Του Νεόφυτου Καρκώτη
Στα πρώτα χρόνια που επακολούθησαν της τουρκικής εισβολής και κατοχής, τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές της δεκαετίας του ’80, αναπτύχθηκε και μαζικοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο μια αλλιώτικη, ευρύτερου χαρακτήρα, κινηματική αριστερά. Μια αριστερά του δρόμου, των συλλαλητηρίων και των δυναμικών παρεμβάσεων που στο ιδεολογικό της γραμμικό φάσμα συμπεριλάμβανε διάφορες τάσεις: από την επαναστατική αριστερά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή η αριστερά του ακτιβισμού που θεωρούσε τη καθημερινή δράση ως τον κύριο μοχλό κινητοποίησης και ανεβάσματος της πολιτικής συνείδησης, χωρίς να εγκλωβίζεται σε κλειστές κομματικές συνεδρίες και ξύλινου λόγου μπροσούρες. Μια αριστερά που σε σειρά ζητημάτων όπως το Κυπριακό κινήθηκε μακριά από ατελέσφορους βερμπαλισμούς και αλυσιτελείς θεωρητικολογίες που φράζουν την επαναστατική διαδικασία, αλλά και ανέξοδες συζητήσεις που μοναδικό στόχο έχουν την αιτιολόγηση της πολιτικής απραξίας. Μια αριστερά που θεωρούσε την ιστορία πραγματικό πεδίο δραστηριότητας και ακολούθησε προσφυώς την κομμουνιστική διδασκαλία του Φρίντριχ Έγκελς πως «ένα γραμμάριο δράσης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας».
Αυτή λοιπόν η αριστερά, ομοθυμαδόν, με έκδηλα τα αντιιμπεριαλιστικά και αντινατοϊκά χαρακτηριστικά βρισκόταν στη πρώτη γραμμή του κυπριακού αντικατοχικού αγώνα, αποτελούσε το πιο μαχητικό του κομμάτι, ήταν η εμπροσθοφυλακή όλων των εξεγερτικών λαϊκών διαδηλώσεων στην Ελλάδα κατά της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής. Απαιτούσε αμελλητί την απελευθέρωση της νήσου, την επιστροφή όλων των Κύπριων προσφύγων –Ελλήνων και Τούρκων- στα σπίτια τους, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, το τερματισμό της διχοτόμησης και την απομάκρυνση των βρετανικών βάσεων από το νησί. Φώναζε για μια λύση την οποία θα έδινε ο λαός από τα κάτω, με άμεσες και δημοκρατικές διαδικασίες, ενάντια στους αμερικανονατοϊκούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τα τουρκοβρετανικά διχοτομικά σχέδια που είχαν αρχίσει να εξυφαίνονται. «Η λύση στα χέρια του λαού» έλεγαν χαρακτηριστικά οι διαδηλωτές. Παράλληλα και εξίσου σημαντικά, μιλούσε για την αναγκαιότητα να οργανωθεί σε ένοπλο επίπεδο ο κυπριακός λαός, να φτιάξει το δικό του «Βιετνάμ» και την επαναστατική του εστία, ούτως ώστε να αντιμετωπίσει τον μιλιταριστικό επεκτατισμό που επεδείκνυε το τουρκικό φασιστικό κράτος. «Λαού γροθιά θα φέρει Λευτεριά» τραγουδούσαν δυνατά και με παλμό οι νέοι.
Αδιαφιλονίκητα, το Κυπριακό πρόβλημα ενυπήρχε στο πυρήνα δράσης της ελλαδικής κινηματικής αριστεράς, στη καρδιά των αγώνων της, συνιστούσε αναπόσπαστο τμήμα των πολιτικών της εκδηλώσεων αλλά και εγγενές σημείο αναφοράς των ιδεολογικών της ζυμώσεων. Εδραζόμενη στις ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού και της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, η αριστερά των κινημάτων συνταίριαζε άρρηκτα τη ταξική πάλη με τον πατριωτισμό σε μια διαλεκτική ενότητα, και συνέθετε δημιουργικά την αγάπη προς τον ιδιαίτερο γεωγραφικό-πολιτισμικό της χώρο μαζί με τις προλεταριακές διεθνιστικές αξίες. Οι έννοιες πατρίδα και διεθνισμός δεν αλληλοαποκλείονταν, αλλά αλληλοσυμπληρώνονταν αρμονικά κατευθύνοντας έτσι ως πυξίδα τους μεγάλους αγώνες για ξεσκλάβωμα κάθε ανίσχυρου και καταπιεσμένου της γης. Συνδύαζε τον αντικαπιταλιστικό με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, αντιλαμβανόμενη ότι οι δύο αυτές πτυχές συναρθρώνονται σε αναπόδραστες παραμέτρους ενός ενιαίου και αδιαίρετου αγώνα για να καταστεί ετούτος ο λαός αφέντης στο τόπο του. Έθετε το ζήτημα της απελευθέρωσης τόσο στην εθνική όσο και στην κοινωνική του διάσταση.
Πώς άλλωστε ένας μαρξιστής του ελληνικού χώρου, γνήσιος πατριώτης – διεθνιστής, θα μπορούσε να είναι αλληλέγγυος λ.χ. με τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για απελευθέρωση των εδαφών του από τα ισραηλινά στρατεύματα ή λ.χ. με τον αγώνα των Ζαπατίστας στο Μεξικό για γη και ελευθερία, αλλά την ίδια στιγμή να αρνείται να διεκδικήσει την αυτονόητη απελευθέρωση της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα; Δεν θα ήταν –και είναι- αντίφαση και υποκρισία; Μόνο όταν και η δική σου πατρίδα καταπιέζεται μπορείς πραγματικά να βιώσεις το συναίσθημα της αλληλεγγύης προς τον Παλαιστίνιο αγωνιστή, τον Κούρδο αντάρτη, τον Βάσκο μαχητή, τον Ιρλανδό εθελοντή, τον Λατινοαμερικανό επαναστάτη. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση η σοβαρή, αγωνιστική αριστερά –της τότε περιόδου- υπό το φόβο μην χαρακτηριστεί ως εθνικιστική, να σιωπά μπροστά στο έγκλημα της κατοχής, της εθνοκάθαρσης, της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των αγνοουμένων, των βιασθέντων γυναικών και των προσφύγων. Ήταν τότε που το ανεξάντλητου εύρους και σημειολογίας σύνθημα του Γκεβάρα «Patria o Muerte» καθοδηγούσε ως τηλαυγής φάρος τους ιδεολογικούς αγώνες της αριστεράς, και ενσαρκωνόταν στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο. Τότε, που η αριστερά δεν θεωρούσε την ενασχόληση με το Κυπριακό ως «εθνικιστική» και γραφική εμμονή, αλλά συνειδητοποιημένη ταξική, κοινωνική, πατριωτική και διεθνιστική επιταγή. Τότε, που η Κύπρος ήταν η ανθρωπότητα που συστελλόταν και η ανθρωπότητα ήταν η Κύπρος που διαστελλόταν.
Στο σπάνιο βιντεογραφικό υλικό που αναρτούμε, παρατηρούνται τμήματα της ευρύτερης κινηματικής αριστεράς (περιλαμβανομένης και της ΚΝΕ) κυρίως νεολαίοι –φοιτητές και μαθητές- αλλά και εργαζόμενοι, να διαδηλώνουν το 1975 μαζικά και δυναμικά ενάντια στη τουρκική κατοχή, ενάντια στο ΝΑΤΟ και την αμερικανοβρετανική ιμπεριαλιστική πολιτική, και φυσικά ενάντια στη λύση ομοσπονδίας που είχαν αρχίσει να απεργάζονται διάφοροι κύκλοι στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Ανάμεσα σε άλλα τα πανό αναγράφουν πως η ‘ομοσπονδία είναι προδοσία’ και ότι η ομοσπονδοποίηση της Κύπρου συνεπάγεται ‘ντε φάκτο διχοτόμηση.’ Μάλιστα, το πρώτο σύνθημα δονεί την ατμόσφαιρα και αντηχεί προειδοποιητικά –για το τότε και το σήμερα-στους δρόμους της Αθήνας. Βλέπουμε επίσης στο ένα εκ των δύο βίντεο ότι το σύνθημα ‘ΟΧΙ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ – ΟΧΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ’ είναι το κύριο και πρωταρχικό σύνθημα της πορείας, καθότι είχε κατάδηλα συναχθεί το συμπέρασμα πως το πολιτειακό αυτό μοντέλο ισοδυναμούσε με τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής-κατοχής. Το σύνθημα «όχι άλλη Ζυρίχη» που εμφανίζεται στην πορεία δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Όλα αυτά δεν πρέπει να προξενούν καμία έκπληξη. Η θέση ενάντια στην ομοσπονδία