Του Γιώργου Καραμπελιά
Εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε –έστω και πρόσκαιρα– να μεταβληθεί στον κατ’ εξοχήν πόλο του αντιμνημονιακού κινήματος. Έχουμε εξηγήσει δια μακρών πως και γιατί συνέβη αυτό (αποτυχία της Σπίθας, αδιέξοδο των αγανακτισμένων κλπ). Και, όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία, εκείνη η δύναμη που έχει την οργανωτική δυνατότητα να εκφράσει –όσο στρεβλά και αν το κάνει– το κύμα μιας αγανάκτησης, αυτή εν τέλει αναδεικνύεται σε εκφραστή του. Πράγματι, η πανουργία της ιστορίας ανέθεσε –προνομιακά– σε ένα κόμμα ευρωπαϊστικό και βρυξελλόπληκτο, με τάσεις μάλλον εθνομηδενιστικές, να διαχειριστεί ένα αίτημα και ένα κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας, έναντι της ίδιας της Ευρώπης! Και τη δυναμική αυτού του κινήματος δεν πρέπει να την υποτιμάμε. Εξ άλλου, από την άλλη όχθη, σημαντικές διεργασίες πραγματοποιούνται στους «Ανεξαρτήτους Έλληνες», που εκφράζουν τη δυναμική της «λαϊκής δεξιάς». Ο κόσμος, μέσα από ένα καταπληκτικό κίνημα δύο χρόνων, επέβαλε τις κατευθύνσεις του στα κόμματα.
Είναι δυνατός ο μετασχηματισμός;
Δεν αρμόζουν σε μας κλαψουρίσματα του τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, ή ΚΚΕ, για το πόσο «άσχημα τους φέρθηκε η ιστορία». Τα γεγονότα είναι εδώ, και θα πρέπει να αναμετρηθούμε μαζί τους. Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν και πόσο αυτή η συνάντηση ενός πολιτικού σχήματος –του 3% ή 4% με συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά– με ευρύτερες λαϊκές μάζες θα παραγάγει ένα νέο και μόνιμο πολιτικό αποτέλεσμα.
Πολλοί φίλοι υποστηρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, δεδομένου του εθνομηδενιστικού και ελιτίστικου πυρήνα του σχήματος. Πως, στον βαθμό που δεν θέτει στην προτεραιότητά του το εθνικό μέλλον της χώρας, και δεν διαθέτει ένα όραμα γι’ αυτήν, δεν θα μπορέσει να εκφράσει τις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού.
Άλλοι, αντίθετα, διατείνονται πως, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε σε αποδέκτη ενός ευρύτερου λαϊκού κινήματος, και επειδή η συγκυρία στην Ελλάδα εξακολουθεί ακόμα να θέτει ως κεντρικό ζήτημα τη σχέση με το Μνημόνιο και την Ευρώπη, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ –παρά τα τραγικά κενά του, σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, εθνικά κλπ.– να λειτουργήσει θετικά και, εν τέλει, να μετασχηματιστεί. Υποστηρίζουν πως κάτι ανάλογο συνέβη κατά τη γερμανική κατοχή: Ένα κόμμα που μέχρι τότε υποτιμούσε την εθνική διάσταση των προβλημάτων, προσδεμένο στη Σοβιετική Ένωση, εξαιτίας της συγκυρίας του πολέμου, που ενέπλεξε και την Σ.Ε., μεταβλήθηκε σε ηγέτη ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ο οποίος καθόλου δεν εντάσσονταν πριν στα θεωρητικά του σχήματα και τους προβληματισμούς του. Και υποστηρίζουν πως κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το πλήθος να επιβάλει την γραμμή του στην ηγεσία.
Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχουμε αναφερθεί σ’ αυτό το δίλημμα. Και έχουμε αποφύγει να πάρουμε μια a priori θέση. Πιστεύουμε πως πρέπει να μείνει ανοικτή η δυνατότητα τόσο της μιας όσο και της άλλης μετεξέλιξης, διότι όντως το παιγνίδι για την τύχη του αντιμνημονιακού κινήματος και του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Γι’ αυτό εξάλλου και πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου υποστηρίξαμε πως, παρά τα ελλείμματα των αντιμνημονιακών σχημάτων, στα οποία περιλαμβανόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε κάποιο αντιμνημονιακό σχήμα, ο καθένας ανάλογα με την ευαισθησία και την προϊστορία του. Μόνο μετά από εκείνες τις εκλογές, και αφού πέρασαν τρεις εβδομάδες, οι οποίες μας έπεισαν για την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει πειστική πρόταση εξουσίας, τοποθετήθηκα προσωπικά σε σχέση με τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, προκρίνοντας την υπερψήφιση άλλων αντιμνημονιακών σχημάτων. Και νομίζω ότι αυτή η θέση ανταποκρινόταν στα μύχια αισθήματα και τη βούληση ενός μεγάλου μέρους της ίδιας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά βάθος γνώριζαν και οι ίδιοι πως δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν, διότι μία κυβέρνηση ρήξης απαιτούσε ένα διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του λαού. Και είτε θα συμβιβάζονταν είτε θα προχωρούσαν, με τραγικές συνέπειες για το κίνημα και στις δύο περιπτώσεις.
Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε προτεραιότητα στον αντιμνημονιακό χώρο και υπάρχουν σημαντικές τάσεις ενίσχυσής του. Ο Τσίπρας, στη συνέντευξη τύπου που έδωσε τη Δευτέρα 9 Ιουλίου, σε σχέση με την μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, τόνισε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν φιλοδοξεί να εκφράσει μόνο τους αριστερούς και τις αριστερές, αλλά όλους όσοι επαναπροσδιορίζουν την πολιτική τους συνείδηση στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος και όχι της κομματικής τους καταγωγής», δείχνοντας έτσι ότι κατανοεί ένα τουλάχιστον σημαντικό διακύβευμα. Μόνο που αυτό δεν πρέπει να εννοείται μόνον ψηφοθηρικά, ως προσέλκυση και ένταξη ψηφοφόρων κατ’ εξοχήν από το ΠΑΣΟΚ, αλλά ειλικρινώς. Και κυρίως, ότι, για να μπορεί ένα πολιτικό σχήμα να εκφράσει ευρύτερες μάζες, δεν αρκεί να τις αποδεχτεί στο εσωτερικό του, αλλά θα πρέπει να μεταλλαχθεί και το ίδιο. Και αυτό βέβαια, δεν το είπε ο Αλέξης Τσίπρας. Η κίνηση είναι υποχρεωτικά διττή, και για την ευόδωση του εγχειρήματος απαιτείται κατ’ αρχήν ο πατριωτικός μετασχηματισμός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει οργανικά, και όχι μηχανικά ή πρόσκαιρα, νέες δυνάμεις.
Η ανάγκη ενός αυτόνομου πολιτικού πόλου
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι εμείς, μένοντας πιστοί σε μια θέση αρχών, δεν σπεύδουμε ούτε να καταδικάσουμε εκ προοιμίου, ούτε να …. «προσχωρήσουμε». [Πιστεύουμε εξάλλου, πως δεν πρέπει να γίνονται όχι μόνον ανόσιες αλλά και άκαιρες συγκρίσεις με το ΕΑΜ και το 1942, ενώ θα πρέπει να πάψει να χρησιμοποιείται τόσο εύκολα, και σε επίπεδο καφενοκουβέντας, η σύγκριση με το ΕΑΜ, για ψύλλου πήδημα.] Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με το 1942 (όταν δημιουργήθηκε το ΕΑΜ), βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή μιας κρίσης, η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί στη μορφή και τα χαρακτηριστικά που θα προσλάβει. Κατά συνέπεια, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε κάποιο άλλο πολιτικό σχήμα αποτελούν σήμερα το ανάλογο ενός εαμικού τύπου κινήματος, το οποίο, αντίθετα, είναι ακόμα στην αρχή της διαμόρφωσής του.
