Του Κώστα Μελά
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/
Η
παρατεταμένη κρίση στην αγορά εργασίας έχει διαμορφώσει μια σειρά από αρνητικές
εξελίξεις στην ποιότητα της εργασίας με κύρια τη διάχυτη ανασφάλεια. Πιο
συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία
δείχνουν την εισοδηματική ποιότητα που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι, η Ελλάδα
βρίσκεται στην 22η θέση.
Η εισοδηματική ποιότητα
εκτιμάται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την κατανομή των εισοδημάτων όσο και την
εισοδηματική ανισότητα εντός του εργατικού δυναμικού. Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ
προκύπτει ότι στην Ελλάδα η σημαντικότερη συνιστώσα που προσδιορίζει τη θέση της
είναι το χαμηλό μέσο εισόδημα, καθώς η χώρα μας ανήκει στη χαμηλότερη κατηγορία
μέσων εισοδημάτων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Με βάση τα στοιχεία του
ΟΟΣΑ, οι εργαζόμενοι στη χώρα μας αντιμετωπίζουν έναν συνδυασμό υψηλότερου
κινδύνου ανεργίας και χαμηλής εξασφάλισης από την ανεργία. Ο συνδυασμός αυτός
οδηγεί στην υψηλότερη εργασιακή ανασφάλεια συγκριτικά με όλες τις χώρες-μέλη
του ΟΟΣΑ. Σημειώνουμε ότι ο κίνδυνος ανεργίας σχετίζεται με δύο παραμέτρους:
Πρώτον, με το ποσοστό ανεργίας και δεύτερον με τη διάρκεια της ανεργίας.
Αντίστοιχα, ο βαθμός εξασφάλισης των εργαζομένων από την ανεργία εξαρτάται από
το μέγεθος του επιδόματος ανεργίας και την κάλυψη που αυτό επιτυγχάνει.
Εκτεθειμένοι σε κινδύνους οι Έλληνες εργαζόμενοι
Δυστυχώς, ανάμεσα στις
υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, η Ελλάδα ξεχωρίζει για την υψηλότατη εργασιακή
ένταση. Ειδικότερα, η χώρα μας έρχεται πρώτη στο βαθμό εργασιακής έντασης ως
αποτέλεσμα ενός εκρηκτικού συνδυασμού αφενός υψηλών απαιτήσεων των εργοδοτών
προς τους εργαζομένους, αφετέρου μικρής πρόσβασης των τελευταίων σε πόρους που
είναι αναγκαίοι για την επιτυχή εκτέλεση της εργασίας τους.
Είναι ιδιαίτερα
αποθαρρυντικό το ότι η κατηγορία των υψηλών απαιτήσεων από την εργασία
σχετίζεται με το χρόνο, τον οποίο έχει στη διάθεσή του ο εργαζόμενος για να
εκτελέσει την εργασία του. Ο χρόνος αυτός στην περίπτωση της Ελλάδας είναι
ανεπαρκής σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Επίσης, η κατηγορία των υψηλών εργασιακών
απαιτήσεων σχετίζεται και με τον κίνδυνο για την υγεία που προκύπτει κατά την
εκτέλεση της εργασίας, ο οποίος είναι ιδιαίτερα υψηλός. Όλα αυτά πριν τον
κορωνοϊό.
Με βάση τα στοιχεία του
ΟΟΣΑ, παρατηρούμε μια διαχρονική διάβρωση της νομικής προστασίας της εργασίας
το διάστημα μετά το 2010. Ειδικότερα, παρατηρούμε χειροτέρευση της νομικής
προστασίας της εργασίας, τόσο στην κατηγορία της προστασίας του εργαζομένου από
ατομική απόλυση, όσο και στην κατηγορία της προστασίας της προσωρινής
απασχόλησης. Αντίθετα, παρατηρούμε σχετική σταθερότητα στη νομική προστασία από
ομαδική απόλυση, η οποία ωστόσο κινδυνεύει και αυτή να ανατραπεί από
μελλοντικές αλλαγές στη σχετική νομοθεσία.
Λιγότερη προστασία περισσότερη απασχόληση;
Στην αμέσως παρακάτω
γραφική παράσταση αναπαράγεται η εμπειρική ανάλυση του ΟΟΣΑ μεταξύ του ποσοστού
ανεργίας (κάθετος άξονας) και θεσμικής προστασίας της εργασίας (οριζόντιος
άξονας). Εάν υπήρχε μια σημαντική στατιστική μεταξύ των δύο μεταβλητών θα
έπρεπε να συσσωρεύονται γύρω από την αύξουσα γραμμή από αριστερά προς δεξιά.
Κάτι τέτοιο δεν εμφανίζεται στη γραφική παράσταση. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία
συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών.
Πως ερμηνεύεται το
συγκεκριμένο εύρημα; Από τη μια πλευρά, υποστηρίζεται ότι με αυτό τον τρόπο
μπορεί να θεμελιωθεί η θέση ότι η μείωση της θεσμικής προστασίας της εργασίας
δεν συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης. Από την άλλη, υποστηρίζεται, ότι η
απουσία σημαντικής συσχέτισης δεν τεκμηριώνει καθόλου την προηγούμενη αντίληψη
και μπορεί να ερμηνευθεί με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι δεν
μπορούμε να υποστηρίξουμε την κυρίαρχη θέση ότι η μείωση της θεσμικής
προστασίας των εργαζομένων συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης. Συγχρόνως,
όμως, και το ακριβώς αντίθετο: ότι δεν συμβάλλει! Συνεπώς με βάση μόνο την απλή
συσχέτιση το αποτέλεσμα είναι μετέωρο.
Υπάρχουν όμως μελέτες, όπως
των Dosi G., Pereira, M., Roventini A., and Virgillito M. E. (2017), The
effects of labour market reforms upon unemployment and income inequalities: an
agent-based model, Socio-Economic Review, οι οποίες δείχνουν το εξής: οι
δομικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που μειώνουν την διαπραγματευτική
δύναμη των εργαζομένων και συμπιέζουν τους μισθούς, τείνουν να αυξήσουν την
ανεργία, την λειτουργική ανισότητα του εισοδήματος και την προσωπική ανισότητα.
Η συγκεκριμένη,
μάλιστα, μελέτη έχει θεωρητικό υπόστρωμα ένα συνδυαστικό υπόδειγμα κατά
Σουμπέτερ-Κέυνς. Η εξήγηση είναι η παρακάτω: όταν η αγορά εργασίας βρίσκεται σε
κατάσταση πλήρους ανταγωνισμού, κατά τα πρότυπα της νεοκλασικής αντίληψης, τόσο
δυσκολότερα είναι να λειτουργήσει η –κατά Σουμπέτερ– μηχανή της καινοτομίας και
της μεγέθυνσης. Παράλληλα, μεγαλύτερη ανισοκατανομή του εισοδήματος και
υψηλότερη ανεργία, οδηγούν, μέσω της κεϋνσιανής δυναμικής σε μεροληπτική
κατάσταση στασιμότητας.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/