Του Δημήτρη Λένη
Είναι σε όλους μας γνωστό (εξάλλου αποτελεί τμήμα της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ) ότι δεν υπάρχει καμιά Ευρωπαϊκή συνθήκη, καμιά νομοθεσία, που να προβλέπει την εκδίωξη μιας χώρας-μέλους από την ευρωζώνη. Επίσης, δεν υπάρχει καμιά συνθήκη που να προβλέπει την οικειοθελή αποχώρηση μιας χώρας από αυτήν. Το ερώτημα, παρ’ όλα αυτά, παραμένει: υπάρχει μέλλον για τη χώρα μας μέσα στο ευρώ και, αν ναι, ποιο είναι αυτό; Επιπλέον, η παραμονή ή όχι μιας χώρας στην ευρωζώνη είναι αποκλειστικά και μόνο δικό της ζήτημα, δική της επιλογή; Το κοινό νόμισμα είναι ένα «αγαθό» που δόθηκε στους «Ευρωπαίους» και αυτοί (δηλαδή οι ευρωπαϊκοί ιμπεριαλισμοί) δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν ποιος θα συμμετέχει ή όχι σε αυτό, δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν αν θα διώξουν κάποιον;
Το αν θα μείνει ή θα φύγει η Ελλάδα από το ευρώ δεν είναι μόνο απόφαση «δική της» (δηλαδή της κυβέρνησής της). Η διεθνής πολιτική δεν διεξάγεται μόνο στη βάση των διεθνών συνθηκών και του… «αμοιβαίου σεβασμού των λαών», το αντίθετο. Αν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχαν ούτε εμπορικοί πόλεμοι, ούτε εμπάργκο, ούτε πόλεμοι, ούτε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Το κοινό νόμισμα δεν είναι η «κοινή ευημερία των Ευρωπαϊκών λαών», αντίθετα είναι το όχημα για την κερδοφορία των Ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών. Επομένως, η τύχη του δεν θα αφεθεί εύκολα και χωρίς λυσσώδη μάχη στα χέρια ενός λαϊκού κινήματος, ελληνικού ή όχι, με ή χωρίς Ευρωπαϊκές συνθήκες. Το πρόβλημα ευρώ περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το ότι οι Ευρωπαϊκοί ιμπεριαλισμοί έχουν φτάσει σε ένα σημείο όπου η όποια κερδοφορία του ενός εξαρτάται πλέον από τις απώλειες του άλλου.
Τα πολλά ευρώ: οι αποκλίνουσες στρατηγικές του «κοινού» νομίσματος
Υπάρχει μια απλή πραγματικότητα: υπό τις τρέχουσες συνθήκες ταξικής πάλης στις Ευρωπαϊκές χώρες και ανεξάρτητα από την έκβαση της ελληνικής κρίσης, το κοινό νόμισμα δεν πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει για πολύ. Η ελληνική «ιδιαίτερη περίπτωση» μπορεί μόνο να επιταχύνει ή να επιβραδύνει την τελική κατάληξη – πολλώ δε μάλλον που καθόλου ιδιαίτερη δεν είναι.
Το νόμισμα (που συνήθως συμπληρώνεται με το επίθετο «εθνικό») δεν είναι, όπως ισχυρίζεται ο νεοφιλελεύθερος μύθος, απλώς ένα μέσο διευκόλυνσης των ανταλλαγών. Κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός (με την εξαίρεση της ευρωζώνης) έχει το δικό του νόμισμα• υπάρχουν πολύ σημαντικοί λόγοι για αυτό. Μεταξύ πολλών άλλων, το νόμισμα συμπυκνώνει το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε αυτόν το σχηματισμό και ουσιαστικά «μετράει» τη θέση του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι αγορές, εγχώριες και διεθνείς, «βαθμολογούν» τις επιδόσεις της αστικής τάξης κάθε χώρας στην ταξική πάλη μέσα από τη βαθμολόγηση του νομίσματός της (και των εμπορευμάτων που είναι τιμολογημένα σε αυτό, μεταξύ των οποίων και το κρατικό ή άλλο χρέος).
