Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Δεσποινίς ετών 39

Του Βάσου Φτωχόπουλου


Δεν είναι δυνατόν να κάνουμε μέσα σ’ ένα άρθρο μία αναδρομή των τελευταίων 39 ετών, από τότε που οι Τούρκοι και οι «δικοί μας» μαύρισαν την ψυχή μας. Ούτε είναι δυνατόν κανείς να καταγράψει τις αλλαγές στόχων και προσανατολισμών από τις 20 του Ιούλη του 1974 και μετά. Τέτοιες είναι οι αλλαγές, που μας πιάνει φόβος και τρόμος να τις καταγράψουμε. Πέρασαν σχεδόν σαράντα χρόνια και, δυστυχώς, ούτε την ψευδαίσθηση ότι θα επιστρέψουμε δεν έχουμε πια. Ούτε να ονειρευτούμε δεν δικαιούμαστε πια, ακόμη και οι λέξεις έχουν αλλάξει όνομα και νόημα, έτσι για να μην μπορούμε με σαφήνεια να προσδιορίσουμε τις ανάγκες μας. Από το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ και το ειρωνικό ΔΕΝ ΞΕΡΝΩ, φτάσαμε στο σκέτο ΔΕΝ ΗΞΕΡΩ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ, δηλαδή παραπαίουμε ανάμεσα σε μια κυβερνητική πολιτική ενός εθνοκτόνου ψευτορεαλισμού και μιας αντιπολιτευτικής ψευτοηρωικής πατριδοκαπηλίας. Έχουμε εμείς οι ίδιοι καταργήσει τα κατεχόμενα. Αντέξαμε δυο τρεις δεκαετίες και μετά ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου. Τώρα τα κατεχόμενα ξεθωριάζουν με δικές μας ευθύνες. Κάθε βήμα στα κατεχόμενα από πόδια Ελληνοκυπρίων σβήνει και ένα κομμάτι της παλιάς μας Κύπρου, της Κύπρου που μπορεί να κατείχαν οι Τούρκοι, όμως δεν τολμούσαν να πουν πως την πονούν, δεν μπορούσαν να φιλήσουν τα χώματά της, δεν μπορούσαν να προσκυνήσουν τους αγίους της.
Τώρα, οι Τούρκοι γνωρίζουν πολύ καλά πως η μόνη μας ανησυχία είναι να μπορούμε να παριστάνουμε τους καλούς τουρίστες και να επισκεπτόμαστε τα σπίτια μας –αυτά που δεν έχουν γκρεμιστεί–, για να κάνουμε χαζά σχόλια, όπως «αλλιώς τα θυμόμουν», «μα εν χαλαμάντουρα» και άλλα τέτοια φαιδρά. Τώρα, οι Τούρκοι δεν έχουν ανάγκη από πόλεμο για να τουρκέψουν τη νήσο. Η μισή έχει ήδη τουρκέψει, οι λίγες δυνάμεις που αντιστέκονταν στον εκτουρκισμό, κάποιες εκκλησίες, κάποια κτίρια, κάποιες επιγραφές και κάποια αγάλματα χωσμένα στο έδαφος ή σε μουσεία, έχουν σχεδόν παραδοθεί και αυτές στη λαίλαπα της κακογουστιάς των Τούρκων. Αντιστέκονται κάποιοι ήχοι που βγαίνουν τα βράδια κάτω από το έδαφος και τρομάζουν τις χανούμισσες, αντιστέκονται ακόμα κάποια δέντρα που δεν τα έχουν κόψει οι Τούρκοι, αντιστέκονται και κάποια απρόσιτα βουνά που ακόμα μιλούν ελληνικά μεταξύ τους. Αντιστέκονται και οι πέτρες και τα χώματα, μόνο που τα ελληνικά που ακούν σκόρπια απ’ εδώ και απ’ εκεί δεν τους αρέσουν πια, μάλλον με τούρκικα μοιάζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κατεχόμενα οι περισσότεροι τα αποκαλούν «τούρτζιικα» ή «που ποτζιεί» ή «στον βορράν» ή «Βόρειαν Κύπρον» ή «η άλλη πλευρά» ή ακόμη και «τουρκοκυπριακόν κράτος». Αλλά και αυτοί που τα ονομάζουν κατεχόμενα, μόλις πατήσουν τα πόδια τους στα ιερά μας χώματα, αναιρούν την κατοχή εκ των πραγμάτων και εδραιώνουν την τουρκοποίηση.