από την αριστερά που μορφοποιήθηκε ιδεολογικοπολιτικά εκείνη τη περίοδο ήταν φυσιολογική τοποθέτηση. Τόσο ενστικτωδώς λόγω αντιιμπεριαλιστικών αντανακλαστικών, όσο και μέσα από τη λεπταίσθητη ταξική και κοινωνιολογική ανάγνωση της ιστορίας, η αριστερά των μαχητικών αγώνων δεν θα μπορούσε παρά να είναι καθέτως και οριζοντίως ενάντια σε αυτή τη μορφή λύσης. Γιατί πολύ απλά δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη θεραπεία επίλυσης των γενεσιουργών αιτιών του Κυπριακού, ούτε απαλλάσσει το νησί από την τουρκική σοβινιστική κηδεμονία, αλλά αντιθέτως την διευρύνει με επίταση στο διηνεκές. Γιατί καθιστά τη Κύπρο ένα πολύ-κηδεμονευόμενο νέο-αποικιακού τύπου προτεκτοράτο, τουρκικής κυριαρχίας και αμερικανοβρετανικής επικυριαρχίας. Γιατί αναγάγει τις εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές σε κανόνα δικαίου, και επάλληλα ενσωματώνει τους φυλετικούς διαχωρισμούς στο συνταγματικό μοντέλο προσδίδοντας τους φορμαλιστικό ρόλο. Θεσμοθετώντας, συνεπώς, τις εθνικές και πολιτιστικές ταυτότητες ως διαχωριστικούς μηχανισμούς της ομοσπονδιακής πολιτειακής μορφής. Μονιμοποιώντας το γεωγραφικό, διοικητικό και πληθυσμιακό διαμελισμό –απότοκο της εισβολής- διαμέσου της ίδρυσης ομόσπονδων κρατιδίων ενδεδυμένα με αμιγώς εθνικό χαρακτήρα. Γιατί αυτή η λύση αντίκειται και αντιτίθεται στα υπαρξιακά, οντολογικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που νοηματοδοτούν σε φιλοσοφικό επίπεδο τη μαρξιστική, σοσιαλιστική και επαναστατική ιδιοσυγκρασία.
Ας καταλάβει λοιπόν η σημερινή ηγεσία της αριστεράς –σε Κύπρο και Ελλάδα-, που οικειοποιείται τον όρο και τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού, και διεκδικεί τους αγώνες ανθρώπων όπως ο Τσε και ο Άρης, ότι ουδεμία σχέση έχει μαζί τους. Ουδεμία σχέση έχει με την αριστερά των δυναμικών αντικατοχικών αγώνων, της διαρκούς αντιιμπεριαλιστικής δράσης, των μαχητικών διαδηλώσεων, και των καθημερινών συγκρούσεων έξω από τις πρεσβείες των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Ουδεμία σχέση έχει με την αριστερά των αντιαποικιακών εξεγέρσεων και των ανυπότακτων λαών, την αριστερά των λατινοαμερικάνικων κινημάτων και των παγκόσμιων εργατικών αγώνων. Αυτή η αριστερά-κατάντημα (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) που βλέπουμε σήμερα πλήρως αποϊδεολογικοποιημένη και ενσωματωμένη, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τους αγώνες του Γκεβάρα –αφού πρώτα τον αποστέωσε ως λιβάνισμα σε φανελάκια και φλυτζάνια- για κάθε καταπιεσμένη πατρίδα του κόσμου, έχει καταστεί ο καλύτερος σύμμαχος του ιμπεριαλισμού και των σχεδιασμών του στη περιοχή. Υποταγμένη στα ομοσπονδιακά κελεύσματα των τουρκοβρετανών, προτάσσει εντέχνως το θατσερικό δόγμα TINA (There Is No Alternative) θεωρώντας την ΔΔΟ μονόδρομο, και παρουσιάζεται ως ανίκανη να μεταφέρει στο εξελικτικό πεδίο της ιστορίας εκείνο το μεγαλειώδες: «Να είμαστε ρεαλιστές! Να ζητάμε το αδύνατο!»