Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Τα ερωτήματα στρατηγικής που καλείται να απαντήσει πειστικά η Αθήνα σε αυτή την κρίση
Το εξελισσόμενο «σεργιάνι» του τουρκικού ωκεανογραφικού σκάφους «Oruc Reis», συνοδεία βοηθητικών και πολεμικών πλοίων, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας λογαριάζεται ως η απάντηση της Άγκυρας στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία οριοθέτησης μέρους των ΑΟΖ των δύο χωρών.
Αλλά και ως απόπειρα της Τουρκίας –δεδομένου ότι το σκάφος είχε βγει και πριν από τη συμφωνία με το Κάιρο– να δημιουργήσει τετελεσμένα. Ενδεχομένως και ως δοκιμασία των ελληνικών «κόκκινων γραμμών», των αεροναυτικών δυνατοτήτων, της στρατιωτικής αντοχής και της διπλωματικής ικανότητας της Ελλάδας.
Μπορεί ακόμη να ερμηνευθεί ως ένας ακόμη εκβιασμός προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ για να αναλάβουν ρόλο διαμεσολαβητή σε έναν διάλογο στον οποίο θα απλωθούν πάνω στο τραπέζι όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις επί ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Μπορεί επίσης κάποιος να το δει ως προσπάθεια του Ερντογάν να στρέψει το ενδιαφέρον των Τούρκων πολιτών μακριά από την επαπειλούμενη επιδείνωση της οικονομικής κρίσης ή ως μια απάντηση στην αντιπολίτευση, η οποία τον κατηγορεί ότι έχει απεμπολήσει τη «γαλάζια πατρίδα» και δεν έχει ακόμη αρπάξει από τους Έλληνες τα «παρανόμως στρατιωτικοποιημένα» Δωδεκάνησα.
Ίσως να υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες που τώρα μας διαφεύγουν. Είναι όμως σοβαρό το ερώτημα: Η ελληνική κυβέρνηση ποια ερμηνεία, ποια απάντηση υιοθετεί; Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι το μοναδικό που θέτει η τρέχουσα κρίση, αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσουμε.
Άλλωστε ο σχεδιασμός αποτελεσματικής αντίδρασης σε μια ξεκάθαρα επιθετική ενέργεια της Τουρκίας προϋποθέτει την κατανόηση των στόχων της.
Χάθηκε το «μήνυμα»...
Όπως θα διαβάσετε πολύ πιο αναλυτικά στις σελίδες 4-5 του σημερινού φύλλου του «Ποντικιού», στην κυβέρνηση Μητσοτάκη «έλαχε» να τεθεί το ερώτημα τι θα πράξει αν και όταν η Τουρκία θα επιχειρήσει ενεργειακές έρευνες στα παρανόμως παραχωρηθέντα, από το 2012, στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου θαλάσσια «οικόπεδα» πέριξ του Καστελλόριζου.
Με άλλα λόγια ποια ακριβώς είναι η ελληνική κόκκινη γραμμή; Οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, ο πρωθυπουργός και άλλοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι φίλοι, σύμμαχοι και αντίπαλοι είναι πλήρως ενήμεροι για τις ελληνικές κόκκινες γραμμές. Όμως στην τρέχουσα κρίση αυτό δεν φάνηκε να είναι αρκετά σαφές, δεδομένου ότι η τουρκική «αρμάδα» σουλατσάριζε έως και 70 ναυτικά μίλια εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας υπό την παρακολούθηση δικών μας πολεμικών μονάδων.
Έρευνες δεν έγιναν, όχι επειδή η παρουσία πολλών πολεμικών πλοίων προκαλούσαν... θόρυβο, όπως κατ’ επανάληψη ακούσαμε από τα ΜΜΕ κατόπιν κυβερνητικών διαρροών, αλλά κυρίως διότι ο πρώτος στόχος της Τουρκίας ήταν να διατρέξει ολόκληρη την περιοχή που έχει δεσμεύσει με Navtex ώστε να δείξει σε κάθε κατεύθυνση ποιο είναι το αφεντικό –χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να γίνει καμιά διευθέτηση– στην ανατολική Μεσόγειο.
