Του Στάθη
Σήμερα λέω να πάω Πέραμα. Να δω από ποια σπίτια έφυγε η Αριστερά και μπήκε η Χρυσή Αυγή.
Λέω να πάω να βρω τον φίλο μου τον Μιχάλη, να πιούμε ένα ουζάκι και να τα πούμε λίγο.Πού την πατήσαμε και τεθήκαμε εκ ποδών.
Θέλω να πάω να βρω το 11,5% που ψήφισε Χρυσή Αυγή και να του ζητήσω συγγνώμη. Που, όταν υπήρχε άρρωστος στο σπίτι δεν πήγα να τον δω κι όταν έλειψε το πιάτο απ’ το τραπέζι δεν πήγα με ένα κιλό ψωμί και λίγα μακαρόνια δανεικά
και για τη δική μου ανάγκη, όταν έρθει η ώρα.
Δεν κάπνισα απ’ το πικρό τσιγάρο του άνεργου, ξεχάστηκα. Κι ύστερα ξέκοψα. Κι όμως ήξερα. Άκουσα για το παιδί που λιποθύμησε στο σχολείο απ’ την πείνα.
Ήξερα για το 80% των ανέργων στις σιδηροδουλειές. Μαζί τους βεβαίως ένιωθα και αλληλέγγυος! Τι διάολο; αριστερός είμαι. Μαζί τους θα ήμουν, όχι με τα αφεντικά. Κι έτσι
ήσυχος έμενα και με ήσυχη τη συνείδησή μου.
Και δεν πήγα. Δεν ήρθα.
Κι όταν ήρθα, τον ήλιο χάρηκα και το ουζάκι, την παρέα των φίλων, όχι την πίκρα των ανέργων, την οργή των απόκληρων. Το «εργατικό
περιβάλλον» απήλαυσα, «αυτό μου πάει», ζεστά - ζεστά μονολόγησα. Κι έφυγα ξανά, πίσω στα γνωστά, στον καθημερινό δικό μου αγώνα,
θεωρώντας αυτονόητο ότι ο παρίας απ’ το μαύρο Πέραμα τον νιώθει αυτόν τον αγώνα, τον έχει κι αυτός για δικόν του. Συγγνώμην, έσφαλα.
Δεν κατάλαβα τη μοναξιά σου.
Κι αν τώρα γυρίσω και ταπεινός σου χτυπήσω την πόρτα, για υποκριτή θα με πάρεις
κι αντί ταπεινός, ταπεινωμένος θα μείνω.
Ίσως και να πρέπει.
Δεν λύνονται όλα με ένα «συγγνώμη», ούτε η αυτοκριτική μου όσο δεν ακούω την κριτική σου έχει κάποιαν αξία.
Αν γυρίσω στο Πέραμα, θα γυρίσω για να μείνω.
Αν ανήκω στο Πέραμα, όπου και να μένω, εσύ πρέπει να ξέρεις ότι ανήκω στο Πέραμα. Κι όταν
έρθεις εσύ και μου χτυπήσεις την πόρτα, όταν σου ανοίξω, Πέραμα να δεις μέσα στο σπίτι μου, αλλιώς να μην μπεις, ν’ αποστρέψεις το πρόσωπο.
Όλα αυτά σ’ τα λέω εκ των υστέρων κι επειδή ψήφισες Χρυσή Αυγή, ενώ έπρεπε να σ’ τα έλεγα εκ των προτέρων κι εσύ να ξέρεις ότι είμαι πάντα εκεί.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω το γράμμα μου, ξέρω όμως ότι δεν με πιστεύεις. Ακόμα κι αν για χρόνια με τσεκάρεις, πάντα θα αμφιβάλλεις.
Καλά θα κάνεις να αμφιβάλλεις.
Όχι μόνον γιατί κλονίσθηκε ο δεσμός μας, αλλά γιατί η αμφιβολία κρατάει τις αναζητήσεις μας ζωντανές. Και ο Μαρξ στην προμετωπίδα του «Κεφαλαίου» αυτό το αρχαιοελληνικό τσιτάτο έχει βάλει: «περί όλων αμφιβάλλειν» - αλλά, ξανάρχισα τα ίδια. Διανοουμενιές.
Κάποτε βέβαια όλα αυτά τα έβρισκες μεν «παραξενιές», αλλά τα ανεχόσουν αγαπησιάρικα, τώρα σε θυμώνουν.
Το χέρι που κάποτε ύψωνες σφιγμένο σε γροθιά, ελπίζω σύντομα να μου το δώσεις πάλι απλωμένο σε σφιχτή χειραψία, εγκάρδια.
Στα διπλανά σου σπίτια, οι φίλοι σου, ψηφίζουν ακόμα το Δίκιο, το Καλό και το Ωραίο - μη χαθούμε.
Φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι, κανείς μας δεν θα ποτίσει τον άλλον όξος και χολή.
Μπορεί να έφυγαν μέρες, αλλά έρχονται άλλες.
Και θα γίνουν δικές μας, με δουλειά, με αγώνα. Κι όλο και λιγότερα λάθη. Δικά μου και δικά σου...
Ας μείνει λοιπόν το γράμμα αυτό αμήχανο και λειψό. Χωρίς «ηθικό δίδαγμα». Έχεις πολλά ακόμα να μου πεις. Ίσως και για πολύ καιρό.
Θα σε ακούσω. Θα σε ακούω...
Ανάρτηση από : http://www.enikos.gr/