να «γκριζάρει» όσο μπορεί την μορφή του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, προσπάθειες που ξεκίνησαν με το άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 5/7/2020, με τον βαρύγδουπο τίτλο «Ο Θεός της Ελλάδος».
Στο άρθρο του εκείνο, ο κ. Χατζής ισχυρίστηκε πως την γελοία «Αίτηση Προστασίας» του 1825 προς την Αγγλία «προετοίμασε ο επικεφαλής της Επιτροπής Ζακύνθου και τέκτονας Διονύσιος Ρώμας, και την προώθησε στους αγωνιστές με την βοήθεια του στενού του φίλου, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».
Η αλήθεια βεβαίως είναι τελείως διαφορετική, όπως αποδεικνύουν τα επίσημα κείμενα και τα γεγονότα, τα οποία καταγράφηκαν και από τον γραμματέα του Μαυροκορδάτου, Σπυρίδωνα Τρικούπη. Όμως για τον κ. Χατζή ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και κατά συνέπεια τα γεγονότα οφείλουν να συμμορφώνονται με τον σκοπό, αλλιώς αλίμονο τους.
Η πρόβλεψη φυσικά επαληθεύθηκε, άλλωστε δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να διατυπωθεί, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω. Στο καινούργιο του άρθρο, πάλι στην «Καθημερινή» της Κυριακής 2/8/2020 με τίτλο « Η εναλλακτική του Μέτερνιχ», γράφει πως ο Μαυροκορδάτος (ναι, ναι, ο Μαυροκορδάτος), «αντιμετώπισε με δυσπιστία την αίτηση προστασίας που ετοίμασε ο Διονύσιος Ρώμας και προώθησε ο Κολοκοτρώνης» (η επισήμανση φυσικά δική μας).
Η επιχείρηση «γκριζαρίσματος» του Κολοκοτρώνη προχώρησε κατά ένα μικρό, αλλά αποφασιστικής σημασίας βήμα. Στο προηγούμενο άρθρο του κ. Χατζή, ο Κολοκοτρώνης «βοήθησε» τον (τέκτονα και στενό του φίλο να μην το ξεχνάμε) Ρώμα να προωθήσει την αίτηση προστασίας στους αγωνιστές.
Τώρα όμως, την αποκλειστική ευθύνη της «προώθησης» την έχει ο Κολοκοτρώνης. Απομένει φυσικά το επόμενο βήμα. Η αίτηση προστασίας να ήταν ένα από τα τόσα σχέδια του Κολοκοτρώνη, βλακώδες μάλλον αφού ο ίδιος ο Κάνινγκ το αποκήρυξε. Έτσι ο Κολοκοτρώνης θα κατέβει ακόμη ένα σκαλοπάτι.
Όλο το υπόλοιπο άρθρο του κ. Χατζή είναι μια ακατάσχετη φλυαρία για κάποια υποτιθέμενη «εναλλακτική» του Μέτερνιχ, η οποία, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο κ. Χατζής ουδέποτε διατυπώθηκε επισήμως από πλευράς Αυστροουγγαρίας. Μοναδικός σκοπός είναι να καταδείξει έναν ακόμη φανταστικό διπλωματικό θρίαμβο (!) του Μαυροκορδάτου (είπαμε: τα γεγονότα πρέπει να συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις).
Η «επιχείρηση» ανάδειξης του Μαυροκορδάτου σε πρωταγωνιστή και κυρίαρχη μορφή του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, είναι στενά, αναπόσπαστα θα λέγαμε δεμένη με την αποδόμηση, την καταβαράθρωση του Κολοκοτρώνη του πραγματικού Αρχηγού, που κατόρθωσε μόνος αυτός, το ακατόρθωτο. Να κρατήσει αναμμένη την φωτιά του Αγώνα ακόμη κι όταν οι «φιλότιμες» προσπάθειες του Μαυροκορδάτου και των συνεργατών του οδηγούσαν την Επανάσταση στην οριστική της συντριβή. Και να δώσει στο Έθνος έναν Κυβερνήτη που κατάφερε, μόνος κι αυτός να πετύχει την οριστική ανακήρυξη του νέου ελληνικού κράτους με πλήρη ανεξαρτησία και σύνορα καθορισμένα.
Για την εποχή του, ο Κολοκοτρώνης ήταν ένας «επαγγελματίας επαναστάτης». Κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε με το όραμα της Επανάστασης για την απελευθέρωση του Γένους. Είναι γνωστό πως αρνήθηκε λαμπρή σταδιοδρομία στον αγγλικό στρατό αλλά σε κάποια άλλη χώρα, για να είναι κοντά στον Μωρηά, όταν θα έφτανε η μεγάλη ώρα.
Είναι επίσης γνωστό ότι συζήτησε σοβαρά με τον Αλή Φαρμάκη για κοινή εξέγερση Ελλήνων και Τουρκαλβανών με στόχο την αυτονομία του Μωρηά, υπό την σουλτανική επικυριαρχία. Η λογική ήταν απλή. Ελευθερώνουμε πρώτα τον Μωρηά και μετά βλέπουμε. Αυτά βεβαίως πριν από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, όταν η ιδέα μιας Ελληνικής Επανάστασης δεν περνούσε από το μυαλό κανενός.
Ίσως η καλύτερη καταγραφή της στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής μεγαλοφυίας του βρίσκεται στα βιβλία του Θ. Παναγόπουλου «Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας» και «Όλα στο Φώς», ειδικά στο δεύτερο.
Πρώτα, κατάφερε να πείσει όλους για την ανάγκη άλωσης της Τρίπολης, όπου ήταν η έδρα του πασά και η μεγαλύτερη τουρκική δύναμη. Αλλιώς, η Επανάσταση κινδύνευε να πνιγεί σχεδόν στη γέννηση της, αν κάποια ισχυρή τουρκική δύναμη ερχόταν σε συνδρομή και ενώνονταν με τους Τούρκους της Τρίπολης. Έτσι η Πελοπόννησος έγινε το λίκνο της Επανάστασης.
Επέμεινε και τελικά με την υποστήριξη του Δημ. Υψηλάντη επέβαλε την άποψη πως ο Δράμαλης έπρεπε να συντριφτεί, όχι απλά να αποκρουστεί, αλλιώς και πάλι η Επανάσταση κινδύνευε να καταπνιγεί. Και το καλύτερο σημείο γι’ αυτό, ήταν φυσικά τα Δερβενάκια.
Καταλάβαινε επίσης απόλυτα πως τα δάνεια σήμαιναν υποδούλωση και γι’ αυτό συμβούλευσε να μην ζητηθεί δάνειο από ξένους. Όμως η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου – Κωλέττη – Κουντουριώτη προχώρησε στην σύναψη δανείου. Το γιατί πραγματικά χρειαζόταν το δάνειο, φάνηκε από την επιστολή του Κωλέττη προς τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, «να έλθουν να πάρουν το μερίδιο τους από το δάνειο», πολεμώντας φυσικά εναντίον του Κολοκοτρώνη κι όσων τον υποστήριζαν.
Με τις λιγοστές δυνάμεις και εφόδια που του διέθετε η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου και λοιπών, κατάφερε με κλεφτοπόλεμο να αντιστέκεται στον πανίσχυρο Ιμπραήμ συντηρώντας τον Αγώνα, διατηρώντας το «Ελληνικό πρόβλημα» στην επικαιρότητα, μέχρι να υπάρξει από κάπου κάποια βοήθεια.
Και ο Θεός έβαλε το χέρι Του για να βοηθήσει την Ελλάδα (για δεύτερη φορά, για την πρώτη θα μιλήσουμε παρακάτω), στο τέλος εκείνης της τόσο κρίσιμης χρονιάς. Γιατί στα τέλη του 1825 πεθαίνει ο Τσάρος Αλέξανδρος που συντάσσονταν με την άποψη του Μέτερνιχ σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση και τον διαδέχεται ο γιος του Νικόλαος. Ο νέος Τσάρος, διεμήνυσε αμέσως σε Άγγλους και Γάλλους πως ήταν αποφασισμένος να λύσει έστω και μόνος το «Ελληνικό πρόβλημα». Επειδή αυτό συνεπάγονταν πόλεμο Ρωσίας – Τουρκίας με πιο πιθανό αποτέλεσμα την συντριβή της Τουρκίας, άρχισε αμέσως ένας διπλωματικός αναβρασμός. Τότε και μόνο τότε η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να συζητάνε σοβαρά την πιθανότητα δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε, το μόνο που δέχονταν ήταν ένα κρατίδιο υποτελές στον Σουλτάνου και περιορισμένο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Τέλος, με μαεστρία που θα ζήλευε κι ο πιο σπουδασμένος και έξυπνος διπλωμάτης, κατάφερε να αποσπάσει από τον Χάμιλτον την συγκατάθεση για ανάθεση στον Καποδίστρια της διακυβέρνησης του Έθνους. Ο Γέρος κατά την διαμονή του στα Επτάνησα, θα πρέπει να είχε πληροφορηθεί την οργάνωση από τον Καποδίστρια της άμυνας της Λευκάδας το 1807, αλλά και θα είχε ιδεί με τα μάτια του τις ικανότητες του στην συγκρότηση της Ιόνιας Πολιτείας. Με το αλάνθαστο πολιτικό του κριτήριο, καταλάβαινε πως ο Καποδίστριας ήταν ο μόνος που, παραμερίζοντας τους ανίκανους και διεφθαρμένους πολιτικούς που μέχρι τότε διοίκησαν το Έθνος και οδήγησαν την Επανάσταση ένα βήμα πριν από τον τάφο, θα μπορούσε να σώσει έστω και στο παρά πέντε την κατάσταση και τον Ελληνισμό.
Η Ιστορία δικαίωσε την κρίση του. Παρά τον πρόωρο θάνατο του, ο Καποδίστριας κατάφερε να διώξει τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και τον Κιουταχή από την Στερεά, να οργανώσει στρατό και Διοίκηση, να κατοχυρώσει τα σύνορα αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.
Ίσως το μεγαλύτερο λάθος του να ήταν πως ήταν υπερβολικά «ενωτικός» και συμφιλιωτικός. Έτσι, δεν άκουσε την συμβουλή του Οδυσσέα να παραμερίσουν τους πολιτικούς που μόνο για αξιώματα ενδιαφέρονταν και να συγκροτήσουν στρατιωτική κυβέρνηση. Αν τον είχε ακούσει, ήταν απίθανο ο Ιμπραήμ να είχε κατορθώσει απόβαση στον Μωρηά κι αν το είχε κάνει θα το είχε μετανιώσει πικρά όπως ο Δράμαλης. Ούτε το Μεσολόγγι θα είχε πέσει κι ο Κιουταχής θα είχε διωχθεί από την Ρούμελη πολύ νωρίτερα.
Όμως ο Γέρος, ενώ διέθετε οξύτατο πολιτικό κριτήριο, δεν είχε μέσα του ούτε δράμι από τον «πολιτικό αμοραλισμό», που χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους μεγάλους πολιτικούς, και διδάσκει πως «αν κερδίσεις όλοι θα σε χειροκροτούν». Κι ενώ με τα δεδομένα του 1822 όλες οι πιθανότητες έγερναν προς την νίκη των στρατιωτικών, εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να διασπάσει την ενότητα των εθνικών δυνάμεων. Κάτι που οι αντίπαλοι του όχι μονάχα το τόλμησαν, αλλά κυριολεκτικά από την πρώτη στιγμή το επεδίωξαν.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της ενωτικής και συμφιλιωτικής του φύσης ήταν φυσικά η ευκολοπιστία. Πίστεψε λοιπόν αμέσως τους «αγγελιαφόρους» που του έστειλαν οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Κουντουριώτης για δήθεν ειρηνευτικές συνομιλίες και πήγε στο Ναύπλιο. Όπου αμέσως φυσικά οι δήθεν «συνομιλητές» τον συνέλαβαν και σιδηροδέσμιο τον έστειλαν στην Ύδρα. Είχαν μάλιστα σχεδιάσει και την φυσική του εξόντωση, όπως αποκαλυπτικά αναφέρει ο Θ. Παναγόπουλος στο βιβλίο του «Όλα στο Φώς». Είχαν φυσικά φροντίσει ώστε το αποτρόπαιο έγκλημα να γίνει αυθόρμητα, δια λυντσαρίσματος, από τον κατάλληλα διαφωτισθέντα όχλο.
Κοινή η μοίρα όλων των αγνών ιδεολόγων αρχηγών επαναστατημένων εθνών. Με υποσχέσεις για συνομιλίες ο αρχηγός των Σκωτσέζων Γουίλιαμ Γουάλας συλλαμβάνεται από ομοεθνή του και παραδίνεται στους Εγγλέζους για να καρατομηθεί. Πάλι για «συνομιλίες» ο Εμιλιάνο Ζαπάτα φθάνει στον τόπο της φριχτής δολοφονίας του. Κι ο μαρτυρικός Οδυσσέας, πάλι με την υπόσχεση συνομιλιών συλλαμβάνεται από τον Γκούρα για να δολοφονηθεί άνανδρα λίγο αργότερα.
Πώς σώθηκε ο Γέρος; Ήταν η πρώτη φορά που ο «Θεός της Ελλάδας» βοήθησε το Έθνος μας; Ίσως. Ήταν όμως και η καθοριστική. Αν είχε συμβεί, μάλλον σήμερα θα μιλούσαμε όλοι τούρκικα. Ο Καραϊσκάκης, που είχε κι αυτός πανίσχυρο πολιτικό ένστικτο και οξυδέρκεια, το είπε ένα χρόνο αργότερα: «Αν πέσει ο Γέρος, πάει το Γένος»