Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Ανιστόρητες Ανακρίβειες και Οικονομικές Αναλήθειες του Σχεδίου Πισσαρίδη, Επιστολή-Δεύτερη

Του Γιάννη Περάκη

Συνεχίζοντας την μελέτη των επόμενων κεφαλαίων του σχεδίου του, διαπιστώνεται ότι είναι απορίας άξιο πώς ένα κείμενο το οποίο έχει συγγραφεί από «σοφούς», βρίθει από ανιστόρητες αναλήθειες και οικονομικές ανακρίβειες. Δια του λόγου το αληθές.

Ανάλυση αποσπασμάτων της έκθεσης με την αντίστοιχη αντίθετη επιχειρηματολογία:

Α) Ανιστόρητες Ανακρίβειες της Ελληνικής Οικονομίας κατά το σχέδιο


Βασικά μακροοικονομικά μεγέθη και δείκτες (σελ. 12): Υψηλοί, αλλά μη διατηρήσιμοι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ πριν το 2009. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε έντονα την περίοδο 1961-1980, με πραγματικό μέσο ετήσιο ρυθμό που ξεπέρασε το 6,5%, την οποία ακολούθησε μια περίοδος βραδείας ανάπτυξης 1981-1994, με μέσο ετήσιο ρυθμό γύρω στο 0,8%. Στη συνέχεια, η σύγκλιση και τα πρώτα χρόνια ένταξης στη νομισματική ένωση σηματοδότησαν μια περίοδο ταχείας αλλά μη διατηρήσιμης μεγέθυνσης με μέσο ετήσιο ρυθμό κοντά στο 3,5%, την οποία διαδέχτηκε η περίοδος της ελληνικής κρίσης χρέους από το 2009 με μέσο ρυθμό ετήσιας συρρίκνωσης γύρω στο -2,2%. Λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα υπήρξε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΟΚ κατά την εποχή ένταξης) 1981-2019, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν 0,9%, ενώ ο αντίστοιχος κατά κεφαλήν ρυθμός ήταν χαμηλότερος, κοντά στο 0,6%....

Συστηματικά χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις: Μεταξύ των αδυναμιών του οικονομικού υποδείγματος μεγέθυνσης την προ-κρίσης περίοδο αποτελούσαν οι συστηματικά χαμηλοί ρυθμοί των παραγωγικών επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις που προέρχονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευαστικών και της οικοδομής ανέρχονταν κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2009 μόλις στο 7,5% του ετήσιου ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με μέσο αντίστοιχο ποσοστό 12,4% στην ΕΕ.

Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση χρέους, το 2009, η Ελλάδα κατέγραφε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών μελών της ΕΕ, σε επίπεδο μόλις 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην ΕΕ ήταν κοντά στο 10%. Παρά τη μικρή ανάκαμψη των εταιρικών επενδύσεων την περίοδο 2016-2019, το επίπεδό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2019 (7,2%) παρέμενε το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ

Α1) Η Ιστορική Αλήθεια της Ελληνικής Οικονομίας- Η αντίθετη Άποψη


Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 1952-61 ήταν 5,7% και συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων επιδόσεων ανάμεσα στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. (Καθ’ όλη την περίοδο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ξεπερνούσε πάντως το 8%). Σε διεθνή σύγκριση, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας την περίοδο 1952-61 ήταν ψηλότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιταλίας (5,6%), της Γαλλίας (4,56%), της Βρετανίας (2,64%), των ΗΠΑ (2,51%), αλλά μικρότερος από τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ιαπωνίας (7,73%) και της Γερμανίας (7,70%).

Από το 1962 ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται σε μια φάση αναπτυξιακού άλματος: Στη δεκαετία που ακολουθεί συντελούνται οι σημαντικότεροι διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί τόσο στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας ως σύνολο, όσο και στο εσωτερικό της βιομηχανίας και του ευρύτερου επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας. Παράλληλα αναβαθμίζεται σημαντικά η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια αγορά, καθώς αναδιαρθρώνονται οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της χώρας (ριζική αναδιάρθρωση των εξαγωγών προς όφελος των βιομηχανικών προϊόντων, εισροή βιομηχανικού κεφαλαίου από το εξωτερικό σε αντιστοιχία με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου που λαμβάνουν χώρα στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη).

