Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Το δίλημμα της ηγεσίας στο Γκέτο



Του Θανάση Γκότοβου
Όσοι θέλουν να κατανοήσουν τη στάση και τη δράση της κυβερνώσας πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα, από το 2010 μέχρι σήμερα, θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά το πολύκροτο βιβλίο του Gustavo Corni Hitlers GhettosΌχι επειδή το σημερινό καθεστώς στην Ελλάδα έχει κοινά στοιχεία με τον εθνικοσοσιαλιστικό παράδεισο, αλλά επειδή η δομή του διλήμματος που αντιμετωπίζει εδώ και τρία χρόνια η δική μας ελίτ είναι παρόμοια με τη φύση του διλήμματος των ηγεσιών των εβραϊκών Γκέτο της ανατολικής Ευρώπης. Τα γκέτο αυτά ήταν κοινωνίες Εβραίων, χωρισμένες με εντολή των Ναζί από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα στις κατεχόμενες χώρες. Λειτούργησαν, κυρίως, ως χώροι προσωρινής διαβίωσης των Εβραίων της Ευρώπης, ως προθάλαμοι για τους κανονικούς θαλάμους αερίων.
Όμως οι διορισμένες από τους Γερμανούς ηγεσίες τους (στις οποίες περιλαμβάνονταν ικανό ποσοστό των προηγούμενων ηγεσιών των εβραϊκών κοινοτήτων, πριν από την κατοχή) διέθεταν ένα είδος «αυτοδιοίκησης», δηλαδή αρμοδιότητες να καθορίζουν οικονομικές και άλλες δραστηριότητες στο Γκέτο, να συντάσσουν τους καταλόγους των προσώπων που έπρεπε κάθε φορά να «εκκενώνονται» είτε για τα στρατόπεδα εργασίας, είτε για τα στρατόπεδα θανάτου, να τηρούν το νόμο και την τάξη με τη δική τους, εβραϊκή, αστυνομία κ.ο.κ.
Η «αυτοδιοίκηση» αυτή όφειλε να αναγνωρίζει και να σέβεται μέχρι κεραίας το εξωτερικό πλαίσιο, αυτό που είχαν επιβάλει οι Ναζί, με άλλα λόγια όφειλε να λειτουργεί υπέρ της ακώλυτης εφαρμογής της γερμανικής πολιτικής για τους Εβραίους της Ευρώπης.
Έτσι, προς το εσωτερικό του Γκέτο οι ηγεσίες του ήταν απολύτως αυταρχικές, σχεδόν δικτατορικές, με αρμοδιότητες που δεν θα τις είχαν ποτέ, αν δεν τους τις είχαν δώσει οι δημιουργοί του εξωτερικού πλαισίου: ο Χίτλερ, ο Χίμλερ και ο Χάϊντριχ.
Είχαν εξουσία, όχι μόνον επιβολής οικονομικών και άλλων μέτρων στα μέλη του Γκέτο, αλλά στην κυριολεξία εξουσία ζωής και θανάτου απέναντί τους. Κατά διαστήματα η ένταση μέσα στα Γκέτο ήταν τέτοια, που οι εβραϊκές ομάδες αντίστασης σε αυτή την εξουσία, οι μυστικοί επαναστατικοί πυρήνες μέσα στα Γκέτο που προπαγάνδιζαν τη ρήξη με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αλλά και με την ηγεσία του Γκέτο, σχεδίασαν και πραγματοποίησαν «εκκαθαρίσεις» μελών της ηγεσίας.
Προς τα έξω, στη σχέση τους με το ναζιστικό καθεστώς, οι ηγεσίες ήταν κατά κανόνα απολύτως ανίσχυρες, εφεκτικές και προσαρμοστικές. Τα περιθώρια αντιρρήσεων ήταν μηδενικά και οι Ναζί τα είχαν επιβεβαιώσει πολλές φορές όχι μόνο με την απειλή χρήσης ολοκληρωτικής βίας, αλλά με τη χρήση βίας, την καταστολή, τη βίαιη εκκένωση των Γκέτο και την καταστροφή των μελών του.
Το δίλημμα των ηγεσιών αυτών ήταν φοβερό. Αν αντιστέκονταν στο εξωτερικό πλαίσιο και δεν εφάρμοζαν τις εντολές των Γερμανών, περίμενε τους ίδιους και τους ομοεθνείς τους η ακαριαία καταστροφή. Αν υπάκουαν πειθήνια στα κελεύσματα του Χίμλερ και των οργάνων του, όπως έκαναν οι περισσότερες, απλά θα βοηθούσαν σε μια ομαλή και χωρίς πολλές διαμαρτυρίες και αναταράξεις εξόντωση του πληθυσμού των Γκέτο, δηλαδή του λαού τους, διευκολύνοντας τη λειτουργία της μηχανής του θανάτου που είχε ήδη στήσει το καθεστώς και την καμουφλάριζε επιμελημένα με την προπαγάνδα του, για την διάδοση της οποίας όμως όφειλε να συμβάλει και η ηγεσία των Γκέτο.
Πραγματική λύση στο δίλημμα αυτό δεν υπήρχε. Ούτε μπορούσε μια εσωτερική επανάσταση και ανατροπή της ηγεσίας σε ένα Γκέτο να αλλάξει κάτι στο εξωτερικό περίβλημα, ούτε πάλι η εμφατικά πιστή προσαρμογή στο πρόγραμμα των Γερμανών θα άλλαζε το σχέδιο εξόντωσης.
Πολλές εβραϊκές ηγεσίες κατηγορήθηκαν μετά τον πόλεμο για τον τρόπο που επέλεξαν να λύσουν το δίλημμα αυτό και που ήταν ένας συνδυασμός τριών παραμέτρων: υποταγή απέναντι στο εξωτερικό πλαίσιο, δηλαδή στον Χίμλερ, δικτατορία μέσα στο Γκέτο και, τρίτον, αγορά χρόνου για την απομάκρυνση της ολοκληρωτικής καταστροφής των Εβραίων μέσω της υπαγωγής μεγάλου μέρους του πληθυσμού του Γκέτο σε υπηρεσίες απαραίτητες για τη διεξαγωγή του πολέμου, όπως τα στρατόπεδα εργασίας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, όσο ο Φύρερ χρειάζεται τους Εβραίους εργάτες για να διεξάγει πόλεμο, ο Χίμλερ δεν μπορεί να στείλει όλους τους Εβραίους στο Άουσβιτς, στο Κούλμχοφ, στο Μπέλζετς, στο Μαϊντάνεκ, στο Σομπίμπορ και στην Τρεμπλίνκα για να τους αφανίσει. Μπορεί να είναι σκληρός και απάνθρωπος, πίστευαν, ηλίθιος όμως δεν είναι.
Η λογική αυτή τελικά δεν λειτούργησε. Ήταν, πάντως, η μόνη που θα μπορούσε ίσως να είχε λειτουργήσει, αν ο πόλεμος δεν είχε κρατήσει τόσο πολύ.
Ποιος μπορεί να πει πόσο θα κρατήσει ο οικονομικός πόλεμος – δεν είναι δική μου έκφραση, αλλά του Προέδρου της ελληνικής Δημοκρατίας – στον οποίο έχει εμπλακεί η Ελλάδα από το 2009 και μετά; Πόσοι Έλληνες θα θυσιαστούν οικονομικά και πόσοι θα υπαχθούν στην κατηγορία της «εκκένωσης» (μετανάστευσης) μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών; Ούτε εδώ είναι εύκολη η απάντηση.
Από ό,τι φαίνεται η κρίση δεν θα τελειώσει ούτε γρήγορα, ούτε εύκολα. Και όπως στα Γκέτο ο κόσμος δεν ήθελε να πιστέψει ότι λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο πέρα οι «εκκενωθέντες» οδηγούνται στους θαλάμους αερίων, παρότι και πληροφορίες υπήρχαν και τεκμήρια, έτσι και σήμερα δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο κοινωνικός ιστός της Ελλάδας καταστρέφεται μπροστά μας, επειδή οι «αγορές» έχουν άποψη και σχέδιο και διότι η Ευρώπη ως ενιαία πολιτική υπόσταση δεν υφίσταται. Ενώ αυτό που υφίσταται ως Ευρώπη είναι μια αντανάκλαση της λογικής των παγκόσμιων «αγορών».
Και δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, επίσης, για έναν άλλο λόγο: επειδή οι λύσεις που υπόσχονται όσοι βλέπουν με μεγαλύτερη διορατικότητα τα πράγματα -αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε- είναι λύσεις που δεν μπορεί να «χωνέψει» το εξωτερικό πλαίσιο. Σε κανένα εβραϊκό γκέτο δεν έγινε αλλαγή ηγεσίας τέτοια που να αναγκάσει τους Γερμανούς σε παραχωρήσεις ή αλλαγή του σχεδίου. Έγιναν όμως εξεγέρσεις, όπως στη Βαρσοβία, στο Βίλνιους, στο Μπιάλιστοκ. Όπου έγιναν, απέτυχαν όλες. Αλλά έδειξαν κάτι και κάτι άφησαν πίσω στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης του εβραϊκού έθνους.
Μα, θα μου πείτε, αυτοί που ασκούν την πίεση στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι οι Γερμανοί του πολέμου. Είναι πολιτισμένοι άνθρωποι, δημοκράτες, οπαδοί ενός συστημικού ορθολογισμού. Δεν μισούν τους Νότιους, απλώς θέλουν να βελτιώσουν την οικονομία και την κοινωνία τους.
Θα συμφωνήσω. Προσθέτοντας, βεβαίως, ότι για αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολοι αντίπαλοι. Διότι τους Γερμανούς εκείνης της εποχής μπορούσες να τους πολεμήσεις σε συνεργασία και συμμαχία με άλλους. Τις αχαλίνωτες πλέον παγκόσμιες «αγορές» ποιος και πώς θα τις πολεμήσει; Ποιος και πώς θα τους περάσει καπίστρι;
Η Ελλάδα, θα μου απαντήσετε. Ο μικρός Δαυίδ ή ο Οδυσσέας της εποχής. Ίσως. Αλλά αν για τον Γολιάθ ο Δαυίδ και οι δικοί του είχαν κάποια αξία, δεν είναι άστοχο να θυμίσω ότι για τις «αγορές» είναι παντελώς αδιάφορο αν υπάρχουν Έλληνες, πού κατοικούν ή τι ορίζουν. Δεν πάσχουν από έλλειψη πολιτιστικών προτύπων, ώστε να περιμένουν από μας να τα αποκτήσουν. Ούτε είναι οπαδοί του πολυπολιτισμού που θα δικαιολογούσε καταχρηστικά το δικαίωμα ύπαρξης μιας διακριτής πολιτισμικής συλλογικότητας. Έχουν άλλες προτεραιότητες, δυστυχώς.
Έτσι το βάρος του διλήμματος για την ηγεσία της Ελλάδας σήμερα είναι εξίσου δυσβάστακτο. Η μόνη απορία που έχω είναι γιατί εμφανίζονται τόσοι πολλοί που επιθυμούν οπωσδήποτε να το σηκώσουν. Φιλοπατρία;
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.
Ανάρτηση από: http://www.aixmi.gr