Του Διονύσιου Σκλήρη
Ανάρτηση από: https://thepressproject.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Γεράσιμο Δ.
Κατά μία ορισμένη
ερμηνευτική οπτική, αυτό που συμβαίνει με την κρίση της επιδημίας του κορονοϊού
COVID-19 αποτελεί μια μεταμοντέρνα επανάληψη κρίσεων του καπιταλισμού, όπως
αυτή του Μεσοπολέμου, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά η μεγάλη αντίφαση του
καπιταλισμού δεν αφορά την παραγωγή, την κατανάλωση, τον ρυθμό αύξησης του
κέρδους κ.ο.κ., αλλά πιο θεμελιωδώς είναι μια αντίφαση ανάμεσα στην
παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα και την ίδια τη φύση.
Και ενώ οι τρεις πόλοι είναι παραδοσιακά ένας οικονομικός φιλελευθερισμός,
που ουσιαστικά την προτείνει την παράταση της παρακμής και της βαρβαρότητας, ο
φασισμός ως διέξοδος του «καπιταλισμού σε κρίση» και η χειραφετητική προοπτική
του κομμουνισμού, η οποία, όμως, κινδυνεύει πάντα να περιπέσει σε έναν
ολοκληρωτικό κρατισμό, στη μεταμοντέρνα εποχή μας έχουμε τρεις αντίστοιχους
πόλους ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης συνύπαρξης με το φυσικό περιβάλλον:
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός προτείνει διαχειριστικά ημίμετρα που απλώς θα
παρατείνουν την παρακμή των κοινωνιών και την οικο-βαρβαρότητα. Ένα νέο είδος
οικο-φασισμού προτείνει έναν ολοκληρωτικό κρατισμό που συχνά διανθίζεται από
μια νέα οικολογική εκδοχή παραδοσιακών ιδεολογικών στοιχείων του φασισμού, όπως
λ.χ. ο νεο-παγανισμός, ο κοινωνικός δαρβινισμός, ο εκλαϊκευμένος
υπερανθρωπισμός και η αυχηματική απανθρωπία. Και χειραφετητική διέξοδο αποτελεί
αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «οικομμουνισμό», δηλαδή ένας οικολογικός
κομμουνισμός, ως συνείδηση της κοινότητας του φυσικού οίκου με αποτελέσματα
για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση. Ο οποίος, όμως, κινδυνεύει
να περιπέσει σε μια αντιφιλελεύθερη δυστοπία ολοκληρωτικού κρατισμού, όπως
ακριβώς και ο παραδοσιακός κομμουνισμός αλλοτριώθηκε στη δυστοπία του
ολοκληρωτικού υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η αντίφαση του καπιταλισμού είναι πλέον με την ίδια τη φύση
Η ερμηνευτική μας ματιά χρειάζεται ασφαλώς επεξηγήσεις. Αφετηρία μας είναι
μια αρκετά εύλογη – (αν και όχι απολύτως βέβαια, καθώς γράφουμε εν θερμώ ενώ η
γλαυξ της σοφίας δεν είναι ακόμη στο λυκόφως)- ερμηνεία της κρίσης της
πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, σύμφωνα με την οποία αυτή οφείλεται στην
αφύσικη διασταύρωση των κόσμων του ανθρώπου και των άγριων ζώων, η οποία ευνοεί
τη μετάδοση ιών από τα ζώα στους ανθρώπους. Αυτή, όμως, η διασταύρωση είναι
σύμπτωμα της κατάρρευσης των οικοσυστημάτων που οφείλεται στην τυφλή τάση του
αποχαλινωμένου καπιταλισμού να καθολικοποιεί την εκμετάλλευση στο σύνολο της
φύσης, να επεκτείνει συναφώς την ανθρώπινη οικιστική δραστηριότητα, την
«οικουμένη» σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης, και να μετατρέπει τη
γεωργία και κτηνοτροφία σε νέες βιομηχανοποιημένες εκδοχές τους (animal
farming) με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι εξελίξεις αυτές έχουν
συγκεκριμένα αποτελέσματα: Καθώς διαλύονται οικοσυστήματα, άγρια ζώα μετοικούν
σε ζώνες κοντά στους ανθρώπινους οικισμούς. Τα ζώα αυτά είναι φορείς νέων
αγνώστων ιών, που ενίοτε ενδέχεται και να μην είναι βλαπτικοί για τα ίδια,
μετατρέπονται, όμως, σε τέτοιους κατά το πέρασμα στους ανθρώπους. Ταυτοχρόνως,
οι επιδημίες οφείλονται και στην ολοένα και μεγαλύτερη ιδιάζουσα εξημέρωση των
ζώων που αποτελεί η βιομηχανική κτηνοτροφία, η οποία οδηγεί σε εντελώς αφύσικες
μαζικές συμβιώσεις τεράστιων αριθμών από ζώα σε εξαιρετικά μεγάλη γειτνίαση το
ένα με το άλλο. Η δυνατότητα της βιομηχανικής κτηνοτροφίας ανέκυψε ακριβώς λόγω
των νέων τεχνικών εμβολιασμού που κατέστησαν αυτή τη γειτνίαση δυνατή. Αλλά με
τη σειρά της μας καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτους στη μετάδοση νέων ιών, για τους
οποίους δεν έχουν ήδη βρεθεί εμβόλια. Ταυτοχρόνως, ο αυτοσκοπός της ανάπτυξης
σημαίνει και μια όλο και μεγαλύτερη οικιστική εισβολή των ίδιων των ανθρώπων
στους κόσμους των άγριων ζώων, που αποτελεί την περιχωρητική αντίδοση της
κίνησης των άγριων ζώων προς τους ανθρώπους λόγω της κατάρρευσης των
οικοσυστημάτων. Στο μεταξύ η παγκοσμιοποίηση των μεταφορών καθιστά ταχύτατη τη
μεταφορά ασθενειών.
Και βεβαίως, καθώς ο καπιταλισμός είναι πάντα επενδυμένος με ένα πλεόνασμα
επιθυμίας, ένα εξαιρετικό ψυχολογικό σύμπτωμα των ανθρώπων της εποχής μας είναι
και η βρώση άγριων ζώων ως αυτοσκοπός. Ο άνθρωπος που επιδιώκει να φάει ζώα από
παράξενα άγρια είδη είναι ένας άνθρωπος που θέλει στην πιο κυριολεκτική εκδοχή
της λέξης να εσωτερικεύσει τη φυσική αγριότητα, επιβάλλοντας
τη μεγαλύτερη κατ-αναλωτική εξουσία που είναι η πέψη. Βεβαίως, δεν υποτιμώ το
γεγονός ότι μπορεί και απλώς να πρόκειται για παράξενα διατροφικά ήθη και έθιμα
επιμέρους λαών, όπως ο Κινεζικός. Ακόμη, όμως, και αν εντοπιστεί η απαρχή του
κορονοϊού COVID-19 στην αγορά αγρίων ζώων της Ουχάν, είναι σημειωτέον ότι
παρόμοιες αγορές απευθύνονται και σε ακριβά γούστα νεόπλουτων για εξεζητημένες
«γκουρμέ» απολαύσεις, οι οποίες εξυπηρετούνται από σχετικά εξειδικευμένα
εστιατόρια. Είναι αλήθεια ότι και μια πιο μαζική λαϊκή βρώση άγριων ζώων μπορεί
να λαμβάνει χώρα. Ωστόσο, η βρώση άγριων ζώων ανήκει περισσότερο στα νέα ήθη
μιας κουλτούρας από νεόπλουτους χομπίστες, η οποία έχει δημιουργήσει και τα
αντίστοιχα είδη εστιατορίων και τις αγορές που τα υποστηρίζουν. Βεβαίως, οι
σχετικές έρευνες για την απαρχή του κορονοϊού COVID-19 είναι εν εξελίξει, οπότε
οποιαδήποτε απόφανση είναι επισφαλής. Χωρίς να αποκλείεται ένα στοιχείο οιονεί
λαογραφικής ακραίας ενδεχομενικότητας, όπως το συνήθειο ενός λαού να
καταναλώνει ένα συγκεκριμένο άγριο ζώο, θα μας απασχολήσουν εδώ περισσότερο τα
καθολικά ζητήματα Πολιτικής Φιλοσοφίας που εγείρονται από τις νέες προκλήσεις
των επιδημιών, οι οποίες ούτως ή άλλως επανέρχονται διαρκώς στον κόσμο του
ύστερου καπιταλισμού.
Από την κρίση του 2008 στην κρίση του 2020 έχει ενδιαφέρον ότι τη στιγμή
ακριβώς που ο καπιταλισμός κατάφερε μία σχετική και δυναμική διαχειριστική
εξισορρόπηση εσωτερικών του αντιφάσεων βιώνει εκ νέου μια μείζονα κρίση στη
διάδρασή του με το φυσικό περιβάλλον. Ένα πιθανό κοινό είναι ότι οι
κρίσεις των επιδημιών ενδέχεται να γίνουν ενδημικές και να επανέρχονται τακτικά
κατά μία ειρωνική αναλογία με τις ενδογενείς οικονομικές κρίσεις του
καπιταλισμού που επίσης παρουσιάζουν τακτικότητα. Αυτό το βιώνουμε ήδη από τις
αρχές του 21ου αιώνα με τις διάφορες νέες μορφές γρίπης που εμφανίζονται και δεν
αποκλείεται να ενταθεί στο μέλλον λόγω της αυξανόμενης διαταραχής των
οικοσυστημάτων από ένα οικονομικό σύστημα που έχει ως αυτοσκοπό τη
μεγιστοποίηση της ανάπτυξης.
Επιστροφή στη «νέα» κανονικότητα
Βεβαίως, δεν πρόκειται για φαινόμενα εντελώς πρωτόγνωρα στην ανθρώπινη
Ιστορία. Από την είσοδο στον γεωργικό πολιτισμό κατά τη Νεολιθική εποχή οι
επιδημίες είναι ένας μόνιμος συνοδός του ανθρώπου, αλλάζοντας συχνότατα τη
μορφή της εξέλιξης του. Παραμένει, πάντως, το γεγονός ότι όπως οι αρχαίες
επιδημίες χρειάζεται να ειδωθούν σε σχέση με τον γεωργικό τρόπο ανάπτυξης, οι
σύγχρονες κρίσεις μπορούν να εξεταστούν σε σχέση με τον ύστερο καπιταλιστικό
τρόπο της βιομηχανικού τύπου γεωργίας και κτηνοτροφίας και καταστροφικές
συνέπειές τους, όπως λ.χ. η αποψίλωση των δασών. Η τακτικότητα παρόμοιων κρίσεων
ενδέχεται στο μέλλον να «αντιγράψει» την τακτικότητα των ενδογενών κρίσεων του
καπιταλισμού που βιώνουμε τουλάχιστον από το τέλος του 19ου αιώνα. Και
βεβαίως το καπιταλιστικό σύστημα θα κληθεί να επιβιώσει εφευρίσκοντας συνεχώς
νέους τρόπους διαχείρισης, όπως συνέβη και με τις ενδογενείς κρίσεις.
Μια ερώτηση οιονεί φιλοσοφικού τύπου που θα μπορούσε να τεθεί σε αυτό το
συγκείμενο είναι τι συνιστά «κανονικότητα» και τι συνιστά «εξαίρεση». Ο
κυρίαρχος λόγος σήμερα δείχνει να εκλαμβάνει αυτονόητα ως κανονικότητα την
ελεύθερη αγορά και ως εξαίρεση τις κρίσεις που απαιτούν αποφασιστική κρατική
παρέμβαση. Θα μπορούσαμε, όμως, υπό μία διαφορετική οπτική να δούμε τις στιγμές
της κρίσης και της υποτιθέμενης εξαίρεσης ως τις στιγμές της αλήθειας, όπου
αποκαλύπτεται το ψεύδος του φιλελευθερισμού και της υποτιθέμενης κανονικότητάς
του. Η πραγματικότητα που αναδύεται είναι η συνεχής κρατική διαχείριση συνεχών
κρίσεων, η οποία δημιουργεί ένα πολιτικώς καθορισμένο προστατευτικό πλέγμα για
την όποια ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς. Η έννοια της κανονικότητας είναι μια
φενάκη για να στηρίξει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, η οποία υποτίθεται ότι
απλώς αναστέλλεται σε έκτακτες κρίσεις. Όταν, όμως, οι κρίσεις παρουσιάζουν οι
ίδιες μια «κανονικότητα» ή, έστω, τακτικότητα και όταν πλέον εισερχόμαστε στο
πεδίο βαρύτητας κρίσεων που θα προέρχονται από το ίδιο το φυσικό περιβάλλον,
τότε αμφισβητείται δραστικά το μέχρι πρότινος κυρίαρχο αφήγημα περί
κανονικότητας και εξαίρεσης. Ένα ειρωνικό παράδειγμα είναι ο λόγος της Νέας
Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το προεκλογικό της σύνθημα ήταν η «επιστροφή στην
κανονικότητα», υποτίθεται από την οικονομική κρίση του 2008-2010. Όταν κατέστη
αντιληπτό ότι αυτό είναι αδύνατο λόγω της νέας επιδημικής κρίσης, η
επικαιροποίηση του συνθήματος της κυβέρνησης πλέον αναφέρεται στη «νέα»
κανονικότητα την οποία το ίδιο κόμμα επαγγέλλεται ότι είναι το πιο ικανό να
διαχειριστεί. Το ειρωνικό είναι ότι αν η επιστροφή στην κανονικότητα είναι η
επιστροφή σε μια ανύπαρκτη ουτοπία, η «νέα» κανονικότητα είναι μια δυστοπία που
χρειάζεται να εφευρεθεί δυναμικά. Και ως τέτοια ακριβώς δεν είναι κανονικότητα.
Είναι μια συνεχής διαχείριση καταστάσεων εξαίρεσης. Όπως και πάντοτε ήταν
εξαρχής, θα μπορούσε να προστεθεί.
Βεβαίως ενάντια σε συνωμοσιολογικές θεωρήσεις (που δεν είναι οπωσδήποτε
πάντα παράλογες, αλλά είναι συνήθως υπεραπλουστευτικές) μπορεί να παρατηρηθεί
ότι διαφορετικά κράτη και συνομαδώσεις κρατών βρέθηκαν να αντιδρούν εξαπίνης
στην επιδημία με αρκετά διαφορετικούς τρόπους και μοντέλα το καθένα. Αλλού,
όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είχαμε έμφαση σε επιδότηση και για δημόσια χρέη και
για χρέη επιχειρήσεων, ακόμη και οικολογικά ζημιογόνων. Αλλού, όπως στις Η.Π.Α.
είχαμε και απευθείας στήριξη πολιτών. Ενώ σε επιμέρους κράτη της Ε.Ε. είχαμε
συνδυασμό των δύο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι ότι σε κάθε περίπτωση
απονομιμοποιείται το αυτονόητο των πολιτικών λιτότητας. Αν οι κεντρικές
τράπεζες μπορούν να λαμβάνουν τόσο δραστικά μέτρα εν μέσω υγειονομικής κρίσης,
γιατί αυτό να μην είναι δυνατό εν γένει; Το αφήγημα περί διάκρισης μεταξύ
κανονικότητας και εξαίρεσης επιχειρεί να συντηρήσει τον καταστατικό χαρακτήρα
της απαραίτητης λιτότητας. Αν όμως οι επι-δημίες γίνουν εν-δημικές θα είναι
δυσχερές το αφήγημα περί διάκρισης μεταξύ κανονικότητας και εξαίρεσης να
διατηρηθεί εσαεί. Σε αντίθεση με την υποτιθέμενη «παλαιά» κανονικότητα, η «νέα»
κανονικότητα θα είναι πιθανόν μια συνεχής διαχείριση κρίσεων που θα προκύπτουν
από οικολογικά προβλήματα. Αυτό θα διανοίγει έναν χώρο συνεχούς
διαπραγμάτευσης, όπου το νεοφιλελεύθερο αφήγημα θα είναι, με επιτυχία
ενδεχομένως, η διηνεκής επιβολή μιας ψευδαισθητικής διάκρισης μεταξύ
κανονικότητας και κρίσης, ενώ η προοδευτική Αριστερά καλείται να βρει
εναλλακτικές ερμηνείες ή και σημαίνοντα.
Από τη νεο-επικούρεια τέχνη της διαχείρισης στον πειρασμό του οικοφασισμού
Η σημερινή διαχείριση της τρέχουσας κρίσης της πανδημίας αφενός εντυπωσίασε
για τη νέα αποφασιστικότητα ορισμένων κρατών να ελέγξουν τη ζωή των πολιτών
τους· αφετέρου χαρακτηρίστηκε και από ένα είδος έλλειψης συνέπειας. Κράτη, όπως
το Ηνωμένο Βασίλειο, που ξεκίνησαν από την προτεραιότητα της οικονομίας και από
μία στρατηγική που –ανακριβώς ενδεχομένως- χαρακτηρίστηκε ως «ανοσία αγέλης»,
κατέληξαν συχνά να λάβουν εξίσου αυστηρά ή και αυστηρότερα μέτρα καραντίνας
ενώπιον της αιφνίδιας πληθώρας θανάτων. Ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, όπως
στην περίπτωση της Ελλάδας, που ξεκίνησε από την πλήρη καραντίνα και κατέληξε
σε μία ακραία ελευθεριακή αντιμετώπιση λόγω του κινδύνου κατάρρευσης της
οικονομίας από την έλλειψη τουρισμού. Τελικά, η διαχείριση της κρίσης από τις
τρέχουσες φιλελεύθερες δημοκρατίες αποδείχτηκε όχι ζήτημα επιστήμης, αλλά
τέχνης, με ύψιστη αρετή τη φρόνηση. Οι πολιτικές χαράσσονται με βάση έναν
ευέλικτο υπολογισμό του timing, σε βαθμό που έχει λιγότερη
σημασία τι λέει ένας διαχειριστής της κρίσης, και
μεγαλύτερη πότε το λέει. Λ.χ. σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί οι
μάσκες να θεωρούνται άχρηστες και ζημιογόνες, ενώ σε μια άλλη να θεωρούνται ένα
σωτήριο καθήκον, χωρίς αυτό να είναι κατ’ ανάγκη παράλογο: εξυπηρετεί απλώς τη
φρόνηση της τέχνης του timing. Το εσωτερικευμένο βίωμα αυτής της
συνθήκης είναι μια φιλοσοφία ζωής που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια
νεο-επικούρεια τέχνη της ανά πάσα στιγμή χρονωμένης καταμέτρησης της ωφέλειας
και της βλάβης.
Από την άλλη, ένα βίωμα που είδαμε να αναδύεται εντόνως κατά την τρέχουσα
κρίση θα μπορούσε να αποκληθεί «οικοφασισμός»[1].
Πρόκειται για μια μάλλον διεστραμμένη εκδοχή του αντισπισισμού ή αντι-ειδισμού,
ο οποίος διατείνεται ότι δεν πρέπει να κάνουμε διακρίσεις υπέρ του ανθρώπινου
είδους και εις βάρος των άλλων ειδών, δεν πρέπει δηλαδή να έχουμε έναν ρατσισμό
του είδους. Σύμφωνα με ένα αντιδιαισθητικό σύνθημα, «εμείς είμαστε ο ιός της
φύσης και ο κορονοϊός COVID-19 είναι το εμβόλιό της». Υπό μια παρόμοια
αντισπισιστική οπτική, η κρίση του κορονοϊού είναι μια ευλογία χάρη στην οποία
μπορούμε και βλέπουμε δελφίνια και πάπιες στα κανάλια της Βενετίας, φώκιες στον
Θερμαϊκό ή ακόμη και καρχαρία στην Κόρινθο. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, η
οδύνη για τις ανθρώπινες απώλειες αντισταθμίζεται εν μέρει από την απόλαυση να
ενατενίζουμε μαγευτικά τοπία λόγω της ελάττωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Αν και ο αντισπισισμός καθ’ εαυτόν είναι το μεγάλο χειραφετητικό πρόταγμα
της εποχής μας, θέλει προσοχή μία οικοφασιστική εκδοχή του, σύμφωνα με την
οποία οι αδύναμοι και ευάλωτοι του ανθρώπινου είδους δεν πρέπει να θεωρούνται
ως προνομιούχοι έναντι των άλλων ειδών. Η θεώρηση αυτή καταργεί τη μοναδικότητα
του ανθρώπινου προσώπου και αμφισβητεί τον δικαιωματικό νεωτερικό πολιτισμό, ο
οποίος βασίζεται σε μια ηθική της δεοντοκρατίας, ότι δηλαδή αρχές συνδεόμενες
με τη σημασία του προσώπου έχουν αυταξία ως καθολικό δέον, ανεξάρτητα από
ωφελιμιστικούς υπολογισμούς. Ο οικοφασισμός μπορεί έτσι να συμπίπτει με τον
φιλελεύθερο ωφελιμισμό σε διερωτήσεις για πρακτικές αντιμετωπίσεις της κρίσης.
Ωστόσο, η βάση του οικοφασισμού είναι μια ανανεωμένη φυσιοκρατία, που αφενός
επαναλαμβάνει τον παγανισμό του φασισμού στον Μεσοπόλεμο και αφετέρου εντείνει
τον κοινωνικό δαρβινισμό που υπάρχει ούτως ή άλλως στον νεοφιλελευθερισμό. Για
έναν νεοφιλελεύθερο οικοφασίστα, αντισπισισμός είναι το να θεωρείς ότι αν ένα
άλλο ζωικό είδος μπορεί να επιβιώσει καλύτερα σε συνθήκες κρίσης, δεν έχει
σημασία να νοιαζόμαστε για τους ανθρώπους ευάλωτους, λ.χ. τους ηλικιωμένους ή
τους ανήκοντες σε ευπαθείς ομάδες. Κατά μία έννοια, η ίδια η πανδημία είναι μια
«αξιολόγηση» από την οποία θα ξεχωρίσουν οι «άριστοι» οργανισμοί και δεν θα
αντέξουν όσοι ανέπνεαν «πάνω από τις δυνάμεις τους». Αν τραβήξουμε την
αντισπισιστική εκδοχή της νεοδαρβινικής αριστείας στα άκρα, οι πλέον άριστοι
είναι οι ίδιοι οι ιοί, που μπορούν και μεταλλάσσονται διαρκώς επιβιώνοντας με
απεριόριστη ευελιξία σε κάθε νέα συνθήκη. Οι οικοφασίστες ταυτοχρόνως θα αγάλλονται
που μη ανθρώπινα ζώα θα βρήκαν χώρο να αναπτύξουν την κινητικότητά τους (αυτό
είναι θεμιτό καθ’ εαυτό), αλλά και θα θεωρήσουν την «κρίση ως ευκαιρία»
προκειμένου να απαλλαγεί το ανθρώπινο ζώο από τους λιγότερο ικανούς, με μία
αδιαφορία για έννοιες όπως «μέλλον της ανθρωπότητας».
Μία παρόμοια (εν μέρει) σύμπτωση που παρατηρείται είναι αυτή ανάμεσα σε
αναρχοπρωτόγονους και σε έναν νέο πολιτικό ανθρωπότυπο που θα μπορούσε να
ονομαστεί «πρωτογονοφιλελές». Οι μεν αναρχοπρωτόγονοι (ή «νεοπρωτόγονοι» κατά
έναν ενδιαφέροντα παράδοξο όρο) εντοπίζουν την αρχή της εξουσίας, της
αλλοτρίωσης και θεσμών, όπως η δουλεία, στο σύστημα της γεωργίας που
εγκαινιάστηκε κατά τη Νεολιθική περίοδο, οπότε εξετάζουν την ενδεχόμενη
αυθεντικότητα και τα διδάγματα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε ακόμη και από την
πρωτόγονη τροφοσυλλεκτική περίοδο της ανθρωπότητας. Οι πρωτογονοφιλελέδες κατά
μία παρόμοια πλην διαφορετική προσέγγιση, που βλέπουμε επιγραμματικά στα
εκλαϊκευτικά έργα του Yuval Noah Harari[2],
τονίζουν ότι αφού τεράστια κοινωνικά δεινά, όπως λ.χ. η αλλοτρίωση και η
δουλεία, εμφανίστηκαν ήδη με τόσο πρώιμες τεχνολογικές καινοτομίες, όσο ο
τροχός ή το άροτρο, τότε δεν έχει νόημα να μεμψιμοιρούμε ειδικά για τον
καπιταλισμό, αλλά, αφού πρώτα αναγνωρίσουμε τον αξιοθαύμαστο πολιτισμό των
τροφοσυλλεκτών, δέον στη συνέχεια να παραδοθούμε ευφρόσυνα στην καπιταλιστική
αλλοτρίωση και σε οποιαδήποτε άλλη αλλοτρίωση φέρει αδήριτα η τεχνολογία στο
μέλλον. Ο πρωτογονοφιλελές είναι αυτός που σε κάθε συζήτηση για τις κρίσιμες
κοινωνικές εξελίξεις στους τελευταίους δύο αιώνες, την πρόοδο και την
οπισθοδρόμηση σε σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα και τη δυνατότητα ενός
χειραφετητικού προοδευτικού προτάγματος, πετάει τη μπάλα όχι απλώς στην εξέδρα,
αλλά στον hominem sapientem, σχετικοποιώντας με
ακυρωτικό για τη συζήτηση τρόπο τις διεργασίες της νεωτερικότητας. Στο
συγκείμενο της παρούσας κρίσης, ένας πρωτογονοφιλελές θα έλεγε ότι αφού έχουμε
επιδημίες από τη στιγμή που η ανθρώπινη κοινωνία έγινε γεωργική αντί για
τροφοσυλλεκτική, τότε δεν χρειάζεται να συζητάμε ιδιαίτερα τις
ενδεχομενικότητες των συγκεκριμένων επιδημιών που προκαλεί ο καπιταλισμός, αλλά
να παραδοθούμε ευφρόσυνα στην πάλη τεχνολογίας και ιών για να φανεί ποιος είναι
ο ισχυρότερος που θα επιβιώσει.
Ο ορίζοντας του Οικομμουνισμού
Αν ο οικοφασισμός είναι η διαστροφή της ανάδυσης ενός «οικομμουνισμού»,
δηλαδή μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης βασισμένης στην επίγνωση της κοινότητας
του φυσικού οίκου, τότε σειρά έχει να δούμε πώς αναδύεται το ίδιο το
προοδευτικό αυτό πρόταγμα.
Η σημαντική αλλαγή που έρχεται με την κρίση των πανδημιών είναι ότι δεν
φαίνεται πλέον παράλογη η ιδέα ότι οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να
νομισματοποιήσουν δημόσια χρέη, ενώ οι πολιτικές λιτότητας έχουν απονομιμοποιηθεί
στις συνειδήσεις. Σε πολλές χώρες, οι πραγματικές ανάγκες είναι και πάλι αυτές
που ρυθμίζουν τις αγορές και όχι το αντίστροφο, ενώ παρατηρούνται και επιτάξεις
ιδιωτικών νοσοκομείων.
Ο οικομμουνισμός σήμερα θα σήμαινε κατ’ αρχήν μια στάση ζωής που βασίζεται
στη συνειδητοποίηση της απόλυτης κοινότητας του φυσικού οίκου μας. Όπως στην
κλασική μαρξιστική θεωρία, ο κομμουνισμός προκύπτει μέσα από τις ολοένα
επιδεινούμενες αντιφάσεις του καπιταλισμού, ο οικομμουνισμός αναδύεται μέσα από
την πλέον σκληρή αντίφαση του καπιταλισμού, αυτή με τη φύση. Ο οικομμουνισμός
θα σήμαινε μια επιβληθείσα ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας, βασισμένης στην
επίγνωση ότι οι οικολογικές ανάγκες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε εθνικό
επίπεδο· θα ήταν ένας αναγκαίος διεθνισμός της τελευταίας ώρας πριν την
καταστροφή στο βάθρο ενός κοινού ορίζοντα της ανθρωπότητας, ο οποίος χρειάζεται
να αναστηθεί.
Θα επανέφερε το θέμα του συγκεντρωτικού προγραμματισμού για οικολογικούς
λόγους, όπως έναν δημόσιο έλεγχο των πιστώσεων και των επενδύσεων[3] προς
την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης στην ενέργεια με έμφαση στις ανανεώσιμες
πηγές ενέργειας. Σε αντίθεση, όμως, με τον συγκεντρωτικό προγραμματισμό του 20ου αιώνα, που ήταν
στραμμένος στην εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη, ο οικομμουνιστικός
συγκεντρωτικός προγραμματισμός του 21ου αιώνα θα σήμαινε και έναν ορισμένο
κοινό ορίζοντα αποανάπτυξης ως προς την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Με
έμφαση, όμως, στο πώς η αναγκαία, αλλά και ούτως ή άλλως αναπόφευκτη
αποβιομηχάνιση σε ορισμένους τομείς θα συμβεί με έναν προγραμματισμό βάσει του
οποίου δεν θα συμβεί εκτίναξη της ανεργίας, καθώς θα ανακύψουν θέσεις εργασίας
σε άλλους τομείς πράσινης ενέργειας. Παρόμοιους προβληματισμούς έχουμε δει ήδη
στο Πράσινο New Deal του Bernie Sanders, που αποτελεί μια μεταμοντέρνα
επικαιροποίηση του New Deal του Franklin Delano Roosevelt, το οποίο είχε στο
επίκεντρό του ακριβώς την καταπολέμηση της ανεργίας. O οικομμουνισμός θα συνοδευόταν
ενδεχομένως και από μία αντίστοιχη αισθητική. Ο «οικομμουνιστικός ρεαλισμός»
του 21ου αιώνα θα είχε ως ήρωές του όλους τους συλλογικά εργαζόμενους αφανείς
ήρωες των κρίσεων, όπως είναι σήμερα στην κρίση της πανδημίας οι νοσηλευτές, οι
ιατροί, οι καθαριστές και οι ταμίες. Το μεγάλο, όμως, στοίχημα του
οικομμουνισμού θα είναι η δημοκρατική χρήση των δεδομένων της πληροφορικής,
ήτοι το μεταμοντέρνο αντίστοιχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Το
διακύβευμα θα ήταν ένας δύσκολος συνδυασμός της δραστικής χρησιμότητας των
δεδομένων ειδικά για τη σωτηρία της ανθρωπότητας σε καιρούς κρίσης, με
παράλληλο σεβασμό των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Ο οικομμουνισμός, τέλος,
θα στήριζε τον δικό του αντισπισισμό όχι στην περήφανη απανθρωπία ενάντια στους
ευπαθείς, όπως ο οικοφασισμός, αλλά, όλως αντιστρόφως, στο κοινό βίωμα
επισφάλειας μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ζώων, εντάσσοντας και τα
τελευταία σε ένα όραμα οικολογικής καθολικότητας της αυτοπραγμάτωσης των όντων.
Η μνήμη εξαίρεσης είναι η νέα μνήμη θανάτου
Το πρόταγμα του οικομμουνισμού στο οποίο αναφερόμαστε δεν είναι βέβαια
χωρίς τεράστιες δυσκολίες και κινδύνους. Ο υπαρκτός κομμουνισμός του 20ου αιώνα υπήρξε εν
πολλοίς μια δυστοπία κυρίως γιατί δεν κατάφερε να δώσει κανένα θετικό περιεχόμενο
στην ελευθερία, ούτε στην ατομική, αλλά ούτε καν στη συλλογική. Η ελευθερία
απλώς θυσιάστηκε για χάρη της ισότητας και της δικαιοσύνης με αποτέλεσμα ο
κομμουνισμός να σημάνει εν πολλοίς έναν ολοκληρωτικό κρατισμό. Και είναι
βεβαίως ένα δεδομένο ότι οι κρίσεις επιδημιών, όπως του κορονοϊού COVID-19,
αυτό που καταρχήν φέρνουν είναι ακριβώς ο ολοκληρωτισμός κρατισμός. Σε πρόσφατο
άρθρο της η Chantal Mouffe παρατηρεί ότι λόγω της πανδημίας κυριαρχεί ακριβώς ο
«κρατικοποιημένος καπιταλισμός» που χρησιμοποιεί τη δύναμη του δημόσιου χώρου
για να αναδιαρθρώσει την οικονομία και να συντηρήσει το κεφάλαιο. (Η ίδια
αρνείται με συνέπεια το σημαίνουν του κομμουνισμού και προτιμά αυτό του
«αριστερού λαϊκισμού», ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα δημοκρατικό Πράσινο
New Deal, αρδεύοντας από τις ίδιες ευκαιρίες με τον δεξιό αυταρχικό λαϊκισμό
και αξιοποιώντας τη ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών αξιών στο συγκείμενο
της κρίσης[4]).