Αν λοιπόν υπάρχει όντως μια κόκκινη γραμμή, αυτή πολύ φοβούμαστε ότι δεν έγινε πλήρως αντιληπτή ούτε από τους αντιπάλους ούτε από τους «φίλους» μας.
Ίσως γι’ αυτό χθες η «Καθημερινή», στο κύριο πρωτοσέλιδο άρθρο της, αισθάνθηκε την ανάγκη να σημειώσει μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα επέδειξε ορθώς αυτοσυγκράτηση. Τώρα χρειάζεται ένα μήνυμα που θα πείσει την Τουρκία και τους συμμάχους πως υπάρχουν “κόκκινες γραμμές”».
Υπάρχουν, λοιπόν, ή έχουν γίνει ροζ;
Αναπάντητα ερωτήματα
Μια μεγάλη σειρά ερωτημάτων έχει προκύψει όμως και από τη συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση τμήματος των ΑΟΖ μας. Κατ’ αρχάς ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτή την κίνηση; Το ερώτημα δεν τίθεται μόνο για τους λόγους που θα διαβάσετε στις σελίδες 4-5, αλλά αφορά τόσο το ισοζύγιο κόστους / οφέλους όσο και την προοπτική που διανοίγεται:
1. Έπρεπε να γίνει τώρα αυτή η οριοθέτηση ή θα έπρεπε να προηγηθεί η συμφωνία για ΑΟΖ με την Κύπρο; Διότι εφεξής, κατά τη συμφωνία:
«Μη θιγομένης της διάταξης του Άρθρου 1(δ), εάν οποιοδήποτε από τα δύο Μέρη διεξάγει διαπραγματεύσεις με σκοπό την οριοθέτηση της ΑΟΖ του με άλλο κράτος που μοιράζεται με τα δύο Μέρη τις θαλάσσιες ζώνες τους, το Μέρος αυτό, προτού καταλήξει σε τελική συμφωνία με το Τρίτο κράτος, θα ενημερώσει και θα διαβουλευθεί με το άλλο Μέρος».
Κοινώς, για να συζητήσουμε ΑΟΖ με την Κύπρο, θα πρέπει να δώσει την άδειά της και η Αίγυπτος, η οποία δεν αποδέχεται επήρεια του Καστελλόριζου, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ΑΟΖ με την Κύπρο!
2. Έπρεπε να προηγηθεί αυτή η οριοθέτηση ή θα έπρεπε να γίνει πρώτα επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια;
3. Το κόστος που πληρώσαμε στην Αίγυπτο γι’ αυτή τη συμφωνία μήπως είναι πολύ ακριβό τη στιγμή που μένουν εκτός αυτής τμήματα της Κρήτης, της Ρόδου, της Καρπάθου και ολόκληρο το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου;
(Ο Σταύρος Λυγερός έγραψε –και τεκμηρίωσε με χάρτες– στο slpress.gr ότι με την εν λόγω οριοθέτηση η Ελλάδα παραχώρησε στην Αίγυπτο 17,66% της ΑΟΖ που θα της έδινε η μέση γραμμή, και μάλιστα σε λεκάνη ιδιαίτερα πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
4. Δεδομένων των εκκρεμοτήτων που αφήνει η συμφωνία προς επίλυση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μήπως η μειωμένη επήρεια των ανωτέρω νησιών αποτελεί, όπως η ίδια η Άγκυρα ισχυρίζεται, την πληρέστερη δικαίωση των τουρκικών θέσεων για τα ελληνικά νησιά;
5. Δεδομένου ότι καμιά συμφωνία δεν έχει αντίκρισμα εάν δεν εφαρμόζεται και εάν δεν είναι στρατιωτικά υπερασπίσιμη, θεωρεί η ελληνική κυβέρνηση ότι με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία «διεμβολίζεται» όντως το τουρκολιβυκό μνημόνιο;
Προφανώς αυτά δεν είναι τα μόνα ερωτήματα που παράγει η συμφωνία με την Αίγυπτο. Είναι όμως τα πλέον άμεσα και επείγοντα. Από τον τρόπο δε με τον οποίο θα λήξει η τρέχουσα κρίση με τα «σουλάτσα» του «Oruc Reis» και του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού ίσως προκύψουν ακόμη περισσότερα. Τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να απαντήσει πειστικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη...