Η εισαγωγή του κοινού νομίσματος ήταν μια τυχοδιωκτική κίνηση που προσπάθησε να απαντήσει στην ιστορική παρακμή και υποβάθμιση του Ευρωπαϊκού κέντρου που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και, αντίθετα από την κοινή οικονομίστικη ερμηνεία των πραγμάτων από την Αριστερά, δεν ήταν μια οικονομική αλλά μια πολιτική κίνηση. Ένα στοίχημα, δηλαδή, που δεν στηρίχτηκε σε κοινά συμφέροντα όσο σε αποκλίνουσες προσδοκίες και εκβιασμούς: η Γαλλία περίμενε να περιορίσει τη βιομηχανική Γερμανία με βάση την πολιτική της ισχύ και τις συμμαχίες της (εξού και η είσοδος της Ελλάδας στην Ένωση), η Γερμανία πάλι να «υποτάξει» οικονομικά την πολιτικά και στρατιωτικά ισχυρότερη Γαλλία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η είσοδος στην ευρωζώνη ήταν (ακόμη) ένα στρατηγικό λάθος της αστικής της τάξης που, μην έχοντας καταστρώσει σχέδιο για τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, νόμισε ότι η συμμετοχή της στην Ένωση θα δράσει σαν το δέσιμο ενός βαγονιού σε ένα γρήγορο τρένο: μόλις το τρένο ξεκινήσει, το βαγόνι αναγκαστικά θα ακολουθήσει. Δεν πέρασε δυστυχώς από το μυαλό των φωστήρων μας ότι το αλλοπρόσαλλο αυτό τρένο, που κανένα βαγόνι δεν είναι ίδιο με τα άλλα, μπορεί, όταν φτάσει στις στροφές, να εκτροχιαστεί, πετώντας πρώτα έξω από τις τροχιές τα πιο αδύναμα βαγόνια-κρίκους…
Το ξέσπασμα της κρίσης αφήνει καθαρά να φανούν οι (πρόσκαιροι) νικητές και οι βαθιά χαμένοι. Τι πρόκειται να γίνει από δω και πέρα; Για να προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε τα επερχόμενα, θα πρέπει να δούμε τα δεδομένα. Το πρώτο δεδομένο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η Γερμανία, ακόμα και σήμερα, κερδίζει από την τρέχουσα κατάσταση. Το κοινό νόμισμα, ως μέσος όρος τόσο της βιομηχανικά ισχυρής με υποταγμένη εργατική τάξη Γερμανίας όσο και της Γαλλίας, της Ισπανίας κ.λπ., που βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, είναι σχετικά υποτιμημένο για τη Γερμανία (όχι όμως τόσο ώστε να διακυβεύονται και τα συμφέροντα των τραπεζών) και υπερτιμημένο για τους υπολοίπους, οξύνοντας περισσότερο το ήδη υπάρχον πρόβλημα.
Η Γερμανία στο εσωτερικό της ΕΕ είναι μια χώρα χαμηλού κόστους (στα Lidl βρίσκει κανείς άπειρα γερμανικά προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, από οδοντογλυφίδες μέχρι χαρτί υγείας και μπαταρίες). Ακόμα περισσότερο: η Γερμανία, με βάση το σημερινό υποτιμημένο (γι’ αυτήν) ευρώ, μπορεί να ανοίγει αγορές για τα προϊόντα της έξω από την ευρωζώνη. Πολύ σύντομα (ίσως και μέσα στη χρονιά) η Ρωσία (με τα πετρέλαιά της) και η Κίνα θα ξεπεράσουν τη Γαλλία ως σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Γερμανίας. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εξαργυρώνει σε αυτή την φάση τα κέρδη από την υποταγή των εργατών της και ανοίγει ταυτόχρονα νέες αγορές.
Άρα, ως συμπέρασμα προκύπτει ότι αν και στην πρώτη φάση της ευρωζώνης πράγματι οι νότιες αγορές αποτέλεσαν τον κύριο πελάτη ανάπτυξης της γερμανικής μηχανής, δημιουργώντας πλεονάσματα εκεί και ελλείμματα εδώ, η φάση αυτή τελειώνει ταχύτατα. Οι Γερμανοί δεν χρειάζονται πλέον τους νότιους για να αγοράζουν τα αυτοκίνητά τους. Η αξία των νότιων εταίρων πλέον δεν έγκειται στην αγοραστική τους δύναμη, αλλά στην αδυναμία τους, στην αντιφατική δυνατότητά τους να ελέγχουν με την κρίση τους την τιμή του ευρώ, ώστε να μην ξεφύγει προς τα πάνω, κρατώντας το διαρκώς υποτιμημένο για τους Γερμανούς και διευκολύνοντάς τους στον εξαγωγικό τους μερκαντιλισμό.
Επιπλέον, η αστάθεια σημαίνει ότι τα κεφάλαια που φεύγουν πανικόβλητα από το Νότο πηγαίνουν στο «ασφαλές» καταφύγιο των γερμανικών τραπεζών. Τα δισεκατομμύρια που έφυγαν από την Bankia της Ισπανίας –αλλά και τη Eurobank– καταλήγουν ως φτηνό κεφάλαιο στην Deutsche Bank. Η επόμενη έκδοση Γερμανικών ομολόγων θα γίνει με επιτόκιο 0% – όποιος αγοράζει Γερμανικό χρέος δεν θα περιμένει καθόλου απόδοση! Αυτό φαίνεται καλό για τους Γερμανούς, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για λιμνάζοντα κεφάλαια που απελπισμένα ψάχνουν για ευκαιρίες υπεραξίωσης στην αγκαλιά του Γερμανικού γίγαντα. Δεν θα κρατήσει για πάντα• ήδη μια φούσκα στον κατασκευαστικό τομέα έχει αρχίσει να χτίζεται με τις τιμές των ακινήτων στη Γερμανία.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι πράγματι η συγκεκριμένη πορεία δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ χωρίς κάποιου είδους κατάρρευση της Γαλλίας (να μη συζητήσουμε καν για τις χώρες της περιφέρειας…). Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός δεν έχει ακόμα υποστεί όλα τα σκληρά αποτελέσματα της κρίσης. Αυτό που νιώθει όμως είναι το τέλος της εποχής των παχιών αγελάδων, αφού μια ισπανικού τύπου κρίση και αποσταθεροποίηση είναι πλέον προ των θυρών.
Αυτό τον υποχρεώνει βέβαια να διεκδικήσει μια σχετική αλλαγή στη νομή της Γερμανικής λείας, αλλά από μάλλον υποτελή θέση, λόγω της διαφαινόμενης υποβάθμισής του, λόγω δηλαδή της αδυναμίας του να κρατήσει υπό έλεγχο, όχι τα κρατικά ελλείμματα, αλλά την ίδια την εργατική του τάξη που είδε τα τελευταία χρόνια μια σχετική άνοδο των εισοδημάτων της (αυτού του κομματιού δηλαδή των εργαζομένων που δεν πλήττεται από τη βαριά γαλλική ανεργία).
Η αυθόρμητη απάντηση του γαλλικού πολιτικού κέντρου, πέρα από τα φληναφήματα περί ανάπτυξης, στην ουσία θα είναι μια διελκυστίνδα με την εργασία για πειθάρχηση, τουλάχιστον στο επίπεδο που θα του επιτρέψει να συνομιλεί ως ίσος με τη γερμανική ηγεσία. Τα σημάδια είναι αντιφατικά: στη Γαλλία υπάρχει ακόμα ισχυρή Αριστερά, αλλά οι διεκδικήσεις της περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στα «δικαιώματα» και τον επιθετικό Ευρωπαϊσμό, αφήνοντας όλο το χώρο στην ακροδεξιά που έχει μάθει καλά τα μαθήματα ενός εργατίστικου φασισμού. Η Λεπέν σάρωσε στις εργατικές περιοχές του Νότου που έχουν πληγεί από την ανεργία, υποσχόμενη έξοδο από το ευρώ και μείωση της ανεργίας.
Το τρίτο δεδομένο είναι ότι το χρέος, ως κύρια στη συγκυρία έκφραση της ευρύτερης κρίσης υπερσυσσώρευσης, συνεχίζει εν μέσω της κρίσης να αυξάνεται. Η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που κατάφερε ως τώρα να μειώσει το κρατικό χρέος της σε απόλυτα νούμερα είναι η Ελλάδα – και μάλιστα, λόγω της ταυτόχρονης μεγαλύτερης μείωσης του ΑΕΠ, δεν κατάφερε να μειώσει και το λόγο χρέος/ΑΕΠ. Όμως, παρά την κυρίαρχη φιλολογία, δεν είναι η Ελλάδα ή η Ιταλία οι χώρες με το μεγαλύτερο πραγματικό πρόβλημα.
Ο χωρισμός του χρέους σε δημόσιο και ιδιωτικό είναι καθαρά ιδεολογικός, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Ιρλανδίας που απέκτησε πρόβλημα όταν μετέτρεψε σε μια νύχτα το ιδιωτικό χρέος των τραπεζών της σε κρατικό χρέος, μια αναπόφευκτη κίνηση αν το δει κανείς από την πλευρά του κεφαλαίου. Όταν ένας ιδιώτης χρωστάει και δεν μπορεί να πληρώσει, τότε το χρέος πρέπει να μετακυλιστεί σε κάποιον που να μπορεί, ακόμα κι αν αυτός δεν είναι υπεύθυνος για το χρέος. Το ίδιο χρέος που πριν δεν ήταν πρόβλημα και κανείς δεν θα πρότεινε τη λιτότητα ως μέθοδο αποπληρωμής του, μόλις το ανέλαβε το κράτος, μέσα σε μια νύχτα ουσιαστικά, απαίτησε η χώρα να κυλήσει στην κοινωνική καταστροφή.
Το συνολικό χρέος (ιδιωτικό και δημόσιο) της Ελλάδας είναι 250% του ΑΕΠ. Της Ισπανίας είναι περίπου 300%, της Γερμανίας 200%, της Ολλανδίας περίπου όσο το ελληνικό. Ο αγγλοσαξωνικός κόσμος είναι ακόμα χειρότερα, με την Ιρλανδία στο 400% και τις ΗΠΑ στο εξωφρενικό 500%. Για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στον ιδιωτικό τομέα και όχι στον δημόσιο τομέα. Ειδικά στην Ελλάδα όμως, το χρέος των νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα μικρό, κάτι που δείχνει επίσης ότι δεν είναι οι λαϊκές τάξεις που «έζησαν πάνω από τις δυνάμεις τους» ή «κατανάλωναν περισσότερο από όσο παρήγαγαν», κατηγορία που μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στις μεγάλες τράπεζες και τους διαπλεκόμενους ομίλους που έκαναν πάρτι τόσα χρόνια με τις κρατικές παραγγελίες για υπερκοστολογημένα έργα, εξοπλιστικές δαπάνες, πλήρη φορολογική ασυλία κλπ.
Στη χώρα μας το πρόβλημα είναι το σχετικά μεγάλο δημόσιο χρέος, το οποίο, λέει ο κυρίαρχος λόγος, δεδομένου ότι είναι δημόσιο, απαιτεί διαρθρωτικά μέτρα, μείωση του κράτους, κοινωνικό κανιβαλισμό κ.λπ. Το γεγονός ότι πρόκειται για μια στρατηγική που εξαλείφει κάθε πιθανότητα αποπληρωμής του έχει ήδη γίνει προφανές σε όλους, δείχνοντας ταυτόχρονα ότι εξαρχής ο σκοπός δεν ήταν το ίδιο το χρέος αλλά η αλλαγή των συσχετισμών της ταξικής πάλης.
Το πραγματικό αδιέξοδο για το κεφάλαιο, πάντως, με όλο αυτό το χρέος στον αναπτυγμένο κόσμο (και όχι μόνο στην Ελλάδα) είναι ότι η κατεύθυνση της συσσώρευσης (της γενικής κερδοφορίας) δείχνει καθαρά πως δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθεί, είτε ιδιωτικό είναι είτε κρατικό. Η χρεοκοπία και η κατάρρευση των δανειστών δεν είναι αυτή τη στιγμή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η μόνη πραγματική λύση από τη σκοπιά του κεφαλαίου είναι η χρεοκοπία των λαών, με σκοπό τον περιορισμό των δικών του απωλειών και τη θεμελίωση των προϋποθέσεων για έναν νέο κύκλο κερδοφορίας, όταν κάποτε η φάση της απαξίωσης τελειώσει.
Το τελευταίο δεδομένο είναι ότι το κρατικό χρέος μιας χώρας που δεν ανήκει στην ευρωζώνη, εφόσον αυτό είναι σε εγχώριο νόμισμα, μπορεί πάντα να αποπληρωθεί στο ακέραιο (με «εκτύπωση χρήματος», όπως είναι η λάθος έκφραση της μόδας). Η κρίση φυσικά δεν αφήνει μια τέτοια χώρα ανεπηρέαστη –το αντίθετο–, ωστόσο, το επείγον και εκβιαστικό ζήτημα της χρεοκοπίας δεν τίθεται. Αντίθετα, το ευρώ (που για τις χώρες της ευρωζώνης είναι ξένο νόμισμα, συνάλλαγμα και μάλιστα για την περιφέρεια σκληρό συνάλλαγμα) σημαίνει ότι ο κίνδυνος χρεοκοπίας είναι πάντα παρών, ένας κίνδυνος (και ευκαιρία) για τις αστικές τάξεις των χωρών που απειλούνται. Το αποτέλεσμα είναι η πορεία της χώρας μας τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, πορεία που τάχιστα ακολουθούν και οι υπόλοιπες χώρες του νότου.
Οι ηγεσίες των χρεωμένων χωρών, υπό τον εκβιασμό της χρεοκοπίας και μην έχοντας άλλα εργαλεία στα χέρια τους για να ξεφύγουν (ή να πάρουν έστω μια παράταση), όπως την υποτίμηση, την άμεση χρηματοδότηση των ελλειμμάτων από τον προϋπολογισμό (που θα ήταν και η πιο ανώδυνη για τα λαϊκά στρώματα λύση) ή μια πληθωριστική πολιτική, είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν τις πιο σκληρές αποπληθωριστικές πολιτικές που αποσταθεροποιούν πέρα από κάθε μέτρο την κοινωνία. Ο αποπληθωρισμός είναι ιδιαίτερα επώδυνος για τους δανειζόμενους που βλέπουν και τα δάνειά τους να αυξάνονται και τις πηγές εισοδήματός τους να μειώνονται, είτε λόγω ανεργίας είτε λόγω πτώσης τιμών στα ακίνητα κ.λπ.
Αυτές οι πολιτικές αποσταθεροποιούν εντέλει και το πολιτικό κέντρο και το δικομματισμό (ή όποιο σταθερό σύστημα διακυβέρνησης υπάρχει σε κάθε χώρα). Λέμε συχνά ότι η ΕΕ ήταν πρόσχημα για την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών, και ότι το ΠΑΣΟΚ (ειδικά οι εκσυγχρονιστές) και η ΝΔ θα εφάρμοζαν τελικά τα ίδια μέτρα και χωρίς αυτήν. Αυτό είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Η πίεση από το σκληρό ευρώ και την αποτυχία του ανάγκασε το πολιτικό κέντρο να προβεί σε κινήσεις χωρίς καμιά αντιστάθμιση, το ξεγύμνωσε και το αποσταθεροποίησε σε βαθμό που και οι δύο κυβερνητικοί εκπρόσωποί του να βιώνουν μια άνευ προηγουμένου κρίση, κρίση που θα καθυστερούσε αρκετά να συμβεί (και πιθανόν να είχε και διαφορετικό χαρακτήρα) αν δεν υπήρχε ο βραχνάς του ευρώ.
Το κάψιμο Παπανδρέου, Βενιζέλου και Σαμαρά δεν θα είχε συμβεί μέσα σε λίγους μόνο μήνες αν είχε εφαρμοστεί μια πιο ήπια πολιτική, λ.χ. υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Την ίδια πορεία διάλυσης του πολιτικού κέντρου και του δικομματισμού βλέπουμε να εξελίσσεται (αν και πιο αργά) στις υπόλοιπες χώρες του Νότου και, αν συνεχίσει, η ίδια πορεία σταδιακά θα επεκτείνεται και προς το Βορά. Εντούτοις, η απαξίωση του πολιτικού κέντρου (και μέχρι αυτό να βρει νέα ισορροπία, ενδεχομένως πολύ πιο αυταρχική) σημαίνει ότι μια τέτοια «διαφορετική» πολιτική, αν εφαρμοστεί τώρα, μπορεί υπό προϋποθέσεις να έχει ριζοσπαστικό χαρακτήρα.
Τα αποκλίνοντα συμφέροντα Βορά-Νότου, η αποσταθεροποίηση στο πολιτικό, η σταδιακή επέκταση των προβλημάτων του Νότου στο Βορά μέσω του κοινού νομίσματος και η συνολική κατάρρευση του νομισματικού συστήματος θα είναι πλέον αναπότρεπτες εάν δεν υπάρξει συνολική αλλαγή πολιτικής. Είναι κάπως ειρωνικό (ή τραγικό) ύστερα από αυτά να βλέπουμε την επιμονή της ΕΚΤ και των Γερμανών σε πολιτικές χαμηλού πληθωρισμού, πολιτικές που υποτίθεται ότι τις δικαιολογεί το ιστορικό προηγούμενο της Βαϊμάρης. Οι Γερμανοί φαίνεται να ξεχνούν ότι η κατάσταση που οδήγησε στο ναζισμό δεν ήταν η πληθωριστική περίοδος αλλά, αντίθετα, η αποπληθωριστική περίοδος αποπληρωμής των χρεών της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, χρεών από δάνεια που είχαν συναφθεί σε σκληρό συνάλλαγμα…
Οι «εξωτερικές» συνθήκες
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η οικονομική αστάθεια στην Ευρώπη έχουν οξυνθεί, επομένως, λόγω ακριβώς του ευρώ. Πρόκειται για μια κατάσταση που «εκνευρίζει» ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να έχουν συνείδηση του ρόλου τους ως παγκόσμιου εγγυητή της σταθερότητας του συστήματος. Αυτός είναι ο λόγος που η κεντρική της τράπεζα είναι αυτή τη στιγμή ο δανειστής τελευταίας καταφυγής όχι μόνο των αμερικανικών τραπεζών αλλά του διεθνούς συστήματος (της ευρωζώνης συμπεριλαμβανόμενης).
Οι BRICS (ανάμεσά τους και η Κίνα) χρωστάνε σε ένα βαθμό τη συνεχιζόμενη άνοδό τους στις νομισματικές συνθήκες που προσφέρει το δολάριο. Η φούσκα της Τουρκίας (το πιθανό σκάσιμο της οποίας θα έπρεπε λόγω γειτνίασης να μας απασχολεί ιδιαίτερα), επίσης. Η ανάληψη αυτού του ρόλου στο νομισματικό πεδίο εξηγεί, επιπλέον, γιατί παρά την «ποσοτική χαλάρωση» και την αφειδή παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, η Αμερική δεν έχει πέσει στη δίνη του υπερπληθωρισμού, αλλά ο μεν πληθωρισμός της είναι σε λογικά επίπεδα, ενώ τα επιτόκια για το τιτάνιο χρέος της είναι σε ιστορικά χαμηλά, αντίθετα από τις προσδοκίες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Ο διεθνής καπιταλισμός εξακολουθεί να εμπιστεύεται το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα και τις ΗΠΑ ως ηγέτιδα δύναμη της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
Οι ΗΠΑ, ωστόσο, δεν έχουν ακόμα συνέλθει από το χτύπημα της φούσκας των ακινήτων (κατά πάσα πιθανότητα θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι η αγορά ακινήτων να ξεφουσκώσει εντελώς). Το ιδιωτικό χρέος στην Αμερική μειώθηκε μεν τα τελευταία δύο χρόνια αλλά λίγο: τα νοικοκυριά που χρωστούσαν το 100% του ΑΕΠ τώρα χρωστούν το 90%. Η ανεργία δεν δείχνει καμιά τάση ουσιαστικής μείωσης, το χρηματιστήριο (ως δείκτης των προσδοκιών του κεφαλαίου) χωρίς να καταρρέει, δεν φαίνεται σε θέση να ανέβει, το ΑΕΠ είναι στάσιμο. Και αυτά ενώ μια σειρά από άλλες φούσκες κινδυνεύουν να σκάσουν από στιγμή σε στιγμή.
Ήδη φαίνεται ότι στη γιγαντιαία διεθνή φούσκα έχει ξεκινήσει το σκάσιμο στις τιμές εμπορευμάτων, σκάσιμο που θα γίνεται για χρόνια και θα είναι ιδιαίτερα επώδυνο για τις χώρες του τρίτου κόσμου και όσες δεν έχουν κάποια διατροφική επάρκεια. Είμαστε δυστυχώς κι εμείς, έστω και οριακά, σε αυτή την κατηγορία. Οι χώρες του αραβικού κόσμου θα υποφέρουν όμως δυσανάλογα πολύ με ανυπολόγιστες συνέπειες – σκεφτείτε μόνο την προσφυγιά που θα έρθει προς τα εδώ. Οι τράπεζες και στην Αμερική (όπως εξάλλου και ακόμη περισσότερο στην Ευρώπη) είναι πνιγμένες σε βαθύ κόκκινο μελάνι (είναι χρεοκοπημένες, αφού τα δάνεια που έχουν δώσει δεν θα αποπληρωθούν). Η αστάθεια δεν έχει τέλος.
Αλλά η μεγαλύτερη από όλες αυτή τη στιγμή ανησυχία των Αμερικανών είναι η Ευρώπη. Οι προειδοποιήσεις Ομπάμα στο G8 είχαν ως στόχο τη Γερμανία που αδυνατεί να αναλάβει τις ευθύνες οι οποίες της αντιστοιχούν για τη σταθερότητα του Ευρωπαϊκού συστήματος. Γίνεται τώρα καθαρός ο λόγος αυτής της αδυναμίας, που δεν είναι μόνο η μερκαντιλιστική στρατηγική της χώρας: η Γερμανία δεν είναι μόνο πολύ μικρή για να σηκώσει μόνη το βάρος της επερχόμενης κατάρρευσης. Είναι επίσης (αντίθετα με τις ΗΠΑ) και ένας πολιτικός και στρατιωτικός νάνος.
Το πόσο αδυνατισμένο είναι το διεθνές σύστημα φαίνεται και από το γεγονός ότι είναι πολύ σημαντικό το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να αποποιηθούν και αυτές τις διεθνείς ευθύνες τους: ενδεχόμενη νίκη των Ρεπουμπλικάνων ή αποδυνάμωση των Δημοκρατικών στη Γερουσία μπορεί να φέρει τις ΗΠΑ σε θέση να κυνηγούν και αυτές ισοσκελισμένο προϋπολογισμό με σκληρή λιτότητα, κοινωνική περιδίνηση, απότομη απώλεια στήριξης στο διεθνές σύστημα. Είτε έτσι είτε αλλιώς έρχονται δύσκολες μέρες.
Μια «αναπτυξιακή» διέξοδος για το ευρώ;
Η πρόσφατη εκλογή Ολάντ φαίνεται ότι δημιούργησε κάποιες λελογισμένες ελπίδες και για την κατάσταση στη χώρα μας. Υπάρχει η παραμικρή ελπίδα για μια τέτοια διέξοδο; Τεχνικά, δηλαδή σε ένα οικονομικό μοντέλο στον υπολογιστή, είναι δυνατή μια τέτοια αλλαγή πολιτικής. Υπάρχουν ήδη πολλές τέτοιες προτάσεις που έχουν κατατεθεί – και που, απ’ ό,τι φαίνεται, δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ τείνουν ευήκοα ώτα σε αυτές.
Πράγματι, για να πούμε το πιο απλό τέτοιο σενάριο, θα έφτανε η ΕΚΤ να δηλώσει ότι από δω και μπρος θα αγοράζει όλο το ελληνικό χρέος σε τιμές αγοράς (η επιπλοκή εδώ είναι νομική: οι ευρωσυνθήκες περιορίζουν τις δυνατότητες τέτοιων νομισματικών κινήσεων, αλλά οι συνθήκες αλλάζουν). Γρήγορα τα επιτόκια θα αποκλιμακώνονταν και θα αγοράζαμε χρόνο μέχρι να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Φυσικά υπάρχουν και άλλα ισοδύναμα, αλλά πολύ πιο επεξεργασμένα, σενάρια για να ηρεμήσουν τα πράγματα και να πέσει χρήμα στην αγορά για αναπτυξιακά έργα, για τη μείωση της ανεργίας, τη σταθεροποίηση της κατάστασης, την «ανάπτυξη». Και μετά θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Η ευρωζώνη είναι σαν μια Αμερική χωρίς Ουάσιγκτον, χωρίς Ομπάμα, χωρίς Υπουργείο Οικονομικών, αλλά με δολάριο. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τα δημοσιονομικά προβλήματα κάθε πολιτείας τους κεντρικά. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναλαμβάνει να διαχειριστεί λ.χ. φυσικές καταστροφές ή καταρρεύσεις τραπεζών χρηματοδοτώντας τις από τον κεντρικό προϋπολογισμό. Ακόμη και η χρεοκοπία μιας από τις πολιτείες αντιμετωπίζεται εκ των ενόντων και δεν είναι και κάτι το τρομερά σημαντικό που να διακυβεύει το παγκόσμιο σύστημα.
Επιπλέον, η ανεργία σε μία από τις πολιτείες μπορεί να αντιμετωπιστεί σε ένα βαθμό με την εσωτερική μετανάστευση σε άλλες πολιτείες που είναι σε καλύτερη κατάσταση, μειώνοντας τις κοινωνικές συνέπειες (οι Αμερικάνοι έχουν την ίδια εθνική συνείδηση σε όλες τις πολιτείες και, επομένως τους είναι εύκολη η μετεγκατάσταση σε μια άλλη περιοχή της ίδιας χώρας). Όταν απαιτείται αλλαγή πολιτικής στις ΗΠΑ, αυτό γίνεται σχετικά γρήγορα, χωρίς να παίζουν μεγάλο ρόλο τα τοπικά συμφέροντα των πολιτειών, τα οποία εξάλλου υποτάσσονται άμεσα στο γενικό συμφέρον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, του «εθνικού» τους συμφέροντος.
Τέτοιου τύπου αλλαγές γενικής πολιτικής είναι αδύνατες στην Ευρώπη. Κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί το Ευρωπαϊκό εθνικό συμφέρον. Η γενική πολιτική κατεύθυνση είναι ο συμβιβασμός αποκλινουσών στρατηγικών, με μικρό περιθώριο σε περίπτωση διαφωνίας για την εφαρμογή μιας ριζοσπαστικά διαφορετικής πολιτικής από την «αυθόρμητη» πορεία των πραγμάτων, όπως αυτή ρυθμίζεται από το βραχνά ενός κοινού νομίσματος. Αυτός είναι ο λόγος της τρομακτικής δυσλειτουργίας της ευρωζώνης. Εκτός βέβαια αν υπήρχε κεντρική κυβέρνηση δημοκρατικά εκλεγμένη, με υπουργεία, προϋπολογισμό, ενιαία εξωτερική πολιτική, και είχαμε όλοι Ευρωπαϊκή εθνική συνείδηση. Τότε κι αν θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα: θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε….
Η ρίζα της κοινωνικής καταστροφής που βιώνουμε είναι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου• αυτή οδηγεί σε χρέη που δεν μπορούν να εξοφληθούν. Μοναδικός τρόπος για τον περιορισμό των ζημιών είναι η διαρκής συμπίεση του λαϊκού εισοδήματος και η απόσπαση όλο και μεγαλύτερου τμήματός του για την αποπληρωμή και την αναδιανομή εισοδήματος προς τα πάνω. Η κεϋνσιανή αναπτυξιακή «απάντηση» (αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων και χρηματοδότηση μεγάλων έργων και υποδομών με ταυτόχρονη χαλάρωση του πληθωρισμού) έχει κάποιες δυσκολίες: είναι ένας συμβιβασμός εμπρός στο αδιέξοδο για να κερδηθεί χρόνος, σημαίνει τη λιγότερο γρήγορη αναδιανομή εισοδήματος προς τα πάνω, χρειάζεται χρόνο να αποδώσει (ενώ το τρέχον σχέδιο ήδη αποδίδει και επομένως δεν υπάρχει λόγος αλλαγής του), ενώ αμφίβολη είναι και η επιτυχία του. Τέλος χρειάζεται ένα ισχυρό κεντρικό κράτος που θα συμβιβάσει τις απαιτήσεις των διάφορων μονοπωλιακών μερίδων για την νομή των «αναπτυξιακών» κονδυλίων.
Είναι ένα σχέδιο που θα σημάνει σχετική αύξηση του εργατικού εισοδήματος στη Γερμανία, μείωση των εξαγωγών της και απώλεια σε ένα βαθμό του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος. Και όλα αυτά χωρίς να εγγυάται έξοδο από την κρίση. Η γερμανική ηγεσία, εγκλωβισμένη από την οικονομική πραγματικότητα, πράγματι δεν έχει άλλη εναλλακτική από το μνημόνιο.
Επίσης για να γίνουν όλα αυτά (που καθόλου δεν διακυβεύουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) θα πρέπει κάποιος να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, κάποιος που να έχει αρκετή ισχύ για να υπερβεί τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Ας δούμε ποιοι είναι οι πιθανοί παίκτες. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους θα ασκήσουν πίεση και θα προσπαθήσουν να συνεισφέρουν κεφάλαια στην κατεύθυνση βελτίωσης της κατάστασης. Οι δυνάμεις τους είναι σαφώς περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν. Οι ιμπεριαλιστικές τους επεμβάσεις των τελευταίων ετών έχουν αποτύχει, εξακολουθούν να έχουν το μεγαλύτερο χρέος του κόσμου, χρέος που κινδυνεύει να σκάσει από στιγμή σε στιγμή, ενώ και στο εσωτερικό τους είναι διχασμένες, με τους Ρεπουμπλικάνους να απειλούν κάθε στιγμή να τινάξουν στον αέρα το διεθνές σύστημα, αναδιπλώνοντας την αμερικανική οικονομία στο εσωτερικό της, ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί λόγω της εύθραυστης κατάστασης.
Οι Γάλλοι έχουν ως μοναδικό όπλο την πιθανότητα συμμαχίας με τις χώρες του Νότου σκοπεύοντας σε λελογισμένη αναδιαπραγμάτευση των Ευρωπαϊκών συνθηκών. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν μια επιθετική γραμμή σύγκρουσης με τη Γερμανία αυτή τη στιγμή. Χρειάζονται τη γερμανική στήριξη σε περίπτωση που και αυτοί πέσουν στη δίνη της κρίσης τύπου Ισπανίας, χωρίς να διακυβεύουν ταυτόχρονα ριζικές ανατροπές στο πολιτικό τους σκηνικό. Οι μνήμες της ορμητικής εισβολής των μαζών στο προσκήνιο είναι πολύ νωπές στη χώρα αυτή. Η σύγκρουση, όταν έρθει, είναι σαφές ότι θα επιχειρηθεί να γίνει από τα δεξιά, υπό την πίεση και την ηγεμονία της ακροδεξιάς. Ο παράγοντας κίνημα παραμένει αστάθμητος.
Οι Βρετανοί, πανικόβλητοι και αυτοί από τη διαρκή υποβάθμιση του βρετανικού καπιταλισμού, κάνουν απελπισμένες προσπάθειες να υπερβούν τα κολοσσιαία τους χρέη με λιτότητα. Θα προσπαθήσουν φυσικά να τραβηχτούν όσο πιο γρήγορα μπορούν έξω από το Ευρωπαϊκό ναυάγιο, με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας και με όλο και μικρότερη επιρροή στα Ευρωπαϊκά.
Η Ευρώπη και το κίνημα
Και φυσικά υπάρχει το κίνημα. Η (αναμφίβολα θετική) εισβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σκηνικό της κατεστραμμένης Ελλάδας μπορεί να σημάνει μια ορισμένη ανατροπή; Η κατάσταση είναι τόσο ασταθής που παραδόξως η απάντηση είναι ναι. Αλλά υπό πολλές, πάρα πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα, η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο εκβιασμός του πυρηνικού ολέθρου: ή αλλάζετε πολιτική ή όλα σκάνε στον αέρα. Ο εκβιασμός αυτός σύμφωνα με τα προαναφερθέντα έχει βάση. Η κατάσταση είναι τόσο ασταθής οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά σε όλο τον κόσμο που μία θρυαλλίδα φτάνει για την έκρηξη. Αυτό είναι βέβαιο.
Το αβέβαιο είναι η απάντηση που θα δοθεί. Και αυτό γιατί οι πιθανότητες της αλλαγής πλεύσης στο Ευρωπαϊκό επίπεδο περιορίζονται σημαντικά από την κατάσταση αυτή τη στιγμή: η Γερμανία είναι δύσκολο να συναινέσει σε μια τέτοια αλλαγή. Για να το κάνει, θα έπρεπε να γίνουν δύο θεμελιώδεις αλλαγές. Πρώτο, να αποποιηθεί την τρέχουσα υψηλή κερδοφορία της και τη δυνατότητα επέκτασής της σε νέες αγορές, και δεύτερο να αποδεχτεί έναν νέο πολιτικό και οικονομικό ρόλο ηγέτη του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού με ιδεολογική κατεύθυνση την ενοποίηση, τον Ευρωπαϊσμό, την «αλληλεγγύη» κ.λπ., ρόλο ιδιαίτερα δύσκολο να δεχτούν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και οικονομικά αδύνατο να υποστηρίξει μόνη της η Γερμανική μηχανή.
Επιπλέον, η πίεση στο εσωτερικό της Γερμανίας από την εκλογική άνοδο των σοσιαλδημοκρατών δεν θα οδηγήσει, όπως συνήθως πιστεύεται, σε αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης Μέρκελ, αντιθέτως, όπως δείχνει η πείρα, σε φυγή προς τα εμπρός και σκλήρυνση της γραμμής. Τέλος, η λυσσώδης μάχη που θα δοθεί με διακύβευμα τις εκλογές οπωσδήποτε θα πολώσει τις καταστάσεις και θα σκληρύνει περαιτέρω ένα ήδη ασταθές Ευρωπαϊκό τοπίο.
Ταυτόχρονα – και αυτό είναι το κυρίαρχο, δεν έχει αναδυθεί ακόμα ένα ισχυρό διεκδικητικό κίνημα στο Ευρωπαϊκό κέντρο που να σημάνει μια αυθεντική αλληλεγγύη στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Υπάρχουν πιθανότητες για κάτι τέτοιο με θρυαλλίδα τις ελληνικές εξελίξεις, αλλά μένει να αποδειχτεί αν θα υλοποιηθεί και μάλιστα με αρκετή ταχύτητα ώστε να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις έχουν πάντα κόστος για τον εισβολέα. Το κέρδος που αναμένει αυτός δεν είναι τόσο οικονομικό όσο πολιτικό: η πειθάρχηση των υπολοίπων. Η σκληρή γερμανική γραμμή αυτή τη στιγμή είναι η τιμωρητική και εκδικητική εκδίωξη της Ελλάδας από το ευρώ για να δράσει αυτό ως παράδειγμα πειθάρχησης για τους υπόλοιπους νότιους. Ο περιορισμός των απωλειών στον υπόλοιπο Νότο, μια ορισμένη οικονομική (και ίσως και πολιτική) ολοκλήρωση της υπόλοιπης ευρωζώνης, η οποία υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης θα συντηρούσε την κερδοφορία στις δύσκολες μέρες που έρχονται είναι σαφώς ένα από τα σενάρια που εξετάζουν οι Γερμανοί.
Μακροπρόθεσμα η κοινωνική διάλυση που θα φέρει μια τέτοια εξέλιξη την κάνουν ένα μη βιώσιμο σενάριο, αλλά περισσότερο μια επιθετική κίνηση απελπισίας. Αλλά όχι μόνο αυτό: η επιθετική εκδίωξη της Ελλάδας θα μπορούσε εύκολα να σημάνει αντί για την περαιτέρω ολοκλήρωση, την άμεση διάλυση της ευρωζώνης. Τα συνολικά κόστη επομένως μιας τέτοιας κίνησης, όχι μόνο για τη Γερμανία, είναι αδύνατο να προεξοφληθούν και ενδεχομένως όντως να είναι μεγαλύτερα από την με κάποιο (ασαφή ακόμα) τρόπο χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής «ανάπτυξης» που προσπαθεί σπασμωδικά να εκβιάσει ο Συριζα (που έχει αρχίσει σταδιακά να ξεχνά τα περί κατάργησης του μνημονίου). Τέλος, είναι κρίσιμα εδώ τα ζητήματα του χρονισμού: η «σωστή» κίνηση αν γίνει τη λάθος στιγμή μπορεί να αποδειχτεί αυτοκαταστροφική. Οι Γερμανοί τα ξέρουν αυτά (εξάλλου οι Αγγλοσάξονες τους προειδοποιούν κάθε μέρα μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων τους και ακόμα και από τα πλέον επίσημα χείλη) και, επομένως, μπορεί όντως να μπλοφάρουν και να είναι τελικά διατεθειμένοι να αλλάξουν στρατηγική – κάτι που προφανώς δεν είναι όμως πολύ πιθανό: είναι δύσκολο να αλλάξει μια στρατηγική που κερδίζει.
Η ερώτηση όμως δεν είναι αν οι Γερμανοί μπλοφάρουν. Η ερώτηση είναι αν εμείς έχουμε το δικαίωμα να μπλοφάρουμε και (ακόμα περισσότερο) εάν έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε σε πέρας τη «μπλόφα». Προφανώς όχι, όσο η γραμμή είναι «πάσει θυσία μέσα στο ευρώ». Η μπλόφα ως μέσο άσκησης πολιτικής παραμένει θλιβερό προνόμιο της αστικής πολιτικής που θεωρεί τα λαϊκά συμφέροντα ως μάρκα σε ένα χαρτοπαίγνιο «όλα ή τίποτα». Η μοναδική ελπίδα για τα λαϊκά συμφέροντα είναι η ανάδυση ενός συνειδητού κινήματος που με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του θα θελήσει να απεμπλακεί από το σπιράλ θανάτου της κρίσης και την αναπόφευκτη (όπως δείχνουν τα πράγματα) διάλυση της ευρωζώνης.
Έχουμε το κουράγιο και τις δυνάμεις να το επιχειρήσουμε;