Ένα ακόμα σφάλμα το οποίο διαπράττουν οι φίλοι που μας καλούν να «βιαστούμε», σε μια αρνητική ή θετική αποτίμηση αυτού του πολιτικού σχηματισμού, είναι όταν το συγκρίνουν είτε με την ΕΔΑ του 1958, είτε με το ΠΑΣΟΚ του 1981. Ξεχνούν πως η ΕΔΑ αποτέλεσε το μόρφωμα που συγκέντρωνε το σύνολο της αριστεράς, ενισχυμένο τόσο από τους κοινωνικούς όσο –ή ίσως κυρίως– από τους εθνικούς αγώνες (κυπριακό). Όσο για το ΠΑΣΟΚ του 1981, έφτασε στην εξουσία ως η κατάληξη μιας διαδικασίας πολιτικής ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς, σε συνθήκες ευνοϊκής διεθνούς και εσωτερικής συγκυρίας, μετά την κατάρρευση της Χούντας.
Σήμερα, η κρίση μόλις έχει αρχίσει να αποσυνθέτει το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας, χωρίς ακόμα να έχει διαγραφεί πλήρως η κατεύθυνση που πρόκειται να πάρει. Γι’ αυτό και είναι ανοικτή, και θα παραμένει ανοικτή για τα επόμενα χρόνια, η διαδικασία της συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου με κοινωνικά, οικολογικά, πατριωτικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας για τη διαμόρφωση ενός αυτόνομου πολιτικού πόλου που θα συμβάλει στον σχηματισμό ενός ευρύτερου πολιτικού υποκειμένου. Σ’ ένα τέτοιο πολιτικό υποκείμενο, έχουν θέση δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, από τους αγανακτισμένους, και από μικρότερα σχήματα, και από το ΚΚΕ, χωρίς ακόμα να είναι βέβαιο εάν κάποιος από αυτούς θα αποκτήσει την προτεραιότητα για τον σχηματισμό αυτού του πολιτικού πόλου, παρότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ισχυρότερος.
Εξάλλου, εάν δεν υπήρχαν φωνές σαν τη δική μας, που επί δεκαετίες θέτουν με επιμονή και συνέπεια αυτές τις αρχές, είναι βέβαιο πως και οι μετεξελίξεις στους μεγαλύτερους πολιτικούς σχηματισμούς θα ήταν πολύ μικρότερες. Γι’ αυτό, και στο παρελθόν αντιταχθήκαμε στη λογική της προσχώρησής μας στο ένα ή το άλλο πολιτικό σχήμα. Διότι, τότε, η καθαρότητα της ιδεολογικής μας αντίληψης θα θόλωνε και θα είχαμε επιτύχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο. Πόσες φορές δεν είδαμε, μέσα από τη λογική της κομματικής πειθαρχίας, να αλλάζουν «οι θέσεις και οι γραμμές» τόσων φίλων ή πρώην φίλων μας. Δεν είδαμε τον Αλέκο Αλαβάνο να εγκαταλείπει τις πατριωτικές του θέσεις όταν έγινε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν είδαμε όλους τους βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράφουν προσωπικά σε ψήφισμα συμπαράστασης υπέρ της κας Ρεπούση; Δεν τους είδαμε να συντάσσονται στην υποστήριξη του σχεδίου Ανάν; Εάν δεν είχαμε έναν ανεξάρτητο ρόλο και μια ανεξάρτητη φωνή, δεν θα είχαμε καταδικαστεί στη σιωπή ή στο στρογγύλεμα των απόψεών μας;
Από αντικείμενα σε υποκείμενα της ιστορίας
Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια πως οι όποιες πολιτικές διαφοροποιήσεις δεν πρέπει και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για να μην πάρει κανείς θέση, όταν τα πράγματα έχουν φτάσει σ’ ένα κομβικό αποφασιστικό σημείο. Δεν κρίνουμε όμως, όπως προείπαμε, ότι ακόμα τα πράγματα απαιτούν την ενσωμάτωση όλων σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα.
Και είδαμε, με μεγάλη μας λύπη, πολλούς φίλους, και συντρόφους ακόμα, να έχουν μια λογική «εκλογικού πατριωτισμού» του τύπου «όποιος δεν ψηφίζει μαζί μας είναι ενάντιά μας». Λες και το ερώτημα των εκλογών, π.χ., δηλαδή, ποιο κόμμα θα στηρίξει κανείς, ήταν ανάλογο με το εάν είσαι υπέρ ή κατά της γερμανικής κατοχής, υπέρ ή κατά του αγώνα των Κυπρίων, υπέρ ή κατά της Χούντας, ώστε να διαχωριστούν τα στρατόπεδα. Για μας, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να χωρίζουν αυτούς που αγωνίζονται για μια αυτόνομη, κοινωνικά δίκαιη, οικολογικά ισορροπημένη, εθνικά υπερήφανη και δημοκρατική χώρα, από τη μία, και από την άλλη όσους θέλουν την Ελλάδα υποταγμένη, τον λαό της παρία, χωρίς εθνική αξιοπρέπεια και ταυτότητα και χωρίς δημοκρατικούς θεσμούς. Και το πρώτο στρατόπεδο δεν συγκροτείται σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα, ούτε έχει αποκτήσει κάποια ξεκάθαρη πολιτική υποστασιοποίηση.
Εν κατακλείδι λοιπόν, όσο πιο πολύ ενισχυθεί ένας πολιτικός πόλος που θα θέτει ολοκληρωμένα το αίτημα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, τόσο μεγαλύτερη επίδραση θα έχει και στις εξελίξεις στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στους υπόλοιπους πολιτικούς φορείς και στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας συνολικά. Διότι, βέβαια, η πανουργία της ιστορίας δεν αρκεί ποτέ από μόνη της. Εξάλλου, και στο τόσο χρησιμοποιημένο παράδειγμα της Αντίστασης, δεν πρέπει ξεχνάμε ότι, μετά το τέλος της, το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε αναμορφώσει ριζικά την ιδεολογική του μήτρα οδήγησε σε τεράστιες καταστροφές και ήττες το λαϊκό κίνημα – για να μην αναφερθούμε σε τραγικές οπισθοχωρήσεις όπως εκείνη του μακεδονικού, το 1948-49. Και, σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, διότι δεν έχουμε κάτι ανάλογο σε επίπεδο αγωνιστικότητας και συνειδητοποίησης. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα κίνημα που να έχει πλήρη συνείδηση των διακυβευμάτων και των στόχων του και δεν σπρώχνεται απλώς από ιστορικές αναγκαιότητες, που το ίδιο κατά βάσιν αγνοεί. Από την πανουργία της ιστορίας, όπου λειτουργούμε ως αντικείμενά της, πρέπει να περάσουμε στην κατανόησή της για να μεταβληθούμε σε ενεργούς διαμορφωτές της.
Και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούμε, προωθώντας όχι μόνο δικές μας αυτόνομες κινήσεις, αλλά και μορφές συνάντησης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που νιώθουν την ανάγκη να συζητήσουν και να συνδιαμορφώσουν απόψεις, καθώς και να παρέμβουν όσο γίνεται πιο μετωπικά στις νέες συγκρούσεις που έρχονται. Άμεσα, λοιπόν, πρέπει να διαμορφωθεί ένα χώρος συζήτησης από φίλους ενταγμένους σε πολιτικά σχήματα, καθώς και ανένταχτους αγωνιστές, για το μέλλον της χώρας και του κινήματός μας.
10 Ιουλίου 2012