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr/
Τα ερωτήματα στρατηγικής που καλείται να απαντήσει πειστικά η Αθήνα σε αυτή την κρίση
Το εξελισσόμενο «σεργιάνι» του τουρκικού ωκεανογραφικού σκάφους «Oruc Reis», συνοδεία βοηθητικών και πολεμικών πλοίων, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας λογαριάζεται ως η απάντηση της Άγκυρας στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία οριοθέτησης μέρους των ΑΟΖ των δύο χωρών.
Αλλά και ως απόπειρα της Τουρκίας –δεδομένου ότι το σκάφος είχε βγει και πριν από τη συμφωνία με το Κάιρο– να δημιουργήσει τετελεσμένα. Ενδεχομένως και ως δοκιμασία των ελληνικών «κόκκινων γραμμών», των αεροναυτικών δυνατοτήτων, της στρατιωτικής αντοχής και της διπλωματικής ικανότητας της Ελλάδας.
Μπορεί ακόμη να ερμηνευθεί ως ένας ακόμη εκβιασμός προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ για να αναλάβουν ρόλο διαμεσολαβητή σε έναν διάλογο στον οποίο θα απλωθούν πάνω στο τραπέζι όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις επί ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Μπορεί επίσης κάποιος να το δει ως προσπάθεια του Ερντογάν να στρέψει το ενδιαφέρον των Τούρκων πολιτών μακριά από την επαπειλούμενη επιδείνωση της οικονομικής κρίσης ή ως μια απάντηση στην αντιπολίτευση, η οποία τον κατηγορεί ότι έχει απεμπολήσει τη «γαλάζια πατρίδα» και δεν έχει ακόμη αρπάξει από τους Έλληνες τα «παρανόμως στρατιωτικοποιημένα» Δωδεκάνησα.
Ίσως να υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες που τώρα μας διαφεύγουν. Είναι όμως σοβαρό το ερώτημα: Η ελληνική κυβέρνηση ποια ερμηνεία, ποια απάντηση υιοθετεί; Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι το μοναδικό που θέτει η τρέχουσα κρίση, αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσουμε.
Άλλωστε ο σχεδιασμός αποτελεσματικής αντίδρασης σε μια ξεκάθαρα επιθετική ενέργεια της Τουρκίας προϋποθέτει την κατανόηση των στόχων της.
Χάθηκε το «μήνυμα»...
Όπως θα διαβάσετε πολύ πιο αναλυτικά στις σελίδες 4-5 του σημερινού φύλλου του «Ποντικιού», στην κυβέρνηση Μητσοτάκη «έλαχε» να τεθεί το ερώτημα τι θα πράξει αν και όταν η Τουρκία θα επιχειρήσει ενεργειακές έρευνες στα παρανόμως παραχωρηθέντα, από το 2012, στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου θαλάσσια «οικόπεδα» πέριξ του Καστελλόριζου.
Με άλλα λόγια ποια ακριβώς είναι η ελληνική κόκκινη γραμμή; Οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, ο πρωθυπουργός και άλλοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι φίλοι, σύμμαχοι και αντίπαλοι είναι πλήρως ενήμεροι για τις ελληνικές κόκκινες γραμμές. Όμως στην τρέχουσα κρίση αυτό δεν φάνηκε να είναι αρκετά σαφές, δεδομένου ότι η τουρκική «αρμάδα» σουλατσάριζε έως και 70 ναυτικά μίλια εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας υπό την παρακολούθηση δικών μας πολεμικών μονάδων.
Έρευνες δεν έγιναν, όχι επειδή η παρουσία πολλών πολεμικών πλοίων προκαλούσαν... θόρυβο, όπως κατ’ επανάληψη ακούσαμε από τα ΜΜΕ κατόπιν κυβερνητικών διαρροών, αλλά κυρίως διότι ο πρώτος στόχος της Τουρκίας ήταν να διατρέξει ολόκληρη την περιοχή που έχει δεσμεύσει με Navtex ώστε να δείξει σε κάθε κατεύθυνση ποιο είναι το αφεντικό –χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να γίνει καμιά διευθέτηση– στην ανατολική Μεσόγειο.