Φυσικά, κάτι ανάλογο με την τουρκοποίηση συμβαίνει και στις ελεύθερες περιοχές, οι οποίες μοιάζουν με την Κύπρο μόνο σε κάποιους τύπους. Η ελληνοκυπριακή αθλιότητα δεν στερείται αυτής των τουρκοκυπρίων. Οι ελεύθερες περιοχές έχουν μετατραπεί σε μεταμοντέρνο κιτς, σ’ ένα ερμαφρόδιτο τοπίο που καταβροχθίζει χρώματα, λαλιές, τοπία, ακόμη και ανθρώπους. Τι το κυπριακό μπορεί ακόμη να βρει κανείς σ’ αυτόν τον τόπο, πλην αυτών που όλοι θέλουν να εξολοθρέψουν, δηλαδή τις εκκλησίες μας, τα ελληνικά σχολεία μας και τη γλώσσα μας; Τι το ελληνικό ή κυπριακό, αν θέλετε, στα κυπριακά προγράμματα των τηλεοράσεων; Πόσο κυπριακά είναι τα κυπριακά προϊόντα «Made in Taiwan» που πουλούμε στα αεροδρόμιά μας; Πόσο κυπριακοί είναι οι ξηροί καρποί και τα αποξηραμένα φρούτα από την Τουρκία που πουλάμε παντού; Πόσο κυπριακά είναι αυτά τα τρισάθλια κυπριακά που μιλούν όλοι τώρα στην τηλεόραση και στα ραδιόφωνα; Ποιος Έλλην βρακάς ή ακόμα και «Φράγκος» θα πήγαινε μ’ ένα γιλέκο στην τηλεόραση να ξεφτιλίσει την παράδοσή μας και τον εαυτό του; Ποιος Έλλην Κύπριος θα ακρωτηρίαζε το σώμα του και τη γλώσσα του και την πίστη του και τα ιδανικά της φυλής του, για να μοιάσει με κάποιο αμερικανάκι της κακιάς ώρας; ΚΑΝΕΙΣ. Μόνο που τέτοιοι Έλληνες Κυπριώτες λιγοστεύουν πια. Λιγοστεύουν και οι μαυροντυμένες μάνες με τα ροζιασμένα χέρια και τα χρυσά χαμόγελα. Λιγοστεύουν και τα μελαχρινά κορίτσια με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και το ελαφρύ μουστακούδιν. Ναι, λιγοστεύουν και τ’ αγόρια που μεθούν και ξέρουν να χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ναι, λιγοστεύουν αυτοί οι σιωπηλοί γίγαντες που συναντούσε κανείς σε όλα τα καφενεία των χωριών και των πόλεών μας. Τώρα, τα καφενεία έχουν γίνει πούκκικα και οι γίγαντες βρίσκονται στα γηροκομεία μακριά από την κοινωνία, περιμένοντας τον Χάρο να τους πάρει και κάποια οικιακή βοηθό να τους κλάψει.
Το αίμα των ηρώων μας, οι άγιοί μας και οι ποιητές μας μάς κρατούν ακόμη στη ζωή, εδώ στα ελεύθερα κατεχόμενα και εκεί στα άλλα κατεχόμενα. Πέρασαν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και, παρά τα φαινόμενα, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Αυτοί που έχουν μνήμες από τα κατεχόμενα είναι όλοι πάνω από 45 ετών. Ο μόνος τρόπος να μην ξεχάσουν και αυτοί είναι να διεκδικήσουμε τα χωριά μας και να μην υπογράψουμε καμμία συμφωνία που θα αλλοιώνει τα δεδομένα πριν από το 1974. Η Κύπρος παραμένει ελληνική και δημοκρατική και έτσι τη θέλουμε. Αν δεν αρέσει στους Οθωμανούς Τούρκους της Κύπρου, αν δεν τους αρέσουν τα δικά μας χωριά, ας επιστρέψουν στην Ανατολία.

Ανάρτηση από: http://vasosftohopoullos.wordpress.com