Αν στον 20ο αιώνα ένα αυθεντικό πρόταγμα κομμουνισμού σήμαινε την αποδόμηση του
υπαρκτού κομμουνισμού στην κατεύθυνση του ορίζοντα μιας από τα κάτω και
ελεύθερης συνάρθρωσης του συλλογικού, τότε και ο οικομμουνισμός χρειάζεται να
είναι ένας από τα κάτω και ελεύθερος ορίζοντας της κοινότητας της ανθρωπότητας
λόγω του κοινού φυσικού οίκου. Και βεβαίως, όπως ο κομμουνισμός δεν μπορεί να
εφαρμοστεί σε μία μόνο χώρα, γιατί τότε θα είναι απλώς κρατικός καπιταλισμός με
στοιχεία ολοκληρωτισμού, έτσι και ο οικομμουνισμός θα είναι δυσχερέστατο να
εφαρμοστεί, γιατί θα είναι αδύνατο να γίνει πραγματικότητα σε μία μόνο χώρα. Ο
οικομμουνισμός είναι ένας κοινός ορίζοντας όλης της ανθρωπότητας εκ των ένδον
του αδιεξόδου του καπιταλισμού, όταν στην πράξη οι αντιφάσεις του καπιταλισμού
οδηγούν σε κοινότητα δράσης. Πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της επιδημίας
του COVID-19, αυτό είναι ένας «κομμουνισμός της μοναξιάς» καθώς ο καθένας μόνος
σε ένα δωμάτιο με την οθόνη ενός υπολογιστή προσπαθούσε να συνεργαστεί με την
υπόλοιπη ανθρωπότητα. Αλλά είναι μια παράδοξη μοναχική επικοινωνία που αξίζει
να ακολουθήσουμε ακόμη κι αν βιώσαμε πένθος για την αναστολή των σωματικών
μορφών διαδήλωσης και απαρτισμού του πολιτικού σώματος κατά τη διάρκεια της
πανδημίας.
Αυτό που ένας σύγχρονος στρατευμένος διανοούμενος οφείλει να κάνει σήμερα
είναι κάτι αντίστοιχο της «μνήμης θανάτου» που είχαν ως πρακτική οι σοφοί στην
αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Όπως ο αρχαίος σοφός δεν αφηνόταν να ξεγελαστεί
από την ψευδαίσθηση της κανονικότητας του γίγνεσθαι της ζωής, αλλά είχε το
νοερόν όμμα στη στιγμή του τέλους και αναλόγως διαμόρφωνε τη ζωή του, έτσι ο
σύγχρονος σοφός είναι αυτός που δεν παραδίδεται στο παραμύθι περί διάκρισης
κανονικότητας και εξαίρεσης, αλλά κρατάει τον νου του στην αλήθεια της
υποτιθέμενης εξαίρεσης, χωρίς να απελπίζεται. Και αυτό που κάνει έναντι τόσο
της εξουσίας, όσο και της κοινωνίας εν γένει, είναι να κραδαίνει αυτή τη στιγμή
της εξαίρεσης, να τη θυμίζει διαρκώς, αποδομώντας αενάως την κανονικότητα και
εμπεδώνοντας ότι μια άλλη κοινωνική οργάνωση είναι δυνατή, όπως η στιγμή της
υποτιθέμενης εξαίρεσης έχει δείξει. Μια εξαίρεση η οποία εντός του καπιταλισμού
παραμένει απωθημένη ως ένας συστατικός ορίζοντας.
Όπως και ο παραδοσιακός κομμουνισμός, ο οικομμουνισμός δεν είναι μια
αδήριτη αναγκαιότητα που θα προκύψει μέσα από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού.
Υπάρχει πάντα το δίλημμα «οικομμουνισμός ή βαρβαρότητα». Υπάρχει πάντα η
πιθανότητα ιδίως η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει τη μοίρα της παρακμάζουσας Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας: Όχι ένα αιφνίδιο τέλος με πάταγο, αλλά μια μακρόσυρτη πολιτική
παρακμή που συνδυάζει «too little too late» μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις
στους υπηκόους με διαβρώσεις από νεοφώτιστους «βαρβάρους». Σε ένα περιβάλλον
μιας τέχνης της διαχείρισης, το πολιτικό καθήκον θα είναι, λοιπόν, η ανάδυση
ενός εναλλακτικού κοινού ορίζοντα μέσα από τη συνεχή υπόμνηση της εξαίρεσης.
[1] Βλ. Janet Biehl και Peter Staudenmaier, Οικοφασισμός. Μαθήματα από τη γερμανική εμπειρία, Ισνάφι, Αθήνα 2003.
[2] Βλ. λ.χ. Yuval Noah
Harari, Sapiens : A brief history of humankind, Harper
Collins, Νέα Υόρκη 2014.
[3] Βλ. το ενδιαφέρον και διεξοδικό άρθρο: Cédric Durand και Razmig Keucheyan, «L’heure de la planification écologique», Le
Monde Diplomatique 794 (Μάιος 2020), σ. 16.
[4] Chantal Mouffe, «Ce que Pierre Rosanvallon ne
comprend pas», Le Monde Diplomatique 794 (2020), σ. 3.
Δημοσιεύτηκε στο έντυπο ΖΗΝ του Ιουνίου.
Ανάρτηση από: https://thepressproject.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Γεράσιμο Δ.