Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Δουλειά, ένα ολέθριο δόγμα

Του Ευάγριου Αληθινού


«Ένας παράλογος κόσμος μερμηγκιών αποκαλεί τρελό τον τζίτζικα.» (Κ.Μπεβεράτος)


Επιστρέφοντας ένα απόγευμα από τη δουλειά στο σπίτι μου, το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα σύνθημα κάποιας αριστερής οργάνωσης γραμμένο σ’ ένα τοίχο του Ηρακλείου.

Το σύνθημα έλεγε: «Το μέλλον ανήκει στο κόσμο της δουλειάς». Διαβάζοντας το ένιωσα επιπλέον κούραση. «Διάολε» σκέφτηκα, «υπάρχει ακόμη κόσμος που…δοξάζει τη σκλαβιά». Καταλαβαίνω φυσικά ότι αυτός που το έγραψε ήθελε να εξυμνήσει το προλεταριάτο, αλλά η πρόταση στην ορθή σημασία της μου άφησε μια «ρατσιστική» εντύπωση. Αν το «μέλλον ανήκει στο κόσμο της δουλειάς» τι θα γίνει με αυτούς που δε θέλουν να δουλεύουν; Αυτοί δε θα έχουν μέλλον;Πέρα από το χιουμοριστικό του πράγματος, αναγνωρίζω το δικαίωμα στη δουλειά για όποιον την επιθυμεί, θα ήθελα όμως να μιλήσω και για ένα άλλο δικαίωμα το οποίο αντιμετωπίζεται ως «βαριά ασθένεια», το δικαίωμα στη τεμπελιά. Ο Πωλ Λαφάργκ, αυτός ο μποέμ γαμπρός του Μαρξ το 1880 έγραφε στη μπροσούρα του «Το δικαίωμα στη τεμπελιά»: Μια αλλόκοτη τρέλα διακατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών στα οποία βασιλεύει ο καπιταλισμός. Η τρέλα αυτή είναι ο έρωτας για τη δουλειά, το θανατηφόρο πάθος για τη δουλειά που φτάνει μέχρι την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του.»

Αναλογιζόμενοι τα λόγια αυτά συμπεραίνουμε ότι η «ανάγκη» για δουλειά είναι μια πραγματική διανοητική διαστροφή, όπου αντί οι άνθρωποι να καταπολεμήσουν έναν από τους μεγαλύτερους καταπιεστικούς κι εξουσιαστικούς μηχανισμούς (αυτού της δουλειάς), τον εξύψωσαν σε πρωταρχική τους ανάγκη και κυρίαρχο ζήτημα της ζωής τους. Από τη περίοδο ακόμη της Γαλλικής κομμούνας το 1871 όπου το βασικό σύνθημα της ήταν το «επανάσταση για το δικαίωμα στη δουλειά» οι άνθρωποι ζητούσαν οι ίδιοι την αιώνια καταδίκη τους και όρισαν σαν ποινή το να δουλεύουν ατελείωτα ώρες, μέρες και χρόνια εξαντλώντας τους εαυτούς τους διανοητικά, σωματικά και ψυχικά, στερώντας τους από τις απολαύσεις μιας ανέμελης και ξεκούραστης με πολύ ελεύθερο χρόνο ζωής, ώστε αντί να διασκεδάζουν, να γλεντούν και να χαίρονται τις χαρές του έρωτα, της φύσης, του στοχασμού, επέλεξαν να καταπονούν σώμα και σκέψη μέσα σε ανήλιαγα βρώμικα εργοστάσια και εργαστήρια να αρρωσταίνουν μέσα σε γραφεία τεχνητού φωτισμού. Οι άνθρωποι επέλεξαν να πεθαίνουν σιγά σιγά δίνοντας όλη τους την ενέργεια για να κινούνται οι μηχανές του χρήματος το οποίο καταλήγει πάντα στις τσέπες των λίγων πλούσιων και λογής αφεντικών. Ο κάθε εργαζόμενος κι εργάτης επέλεξε να γίνει το τροφοδοτικό μερικών άχρηστων και ανίκανων για καμία εργασία.