Κατά την περίοδο 1962-1973 οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνική οικονομίας υπερτερούν έναντι των αντίστοιχων ρυθμών των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση της Ιαπωνίας και της Ισπανίας), ενώ αντίθετα οι ρυθμοί του πληθωρισμού κυμαίνονται σαφώς κάτω από τα μέσα επίπεδα των χωρών της Δύσης. Το αναπτυξιακό άλμα ανακόπτεται με την κρίση του 1974. Η περίοδος 1975-79 χαρακτηρίζεται από χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο 1962-73. Παράλληλα είναι εμφανή τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (ψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, ανεργία κ.λπ.), η οποία προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου

Η περίοδος 1975-79 αποτελεί έτσι φάση προετοιμασίας για την εκδήλωση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Εν τούτοις νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε ότι και η περίοδος αυτή εντάσσεται στη μακρά μεταπολεμική περίοδο πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης εξακολουθούν να είναι σαφώς ψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Β) Οικονομικές Αναλήθειες της εισόδου μας στην ΟΝΕ κατά σχέδιο


...(Σελ.12-17): Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση (2001-2007), η Ελλάδα κατέγραψε υψηλούς μέσους ρυθμούς ανάπτυξης, άνω του 4%, μεταξύ άλλων υπό την ευεργετική επίδραση του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης και του σταθερού συναλλαγματικού περιβάλλοντος, με σημαντικά χαμηλότερο πληθωριστικό κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες δεν αξιοποιήθηκαν έτσι ώστε να βελτιωθεί το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας, ενώ η αυξημένη ρευστότητα μέσα και από αύξηση του δανεισμού τόσο του ιδιωτικού όσο και κυριότερα του δημόσιου τομέα χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης και απορρόφηση πόρων σε μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας, σε αντιδιαστολή με την τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων και των εξαγωγών....

Συστηματικά δίδυμα ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στον εξωτερικό τομέα: Η ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση έγινε σε πλαίσιο όπου η Ελλάδα είχε μεν επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, ωστόσο παρέμεναν ελλειμματικά τόσο το συνολικό δημοσιονομικό όσο και το εξωτερικό ισοζύγιο. Στην πορεία της πρώτης δεκαετίας στο ενιαίο νόμισμα, το δημοσιονομικό έλλειμμα τριπλασιάστηκε και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διπλασιάστηκε. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται σε προ-κυκλικές επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες οδηγούσαν σε επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και ταυτόχρονα σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, η οποία και επιδείνωνε το εξωτερικό ισοζύγιο. Η διττή αυτή επιδείνωση αύξανε επικίνδυνα τις ανάγκες χρηματοδότησης του δημοσίου μέσω νέου δανεισμού και συσσώρευε αμφιβολίες σε σχέση με τη δυνατότητα αποπληρωμής του ήδη πολύ υψηλού αποθέματος δημοσίου χρέους που είχε η Ελλάδα και πριν την ένταξή της στο κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα...

Συσσώρευση δημόσιου χρέους και εκτόξευση του κόστους δανεισμού: Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν συστηματικά σε υψηλά επίπεδα που ξεπερνούσαν την αξία ενός ετήσιου ΑΕΠ της χώρας ακόμα και την περίοδο πριν την ένταξη της χώρας στη νομισματική ένωση. Παρά τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η επιδεινούμενη δημοσιονομική ανισορροπία σε επίπεδο ροών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2001-2009 οδήγησε το ελληνικό δημόσιο χρέος το 2009 στο υψηλότερο σχετικό επίπεδο μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ, στο 127% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τα διογκούμενα δίδυμα ελλείμματα αύξησαν απότομα το κόστος νέου δανεισμού τους πρώτους μήνες του 2010, και ουσιαστικά απέκλεισαν την Ελλάδα από τις διεθνείς αγορές αναχρηματοδότησης, οδηγώντας την στο αίτημα οικονομικής στήριξης από τη διεθνή κοινότητα μέσα από πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Β.1) Οι Οικονομικές Επιπτώσεις της εισόδου μας στην ΟΝΕ-(Η Αντίθετη Άποψη)


Η είσοδος μας στην Ευρωζώνη είχε τα ακόλουθα αποτέλεσματα και συνέπειες:

1) Στο νομισματικό τομέα, ότι οι βασικές αποφάσεις για τον έλεγχο του κοινού νομίσματος, τα επιτόκια κ.λπ. παίρνονται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και όχι από την κεντρική τράπεζα και τις νομισματικές αρχές του κάθε κράτους-μέλους,

2) Στο δημοσιονομικό τομέα, τα κράτη-μέλη υποχρεώνονται, με την απειλή αυστηρών προστίμων και άλλων κυρώσεων, να ελαχιστοποιούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα,

3) Τέλος, στον τομέα της συναλλαγματικής πολιτικής, τα κράτη-μέλη στερούνται ενός βασικού μέσου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας: της δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος.

Β.2) Οι συνέπειες στην παραγωγική δομή της Οικονομίας μας με την είσοδο μας στην ΕΟΚ


1) Στον βιομηχανικό τομέα: Δεδομένου ότι ο υποτυπώδης βιομηχανικός τομέας, που αναπτύχθηκε στον μεσοπόλεμο, ήταν δασμοβίωτος, μόλις η Ελληνική οικονομία άρχισε να ενσωματώνεται στην διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς (1975-79), μπήκε σε βαθιά κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν το φούντωμα της ανεργίας που συγκαλύφθηκε για ένα διάστημα με την μαζική μετανάστευση. Το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στο συνολικό παραγόμενο προϊόν της οικονομίας το 1981 ήταν γύρω στο 20% του ΑΕΠ, δηλαδή στα ίδια επίπεδα περίπου με των άλλων υπό ανάπτυξη ευρωπαϊκών χωρών. Από το 1981, η βιομηχανία δέχεται συστηματικά χτυπήματα, με αποτέλεσμα το προϊόν της να έχει μειωθεί στο 12%-13% του ΑΕΠ, όταν οι υπό ανάπτυξη χώρες της ΕΕ-27 εμφανίζουν ποσοστά που φθάνουν μέχρι και 30% του ΑΕΠ! Αυτή η αποβιομηχάνιση έχει σαν αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση του εμπορικού ελλείμματος.(Στοιχεία του Οργανισμού Εμπορίου),

2) Η έκρηξη του τομέα υπηρεσιών: Η ένταξή μας στην ΕΟΚ και το άνοιγμα των αγορών μας ολοκλήρωσε την διαδικασία αυτή και οδήγησε στην άνθιση του τομέα των υπηρεσιών που, το 1981, ήδη απορροφούσε το 40% του ενεργού πληθυσμού, εξέλιξη που δεν είχε, βέβαια, καμία σχέση με την παράλληλα αναδυόμενη πληροφορική επανάσταση και την αντίστοιχη επέκταση ενός εξειδικευμένου τομέα υπηρεσιών στα καπιταλιστικά κέντρα,

3) Ο μαρασμός του αγροτικού μας τομέα μετά την ένταξη στην ΕΟΚ: Στο μεταξύ, ο αγροτικός τομέας, παρά το γεγονός ότι λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς του δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο εισόδημα για πολλούς αγρότες, εξακολουθούσε μέχρι την ένταξή μας στην ΕΟΚ, το 1981, να απασχολεί το 31% του ενεργού πληθυσμού, έναντι ενός μέσου ποσοστού 7% στα μητροπολιτικά κέντρα (δηλαδή τις «βιομηχανοποιημένες οικονομίες της αγοράς») της ΕΟΚ. Στην περίοδο όμως μετά την ένταξη, σημειώνεται γενική αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής. Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη πραγματική καθίζηση μετά το 1981, αφού το ποσοστό των αγροτών στον συνολικό ενεργό πληθυσμό την περίοδο 2004-08 ήταν μόλις 8% του ενεργού πληθυσμού, δηλαδή το ένα τέταρτο του ποσοστού τον καιρό της ένταξης!. Και αυτό, ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%! Το αποτέλεσμα ήταν ότι:

3.1) Μειώθηκαν κατά 425.000 περίπου τα αγροτικά νοικοκυριά (κυρίως τα φτωχομεσαία), ενώ ο αγροτικός πληθυσμός μειώνεται με ρυθμό 2,5% το χρόνο,

3.2) Το Αγροτικό Εμπορικό Ισοζύγιο από πλεονασματικό κατά +6,8 δις δρχ. το 1980 έγινε ελλειμματικό κατά -2,4 δις € το 2009!!!

3.3) Οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, από 1,6 εκατ.€ το 1990, έφθασε το 2010 τα 6,3 δις€!!!

