Η επέμβαση των ΜΑΤ στον πεζόδρομο της Ικτίνου ήταν μια πράξη που είχε χρόνια να γίνει, από την εποχή που η Ναβαρίνου υπήρξε αντίστοιχο κέντρο συνάντησης και ψυχαγωγίας της νεολαίας.
Μαθαίνοντας για αυτήν, νοιώσαμε οργή, αλλά ταυτόχρονα και θλίψη: Πώς να αναμετρηθείς με ένα γεγονός όπου καταδεικνύει με πολύ άσχημο τρόπο, ότι έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο όπου εξαπολύεται η αστυνομοκρατία για να «ειρηνεύσει» ένας… πεζόδρομος στο κενό στοιχειωδών κανόνων συμβίωσης, σεβασμού του άλλου και του δημόσιου χώρου;
Τι σόι πόλη έχει καταντήσει να είναι η Θεσσαλονίκη, όπου ως υπαρκτές εναλλακτικές χρήσεις του δημόσιου χώρου προκρίνονται η… κατάληψή τους από τα τραπεζοκαθίσματα, η αστυνομοκρατία ή την ασχήμια του κοινωνικού μηδενισμού;
Η αστυνομοκρατία εκφράζει την ολοκληρωτική παρακμή των θεσμών. Κανείς φορέας, και κυρίως ο Δήμος, δεν μπήκε σε μια λογική να παρέμβει πυροσβεστικά με όρους συναίνεσης. Να διοργανώσει μια κοινή συνάντηση όλων που συμμετέχουν στην γειτονιά, να θεσπιστούν κάποιοι κοινοί κανόνες διαβίωσης, να βοηθήσει δηλαδή να γίνει αυτό που δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει μόνο του. Αντίθετα, έρχονται τα ΜΑΤ και ‘ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε’!
Για τα μπαρ και τις καφετέριες της περιοχής, αδίκως μπαίνουν στον ρόλο του θύματος. Είναι και αυτοί υπεύθυνοι για την ηχορύπανση και τον συνωστισμό της περιοχής. Στο κενό, μάλιστα, μιας ρύθμισης από την πλευρά του Δήμου, που αφήνει την εξάπλωση των καταστημάτων διασκέδασης να καταπιούν ένα ολόκληρο μικρό στενό –με τον θόρυβο να κάνει χοάνη, και τις επιχειρήσεις να κερδίζουν κάνοντας αβίωτη την ζωή των κατοίκων. Το ‘χουμε ξαναπεί, και θα το ξαναπούμε: Ο κλάδος αυτός της πόλη χρήζει… αποανάπτυξης, και ο δήμος θα πρέπει να θεσπίσει όρους και όρια στην διάχυση των μπαρ μέσα στην πόλη.
Και βέβαια, όταν στην χρήση του δημόσιου χώρου κυριαρχούν λογικές εγωκρατίας και παρτακισμού διολισθαίνουμε προς τον κοινωνικό μηδενισμό: ολική αδιαφορία για τον διπλανό μας και χρήση της πλατείας ως χωματερής της προσωπικής μας κατανάλωσης. Και στο κενό των ελάχιστων κοινών κανόνων συμβίωσης, ενώ κυριαρχεί απόλυτη αδιαφορία για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας, είναι που αναπτύσσονται και οι πιάτσες της ηρωίνης, που σταδιακά καταλαμβάνουν την περιοχή με την εντροπία της εξάρτησης. Γι’ αυτό, εξ άλλου τα στέκια της νεολαίας αλλάζουν κάθε πέντε χρόνια, από την Ναβαρίνου, στην Καμάρα, κι από εκεί στην Ροτόντα ή την Ζεύξιδος/Ικτίνου.
Και βέβαια, το τσουβάλιασμα που επιχειρούν μαζικές επιχειρήσεις-σκούπα των ΜΑΤ, πλήττει οποιονδήποτε άλλον πέρα από τα οργανωμένα κυκλώματα διακίνησης, που αντιμετωπίζονται με στοχευμένες επεμβάσεις. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η εμπειρία της Ναβαρίνου, που μετά από τέτοιες επιχειρήσεις απέμενε στην πλατεία μόνο η… διακίνηση!
Εμείς δεν θέλουμε να χαϊδέψουμε τα αυτιά κανενός, και δεν θα γίνουμε τιμητές καμιάς εκ των τριών πρακτικών. Θα πούμε μόνο, πως αν αυτές συνεχίζουν να αλληλεπιδρούν, τότε αυτό θα αποτελέσει συνταγή για τον εκφασισμό της κοινωνίας μας. Η προβολή της εγωκρατίας στον δημόσιο χώρο, η χρήση του ως ιδιωτικού, ουσιαστικά χώρου, οδηγεί σε μια γενικευμένη σύγκρουση όλων εναντίον όλων, και τότε σπεύδει το μακρύ χέρι της καταστολής για να τις ειρηνεύσει, ως άλλος Λεβιάθαν.
Στο πλαίσιο μιας αυθεντικά δημοκρατικής αντίληψης δικαιώματα στην γειτονιά έχουν όλοι, εξ ίσου, οι κάτοικοι, οι οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, και όσοι επιλέγουν να αναπτύξουν την κοινωνικότητά τους στα στασίδια και τα παγκάκια. Και δεν θα πρέπει να μείνει κανείς από αυτούς ανυπεράσπιστος απέναντι στην υποβάθμιση της ζωής του, γιατί τότε η αλληλεγγύη γίνεται επιλεκτική και κοινωνικά άδικη.
Αν δε, υπάρχει ειλικρινά η διάθεση από την νεολαία να υπερασπιστεί το δικαίωμά της στον δημόσιο χώρο, τότε θα πρέπει να προχωρήσει σ’ έναν μεγαλύτερο βαθμό αυτο-οργάνωσης, για την αναβάθμιση της κατάστασης: Να μαζεύει τα σκουπίδια της, να θέσει όρια στην ηχορύπανση, να έλθει σε συνεννόηση με γονείς και κατοίκους για να διώξουν τις πιάτσες από την περιοχή. Και βέβαια, να απαιτήσει μαζί με όλους την… αποανάπτυξη της βιομηχανίας της διασκέδασης σε ανθρώπινα μεγέθη.
Αυτό –εδώ έχουμε φτάσει– απαιτεί μια ριζική αλλαγή στην καθημερινότητα, στις στάσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Ειδάλλως, η ασχήμια σε κάθε της εκδοχή, κρατική ή κοινωνική, θα μας κυνηγάει σαν χιονοστιβάδα στον κατήφορο της πόλης. Το δίλημμα έχει τεθεί: Ή θα πραγματοποιήσουμε μια επανάσταση στο επίπεδο των καθημερινών μας συμπεριφορών, για να γίνει αυθεντικό και το αίτημα της υπεράσπισης των δημόσιων χώρων από την εμπορευματοποίηση και την καταστολή, ή θα διολισθήσουμε στην βαρβαρότητα.
«Μένουμε Θεσσαλονίκη»
Ανάρτηση από: https://menoumethess.wordpress.com