Δεν θέλω όμως να φανώ άδικος. Από τις αρχές του 19ου αιώνα που οι ώρες δουλειάς καταλάμβαναν 16 ώρες από τις 24 της καθημερινής ζωής ενός εργάτη, οι άνθρωποι με αιματηρούς αγώνες και εκατοντάδες νεκρών εργατών αντιλαμβανόμενοι ότι η «πολύ δουλειά δεν τρώει τον αφέντη, τον εργάτη τρώει» άρχισαν να διεκδικούν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και κατάφεραν να περιορίσουν τις ώρες δουλειάς σχεδόν στις μισές. Από τις 12 εργάσιμες ώρες καθημερινά που είχαν κατοχυρωθεί νομοθετικά στη Γαλλία το 1848, φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για την ανάγκη ακόμη περισσότερου ελεύθερου χρόνου και τη θέσπιση 35εβδομαδιαίων ωρών εργασίας με ταυτόχρονη αύξηση μισθών. Αναμφίβολα πρόκειται για μεγάλη πρόοδο γιατί έχουμε κατανοήσει ότι όσο περισσότερο δουλεύουμε, τόσο λιγότερο ζούμε αλλά δεν φτάνει ούτε αυτό.

Στην αρχαιότητα οι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν αναδείξει ξεκάθαρα τη καταπιεστική φύση της δουλειάς και το πόσο αυτή εμποδίζει την ελευθερία του ανθρώπου. Ο Πλάτωνας στη «Πολιτεία» του αναφέρει: «Η φύση δεν έπλασε κανέναν τσαγκάρη ή σιδερά. Τα χειρωνακτικά επαγγέλματα εξευτελίζουν τους ανθρώπους που τα ασκούν, η κατάσταση τους, τους υποβιβάζει στο σημείο στο οποίο δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα». Πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Ελλάδα δεν είχαν μόνο οι δούλοι και οι σκλάβοι, αν και ο Πλάτωνας μιλούσε για δούλους σκλάβους και μισθοφόρους του αρχαίου κόσμου, το πήγε ακόμη παραπέρα καταγγέλλοντας το νόημα του κατοπινού καπιταλισμού: «Όσο για τους έμπορους που είναι μαθημένοι στο ψέμα και την απάτη, θα τους ανεχόμαστε στην (ιδανική) πολιτεία μόνο σαν αναγκαίο κακό. Ο πολίτης που θα εξευτελίζεται ασκώντας το επάγγελμα του μαγαζάτορα θα τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους και σε περίπτωση υποτροπής η ποινή θα διπλασιάζεται.» (Πλάτων Πολιτεία βιβλίο 5)

Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Κικέρων για το ίδιο θέμα προχωρά ένα ακόμη βήμα παρακάτω: «Τι ευγενές μπορεί να προκύψει από ένα μαγαζί; Και τι έντιμο μπορεί να δώσει το εμπόριο; Όλα τα λεγόμενα μαγαζιά είναι ανάξια για έναν τίμιο και ηθικό άνθρωπο. Οι έμποροι δεν μπορούν να κερδίζουν αν δεν πούνε ψέματα, και τι αισχρότερο από το ψέμα; Πρέπει επομένως να θεωρούμε αξιοκατάκριτο και ποταπό το επάγγελμα όλων εκείνων που πουλούν το μόχθο των άλλων και το δικό τους. Γιατί όποιος δίνει τη δουλειά του με αποκλειστικό αντάλλαγμα το χρήμα, πουλιέται και υποβιβάζει τον εαυτό του στη τάξη των δούλων.» (Κικέρων «περί καθηκόντων» κεφ. 24). Αυτά έλεγαν πριν 2 και 3 χιλιάδες χρόνια αυτοί που όχι άδικα ονομάστηκαν σοφοί, άσχετα αν σήμερα τα λόγια τους έχουν καπηλευτεί και διαστρεβλωθεί από τους λογής εθνοπατριώτες.

Για να μην κατηγορούμε αποκλειστικά τον καπιταλισμό, ας θυμηθούμε ακόμη κι εκείνο το κάθαρμα τον Στάλιν που ανέπτυξε την απίθανη «θεωρεία» του Σταχανοφισμού πείθοντας τις χιλιάδες των Σοβιετικών εργατών και αγροτών ότι όσο εντατικοποιείται η δουλειά και αυξάνει η παραγωγή, τόσο πιο γρήγορα θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός μέχρι τη τελική απελευθέρωση του ανθρώπου προς το κομμουνισμό. Και αν όλα αυτά σας φέρνουν τρόμο θυμίζοντας σας την επιγραφή που ήταν αναρτημένη στη κεντρική πύλη του ναζιστικού στρατοπέδου Άουσβιτς η οποία έλεγε: «Η εργασία απελευθερώνει» δεν έχετε άδικο που τρομάζετε. Στην ουσία η «ιδεολογία» της δουλειάς είναι κραταιά και δεν διαφέρει στη πράξη σε κανένα απολυταρχικό η «δημοκρατικό» καθεστώς: Δουλέψτε, δουλέψτε, δουλέψτε! Δουλέψτε για να έχετε να καταναλώνετε στις ψεύτικες ανάγκες που δημιούργησε για εσάς ο καπιταλισμός, γιατί έκτος από παραγωγούς σας χρειάζεται και ως καταναλωτές αυτών που εσείς παράγετε όχι δωρεάν φυσικά. Δουλέψτε εργάτες κι εργάτριες για να αυξήσετε τη παραγωγή αγαθών (και την ατομική σας δυστυχία). Όσο φτωχότεροι είστε τόσο πιο πολλούς λόγους έχετε να δουλεύετε και όσο πιο πολύ δουλέψετε τόσο πιο γρήγορα θα είσαστε ανεξάρτητοι και ελεύθεροι. Πόση υποκρισία μπορεί να κρύβουν οι παραπάνω παραινέσεις που ονομάζουν τη σκλαβιά ελευθερία; Η πραγματικότητα όμως βρίσκεται στο παλιό καπιταλιστικό γνωμικό που έλεγε: «δούλεψε μου κακορίζικε για να μη σου μοιάσω».

Τον τελευταίο χρόνο ακούμε συνεχώς ότι ο πλανήτης περνά τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Ακούμε για μαζικές απολύσεις και στρατιές ανέργων, για εργοστάσια που δεν μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους, για βιομηχανίες που οδηγούνται στο κλείσιμο και για ένα καταρρέων τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Ακούμε τόσα πολλά αλλά ελάχιστοι από εμάς έχουμε αντιληφθεί τα πραγματικά αίτια αυτής της κρίσης. Όλοι εμείς που παραδοθήκαμε «ψυχή τε και σώματι» στη διαστροφή της δουλειάς πεπεισμένοι και πλανημένοι από τους καπιταλιστές-κηφήνες ότι όσο πιο πολύ δουλέψουμε τόσο καλύτερο θα είναι το μέλλον μας δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η υπερεργασία και η υπερπαραγωγή τη περίοδο της οικονομικής «ευημερίας» αποτελούν τα αίτια της σημερινής οικονομικής κρίσης. Ο καπιταλισμός «ξεχείλωσε» από την άκρατη συσσώρευση χρήματος στα χρηματοκιβώτια των λίγων, οι υπέρογκες αυξήσεις των τιμών μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των εργαζομένων και η υπερπαραγωγή αγαθών από τα φτηνά εργατικά χέρια των τριτοκοσμικών χωρών έκανε το ίδιο το σύστημα να λυγίσει κάτω από το ίδιο του το βάρος με αποτέλεσμα ο κόσμος να γίνεται ακόμη φτωχότερος και να αδυνατεί να καταναλώσει. Αυτό το σαθρό σύστημα βασίζει την ύπαρξη του στη κυκλοφορία του χρήματος κι εφόσον το χρήμα μένει στάσιμο αρχίζει και χάνει την ανταλλακτική του αξία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και αυτό μια μορφή «θείας δίκης» εναντίον όλων αυτών που τόσα χρόνια κερδοσκοπούσαν ασύστολα και εκμεταλλεύονταν τους πολλούς, αλλά όπως συμβαίνει πάντα το λογαριασμό θα τον πληρώσουν (και τον πληρώνουν) οι πολλοί. Δυστυχώς προς ώρας η αντίδραση των εργαζομένων συνεχίζει να βαδίζει στο δρόμο που χάραξαν οι αφέντες τους. Αντί οι άνεργοι και οι απολυμένοι να αρχίσουν να παίρνουν την τύχη τους στα χέρια τους, να πάρουν πίσω όσα οι ίδιοι παρήγαγαν και τους ανήκουν, να απαλλοτριώσουν τους χώρους παραγωγής και να τους διαχειριστούν οι ίδιοι χωρίς αφέντες και διευθυντές στο κεφάλι τους και να μοιράζονται ισότιμα το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, εκλιπαρούν τα αφεντικά να συνεχίσουν να είναι σκλάβοι τους δεχόμενοι ακόμη και τις προτάσεις τους για περισσότερες ώρες δουλειάς, μείωση των μισθών τους λιγότερη ασφάλιση (η και καθόλου). Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να ζητούν τη παράταση της ποινής τους με ακόμη πιο απεχθείς όρους.

Εδώ θα μπορούσε να μας πει κάποιος: «ωραία όλα αυτά, αλλά προτάσεις για να σταματήσουμε αυτή τη φαυλότητα έχετε;»

Όσο και αν ακουστεί παράξενο η καλύτερη πρόταση ακούστηκε όχι από κάποιον επαναστάτη ή συνδικαλιστή, αλλά από έναν κηφήνα και διαχειριστή του πλούτου ονόματι Μίχαλο. Τι πρότεινε; Να μειωθεί το ωράριο δουλειάς σε 3 ώρες ημερησίως!
Αυτό που είχε προτείνει ο Λαφάργκ το 1880 εκφράστηκε από έναν παράγοντα της δεξιάς κυβέρνησης και γιό υπουργού της χούντας! Φυσικά δεν είπε να μειωθούν μόνο οι ώρες δουλειάς αλλά μαζί να γίνει και μείωση μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, αλλά εμείς κρατάμε και συμφωνούμε μαζί του μόνο στη μείωση του ωραρίου χωρίς να δεχόμαστε τίποτα από τις υπόλοιπες προτάσεις του. Ζούμε στον 21ο αιώνα με τη τεχνολογία να έχει φτάσει σε σχεδόν ασύλληπτα επίπεδα σε σχέση με πριν 50 χρόνια.

Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να δουλεύουν πάνω από 3 ώρες την ημέρα, η παραγωγή είναι σε υψηλά επίπεδα και τα αγαθά φτάνουν να ντύσουν και να ταΐσουν 2 πλανήτες σαν τη Γη, άσχετα αν ο καπιταλισμός κρατά σε συνθήκες ανέχειας και πείνας τα 2/3 του πλανήτη για να ελέγχει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και να κερδοσκοπεί ασύστολα. Αυτή πρέπει να είναι και η βασική απαίτηση των εργαζομένων. Λιγότερη δουλειά, περισσότερη ελευθερία για γλέντια, περισσότερος χρόνος για πραγματική ζωή. Aς είμαστε τεμπέληδες σε όλα, εκτός από τον έρωτα, το πιοτό και τη τεμπελιά ! Όσο για τα αφεντικά; Ε εφόσον τους αρέσει τόσο πολύ η δουλειά και την θεωρούν σαν το ύψιστο αγαθό ας δουλεύουν αυτοί και για εμάς.

*Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο 2ο φύλλο (Μάης 2009) της εφημερίδας δρόμου Άπατρις

Ανάρτηση από: http://paganeli.wordpress.com