Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Ο φιλελευθερισμός της λάσπης

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις. Άμα δηλώσεις δημοσιογράφος, είσαι δημοσιογράφος. Άμα δηλώσεις οικονομολόγος, είσαι οικονομολόγος. Άμα δηλώσεις ιστορικός, είσαι ιστορικός. Ο κ. Άγης Βερούτης δήλωσε και τα τρία. Ψέματα. Δήλωσε και ψυχολόγος.
 Ως μέγας ψυχαναλυτής λοιπόν ανακάλυψε ότι «η ιδέα μιας κεντρικά ελεγχόμενης οικονομίας, όπου το κράτος θα είναι ο εργοδότης και ο δίκαιος ελεγκτής της κοινωνίας, απέτυχε παταγωδώς τον προηγούμενο αιώνα, όπου αυτή εφαρμόστηκε, απλά και μόνο λόγω της ανθρώπινης αδυναμίας των κυβερνώντων να απεκδυθούν  την ανθρώπινη φύση τους» (Κρατιστές δαίμονες φιλελεύθεροι δράκοι. Παραμύθια για αδαείς Λαούς, Capital.gr, Τρίτη 15/10/13).
 Αφού λοιπόν έριξε πάνω σε μας, τον αδαή Λαό, αυτή την βαθυστόχαστη ανάλυση, γιατί ο κ. Βερούτης, όπως ταπεινότατα μας εξηγεί, όλα τα αναλύει σε βάθος, σπεύδει να μεταλαμπαδεύσει στους αδαείς ιθαγενείς, τα όσα έμαθε και κατάλαβε στις «ελεύθερες κοινωνίες» που ζούσε, πριν επιστρέψει, εδώ και 14 χρόνια, στην «τελευταία Σοβιετία», την Ελλάδα φυσικά.

 Τώρα, στον αδαή εγκέφαλο μας,  γεννιέται μια μικρή απορία. Ποιες είναι τάχατες αυτές οι «ελεύθερες κοινωνίες» που μπορεί ο εγκέφαλος του ανθρώπου να φρεσκαριστεί από την δροσερή πνοή του φιλελευθερισμού;
 Η Γερμανία, η Γαλλία και οι λοιπές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, σίγουρα δεν μπορεί να είναι, γιατί εκεί ο «δαίμονας κρατισμός» (κοινωνική διαχείριση το λέγανε οι κουτόφραγκοι και οι στρατοκράτες Αλλαμανοί), κυριαρχούσε σε βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό, οι συγκοινωνίες, η εκπαίδευση, η υγεία, η παροχή στέγης (οικοδόμηση κατοικιών). Στις Σκανδιναβικές χώρες μάλιστα αυτή η κοινωνική διαχείριση έφτανε στην υπερβολή, καθώς μέχρι και τη δεκαετία του ’90, σ’ ολόκληρη τη Σουηδία υπήρχαν μονάχα 2 (ναι, δύο) ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες, στις οποίες φυσικά καταφεύγανε οι πλούσιοι για ανέγερση οικοδομής. Οι υπόλοιποι Σουηδοί αγοράζανε τα σπίτια τους από τις τοπικές κοινότητες, που τα κατασκευάζανε βάσει σχεδίου μέσω των δημοτικών κατασκευαστικών εταιρειών.
 Αυτή η κοινωνική διαχείριση ονομάστηκε «κράτος πρόνοιας», ξεκίνησε αμέσως μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με τον ιστορικό Mark Mazower, «πολλοί σχολιαστές θεωρούσαν την εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας και την επέκταση του κράτους πρόνοιας, στενά συνδεδεμένα» (βλ. Mark Mazower Η Σκοτεινή Ήπειρος, εκδ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, β΄τόμος σελ.110).
Εξαίρεση φυσικά αποτελούσαν η Ισπανία, Πορτογαλλία και φυσικά η Ελλάδα όπου η «τσιμεντένια ζούγκλα που περιβάλλει την Αθήνα μαρτυρά την αδιαφορία του κράτους για το στεγαστικό ζήτημα» (στο ίδιο σελ. 111). Και προφανώς, η χαμηλή δαπάνη για κοινωνικές υπηρεσίες που επικράτησε με την έφοδο του μονεταρισμού από το ’80 και μετά, είχε σαν συνέπεια τη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη (στο ίδιο σελ. 110).
 Όμως τι αξία έχει ένας Μαζάουερ, μπροστά στην ιστορική αυθεντία ενός Άγη Βερούτη, ο εγκέφαλος του οποίου έχει δεόντως φρεσκαρισθεί από τη δροσερή πνοή του νεοφιλελευθερισμού των «ελεύθερων κοινωνιών»; Κι αν η Ιστορία δεν θέλει να συμμορφωθεί  στις υποδείξεις του κ. Βερούτη, αλλοίμονο στην Ιστορία.
 Μαθαίνουμε λοιπόν ότι «κύριο οικονομικό χαρακτηριστικό αυτής της νέας Ελλάδας, που έχτισαν οι παππούδες μας, ήταν το μικρό και ευέλικτο κράτος, ο χαμηλός κρατικός δανεισμός και το πολύ συμμαζεμένο δημόσιο που δεν άπλωνε τα πλοκάμια του στις οικονομικές δραστηριότητες της κοινωνίας» και σ’αυτό φυσικά οφείλονταν οι «υψηλότατοι ρυθμοί ανάπτυξης που άγγιζαν το 9,5% ετησίως» και «τα εργοστάσια, τα γιαπιά, οι βιοτεχνίες ξενοδοχεία, τα μαγαζιά και η συνεχώς βελτιούμενη ποιότητα ζωής».
 Όμως η Ιστορία είναι ένα κορίτσι ζόρικο, σκληρό και αιμοβόρικο. Δεν «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις» και ξεδιπλώνει αυθάδικα στους πλαστογράφους την αλήθεια.
 Την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, προσπάθησαν ν’ ανορθώσουν οικονομικά οι Αμερικανοί με το σχέδιο Μάρσαλ, οι πόροι του οποίου κατέληξαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στις τσέπες του παλατιού, των διεφθαρμένων πολιτικών και φυσικά στους κεφαλαιοκράτες που πήραν τη μερίδα του λέοντος και συμβάσεις εκμετάλλευσης με αποικιακούς όρους.
 Ένα μέρος αυτών των πόρων, ήταν τα παροπλισμένα Λίμπερτυς που μοιράστηκαν στους εφοπλιστές για να ξαναφτιάξουν τον στόλο τους. Διότι  φιλελευθερισμός είναι για να βγάζεις ωραίους λόγους στις συνεστιάσεις, όταν όμως πρέπει να βάλεις χρήματα για να επενδύσεις, οι τσέπες  έχουν καβούρια και οι έλληνες εφοπλιστές δεν ήταν διατεθειμένοι να χαλάσουν έστω και μία λίρα απ’ όσες είχαν στα θησαυροφυλάκια του Λονδίνου, όσο είχαν του χεριού τους τούς   έλληνες πολιτικούς.
 Ατμομηχανή της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης ήταν τα κρατικά δημόσια έργα (οι δρόμοι του Καραμανλή) μεγάλο μέρος των οποίων πραγματοποιούσε ο στρατός (ΜΟΜΑ), ο εξηλεκτρισμός, μέσω της απόλυτα κρατικής ΔΕΗ και ο τραπεζικός τομέας τον οποίο σχεδόν μονοπωλούσε η ελεγχόμενη από το κράτος Εθνική Τράπεζα, μέχρι και την δεκαετία του ’60. Και η χρηματοδότηση αυτής της ανάπτυξης, πραγματοποιήθηκε μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, από τους «άδηλους πόρους» δηλαδή τα εμβάσματα των ναυτεργατών και των μεταναστών.
Αυτό ήταν «το συμμαζεμένο δημόσιο, που δεν άπλωνε τα πλοκάμια του στις οικονομικές δραστηριότητες της κοινωνίας». Στην πραγματικότητα, όλες οι οικονομικές δραστηριότητες εκπορεύονταν από το δημόσιο και ήταν στενά δεμένες μαζί του σ’ όλη τους τη ζωή.
 Είναι γνωστή η φράση του Πάπα των ελλήνων κεφαλαιοκρατών Μποδοσάκη. «Με το γκουβέρνο μωρέ!». Η βιομηχανία και βιοτεχνία που αναπτύχθηκε σαν αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης, ήταν κυρίως εντάσεως εργασίας, καθώς οι καπιταλιστές δεν σκόπευαν να πραγματοποιήσουν και δεν πραγματοποίησαν ποτέ επενδύσεις, για μηχανολογικό εκσυγχρονισμό, δασμοβίωτες και απόλυτα εξαρτημένες από το κράτος και την πολιτική, γι’ αυτό και κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος με την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.
 Διότι το 1981, συνέβη το κυρίως κοσμογονικό γεγονός που ο λαλίστατος Άγης Βερούτης «ξεχνά» ν’ αναφέρει. Η Ελλάδα έγινε κανονικό μέλος της ΕΟΚ κι αυτομάτως η εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία έπρεπε ν’ ανταγωνιστεί τις ευρωπαϊκές, χωρίς δασμούς κι επιδοτήσεις. Μάταια ο Δον Κιχώτης του ελληνικού φιλελευθερισμού Γιάννης Μαρίνος, καλούσε χρόνια πριν  τους «επιχειρηματίες» (τους παππούδες του κ.Βερούτη), να προχωρήσουν σε εκσυγχρονισμό των μονάδων τους εν όψει της ένταξης στην ΕΟΚ. Οι «παππούδες» δεν είχαν σκοπό να δαπανήσουν μία δραχμή από τα κέρδη τους στον εκσυγχρονισμό.
 Αφού χρησιμοποίησαν τα δάνεια που πήραν για προσωπικό πλουτισμό, «οι παππούδες» έτρεξαν στην προστατευτική αγκαλιά του Οργανισμού των Προβληματικών Επιχειρήσεων. Διότι ο φιλελευθερισμός είναι γνωστό πως αρχίζει εκεί που σταματούν οι κρατικές επιδοτήσεις, οι επιχορηγήσεις και τα θαλασσοδάνεια. Μέχρι τότε, ο κρατικός προστατευτισμός είναι η πάγια επιδίωξη του κεφαλαίου. Η άτυπη κρατικοποίηση που ξεκίνησε μετά το 1981, ήταν στην πραγματικότητα η μπούρκα που κάλυψε όλες τις αδυναμίες και τις παρανομίες των ελλήνων καπιταλιστών.
 Κι επειδή ο από δεκανέων στρατηγός του φιλελευθερισμού καταλαβαίνει το σαθρό και έωλο των «επιχειρημάτων» του, καταφεύγει στη σίγουρη μέθοδο της λάσπης και της κατασκευής ψεύτικων στόχων.
 Για όλα φταίει η Γενιά του Πολυτεχνείου!
 Όπως λένε και οι τηλεφωνικές εταιρείες, «για όλα φταίει ο ΟΤΕ και το πάγιο του!».
 Η συνταγή είναι απλή και γνωστή από την εποχή του Γκέμπελς που την εφηύρε και την εφάρμοσε.  Φτιάχνεις έναν ψεύτικο στόχο και τον φορτώνεις με όλες τις αμαρτίες. Μπορεί να λέγεται «κομμουνιστικός κίνδυνος», «θεωρία των άκρων», «κονσερβοκούτια», «γενιά του Πολυτεχνείου», δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι να μπορέσεις να στρέψεις την οργή του κόσμου πάνω στον «μπαμπούλα». Έτσι πετυχαίνεις δύο στόχους. Κρύβεις τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος, ότι για όλα φταίει το σάπιο πολιτικό σύστημα της κομματοκρατίας και η παρασιτική ελληνική  κεφαλαιοκρατία και ταυτόχρονα γίνεσαι ο ίδιος τιμητής των πάντων και καθοδηγητής της οργισμένης μάζας.