Συνέπειες στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (Ι.Τ.Σ.): Το ΙΤΣ είναι το άθροισμα του εμπορικού ισοζυγίου (εμπόριο βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων), του ισοζυγίου των υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές), του ισοζυγίου εισοδημάτων (εισπράξεις και πληρωμές για τόκους, μερίσματα, κέρδη, συντάξεις) και του ισοζυγίου μεταβιβάσεων (ευρωπαϊκά προγράμματα και εμβάσματα μεταναστών). Το ΙΤΣ απεικονίζει στο μεγαλύτερο ποσοστό του το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα όλων των παραγωγικών κλάδων. Το άθροισμα των ελλειμμάτων των ΙΤΣ από το 1999 μέχρι το 2009 είναι 166 δις € και αυτό οφείλεται πάνω από όλα στο άθροισμα των εμπορικών ελλειμμάτων κάθε χρονιάς, που φθάνει στο ίδιο διάστημα στα 279 δις €!! (το Εμπορικό Ισοζυγίο με την ΕΟΚ-ΕΕ από πλεόνασμα +74,4 δις δρχ. το 1980 έφτασε ένα έλλειμμα –23,2 δις € το 2009!!!). Στο παραγωγικό αυτό κενό των 279 δις €, συμβάλλει περισσότερο η Βιομηχανία, αφού η Γεωργία με τα καταστροφικά χτυπήματά που δέχθηκε έχει σαφώς μικρότερη συμβολή).

Γ) Οικονομικές Αναλήθειες, Παραγωγικότητα και Συντελεστές Παραγωγής-κατά το σχέδιο


Χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα: Η κατανομή των παραγωγικών συντελεστών στην ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται διαχρονικά από αναποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ με βάση τον βαθμό διανεμητικής αποτελεσματικότητας σε επίπεδο χώρας. Η δέσμευση πόρων σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας και χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007...

Γ1) Οικονομικές Αλήθειες, Μύθοι και Μυθοπλασίες της Έννοιας Ανταγωνιστικότητα-Η Αντίθετη Άποψη


Η εξαφάνιση για παράδειγμα της δραχμής, από μόνη της, δεν βελτίωσε την παραγωγική δομή της χώρας, αλλά απλώς σήμαινε την απώλεια ακόμη και της τυπικής οικονομικής αυτονομίας. Έτσι, οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ που καθιέρωσαν την ΟΝΕ και το ευρώ επιβάλλουν μια σειρά ρυθμίσεων (κοινή κεντρική τράπεζα, κοινό νόμισμα, κριτήρια σύγκλισης) που στην ουσία σημαίνουν ότι τα κράτη-μέλη στερούνται οποιασδήποτε δυνατότητας άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής.

Τόσο η ανταγωνιστικότητά μας, με οποιοδήποτε τρόπο την μετρήσουμε, όσο και οι εξαγωγές μας σε σχέση με τις εισαγωγές μας, παρουσιάζουν δραματική χειροτέρευση μετά την ένταξη στην Ε.Ο.Κ.,Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Έτσι, αν μετρήσουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση το ελληνικό μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές, το ποσοστό αυτό έπεσε από 0,23% πριν την ένταξή μας στην Ενιαία Αγορά (1990), στο περιθωριακό ποσοστό 0,16% μετά την ένταξή μας σε αυτή και την Ευρωζώνη (2008)!. Δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια, η ανταγωνιστικότητά μας μετρούμενη με αυτόν τον τρόπο μειώθηκε κατά 30%! Αντίστοιχα, εάν μετρήσουμε την ανταγωνιστικότητα με βάση τον λόγο εξαγωγών προς εισαγωγές, τότε, μετά την μεγάλη υποτίμηση του 1953, η ανταγωνιστικότητα σε όρους εξαγωγών/εισαγωγών εκτοξεύτηκε από το 23%, που είχε πέσει στην αρχή της δεκαετίας του ‘50, στο 55% τη διετία 1953-55.

Όμως, η τεχνητή αυτή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αμέσως μετά άρχισε να φθίνει, και ο μέσος όρος στις δεκαετίες ‘60 και ‘70 είχε πέσει στο 38%, που αντιπροσώπευε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών/εισαγωγών σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη και ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο, ενώ όταν στη δεκαετία του ‘80 εγκαταλείφθηκε η πολιτική της σταθερής δραχμής και ακολουθήκε πολιτική υποτιμήσεων και διολισθήσεων, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε, εφόσον το ποσοστό εξαγωγών/εισαγωγών ανέβηκε στο 42%. Σε αυτό το επίπεδο παρέμεινε μέχρι το «κλείδωμα» της δραχμής στο Ευρωπαικό Νομισματικό Σύστημα. Μετά την ένταξή μας όμως στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό έπεσε δραματικά στο 32% το 2008, παρουσιάζοντας δηλαδή μια χειροτέρευση κατά 24%!

Μοναδιαίο κόστος εργασίας και εισοδηµατική κατανοµή: Το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας (ULC) εκφράζει το κόστος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή μιας νομισματικής μονάδας (€1) του ΑΕΠ. Γιατί έχουν σηµασία οι όροι αυτοί; Πρώτα απ' όλα, υπάρχει ένα θέµα ερµηνείας. Ενώ είναι φανερό τι µετράει το µοναδιαίο κόστος εργασίας στο επίπεδο της επιχείρησης, τα πράγµατα είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρα στο συνολικό επίπεδο. Δεδοµένου ότι το µοναδιαίο κόστος εργασίας αφορά το µερίδιο εργασίας της οικονοµίας, οι αυξήσεις του µοναδιαίου κόστους εργασίας προκειµένου να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα συνεπάγεται αναπόφευκτα αύξηση στο µερίδιο του κεφαλαίου.

Δεδοµένου ότι τόσο το εργατικό κόστος ανά µονάδα προϊόντος όσο και το κόστος κεφαλαίου είναι µέτρα της δοµής του κόστους, το βασικό ερώτηµα είναι το εξής: ποιο από τα δύο έχει αυξηθεί γρηγορότερα; Η αύξηση του µοναδιαίου κόστους εργασίας µεταφέρει το βάρος της προσαρµογής προς τους εργαζόµενους. Η αύξηση του µοναδιαίου κόστους εργασίας και του µοναδιαίου κόστους κεφαλαίου και για τις 12 χώρες, για ολόκληρη την περίοδο 1980–2007 και για την υποπερίοδο 1995–2007. Τα αποτελέσµατα είναι πολύ ξεκάθαρα. Η διαφορά µεταξύ των δύο µεταβλητών ποικίλλει από χώρα σε χώρα, αλλά τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι η «απώλεια ανταγωνιστικότητας» από ορισµένες χώρες της ευρωζώνης δεν είναι µόνο θέµα αύξησης των ονοµαστικών µισθών ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας. Σε όλες τις χώρες, τα ονοµαστικά ποσοστά κέρδους µειώθηκαν µε βραδύτερο ρυθµό σε σχέση µε την παραγωγικότητα του κεφαλαίου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας δεν εκφράζει παρά μία μόνο, αν και κρίσιμη, διάσταση της ανταγωνιστικότητας, τη λεγόμενη ανταγωνιστικότητα του κόστους ή την ανταγωνιστικότητα της τιμής (cost/price-competitiveness). Δεν εκφράζει τον ποιοτικό ανταγωνισμό ή άλλες παραμέτρους που συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα, όπως το μακροοικονομικό περιβάλλον, τα δίκτυα πωλήσεων, η καινοτομία, η ποιότητα ζωής, οι κοινωνικές συνθήκες, οι υποδομές, η τεχνολογία κ.ά..

Η παραγωγικότητα της εργασίας αναφέρεται στον παραγόμενο πλούτο ανά εργατοώρα. Από την άλλη, ούτε οι σύνθετοι δείκτες ανταγωνιστικότητας, που συνυπολογίζουν αυτές τις παραμέτρους της ανταγωνιστικότητας, είναι άμοιροι μεθοδολογικών προβλημάτων, όπως ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται και στη συνέχεια σταθμίζονται οι επιμέρους διαστάσεις ή υπόδείκτες τους. Με τις παραπάνω επιφυλάξεις για το πόσο καλός δείκτης της ανταγωνιστικότητας είναι, προχωρούμε στην ανάλυση της εξελικτικής πορείας του μοναδιαίου κόστους εργασίας της Ελλάδας, και τη συγκρίνουμε με αυτή των εταίρων της. Παρουσιάζουμε την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα από το 2000 έως το 2010, επεξεργαζόμενοι τα στοιχεία της βάσης δεδομένων του ΟΟΣΑ Stat. Extracts σε μορφή δείκτη (τιμή έτους 2000 = 100). Όπως φαίνεται στο Πίνακα-1, από το 2000 και μετά το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα σημειώνει σχεδόν συνεχείς και σημαντικές αυξήσεις.

Ξεχωρίζουν τα εξής:

  • η μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, που σημειώθηκε μεταξύ του 2001 και 2002,
  • η μοναδική, έστω μικρή μείωση που σημείωσε το μοναδιαίο κόστος εργασίας της Ελλάδας κατά την προηγούμενη δεκαετία, μεταξύ 2005 και 2006 (κατά 1,3 μονάδες),
  • και μεγάλες αυξήσεις, κατά συνολικά 12 μονάδες, που σημειώθηκαν το 2008 και το 2009.

Πίνακας-1: Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα.
Έτος
2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
2009
2010
Μοναδιαίο Κόστος
100
101
110
112
114
118
115
120
125
137
130
Οι σχετικοί δείκτες του ΟΟΣΑ έχουν ως έτος βάσης το 2005. Οι δείκτες  που παρουσιάζονται εδώ έχουν αναπροσαρμοστεί από τον γράφοντα με βάση το έτος 2000.

Η εικόνα αυτή από μόνη της μπορεί να αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η αδιέξοδη πορεία που ακολούθησε η ελληνική οικονομία και η αντίστοιχη οικονομική πολιτική: από το 2000 έως το 2010 το (ονομαστικό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 30%.

Η αύξηση του μέσου ωρομισθίου κατά 30% για την παραγωγή του ιδίου προϊόντος αναμφίβολα καθιστούσε δυσχερέστερη την πώληση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, στον βαθμό όμως που το μοναδιαίο κόστος εργασίας άλλων χωρών δεν ακολουθούσε την ίδια αυξητική πορεία. Ήταν όμως έτσι; Υπήρχαν δηλαδή στην Ελλάδα υπερβολικές αυξήσεις μισθών σε σχέση με τους εταίρους μας; Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat που επεξεργάστηκε το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.), στις 25 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ στην Ευρώπη το μοναδιαίο κόστος εργασίας μεταξύ 2000 και 2010 σημείωσε αύξηση επίσης στα ελληνικά επίπεδα (με εξαίρεση τη Γερμανία), άρα αυτό δεν δικαιολογεί απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας έναντι της Ευρώπης εξαιτίας του κόστους εργασίας. Επιπλέον, αν η αύξηση του μοναδιαίου κόστος εργασίας (μ.κ.ε.) στην Ελλάδα συγκριθεί με τον μέσο όρο της ΕΕ των 15, η ψαλίδα κλείνει στο 13,6%, ενώ αν η σύγκριση γίνει με τους 35 εμπορικούς εταίρους της χώρας μας (εντός και εκτός ΕΕ-15), στο 2,2%!.

Το μοναδιαίο κόστος εργασίας της Ελλάδας ξεκίνησε το 2000 από επίπεδο κατά 21,9% χαμηλότερο αυτού της Γερμανίας, για να καταλήξει το 2010 να είναι 4,4% υψηλότερο της Γερμανίας και συνολικά αυξήθηκε με ονομαστικές τιμές κατά 35,8% μέσα σε 10 χρόνια.

Η μεγαλύτερη αύξηση μοναδιαίου κόστους εργασίας καταγράφεται στους κλάδους:

  1. Χρηματοπιστωτικών και Επιχειρηματικών υπηρεσιών) (91%) ,
  2. Στη Βιομηχανία (μεταποίηση, ορυχεία καθώς και παροχή νερού και ηλεκτρικού) σημειώθηκε αύξηση 74,4% και ειδικότερα στη Μεταποίηση 65,7%,
  3. Εμπόριο-Τουρισμός-Μεταφορές, μόλις 1,7% και των Εμπορεύσιμων Υπηρεσιών κατά 18,3%,
  4. Κατασκευών το μ.κ.ε. παρουσίασε ετήσιες αυξομειώσεις. Μέσα σε ένα έτος από το 2001 στο 2002, ενόψει αναθέσεων ολυμπιακών έργων το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 21,3%.

Επιπλέον η μελέτη καταδεικνύει ότι την προηγούμενη δεκαετία η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν ταχύτερα από τους πραγματικούς μισθούς, δηλαδή περισσότερο κερδισμένοι από τους εργαζόμενους ήταν οι επιχειρηματίες-εργοδότες. Συνεπώς δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία η κρατούσα αντίληψη ότι το παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδας κατέρρευσε τελικά υπό το βάρος υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων (επισημαίνει ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού Σταύρος Γαβρόγλου, που υπογράφει τη μελέτη).

Με βάση τα προηγούμενα δεδομένα η σημαντικότερη αιτία της απώλειας της ανταγωνιστικότητας κατά τα έτη 2000-2010 ήταν η είσοδος μας στην ευρωζώνη.

Με αυτά και με τα άλλα έρχονται και ορισμένοι οικονομολόγοι που αμφισβητούν την ίδια την έννοια της ανταγωνιστικότητας σε εθνικό επίπεδο, θεωρώντας ότι έχει νόημα μόνο αναφορικά με επιχειρήσεις ή κλάδους, και στηλιτεύουν την «επικίνδυνη εμμονή» των πολιτικών με αυτήν (Krugman-1994). Η αντίληψη της ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή του νομπελίστα οικονομολόγου Π. Κρούγκμαν, που θεωρούν ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μίας χώρας δεν είναι συνάρτηση (μόνο) της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και δη μέσω της μείωσης του αριθμητή του, αλλά προϋποθέτει και τη βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.

Ο Φάγκερμπεργκ επιβεβαίωσε ότι το ίδιο ισχύει και σήμερα για πολλές Δυτικές αλλά και Ασιατικές οικονομίες. Βλ. Fagerberg (2002), Hatsopoulos, Krugman and Summers (1988).

Συνεπώς, το μοναδιαίο κόστος εργασίας (ΜΚΕ) και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν σχετίζονται συστηματικά μεταξύ τους σε όλες αλλά σε αρκετές περιπτώσεις διαψεύδοντας σε κάποιες περιπτώσεις και επιβεβαιώνοντας σε κάποιες άλλες το λεγόμενο «παράδοξο του Καλντόρ». O Kaldor ο οποίος ήταν ένας από τους «μαθητές» του Keynes στο Cambridge είχε δείξει ότι τη μεταπολεμική περίοδο οι χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού τους κόστους ήταν οι ίδιες που είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο της αγοράς στο εμπόριο. Σύμφωνα με το οποίο έχει παρατηρηθεί ότι «παραδόξως» σε πολλές χώρες οι μισθολογικές αυξήσεις και το υψηλότερο κόστος των προϊόντων δεν αποδυνάμωσαν, αλλά αντίθετα ενίσχυσαν το μερίδιο των εξαγωγών τους.

Ο Kaldor (1978) ήταν από τους πρώτους που ανέδειξε την αδυναμία αυτή του ΜΚΕ, παραθέτοντας στοιχεία 6 αναπτυγμένων χωρών (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιαπωνία και Ιταλία) κατά την περίοδο 1956-1976. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, το ΜΚΕ σε δολάρια και το μερίδιο εξαγωγών στις αναπτυγμένες αγορές. Από τα παραπάνω στοιχεία, ο συγγραφέας συμπεραίνει πώς αντίθετα με την παραδοσιακή ερμηνεία, υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της μεταβολής των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας, και εξηγεί πως οι «τάσεις» που προκαλούν την μεταβολή των εξαγωγών μάλλον περιέχουν παράγοντες που είναι δύσκολο ή αδύνατο να μετρηθούν (σ. 104). Επίσης, συνεχίζει λέγοντας ότι σε ένα άλλο δείγμα χωρών υπάρχει μείωση του μεριδίου εξαγωγών παράλληλα με την μείωση του ΜΚΕ και των τιμών των εξαγωγών, με εξαίρεση 3 χωρών (Ολλανδία, Καναδάς και Ελβετία) τις οποίες χαρακτηρίζει «αμιγώς καπιταλιστικές αγορές» (σ. 105).Το γεγονός αυτό της θετικής σχέσης μεταξύ της μεταβολής του ΜΚΕ και των εξαγωγών έχει γίνει γνωστό στην βιβλιογραφία ως «το παράδοξο του Kaldor».

O Fagerberg (1988) συνεχίζοντας την παραπάνω έρευνα του Kaldor, ερεύνησε την διεθνή ανταγωνιστικότητα των χωρών δημιουργώντας ένα μοντέλο με 3 σετ παραγόντων. Αυτοί οι παράγοντες είναι: η δυνατότητα μιας χώρας να ανταγωνίζεται τεχνολογικά, η ικανότητα να ανταγωνίζεται στην δυνατότητα της να παραδίδει σύμφωνα με την παραγωγική της δυνατότητα (delivery/capacity), και τέλος η ικανότητα να ανταγωνίζεται στις τιμές (cost competitiveness). Έτσι κατασκεύασε ένα μοντέλο το οποίο, συνυπολογίζοντας τους παραπάνω παράγοντες, ελέγχει δεδομένα από 15 χώρες του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1961-1983. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Fagerberg με το παραπάνω μοντέλο είναι ότι «Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών είναι η ανταγωνιστικότητα της τεχνολογίας και η δυνατότητα μιας χώρας να παραδίδει. Η ανταγωνιστικότητα τιμής επίσης επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη μιας χώρας, αλλά σε μικρότερο επίπεδο από αυτό που δείχνει η παραδοσιακή άποψη» (σ. 371). Ο συγγραφέας τονίζει επίσης πως τα ευρήματα του δείχνουν συνέπεια σε σχέση με εκείνα του Kaldor.

Τα Εγκλήματα των Μνημονίων αναζητούν του Ενόχους


Ο παρακάτω Πίνακας-2 μας δίνει ανάγλυφα την διαδικασία μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας που επιχειρήθηκε στη χώρα μας από το 2010 με την εφαρμογή των μνημονίων. Το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας (ULC) εκφράζει το κόστος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή μιας νομισματικής μονάδας (€1) του ΑΕΠ. Δηλαδή, χρησιμοποιώντας τα δύσκολα μαθηματικά της πρακτικής αριθμητικής και τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ (Αύγουστος 2017), αν διαιρέσουμε τον συντελεστή μισθού με την παραγωγικότητα της εργασίας έχουμε το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Ο Πίνακας-2 είναι απλός στην παρακολούθησή του. Η πρώτη σειρά μας δίνει τις αμοιβές εργασίας από το 2010 έως το 2016 σε δις ευρώ, η δεύτερη σειρά μας δίνει τον αριθμό των εργαζομένων σε εκατ., η τρίτη σειρά μας δίνει τον συντελεστή μισθού, δηλαδή τον μέσο μισθό, η τέταρτη σειρά μας δίνει το ΑΕΠ σε δισ. ευρώ, η πέμπτη σειρά μας δίνει την παραγωγικότητα της εργασίας, που σημαίνει πόσο κάθε εργαζόμενος συνέβαλε στην παράγωγη του ΑΕΠ σε ευρώ και η τελευταία σειρά μας δίνει το μοναδιαίο κόστος εργασίας που το λαμβάνουμε από τον λόγο (ULC) = w.L/Y και επειδή L/Y είναι το αντίστροφο της παραγωγικότητας της εργασίας LP, το μοναδιαίο κόστος εργασίας ULC μπορεί να γραφεί w/(Y/L) = w/LP.

Αμοιβές Εργασίας=LC, Αριθμός Εργαζομένων=L, Συντελεστής Μισθού w=LC/L, Εθνικό Εισόδημα=Y, Παραγωγικότητα Εργασίας=Y/L=LP, Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας=ULC=w/LP

Πίνακας-2.  Παραγωγικότητα Εργασίας και Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας 2010-2016

2010
2011
2012
2013
2014
2015
2016
Αμοιβές Εργσίας= LC
82.130
73.259
66.080
59.715
58.363
57.078
58.742
Αριθμός Εργαζομένων=L
4.278
3.886
3.597
3.479
3.535
3.641
3.648
Συντελεστής Μισθού w=LC/L
19.198
18.852
18.370
17.164
16.510
15.674
16.102
Εθνικό Εισόδημα=Y
226.031
207.029
191.204
180.654
177.941
175.697
175.888
Παραγωγικότητα Εργασίας  Y/L=LP
53.800
53.200
53.100
51.900
50.300
48.200
48.200
Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας ULC=w/LP
0,36300
0,35300
0,34500
0,33000
0.32800
0,32500
0,33400

Τι παρατηρούμε λοιπόν μετά από τόσα χρόνια μνημονίων; Παρατηρούμε ότι παρά την άγρια λιτότητα το μοναδιαίο κόστος εργασίας ULC μειώθηκε ελαχιστότατα, παραμένει μάλλον σταθερό καίτοι ο συντελεστής μισθού (w) μειώθηκε. Δεν γίναμε χώρα ανταγωνιστική κατά τα λεγόμενα τους.

Με τα μνημόνια άνθρωποι αυτοκτόνησαν, οικογένειες καταστράφηκαν, περιουσίες λεηλατήθηκαν. Γι΄αυτά τα εγκλήματα δεν θα πληρώσει κανείς;

Κατά συνέπεια μάλλον δεν πρόκειται για «σοφό» κείμενο. Με δεδομένο τις σπουδές, την ακαδημιακή καριέρα και τα βραβεία, εάν επιμείνουμε στη αιτία έκδοσης του «σοφού» σχεδίου, θα πρέπει να αναζητηθεί στη σφαίρα του «υπερφυσικού»:

«Ὑπὲρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους, πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας ἐν αὐτῷ τοῦ Κυρίου Δεηθῶμεν» (απόσπασμα από την θεία λειτουργία αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).

Πηγές:

1. Μηλιός-Ιωακείμογλου 1990, Ioakimoglou-Milios 1993, Μηλιός 2000.

2. Ο Σπύρος Στάλιας είναι Οικονομολόγος PhD.

3. Επιστηµονική Εργασία υπό Εξέλιξη (Working Paper) No. 651, Το µοναδιαίο κόστος εργασίας στην ευρωζώνη-Η συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και πάλι. Του Jesus Felipe και Utsav Kumar Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης,

4. Σ. Π. Γαβρόγλου PhD. Ανταγωνιστικότητα, Μισθοί και Παραγωγικότητα. Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ.).


Ανάρτηση από: http://sioualtec.blogspot.com/