Του Λευτέρη Ριζά
Πατρίδα
είσαι γεννημένη από χωριάτες
από φαρδειές σκληρές κοιλιές γυναικών
από τις ροζιασμένες φούχτες των σκαφτιάδων.
Είσαι γεννημένη μες από τις φωτιές, από κραυγές κ’ αίματα
απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες
και χάθηκαν για πάντα κάτω από το χώμα σου.
Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω από το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει
αίμα σου,
Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.
[Τάσος Λειβαδίτης: Πατρίδα]
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόνιμο θέμα διαμάχης, αντεγκλήσεων κλπ για τον αν μπορούν να είναι ή όχι σημαιοφόροι στις παρελάσεις αλλοδαποί μαθητές που πρώτευσαν στο σχολείο τους. Η όλη αντίθεση και φασαρία ξεκίνησε με το νεαρό Αλβανό Οδυσσέα. Και ακολούθησαν και άλλα επεισόδια, σχεδόν κάθε χρόνο.
Κοινωνία – γονείς, εκπαιδευτικοί, πολιτικοί, κόμματα, κλπ – χωρίστηκαν σε μέση. Οι λεγόμενοι «ελληναράδες» θίχτηκαν τα μέγιστα που σημαιοφόρος υπήρξε αλλοδαπός – δεν διερωτήθηκαν όμως γιατί κανένα από τα παιδιά τους δεν υπήρξε τόσο καλός μαθητής, ώστε να γίνει και σημαιοφόρος. Το αντίπαλο στρατόπεδο, οι γνωστοί «αντι-εθνικιστές» ή «εθνομηδενιστές», οι κράχτες του πολυπολιτισμού, των «ανοικτών συνόρων», των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» κλπ δεν περιορίστηκαν στην υποστήριξη του δικαιώματος που έχουν οι αλλοδαποί να είναι σημαιοφόροι εφόσον είναι και «πρώτοι» μαθητές. Πήγαν παραπέρα. Ζήτησαν να καταργηθούν και οι παρελάσεις. Προχτές ακόμα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ Κουράκης μας υποσχέθηκε κι αυτό: ότι μόλις ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση θα καταργήσει τις στρατιωτικές παρελάσεις. Η δε κ. Φωτίου, επίσης βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε να δώσουν τη θέση τους σε παρέλαση πολιτών.
Για να δούμε το ζήτημα λίγο πιο κοντά. Η Σημαία συμβολίζει και συμπυκνώνει την ιστορία του έθνους και τους αγώνες που έχουν γίνει για την ύπαρξη του. Στους αγώνες – ιδιαίτερα τους πολεμικούς, τους εθνικοαπελευθερωτικούς, ακόμα και τους επαναστατικούς – ανέκαθεν αυτοί που έπαιρναν μέρος σήκωναν ένα «φλάμπουρο», μια «παντιέρα», μια σημαία, που πίσω της στοιχίζονταν, την ακολουθούσαν και πολεμούσαν οι οπαδοί της κάθε παράταξης, της φυλής, του γένους, της λαότητας, του έθνους. Ή αν θέλετε οι στρατοί των φεουδαρχών, των βασιλιάδων και φυσικά των σύγχρονων κρατών. Κι αυτό θα γίνεται όσο η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να λύνει τα μεγάλα προβλήματα και τις αντιθέσεις της όχι ειρηνικά και αδελφικά, αλλά με πόλεμο. Μέχρι να φτάσουμε εκεί – μέχρι δηλαδή να πάψει να υπάρχει εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο και συνεπώς έθνους από έθνος – μέχρι δηλαδή να φτάσουμε σε μια αταξική κοινωνία, οι πόλεμοι θα υπάρχουν. Άρα και οι σημαίες των αντιπάλων. Που θα σηματοδοτούν, θα εμπνέουν και θα οδηγούν τον αγώνα τους, τη μάχη τους, τον πόλεμο τους – ενίοτε και ειρηνικό.
Όσοι πιστεύουν ότι καταργώντας τις σημαίες και τις παρελάσεις – αυτές τις γιορτές που οι άνθρωποι αναθυμούνται τους αγώνες τους και μεταβιβάζουν την ιστορία τους, την ιστορική μνήμη, στις νέες γενιές – ότι θα επικρατήσει «επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία» πλανώνται πλάνη μεγάλη. Είναι πιθανό να είναι άνθρωποι καλής προαίρεσης, που αγαπάνε και θέλουν την ειρήνη, αλλά αφελείς. Και άρα πολύ επικίνδυνοι. Μπορεί να είναι βέβαια και άνθρωποι με συμφέροντα πολύ «πονηρά». Θέλουν να σβήσουν την ιστορική μνήμη των λαών, γιατί τους είναι εμπόδιο στην εξάπλωση και εμπέδωση των συμφερόντων τους σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως λέγεται «Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα» [ μερικά σωστό]. Αν, λοιπόν, και οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα [γιατί κι αυτήν ακόμα τους την παίρνουν], τότε Κεφάλαιο και εργάτες έχουν ένα μεγάλο κοινό: Δεν έχουν πατρίδα…… Οι εργάτες και οι αγρότες πρώτοι, ο εργαζόμενος λαός, έχει πατρίδα. Είναι καταδικασμένος να έχει πατρίδα.
Στους αγώνες της κάθε πατρίδας έχουν πάρει μέρος «επώνυμοι» και πολλοί περισσότεροι ανώνυμοι πολίτες. Πεφωτισμένοι και «αφώτιστοι» - δηλαδή αμόρφωτοι και αγράμματοι. Δεν πολέμησε μόνος του ο Λεωνίδας. Είχε μαζί του άλλους 300. Που δεν ξέρουμε ποιοι ήτανε, πως λεγόντουσαν, ποια τέχνη ήξεραν, πως εξασφάλιζαν δηλαδή το «ψωμί» τους. Το ίδιο και στο Μαραθώνα δεν πολέμησαν μόνο επώνυμοι αλλά και ανώνυμοι. Το 1821 το ίδιο. Δεν έτυχαν σπουδών και πτυχίων οι ήρωες του: Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος κλπ κλπ. Ο Μακρυγιάννης «μόνο να γράφει το όνομα του» γνώριζε. Στα βουνά της Αλβανίας και κατόπιν στην Εθνική Αντίσταση δεν πολέμησαν μόνο «επώνυμοι» αλλά πολλοί περισσότεροι ανώνυμοι Έλληνες. Απλοί άνθρωποι του λαού.
Σε όλους αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες «ανώνυμους» που πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά όλων των άλλων, είναι αφιερωμένο το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Κι όπως έχει πει ο γάλλος φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού ο στρατιώτης είναι ο πολεμιστής της Δημοκρατίας. Δεν είναι ο πολεμιστής στην υπηρεσία του φεουδάρχη. Επειδή υπήρχαν τέτοιοι πολλοί πολεμιστές οι πρόγονοι μας κατενίκησαν τους πολεμιστές του Ξέρξη – των Περσών – στις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα και το Μαραθώνα.
Έχουμε μια μακρά παράδοση τέτοιων πολεμιστών – στρατιωτών. Που έδωσαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι όχι για στενό προσωπικό όφελος αλλά για τη ελευθερία και δημοκρατία του συνόλου. Κι αυτό έχουμε υποχρέωση να το υπενθυμίζουμε, να το μεταδίδουμε στις νέες γενιές και να τις γαλουχούμε και φρονηματίζουμε. Κάθε μέρα. Στο «σπίτι», στο «Σχολείο», παντού. Και με την ευκαιρία μεγάλων επετείων – δηλαδή γεγονότων που επιβεβαίωσαν αυτό το φρόνημα και τις αρχές – όπως της 25ης Μαρτίου και 28ης Οκτωβρίου – συλλογικά να τις θυμόμαστε, να τις γιορτάζουμε, να ανανεώνουμε την πίστη μας σε αυτές τις αρχές και το νόημα της ζωής.
Με στρατιωτικές παρελάσεις; Βεβαίως με στρατιωτικές παρελάσεις: γιατί έτσι, με τα όπλα ξανακερδίσαμε τη λευτεριά μας. Δεν την κατακτήσαμε ή υπερασπίσαμε με ροδοπέταλα ούτε με γκέϋ παρελάσεις. Να παίρνουν μέρος και οι πολίτες; Βεβαίως και πρέπει να παίρνουν. Αλλά οργανωμένα, κατά συνοικίες, εργοστάσια, σχολεία κλπ – εδώ στο καρναβάλι του Ρίο και της Πάτρας υπάρχει τέτοια οργάνωση. Ώστε ετοιμάζοντας την παρέλαση τους οι γειτονιές, τα σχολεία, τα εργοστάσια πρακτικά να θυμούνται και την ιδιαίτερη ιστορία των δικών τους αγώνων. Νομίζετε ότι σε μια τέτοια διαδικασία θα είχε θέση π.χ. στην Κοκκινιά η Χρυσή Αυγή; Ή στα Καλάβρυτα. Παντού όπου γυρίσεις και ψάξεις θα συναντήσεις τη ναζιστική βαρβαρότητα, τους συνεργάτες της και αυτούς που αντιστάθηκαν. Έτσι οι εθνικές επέτειοι δεν θα μουσειοποιηθούν, δεν θα εκφυλιστούν σε βαρετούς σχολικούς «πανηγυρικούς».
Στις παρελάσεις – πολύ περισσότερο τέτοιες όπως λέω – τι θέση έχουν οι βαθμοί, οι πρώτοι μαθητές και οι αλλοδαποί; Γιατί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη πρέπει να παρελάσει σημαιοφόρος ο «επώνυμος» μαθητής; Έστω και αν είναι Έλληνας. Είναι αυτός – λόγω των βαθμών του, αποτέλεσμα προσωπικής του φιλοδοξίας να πετύχει στη ζωή, συνήθως ο «σπασίκλας», ή ο διαθέτων «πολιτιστικό», «μορφωτικό» κεφάλαιο – όπως έλεγε και ο Μπουρντιέ – λόγω οικογενειακών καταβολών, πιο πατριώτης από ένα μαθητή λαϊκής προέλευσης, που δεν έχει καλούς βαθμούς αλλά που ο παππούς του πολέμησε στην Αλβανία ή την Εθνική Αντίσταση;
Ο ανιψιός μου δεν ήτανε «καλός μαθητής». Γι αυτό πήγε νυκτερινό και ταυτόχρονα δούλευε. Πήγε στρατό και εθελοντής στην Κύπρο το 1974. Από τότε μένει εκεί. Στο νεκροταφείο της Μακεδονίτισσας. Στον δεύτερο Αττίλα, υπερασπιζόμενος το αεροδρόμιο της Λευκωσίας σκοτώθηκε μαζί με άλλα πολλά παλικάρια από την τουρκική αεροπορία. Οι καλοί μαθητές – συμμαθητές του – σπούδαζαν τότε και ίσως ακόμα και τώρα να μην έχουν μάθει ότι ο συμμαθητής τους «τοις κείνων ρύμασι πειθόμενος» έπεσε στο πεδίο της μάχης – προδομένος βέβαια από ντόπιους «καλούς μαθητές». Δεν θυμάμαι οι αδελφές του να παρέλασαν ποτέ ως σημαιοφόροι.
Την σημαία του Έθνους – το σύμβολο των αγώνων του – δεν δικαιούται να την φέρει κανένας μαθητής – Έλληνας και πολύ περισσότερο αλλοδαπός – επειδή πήρε καλούς βαθμούς. Ο πατριωτισμός δεν βαθμολογείται ούτε αναγνωρίζεται σε σχολικές αίθουσες. Εκείνη τη σημαία που δικαιούνται να φέρουν τα σχολεία είναι η δική τους. Όπως την φέρουν τα σώματα και τα συντάγματα των ενόπλων δυνάμεων. Η σημαία του σχολείου – με τα διακριτικά του – οφείλει να παρελάσει και να υποκλιθεί στην Ελληνική, του Έθνους, Σημαία. Να τιμήσει δηλαδή σεμνά αυτούς τους εκατοντάδες ανώνυμους Έλληνες που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για να μπορούμε σήμερα να παρελαύνουμε.
Για να κλείσω. Ακούω συχνά από τους «αντι-εθνικιστές» και όσους υποστήριξαν το ανθρώπινο δικαίωμα να μπορούν και οι αλλοδαποί να γίνονται σημαιοφόροι, ότι «έλληνες είναι οι μετέχοντας της ημετέρας παιδείας», όπως τάχα είπε ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό». Ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό του» - όποιος τον έχει διαβάσει το γνωρίζει πολύ καλά, εκτός αν είναι εντελώς ηλίθιος – πλέκει τα εγκώμιο της Αθήνας και των πολεμικών κατορθωμάτων της, διεκδικεί για λογαριασμό της το δικαίωμα της για ηγεμονία επί των άλλων πόλεων, ώστε να αντισταθούν ενωμένες κατά των βαρβάρων. Είναι φανατικός «Αθηναϊστής».
Υπερήφανος λοιπόν για την καταγωγή των Αθηναίων, διότι «η πόλις μας είναι η αρχαιοτέρα από όλας τα ελληνικάς πόλεις και η μεγαλυτέρα κατ’ έκτασιν και η ενδοξοτέρα μεταξύ των πόλεων του κόσμου …Διότι κατοικούμεν αυτήν την χώραν, χωρίς ούτε να εκδιώξωμεν άλλους εξ αυτής ούτε να την καταλάβωμεν έρημον ούτε να εγκατασταθώμεν εις αυτήν ως ανάμεικτος ομάς από διάφορα ανόμοια φύλα · απεναντίας είναι τόσον ευγενές και γνήσιον το γένος μας, ώστε την χώραν, εις την οποίαν είδαμε το πρώτον φως εξακολουθούμεν συνεχώς να κατοικούμεν, διότι είμεθα γηγενείς και μόνον ημείς από τους άλλους Έλληνας έχομεν το δικαίωμα να προσφωνούμεν την πόλιν μας με τας ιδίας λέξεις …. Και την πνευματικήν καλλιέργειαν, επαναλαμβάνω, η πόλις μας πρώτη εδίδαξε την ανθρωπότητα….. ενώ οι γλαφυροί και τεχνικοί λόγοι δεν πλάττονται από ανθρώπους κατωτέρας διανοητικότητος, αλλ’ είναι προϊόντα πνεύματος φωτεινού…… Και δια να τελειώνω με το ζήτημα τούτο, τόσον πολύ έχομεν υπερακοντίσει ημείς τους άλλους λαούς ως προς την φιλοσοφίαν και τον έντεχνον λόγον, ώστε οι μαθηταί μας έχουν γίνει δάσκαλοι των άλλων, και κατωρθώσαμεν ώστε το όνομα Έλλην να μη θεωρήται πλέον ως όρος, που φανερώνει εκείνον ο οποίος έχει μιαν ωρισμένην καταγωγήν, αλλ΄ ως λέξις ταυτόσημος προς το καλλιεργημένον πνεύμα και να ονομάζωνται Έλληνες όχι τόσον όσοι ανήκουν εις την αυτήν ομοεθνίαν, αλλά όσοι λαμβάνουν μόρφωσιν ομοίαν προς την ιδικήν μας.» [βλ. Τα Άπαντα των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων- ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ – αρχαίο κείμενον- εισαγωγή-μετάφρασις-σημειώσεις Νικ. Εμμ. Φραγκίσκου, Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων ΠΑΠΥΡΟΣ]
Ο Ισοκράτης λοιπόν υπερήφανος και διαρκώς υπερασπιζόμενος την καταγωγή του – την ομοεθνία, το γένος του – αισθάνεται υπερήφανος που η λέξη Έλλην έχει ταυτιστεί με το καλλιεργημένο πνεύμα και ως εκ τούτου έχει φτάσει να μην ταυτίζεται με το γένος. Δεν εγκαταλείπει, όμως, ως βασικό, κυρίαρχο και διακριτικό χαρακτηριστικό το κοινό γένος για να θεωρηθεί κάποιος ως Έλληνας. Αυτά πίστευε και υποστήριζε τότε ο Ισοκράτης. Που δεν έχουν καμία σχέση με το πώς διαμορφώθηκαν κατόπιν τα έθνη – και το ελληνικό – πως αποδίδονται οι ιθαγένειες και υπηκοότητες. Άλλο πράγμα να μην είμαστε φυλετιστές και άλλο να καταργούμε – στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – τα Έθνη, τα σύνορα κλπ κλπ. Για περισσότερα παραπέμπω στο άρθρο μου «Ο ρατσισμός ως αντιρατσισμός» [ΟΙΣΤΡΟΣ 8 Γενάρχη 2013]
Επειδή, όμως, η πατρίδα και η Σημαία που την συμβολίζει, έχει γεννηθεί από τους πεθαμένους, γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία ποιος σηκώνει τη Σημαία της, τις μνήμες και τους αγώνες μας. Όποιος δεν έχει εδώ πέρα κάποιους δικούς του πεθαμένους, κάποιους που με το όπλο, το φτυάρι, το αλέτρι ή το σφυρί δεν έχει πασχίσει για να τη φτιάξει και υπερασπίσει δεν μπορεί να νοιώσει ρίγος όταν την κρατάει και παρελαύνει.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr