Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Οι μύθοι για την άμεση δημοκρατία

Του Τάκη Φωτόπουλου


Η μαζική απάθεια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων για τις ευρωεκλογές έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθεί, έστω και περιορισμένα, μια συζήτηση για την ίδια τη φύση της σημερινής «δημοκρατίας» που κάποτε μάλιστα πήρε και τις διαστάσεις μιας σύγκρισης με την άμεση δημοκρατία. Η σύγκριση αυτή καταλήγει συνήθως στο συμπέρασμα ότι η άμεση δημοκρατία είναι «ουτοπική» στις σημερινές συνθήκες των μεγάλων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων, των υπερδυνάμεων κ.λπ., ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση απορρίπτεται συλλήβδην και αβασάνιστα το ίδιο το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας ως «ασυγχώρητα επικίνδυνη πολυπραγμοσύνη αλαζόνων ημιμαθών ή και αφελών αμαθών», έστω αν το αίτημα αυτό υποστηρίζεται άμεσα ή έμμεσα από τέτοιους «ημιμαθείς» ή «αφελείς αμαθείς» όπως οι Hannah Arendt, Mogens Herman Hansen, Murray Bookchin, Καστοριάδης κ.ά! [1]                   
Το βασικό σφάλμα της θέσης αυτής εναντίον της άμεσης δημοκρατίας είναι ότι τα συμπεράσματά της παίρνουν ως δεδομένη όλη τη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στην οποία οδήγησε η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της συμπληρωματικής αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», καθώς και το συνακόλουθο τύπο οικονομικής «ανάπτυξης» με τις αναπόφευκτες πελώριες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Ομως, τόσο το ίδιο το θεσμικό αυτό πλαίσιο όσο και ο τύπος οικονομικής ανάπτυξης στην οποία οδήγησε η δυναμική του, καθώς και η παράλληλη ταύτιση της Προόδου με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που χαρακτηρίζει τόσο τη φιλελεύθερη όσο και τη σοσιαλιστική ιδεολογία της νεωτερικότητας, δεν είναι βέβαια θεόπεμπτες εξελίξεις.   
Αντίθετα, συνδέονται με συγκεκριμένες ιστορικές διεργασίες που κάθε άλλο παρά αναπόφευκτες ήταν και έχουν ιστορία μόλις δύο αιώνων. Η ίδια η αντιπροσωπευτική δημοκρατία όχι μόνο δεν έχει σχέση με την κλασική έννοια της δημοκρατίας, αλλά και αποτελεί διαστρέβλωσή της. Η ιδέα άλλωστε της αντιπροσώπευσης μπήκε στο πολιτικό λεξικό μόλις κατά το δέκατο έκτο αιώνα, παρ’ όλο που η κυριαρχία του Κοινοβουλίου δεν εγκαθιδρύθηκε παρά μόνο το δέκατο έβδομο αιώνα. Ετσι, όπως κάποτε ήταν ο βασιλιάς που «αντιπροσώπευε» την κοινωνία στο σύνολό της, τώρα ήταν το Κοινοβούλιο που έπαιζε αυτόν το ρόλο, παρ’ όλο που η ίδια η κυριαρχία υπετίθετο ότι εξακολουθούσε να ανήκει στο σύνολο του λαού.                   
Εντούτοις, το δόγμα που επικράτησε στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν απλώς ότι ο γαλλικός λαός ήταν κυρίαρχος και ότι οι απόψεις του αντιπροσωπεύονταν στην Εθνοσυνέλευση, αλλά ότι το γαλλικό έθνος ήταν κυρίαρχο και ότι η Εθνοσυνέλευση ενσάρκωνε τη βούληση του έθνους. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος εθεωρείτο ως ανεξάρτητος δημιουργός των εθνικών νόμων και πολιτικών και όχι απλώς ως εντολοδόχος των ψηφοφόρων του. [2]  
Οσον αφορά την ίδια την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πρέπει να πάμε πίσω στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα για να τη συναντήσουμε, τότε που οι «πατέρες» του αμερικανικού Συντάγματος κυριολεκτικά την εφηύραν, δεδομένου ότι ήταν μια ιδέα χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Μέχρι τότε η δημοκρατία είχε την κλασική αθηναϊκή έννοια της κυριαρχίας του δήμου, με την έννοια της άμεσης άσκησης εξουσίας από όλους τους πολίτες. Φυσικά η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν μόνο μερική δημοκρατία.
Οχι μόνο διότι είχε υιοθετήσει μια πολύ στενή έννοια της ιδιότητας του πολίτη που απέκλειε πάνω από το μισό του πληθυσμού (γυναίκες, δούλοι, μέτοικοι) αλλά και διότι, αφορούσε μόνο την πολιτική σφαίρα και όχι, όπως προϋποθέτει μια Περιεκτική Δημοκρατία, την οικονομική και γενικότερα κοινωνική σφαίρα.
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είχε σχέση με τα πληθυσμιακά μεγέθη. Οπως παρατηρεί η Ε.Μ. Wood («Democracy Against Capitalism», 1995), το επιχείρημα των πατέρων της αμερικανικής δημοκρατίας δεν ήταν ότι η αντιπροσώπευση είναι αναγκαία σε μια μεγάλη πολιτεία, αλλά ότι, αντίθετα, η μεγάλη πολιτεία είναι επιθυμητή διότι κάνει αναγκαία την αντιπροσώπευση. Το ζητούμενο ήταν μια μορφή «δημοκρατίας» που θα ήταν συμβατή με την οικονομική ανισότητα της οικονομίας της αγοράς και προφανώς η κλασική άμεση δημοκρατία δεν ήταν πρόσφορη γι’ αυτό.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η μαζική επέκταση της παθητικής ιδιότητας του πολίτη που συντελέστηκε στη διάρκεια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κάθε άλλο παρά ανέκοψε τη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια των κυρίαρχων ελίτ. Ούτε βέβαια είναι περίεργο ότι στο παρελθόν έγιναν σημαντικές προσπάθειες θέσμισης μορφών άμεσης δημοκρατίας, ιδιαίτερα κατά τις επαναστατικές περιόδους, π.χ. οι παρισινές συνελεύσεις των τομέων στις αρχές της δεκαετίας του 1790, οι ισπανικές συνελεύσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο κ.τ.λ.
Εντούτοις, οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες είχαν μικρή διάρκεια και συνήθως δεν ενείχαν τη θέσμιση της δημοκρατίας ως μιας νέας μορφής πολιτεύματος που αντικαθιστά το κράτος αντί απλά να το συμπληρώνει. Σ’ άλλες περιπτώσεις, οι δημοκρατικές ρυθμίσεις εισάγονταν ως ένα σύνολο διαδικασιών για τη λήψη τοπικών αποφάσεων.[3]                   
Ετσι, ακόμα και όταν εισήχθη η άμεση δημοκρατία στο πολιτικό πεδίο δεν συνοδεύτηκε κατ’ ανάγκην από την οικονομική δημοκρατία. Η θέσμιση όμως της άμεσης δημοκρατίας είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής δημοκρατίας. Στον τύπο κοινωνίας που αναδύθηκε μετά την επικράτηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς μάλιστα είναι αδιανόητη η πολιτική ισότητα αν δεν συμπληρώνεται από την οικονομική ισότητα, όπως ακόμη και ορθόδοξοι οικονομολόγοι σαν τον Galbraith παραδέχονται.
Γι’ αυτό και σήμερα είναι κενός ο λόγος για την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης που συνεπάγεται η άμεση δημοκρατία, όταν δεν αναφέρεται επίσης στο θέμα της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης. Από την ίδια σκοπιά είναι επομένως αστήρικτος ο χαρακτηρισμός του Τσόμσκι για τη σημερινή ηγετική αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», τις ΗΠΑ, ως μια «ασυνήθιστα ελεύθερη χώρα» εφόσον προϋποθέτει ότι είναι δυνατός ο διαχωρισμός πολιτικής ελευθερίας και ισότητας από την οικονομική ελευθερία και ισότητα. [4]                   
Συμπερασματικά, μια ουσιαστική συζήτηση για την ουσία της δημοκρατίας και το θεσμικό πλαίσιο που τη διασφαλίζει είναι αδύνατη εάν δεν αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης συζήτησης για τις προϋποθέσεις της πολιτικής και οικονομικής ισότητας και γενικότερα της συλλογικής και ατομικής αυτονομίας.[5]
Παραπομπές για μελέτη:
Ανάρτηση από: http://www.terrapapers.com