Αν λοιπόν υπάρχει όντως μια κόκκινη γραμμή, αυτή πολύ φοβούμαστε ότι δεν έγινε πλήρως αντιληπτή ούτε από τους αντιπάλους ούτε από τους «φίλους» μας.
Ίσως γι’ αυτό χθες η «Καθημερινή», στο κύριο πρωτοσέλιδο άρθρο της, αισθάνθηκε την ανάγκη να σημειώσει μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα επέδειξε ορθώς αυτοσυγκράτηση. Τώρα χρειάζεται ένα μήνυμα που θα πείσει την Τουρκία και τους συμμάχους πως υπάρχουν “κόκκινες γραμμές”».
Υπάρχουν, λοιπόν, ή έχουν γίνει ροζ;
Αναπάντητα ερωτήματα
Μια μεγάλη σειρά ερωτημάτων έχει προκύψει όμως και από τη συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση τμήματος των ΑΟΖ μας. Κατ’ αρχάς ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτή την κίνηση; Το ερώτημα δεν τίθεται μόνο για τους λόγους που θα διαβάσετε στις σελίδες 4-5, αλλά αφορά τόσο το ισοζύγιο κόστους / οφέλους όσο και την προοπτική που διανοίγεται:
1. Έπρεπε να γίνει τώρα αυτή η οριοθέτηση ή θα έπρεπε να προηγηθεί η συμφωνία για ΑΟΖ με την Κύπρο; Διότι εφεξής, κατά τη συμφωνία:
«Μη θιγομένης της διάταξης του Άρθρου 1(δ), εάν οποιοδήποτε από τα δύο Μέρη διεξάγει διαπραγματεύσεις με σκοπό την οριοθέτηση της ΑΟΖ του με άλλο κράτος που μοιράζεται με τα δύο Μέρη τις θαλάσσιες ζώνες τους, το Μέρος αυτό, προτού καταλήξει σε τελική συμφωνία με το Τρίτο κράτος, θα ενημερώσει και θα διαβουλευθεί με το άλλο Μέρος».
Κοινώς, για να συζητήσουμε ΑΟΖ με την Κύπρο, θα πρέπει να δώσει την άδειά της και η Αίγυπτος, η οποία δεν αποδέχεται επήρεια του Καστελλόριζου, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ΑΟΖ με την Κύπρο!
2. Έπρεπε να προηγηθεί αυτή η οριοθέτηση ή θα έπρεπε να γίνει πρώτα επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια;
3. Το κόστος που πληρώσαμε στην Αίγυπτο γι’ αυτή τη συμφωνία μήπως είναι πολύ ακριβό τη στιγμή που μένουν εκτός αυτής τμήματα της Κρήτης, της Ρόδου, της Καρπάθου και ολόκληρο το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου;
(Ο Σταύρος Λυγερός έγραψε –και τεκμηρίωσε με χάρτες– στο slpress.gr ότι με την εν λόγω οριοθέτηση η Ελλάδα παραχώρησε στην Αίγυπτο 17,66% της ΑΟΖ που θα της έδινε η μέση γραμμή, και μάλιστα σε λεκάνη ιδιαίτερα πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
4. Δεδομένων των εκκρεμοτήτων που αφήνει η συμφωνία προς επίλυση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μήπως η μειωμένη επήρεια των ανωτέρω νησιών αποτελεί, όπως η ίδια η Άγκυρα ισχυρίζεται, την πληρέστερη δικαίωση των τουρκικών θέσεων για τα ελληνικά νησιά;
5. Δεδομένου ότι καμιά συμφωνία δεν έχει αντίκρισμα εάν δεν εφαρμόζεται και εάν δεν είναι στρατιωτικά υπερασπίσιμη, θεωρεί η ελληνική κυβέρνηση ότι με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία «διεμβολίζεται» όντως το τουρκολιβυκό μνημόνιο;
Προφανώς αυτά δεν είναι τα μόνα ερωτήματα που παράγει η συμφωνία με την Αίγυπτο. Είναι όμως τα πλέον άμεσα και επείγοντα. Από τον τρόπο δε με τον οποίο θα λήξει η τρέχουσα κρίση με τα «σουλάτσα» του «Oruc Reis» και του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού ίσως προκύψουν ακόμη περισσότερα. Τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να απαντήσει πειστικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη...
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr/