Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ

Του Λευτέρη Ριζά



      Ποιο πρόγραμμα είναι αυτό που καλείται να υλοποιήσει – σκληρά εργαζόμενη – η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ (ή ΤΣΙΠΡΑ/ ΚΑΜΜΕΝΟΥ); Πολύ απλά και λογικά η απάντηση είναι «Το 3ο Μνημόνιο». Σωστή, ολόσωστη απάντηση. Αλλά σε αυτήν πρέπει να προστεθεί πώς πρόκειται και για το πρόγραμμα Κ. Σημίτη που υποσχότανε και δεσμευότανε για τον «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

       Τι εννοούσε, όμως, με τη λέξη «εκσυγχρονισμό»; Εννοούσε την ευθυγράμμιση της κοινωνίας με τα όσα ίσχυαν στις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Εννοούσε επίσης την ευθυγράμμιση και υποταγή της ελληνικής οικονομίας στα συμφέροντα ακριβώς τον ίδιων δυνάμεων. Εννοούσε επίσης πως ο μηχανισμός λειτουργίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα ήθελε «λάδωμα» και μικροεπισκευές, προκειμένου να δουλεύει πιο αποδοτικά. Να βγάζει περισσότερο το «λάδι» του εργαζόμενου ελληνικού λαού ΚΑΙ να αποσπά μεγαλύτερα κέρδη, ακόμα και σε βάρος των ντόπιων αστικών κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Γιατί πολλά τμήματα τους με διάφορα κόλπα κατάφερναν και «έκλεβαν» τα αφεντικά. Ή τους δημιουργούσαν προβλήματα στην πιο αποδοτική εκμετάλλευση του τόπου. Φοροδιαφυγή, διαφθορά του δημοσίου κλπ κλπ έπλητταν ακόμα – πέραν δηλαδή του ελληνικού λαού – και το ίδιο το μεγάλο κεφάλαιο, τους ξένους επενδυτικούς οίκους, τους «επενδυτές», κλπ.

       Αυτά του έλεγαν και τα ζητούσαν από το ΠΑΣΟΚ οι φίλοι της ΕΕ, οι «αγορές», οι συμμετέχοντας στις συναντήσεις της Λέσχης Bilderberg. Αλλά ο εκσυγχρονισμός δεν προχωρούσε όπως ήθελαν – και τους είχαν υποσχεθεί και διαβεβαιώσει – κυρίως λόγο των αντιστάσεων του ελληνικού λαού και το πολιτικού κόστους που υφίσταντο κυβέρνηση, βουλευτές και αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση και οι βουλευτές της φοβόντουσαν ότι θα έχαναν την λαϊκή υποστήριξη και ότι σύντομα θα έχαναν την εξουσία. Η αντιπολίτευση για να κερδίσει την λαϊκή υποστήριξη και τις επόμενες εκλογές ήτανε συχνά υποχρεωμένη να υποστηρίζει τα αιτήματα των λαϊκών κινητοποιήσεων – παρόλο που στο βάθος δεν τα πίστευε.

       Να θυμηθούμε τις τεράστιες κινητοποιήσεις των εργαζομένων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα όταν ο υπουργός Εργασίας προσπάθησε να «εκσυγχρονίσει» το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς που ίσχυε μέχρι τότε. Και που ήτανε και μια από τις «πολλές» κατακτήσεις των εργαζομένων που είχαν πετύχει με την στήριξη τους στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ την περίοδο εκείνη βρέθηκε αντιμέτωπο με την εκλογική του βάση, με τα συνδικαλιστικά του στελέχη, με τον «άλλο εαυτό» του. Τελικά δεν τόλμησε να προχωρήσει τις αλλαγές – τους «εκσυγχρονισμούς» - αλλά δεν γλύτωσε την απώλεια της εξουσίας, που πέρασε στα χέρια της «φιλολαϊκής» Ν.Δ.

       Που και αυτή με την σειρά της έπρεπε να προχωρήσει τον ίδιο δρόμο του «εκσυγχρονισμού». Και που και αυτή παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της, παρόλο ότι δεν διατηρούσε τους ίδιους δεσμούς και σχέσεις με το συνδικαλιστικό κίνημα (ΑΔΕΔΥ, ΓΣΕΕ, ΟΛΜΕ, ΔΟΕ κλπ μεγάλες ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα δεν βρίσκονταν στα χέρια της) δεν μπορούσε να καταστείλει χωρίς κόστος τις αντιδράσεις του.

       Ήρθε πάλι η σειρά του ΠΑΣΟΚ. Ο Γιώργος Παπανδρέου – διάδοχος του Κ. Σημίτη και  πρωτότοκος γιός του ιδρυτή του – φάνηκε ότι θα ήταν ικανός να λύσει το πρόβλημα – μαζί βέβαια με όλα τα μεγάλα και ανοιχτά εθνικά προβλήματα που δημιουργούσαν «εκνευρισμό» στις μεγάλες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού. Αλλά και ο ΓΑΠ για να κερδίσει τις εκλογές από τη Ν.Δ., πέραν των «σκανδάλων» που είχαν έρθει στην επιφάνεια για να διευκολύνουν την πτώση της, αναγκάστηκε κι αυτός να χρησιμοποιήσεις ένα σύνθημα «άκρατου λαϊκισμού», το αλησμόνητο «λεφτά υπάρχουν».



Μια σύντομη αναδρομή



       Να πάμε λίγο πίσω στο χρόνο να δούμε μερικές πολύ διαφωτιστικές για τη συνέχεια μας, λεπτομέρειες. Πάμε λοιπόν το 7ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (Μάρτιος 2005). Σε αυτό λοιπόν – σε μια τεράστια αίθουσα Ολυμπιακών αθλημάτων, γεμάτη ένα πολύβουο πλήθος συνέδρων, παρατηρητών κλπ και έντονου «προεκλογικού» αγώνα για        

την Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ, όπου ελάχιστοι άκουγαν τους ομιλητές και ακόμα λιγότεροι καταλάβαιναν τι έλεγαν – ο Κ. Σημίτης έκανε μια πολύ σημαντική ομιλία. Ανάμεσα στα άλλα είπε:

«Συντρόφισσες - σύντροφοι, φίλες και φίλοι, το 7ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ βρίσκει την Ελλάδα σε μια κρίσιμη καμπή. Η κυβέρνηση της χώρας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εφαρμόζει το επικίνδυνο δόγμα της μη δράσης. Μη δράση με στόχο το μη κόστος.

Η στάση της απέναντι στο σχέδιο Ανάν, η αποδοχή της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, χωρίς να αξιοποιηθούν οι συμφωνίες του Ελσίνκι το πιστοποιούν, πιστοποιούν τη μη δράση.

Αυτά για τα οποία εμείς εργαστήκαμε, οι κατακτήσεις της χώρας που ήρθαν μετά από κόπο και προσπάθεια ετών υποχωρούν όλο και περισσότερο. Συγκριτικά πλεονεκτήματα στην εξωτερική μας πολιτική, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στην οικονομία, οι προσπάθειες που κάναμε για την ανάπτυξη εξανεμίζονται με όλο και μεγαλύτερους ρυθμούς.

Θα έρθει η στιγμή, αν συνεχίσει αυτή η κυβέρνηση, που ο ελληνικός λαός θα πρέπει να εργαστεί ξανά από την αρχή για να επουλώσει τραύματα, να διορθώσει σοβαρά λάθη και να ξαναχτίσει όσα ήταν πρόσφατα τα κεκτημένα της πατρίδας.

Συντρόφισσες και σύντροφοι, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μας πληροφόρησε μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, ότι θα επιδιώξει -αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε - μια ήρεμη εξέλιξη στη χώρα. Δεν μας κατατόπισε όμως τι εννοεί με την επιδιωκόμενη ηρεμία».  

    Ένα πρώτο σχόλιο: Προσέξτε την φράση «κρίσιμη καμπή». Διαρκώς βρισκόμαστε σε «κρίσιμη καμπή» [ποια, πως και γιατί παραμένει πολύ θολό] και γι αυτό πρέπει να αποδεχόμαστε «θυσίες», να κάνουμε ό,τι θέλουν οι «αγορές» (κομψός και πιο αποδεκτός όρος αντί του πραγματικού «κεφαλαιοκράτες» ή «ιμπεριαλιστές»). Επίσης την δυσφορία του που δεν στήριξε η Ν.Δ. την ψήφιση του απαράδεκτου σχεδίου Ανάν, που έτσι κι αλλιώς απέρριψε το 76% του Κυπριακού ελληνισμού, και  επίσης την ανησυχία του για την «ήρεμη εξέλιξη στη χώρα» που είχε υποσχεθεί η Ν.Δ. Προφανώς περίμενε μια όχι ήρεμη εξέλιξη. Διότι ο εκσυγχρονισμός μοιραία θα διατάρασσε την κοινωνική ηρεμία. Και αυτό που πάνω από όλα τον ενδιέφερε ήταν ο «εκσυγχρονισμός». Συνεχίζουμε ή μάλλον συνεχίζει ο Κ. Σημίτης:

 «Προφανώς η περασμένη 8ετία του ΠΑΣΟΚ ήταν ανήσυχη, ταλαιπώρησε τους πολίτες, χρειάζονται τώρα κατά τη Νέα Δημοκρατία προφανώς χαλαροί ρυθμοί και προσεγγίσεις που να μην τονίζουν την ανάγκη να προχωρήσουμε πιο γρήγορα για να ξεπεράσουμε την υστέρηση της χώρας. Χρειάζεται κατά τη Νέα Δημοκρατία να αποφεύγουμε αναμετρήσεις και αντιπαλότητες.

Εξαρτάται όμως σύντροφοι μόνο από εμάς η απάντηση το δίλημμα, αν πρέπει να αναδεικνύονται ή όχι οι πιεστικές ανάγκες, να μας ταιριάζει η ανησυχία ή η ησυχία; Βεβαίως όχι. Όλοι οι Έλληνες ξέρουμε πολύ καλά, ότι η εξέλιξη της διεθνούς οικονομίας επηρεάζει και τη δικιά μας θέση, τα προβλήματά μας, τις λύσεις σ' αυτά τα προβλήματα.

Όταν το κόστος της εργασίας στην Ανατολική Ευρώπη είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το κόστος εργασίας στη χώρα μας όχι μόνο ξένοι επενδυτές επενδύουν εκεί, αλλά και ελληνικές επιχειρήσεις, όπως έγινε και γίνεται, μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στις νέες χώρες της Ένωσης, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Τι κάνουμε εμείς για την ανταγωνιστικότητά μας, για την ανάπτυξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας; Είμαστε ευχαριστημένοι που η Ελλάδα εξασφάλισε τα κονδύλια για τους αγρότες της μέχρι το 2013. Όμως η Κοινή Αγροτική Πολιτική άλλαξε. Τι προετοιμασία έχουμε κάνει, τι κάνει τώρα η πολιτεία που αρχίζει να εφαρμόζεται σε λίγο η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που δεν δίνει επιδοτήσεις στο προϊόν; Τι κάνει η πολιτεία για να προετοιμάσει τους αγρότες στους νέους κανόνες;

Πολλά παρόμοια ερωτήματα θα μπορούσα να απαριθμήσω. Όλα αυτά συνοψίζονται σε ένα μόνο. Μπορούμε εμείς να ησυχάζουμε και να εκπέμπουμε έναν επαρχιωτισμό άλλων εποχών; Όταν όλα γύρω μας τρέχουν, όταν όλα γίνονται πιο γρήγορα, όταν όλες οι χώρες επιδιώκουν να επιταχύνουν την προσαρμογή τους και την ανάπτυξή τους, μπορεί το δικό μας σύνθημα να είναι, οι χαμηλοί ρυθμοί και η ησυχία».

       Μία στάση πάλι εδώ. Νομίζω ότι είναι απολύτως καθαρό τι ήθελε ο κ. Σημίτης. Αυτά που μας λένε χτες και σήμερα τα Μνημόνια και όλοι οι καλοί μας «φίλοι»: από την Μέρκελ, τον Σόϊμπλε, τον Ολάντ, τον Γιούγκερ, τον Νταϊσενμπλούμ μέχρι βέβαια τον εξίσου αγαπητό μας κ. Ομπάμα και τους υπουργούς του: να προχωρήσουμε αποφασιστικά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, να γίνουμε ανταγωνιστικοί κλπ κλπ. Αυτά όλα βέβαια για να γίνουν, δεν «σηκώνουν» ησυχίες ούτε χαμηλούς ρυθμούς, όπως έλεγε και ο Κ. Σημίτης. Ούτε να εκπέμπουμε επαρχιωτισμό, να ενδιαφερόμαστε για την Ελλάδα, την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Αλίμονο: αυτό ήταν και είναι δείγμα «επαρχιωτισμού» - ευγενικά διατυπωμένο – δηλαδή λίγο-πολύ «εθνικισμού».  Οι μεταρρυθμίσεις, ο εκσυγχρονισμός, η υπέρβαση του επαρχιωτισμού μας, κατά τον Κ. Σημίτη και τώρα πια τις επιταγές του 3ου ιδίως «αριστερο-δεξιού» Μνημονίου – με την υποστήριξη και των υπόλοιπων  κομμάτων του «ευρωπαϊκού τόξου» - σήμαιναν ότι:

«Η πραγματικότητα είναι ότι, αν θέλουμε να προκόψει ο τόπος, πρέπει να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με δομές κοινωνικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, που προσδιορίζουν αρνητικά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη.

Το εύρος αυτών των κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι πολύ μεγαλύτερο απ' ότι εμείς όλοι, η ίδια η κοινωνία αντιλαμβάνεται, ή θέλει ν' αναγνωρίσει, απ' ότι οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, επιτρέπουν να γίνει δεκτό».

       Για να προχωρήσει λοιπόν ο «εκσυγχρονισμός», οι «μεταρρυθμίσεις», η πλήρης ευθυγράμμιση με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας των ιμπεριαλιστικών κέντρων αλλά και της ζωής σε αυτά τα κέντρα, ήταν και όπως τα μνημόνια μας υπενθυμίζουν, τέτοιες αντιπαραθέσεις που ούτε η κοινωνία μας δεν αντιλαμβάνεται ή θέλει να αναγνωρίσει. Ακόμα και οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις – έλεγε ο Κ. Σημίτης – δεν επιτρέπανε να γίνει δεκτό!!!

       Ο Κ. Σημίτης συνέχισε με παραδείγματα που βέβαια τη σημασία τους ελάχιστοι τότε πρόσεξαν και κατανόησαν.

«Συντρόφισσες και σύντροφοι, θα σταθώ σε ένα παράδειγμα, για το εύρος αυτών των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, τις παράπλευρες αντιθέσεις. Η έκφραση «παράπλευρη αντιπαράθεση ή παράπλευρη αντίθεση», δεν σκοπεύει να χαρακτηρίσει μια αντιπαράθεση ως ήσσονος σημασίας υποδεέστερη.

Μπορεί μια τέτοια αντιπαράθεση να είναι πραγματικά σε σύγκριση με κεντρικά οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα, όπως η εισοδηματική πολιτική, οι ασφαλιστικές ρυθμίσεις δευτερεύουσας σημασίας, όμως μπορεί παρ' όλα αυτά να έχει πρωτεύοντα ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και είναι καθοριστική για τον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Παράδειγμα μιας τέτοιας παράπλευρης αντιπαράθεσης είναι, η διαμάχη που προκάλεσε το Σχέδιο Καποδίστριας για την αναμόρφωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πολλοί δεν ήθελαν, πολλοί είπαν ότι δεν είναι σωστό, ότι πρέπει να διατηρήσουμε το δήμο σ' αυτή τη μικρή μορφή, ότι χάνει ο δήμος, ή η κοινότητα την ιδιαιτερότητά της.

Παράδειγμα μιας παράπλευρης αντιπαράθεσης που δημιούργησε μεγάλη διαμάχη στο ΠΑΣΟΚ ήταν και οι ταυτότητες. Το ξέρετε όλοι. Η κοινωνική αλλαγή εξαρτάται και από την έκβαση αυτών των παράπλευρων αντιθέσεων. Γιατί οι νοοτροπίες, οι συσχετισμοί δυνάμεων στο επίπεδο της διοίκησης, ή των πολιτισμικών συμπεριφορών, μπορούν να ενισχύουν, να συντηρούν την κοινωνική στασιμότητα, να αποτελούν όπως η συντεχνιακή νοοτροπία και η οργάνωση ανάχωμα στον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο.

Η διαμάχη πρόοδος και συντήρηση συντρόφισσες και σύντροφοι, ευθύνεται όχι μόνο στα κεντρικά, αλλά εκτείνεται παντού σ' όλη την κοινωνία και στις παράπλευρες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις».

       Δεν χρειάζεται να σχολιάζουμε την κάθε πρόταση. Είναι, τώρα πια, πεντακάθαρα αυτά που έλεγε και εννοούσε ο αρχιστράτηγος του «εκσυγχρονισμού», της υποτέλειας και πλήρους υποταγής / ενσωμάτωσης της χώρας και του λαού της, στα σχέδια και συμφέροντα του μεγάλου μονοπωλιακού  κεφαλαίου και των κρατών που τα στηρίζουν και στηρίζονται από αυτά.

       Για να το πούμε, ίσως πιο κατανοητά, για την πλήρη επέκταση και αποδοτική λειτουργία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, πρέπει να αυτό που αποκαλούμε «υπερδομή» να μην την εμποδίζει. Και σε αυτή την «υπερδομή» ανήκουν βέβαια οι παραδόσεις, οι ιδεολογίες, το νομικό σύστημα, η οργάνωση του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, η συνδικαλιστική οργάνωση, οι εργασιακές σχέσεις και το «δίκαιο» τους, το ασφαλιστικό / συνταξιοδοτικό σύστημα, τα πάντα.

       Αμέσως μετά τον Κ. Σημίτη μίλησε κ. Άννα Διαμαντοπούλου – καλή και επιμελής μαθήτρια, με μεγάλη ικανότητα αφομοίωσης των όσων άκουγε στις συναντήσεις της Λέσχης  Bilderberg, και με μεγάλη όρεξη να τα μεταδώσει – είπε τα εξής καταπληκτικά:

«Αυτό που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν ουσιαστικά να προτείνει μία νέα ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο, το ιδιωτικό και το κοινωνικό, χωρίς να δαιμονοποιεί και χωρίς να θεοποιεί κανένα απ' αυτά[1][1]. ………… Αυτό σημαίνει πλήρη ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης με το κράτος. Σύντροφοι, ίσως είμαστε η τελευταία Κομμουνιστική χώρα στην Ευρώπη. Το κράτος καταδυναστεύει το 55% της οικονομίας, δεν συμβαίνει ούτε στις νέες χώρες και καταδυναστεύει όλους τους θεσμούς.

Μια νέα επιλογή για το κράτος σημαίνει και συγκρούσεις. Σημαίνει λιγότερα Υπουργεία, σημαίνει λιγότεροι Κρατικοί Οργανισμοί, σημαίνει ένα νέο τοπίο όπου το δημόσιο, το ιδιωτικό και το κοινωνικό συνεργάζονται σε μια διαφορετική βάση.

Οι ανατροπές για την επιλογή αυτού του μοντέλου είναι πάνω απ' όλα εσωτερική μας υπόθεση, να συμφωνήσουμε και να τις παλέψουμε».

       Ασφαλώς και δεν είχατε σκεφτεί ποτέ – εκτός από εντελώς αρρωστημένα μυαλά ηλιθίων αντικομουνιστών – ότι η Ελλάδα ήταν η τελευταία κομμουνιστική χώρα στην Ευρώπη. Κι όμως αυτά τα είπε μέσα στο συνέδριο η κ. Άννα Διαμαντόπουλου και τουλάχιστον οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ δεν την έκραξαν. Αλλά αυτοί, εκείνη την ώρα επιδίδονταν σε «λιστομαχίες», «σταυρομαχίες» κλπ. δεν είχαν χρόνο να ασχολούνται με τις πολιτικές γραμμές που χάρασσε η ηγεσία τους.

       Να λοιπόν πόσο νωρίς η καμπάνα χτύπησε για τις αποκρατικοποιήσεις και όλη την επιδρομή ενάντια σε κάθε τι δημόσιο. Ήδη το ΠΑΣΟΚ είχε ξεκινήσει όταν ήταν ακόμα στην εξουσία με λόγο και έργο να ανοίγει τον δρόμο (πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΕΙΑ, πρόταση για μη κρατικά ΑΕΙ, κλπ κλπ)[2][2].

       Οι αντιδράσεις σε όλες αυτές τις απόπειρες είναι γνωστές. Αλλά κατώτερες των αναγκαίων. Που τελικά χωρίς να έχουν βάθος αναλύσεων – δεν είχαν δηλαδή καθαρή εικόνα του τι συνέβαινε – αργά ή γρήγορα εκφυλίζονταν και την «αντίσταση», οι ενδιαφερόμενοι ανέθεταν στην εκάστοτε αντιπολίτευση.



Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και ο ρόλος της 



       Ο «αφελής» λαός – η Ελλάδα είναι μια κατεξοχήν μικροαστική χώρα – πίστεψε ότι πράγματι «λεφτά υπάρχουν» και ψήφισε και πάλι το ΠΑΣΟΚ του υιού. Το – και τον – εμπιστεύτηκε το 44% του εκλογικού σώματος ή 3,012,373  Έλληνες. Η Ν.Δ. απέσπασε 33,8%, δηλαδή 2,295,967 ψηφοφόρους. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε ψηφίστηκε από 315. 627 άτομα ή από το 4,60% (λιγότερους από ΚΚΕ και ΛΑΟΣ). Δηλαδή η εντολή που έδωσε ο Ελληνικός λαός στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου για να εφαρμόσει το πρόγραμμα του – με βάση ότι «λεφτά υπάρχουν» - ήταν πολύ ισχυρότερη από αυτή που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ: 2.245.978 ψήφοι ή εντολείς τον Ιανουάριο και μόλις 1.925.904 στις τελευταίες εκλογές!  Αλλά αν προσέξετε η ηττημένη και εν μέσω σκανδάλων Ν.Δ., τότε έλαβε περισσότερες «εντολές» από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ αρχές του 2015.

       Λένε τώρα ότι ο ΓΑΠ δεν ήξερε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας που του παρέδωσε ο Κ. Καραμανλής. Του αποδίδουν κακούς χειρισμούς που τελικά τον οδήγησαν να προσφύγει στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ, την ΕΕ για δάνειο και τελικά στην υπογραφή του πρώτου Μνημονίου. Όλα αυτά μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι. Το πρόβλημα μας δεν είναι αυτό. Αλλά η «αναγκαιότητα» του «εκσυγχρονισμού», των «μεταρρυθμίσεων» που όλο ξεκινούσαν και όλο έμεναν μεσοστρατίς. Και να που παρουσιάστηκε η ευκαιρία να προχωρήσουν χωρίς πολλές αντιστάσεις. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε  με την κρίση που ξέσπασε – αρχίζοντας από τις ΗΠΑ – και αγκάλιασε όλη την Ευρώπη.

       Η κρίση έδωσε την ευκαιρία και τη δυνατότητα για μια γενική και γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στις κατακτήσεις των λαών σε όλη την Ευρώπη, με σκοπό και στόχο την ήττα έως συντριβή των λαϊκών τάξεων – της εργατικής πρώτα απ’ όλες – τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την επιβολή σε όλη την ήπειρο αντιδραστικών λύσεων σε όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι, τα έθνη και τα κράτη[3][3]. Στο όνομα λοιπόν του να βγούμε από την κρίση, το τούνελ, να περάσουμε την κρίσιμη καμπή, να μείνουμε στην Ευρώπη και το ευρώ, να προσελκύσουμε επενδύσεις, να μην απογοητεύσουμε τις «Αγορές» (δηλαδή τους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές) και πολλά άλλα «να μην..»,δικαιολογήθηκαν και «νομιμοποιήθηκαν» - και μεγάλη έκταση έχουν γίνει αποδεκτές – όλες  οι επιθέσεις ενάντια στη λαϊκή και εθνική κυριαρχία, τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων, στην δημόσια περιουσία κλπ. κλπ  Το «αίσθημα» ότι «κι εμείς φταίμε για την σημερινή μας κατάντια» - ανάλογο του περίφημου «Μαζί τα φάγαμε» -  το συναντάμε και ακούμε τώρα πια πιο συχνά μέσα στον «λαό» και τις συζητήσεις του. Βάζω το λαό σε εισαγωγικά γιατί αυτός ο λαός δεν είναι ποτέ του ομοιογενής. Αποτελείται από τάξεις, τμήματα τάξεων και διάφορα κοινωνικά «στρώματα» κλπ κλπ. Η αποδοχή λοιπόν του «κι εμείς φταίμε» διαφέρει από τάξη σε τάξη, μερίδες της, στρώματα κλπ.                                              

       Ο ΣΥΡΙΖΑ



       Η κρίση και ιδιαίτερα η παράταση της, η αποτυχία και η ευθύνη για αυτό στις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και συμμάχων, άνοιξε το δρόμο στην επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ που υποσχότανε να σχίσει τα μνημόνια, να προχωρήσει σε ένα νέο παραγωγικό / αναπτυξιακό μοντέλο και όπου στεκότανε και βρισκότανε βεβαίωνε ότι με αυτόν στην κυβέρνηση όλη η Ευρώπη θα άλλαζε. Παντού θα ξεσηκώνονταν οι λαοί να μας υποστηρίξουν, να απαλλαγούν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας, των χρεών και άλλα πολύ όμορφα και ωραία.

              Ψήφισε λοιπόν ΣΥΡΙΖΑ και με μεγάλη ευχαρίστηση και ανακτημένη περηφάνια άκουσε τον πρωθυπουργό να επαναλαμβάνει στις προγραμματικές του δηλώσεις ότι:

 «… πριν παρουσιάσω αναλυτικά τις προγραμματικές δηλώσεις και ζητήσω την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής στην Κυβέρνησή μας, αισθάνομαι την ανάγκη να διαβεβαιώσω για μια ακόμη φορά από αυτό το Βήμα τους Έλληνες Βουλευτές, αλλά και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, ότι η αμετάκλητη απόφαση της Κυβέρνησής μας είναι να τιμήσει και να εφαρμόσει στο σύνολό τους τις προεκλογικές προγραμματικές μας δεσμεύσεις, με πλήρη σεβασμό στη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράστηκε με την ψήφο του λαού μας στις πρόσφατες εκλογές.

Η δέσμευση αυτή αποτελεί τον αδιαπραγμάτευτο πυρήνα της πολιτικής μας σε όλα τα ζητήματα που αφορούν άμεσα όλους τους Έλληνες πολίτες, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις…… το τοπίο στην Ελλάδα και την Ευρώπη παραμένει δύσκολο, αλλά είναι ήδη διαφορετικό. Η ατζέντα αλλάζει. Η Ελλάδα παραμένει στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλά για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια με θετικό πρόσημο, ως πρωταγωνιστής, όχι ως κομπάρσος.

Σε μια διαπραγμάτευση που, επιτέλους, ξεκίνησε, η ελληνική Δημοκρατία, η Ελλάδα, καταθέτει προτάσεις, δεν δέχεται εντολές και μάλιστα μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας….. Ο ελληνικός λαός έδωσε ισχυρή και καθαρή εντολή για τον άμεσο τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και για αλλαγή πολιτικής. Συνεπώς, το περιβόητο μνημόνιο καταργήθηκε πρώτα απ’ όλα από την ίδια την αποτυχία του και από τα καταστροφικά του αποτελέσματα. Δεύτερον -και σημαντικότερο- από την ετυμηγορία του ελληνικού λαού.

Για το λόγο αυτό η νέα Κυβέρνηση, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν δικαιούται να ζητήσει παράταση του μνημονίου, γιατί δεν δικαιούται να ζητήσει παράταση του λάθους και της καταστροφής… Ούτε και είναι δυνατό να ζητείται σήμερα από τη νέα ελληνική Κυβέρνηση, στο όνομα τεχνικών δυσκολιών, η επέκταση ενός προγράμματος που αποδοκιμάστηκε πρόσφατα, πριν λίγες μέρες, από τον ελληνικό λαό. Και μάλιστα αυτό να ζητείται μόνο και μόνο προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο τακτικός ελιγμός και οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες πολιτικών δυνάμεων εντός της χώρας….. Η ελληνική Κυβέρνηση έχει σχέδιο έτοιμο, δεν το φτιάχνει τώρα, έχει προτάσεις, δεν τις φτιάχνει τώρα, είναι ρεαλιστικές και είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο συμφωνίας αμοιβαία αποδεκτό», και άλλα ηρωικά και φανταχτερά.

       Σήμερα πια το ξέρουμε πολύ καλά ότι από αυτά τίποτα δεν έγινε. Η κυβέρνηση δεν ζήτησε βέβαια παράταση του μνημονίου, αλλά με μεγάλη γενναιότητα – μια και δεν δεχότανε εντολές μέσω ηλεκτρονικών ταχυδρομείων και είχε μεταβληθεί από κομπάρσος σε πρωταγωνιστής – υπέγραψε ένα νέο «περήφανο» μνημόνιο. Κλαψούρισε βέβαια ότι παρότι πρωταγωνίστρια και όχι πια κομπάρσος, αναγκάστηκε να το υπογράψει κάτω από συνθήκες εκβιασμών, με το πιστόλι στον κρόταφο, κλπ κλπ. Γνωρίζουμε επίσης ότι, όπως η ίδια η κυβέρνηση έχει παραδεχτεί, ότι και λάθος είχαν υπολογίσει την αντίδραση των δανειστών – δεν φοβήθηκαν και δεν έκαναν πίσω – και λάθη χειρισμού έκαναν. Λάθη που στοίχισαν κάποια δισεκατομμύρια ευρώ παραπάνω και έφεραν την κυβέρνηση και την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής και της εξόδου από την ΕΕ. Μια έξοδο που και στην ιδέα της έτρεμε η κυβέρνηση και φυσικά δεν είχε προετοιμαστεί η ίδια, οι οργανώσεις της και ο λαός για μια τέτοια προοπτική. Που τελικά την απέφυγε όχι μόνο για η ίδια παρουσιάστηκε γονυπετής στους κυρίαρχους κύκλους ζητώντας ελεημοσύνη, αλλά γιατί πρώτα απ΄ όλα έδειξε πειστικά ότι δεν εμπιστεύεται τον ίδιο της τον λαό – το 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα εντελώς ταχυδακτυλουργικά το μετέτρεψε σε ΝΑΙ, [4][4]  ότι είναι έτοιμη να τον «πουλήσει» ανά πάσα στιγμή, κυνικά χωρίς καμιά ντροπή και δισταγμό. Η κυρίαρχη ομάδα έδειξε ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η παραμονή στην εξουσία, ότι δεν πιστεύει απολύτως σε τίποτα [5][5].

       Αυτό αμέσως σημειώθηκε από τα ενδιαφερόμενα κέντρα του ιμπεριαλισμού – δεν είναι καθόλου τυχαία η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου και η «βοήθεια» που της παρέσχε ώστε να αποφύγει τα χειρότερα. Βεβαιώθηκαν ότι είχαν πια απέναντι τους όχι απλά μια άπειρη αριστερή κυβέρνηση, αλλά μια πρόθυμη να κάνει το παν για να παραμείνει στην εξουσία.

       Η κρίση λοιπόν, η παρουσία μιας «αριστερής» κυβέρνησης στην Ελλάδα, ο κίνδυνος εξόδου από την ΕΕ και την ευρωζώνη, η φτωχοποίηση του κόσμου, ή έσχατη ένδεια στην οποία έχουν φτάσει ευρύτατα στρώματα του λαού – και η προοπτική είναι ακόμα πιο μαύρη με το νέο μνημόνιο – η απογοήτευση του από την συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου και τώρα πια και της «αριστεράς», ανοίγουν διάπλατα το δρόμο για την επιβολή όλων των προαπαιτούμενων για τον «εκσυγχρονισμό» που προχωρούσε αγκομαχώντας λόγω της λαϊκής αντίδρασης και του φόβου του «πολιτικού κόστους». Τώρα πια όλοι συμφωνούν – πλην βεβαίως του ΚΚΕ, που το έχουν με τη βοήθεια του μουμιοποιήσει, την Χρυσή Αυγή που είναι μια φασιστική οργάνωση και σχετικά απομονωμένη, και των υπόλοιπων αριστερών σχημάτων που κινούνται κι αυτά στο περιθώριο. Εκεί που έστειλαν και την Λαϊκή Ενότητα, μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής όσων βουλευτών καταψήφισαν το 3ο Μνημόνιο, και άλλες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που κι αυτές διαφοροποιήθηκαν και αποχώρησαν πάρα πολύ αργά (π.χ. ΚΟΕ).

       Οι ξεσκολισμένοι σε τακτικισμούς ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ και ο καλός μαθητής και πρόθυμος εκτελεστής κ. Τσίπρας, για να κρατήσουν κάποια τελευταία κουρέλια από τις σημαίες του αγώνα τους, παρουσιάζουν τη μάχη για το χρέος σαν την ύστατη και σπουδαιότερη μάχη – σε παγκόσμια διάσταση μάλιστα – που θα ανοίξει το δρόμο στους λαούς για ευημερία και ανάπτυξη[6][6]. Πέρα από το ότι «Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης» (Μαρξ: «Κεφάλαιο» τ. 1ος , σελ. 779), όπως μας υπενθύμιζε η Ρόζα – κι επαναλαμβάνει και ο Ντέηβιντ Χάρβευ στο «Ο νέος ιμπεριαλισμός», όλοι οι παλιοί τρόποι της πρωταρχικής συσσώρευσης: το χρέος, η λεηλασία, οι απαγωγές κλπ κλπ, έχουν ξαναμπεί σε πλήρη χρήση και αξιοποίηση από το μεγάλο και πολύ μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο, το κρατικο-χρηματιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο.  

       Γράφαμε στο τελευταίο άρθρο μας «Τι μας αποκαλύπτουν οι τελευταίες ομιλίες του κ. Τσίπρα-2» σχετικά με τις αγωνιώδεις προσπάθειες του κ. Τσίπρα να διεθνοποιήσει την υπόθεση του χρέους – απομείωση του κλπ – ότι «Εάν συμφέρει, αυτούς που άνετα χρηματοδοτούν κράτη (το δημόσιο) καθιστώντας τα έτσι εξαρτημένα, να μειώσουν ή ακόμα και να διαγράψουν χρέη τότε κάτι άλλο συμβαίνει. Κάπως αλλιώς έχουν «ρεφάρει» την χασούρα τους, σε βάρος πάντα της οικονομίας του λαού που «διευκολύνουν». Και να που αμέσως φρόντισαν να μας ειδοποιήσουν ότι το χρέος θα συνδεθεί με την εποπτεία από την ΕΕ.[7][7] Και βεβαιότατα – όπως σε συνέντευξη του στην ίδια εφημερίδα ο Μάριο Ντράγκι – την πιστή εφαρμογή του προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το Μνημόνιο – ασορτί με αυτές που μας έλεγε και ο Κ. Σημίτης και η Άννα Διαμαντοπούλου προ 10ετίας. Μεταρρυθμίσεις και «εκσυγχρονισμοί» που φτάνουν μέχρι τον τρόπο που θα παίρνουν τις ακόμα πιο κουτσουρεμένες τους συντάξεις οι συνταξιούχοι και τους μισθούς τους οι δημόσιοι υπάλληλοι προκειμένου να «χτυπηθεί» η φοροδιαφυγή…

       Απέναντι του και ο Σημίτης και ο Κ.Καραμανλής και ο Σαμαράς και όλοι τους βρήκαν το λαό. Τον ίδιο θα βρει και ο Τσίπρας  και ο «τραμπαρίφας» συνεταίρος του. Αυτό είναι βέβαιο. Γιατί την ταξική πάλη δεν την ανακάλυψε ο Μαρξ. Εκείνο που πρέπει να γίνει, για να μην ηττηθεί και πάλι ο λαός είναι αυτή τη φορά θα προηγηθεί και να συνδυαστεί με τους αγώνες του, μια σοβαρή ιδεολογικό πολιτική και οργανωτική δουλειά βάθους από όσες δυνάμεις – και δεν είναι λίγες όπως απέδειξαν τα αποτελέσματα των εκλογών – δεν μπορεί το σύστημα και δεν θέλουν και οι ίδιες να υποκύψουν, να ενσωματωθούν, που μένουν με λίγα λόγια «αμετανόητες». Όσο υπάρχει καταπίεση και εκμετάλλευση θα υπάρχει πάντα αντίσταση και αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

       Τελευταίο αλλά καίριας σημασίας: Οι ιμπεριαλιστές και τα ντόπια εδώ τσιράκια τους: οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά, προσπαθούν, εκμεταλλευόμενα την τραγική οικονομική κατάσταση των λαϊκών μαζών, να τους αποσπάσουν την προσοχή από τα μεγάλα και ανοιχτά εθνικά ζητήματα – που παραμένουν πάντοτε εξόχως ταξικά. Σε αυτό, δυστυχώς, τους διευκολύνουν και διάφοροι «ακραιφνείς» μαρξιστές και «ταξικοί» - όπως νομίζουν – αγωνιστές. Για το κρίσιμο αυτό θέμα αξίζει να / και θα επανέλθουμε.





[1][1] «Περιέργως» την ίδια ισορροπία έχει προτείνει και ο «μαρξιστής» οικονομολόγος και νυν υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος στην ομιλία του στο 1ο «Συνέδριο Επιχειρηματικότητας» της «Ναυτεμπορικής»: «Δηλαδή ο καπιταλισμός  στα 20, 30 χρόνια πριν από την κρίση  έχασε αυτόν τον πλουραλισμό. Έχασε δηλαδή μια βιοποικιλότητα θα μπορούσαμε να το πούμε με τους όρους των βιολόγων. Από διαφορετικές ιδέες, διαφορετικούς τρόπους να παράγεις  και διαφορετικές συνέργειες μεταξύ , ανάμεσα στο κοινωνικό τομέα, τον ιδιωτικό τομέα και στον δημόσιο τομέα».  

[2][2] Για την επίθεση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στις όποιες θετικές κατακτήσεις των εργαζομένων, το Δημόσιο κλπ κλπ είχανε δημοσιευτεί  σειρά άρθρων τόσο στην έντυπη έκδοση όσο και στην ηλεκτρονική σελίδα του MONTHLY REVIEW. Όπως επίσης και για την ανικανότητα του Συνδικαλιστικού κινήματος να αντιδράσει σε αυτές τις επιθέσεις.

[3][3] «Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση για κυριαρχία και όχι ελευθερία. Αντίδραση σε όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, εξαιρετική όξυνση των αντιθέσεων και σ’ αυτόν τον τομέα – να το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων. Ιδιαίτερα οξύνεται επίσης και η εθνική καταπίεση και η τάση για προσαρτήσεις, δηλαδή για την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας…» [Λένιν «Ο ιμπεριαλισμός…», Διαλεκτά Έργα τ. 1, μ. 2 , σελ. 537]    

[4][4] Για όλη αυτή την περιπέτεια της χειραγώγησης και εξαπάτησης του λαού βλ. και άρθρα εδώ στον ΟΙΣΤΡΟ: Λευτέρη Ριζά «ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΔΩ» και του Αχιλλέα Ομήρου «Το ΝΑΙ ενός μεγάλου λαϊκού ΟΧΙ.   

[5][5] Το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όπως κι ένα μεγάλο μέρος των στελεχών της δεν πιστεύει απολύτως σε τίποτα δεν είναι κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει. Όταν ο ίδιος ο Μάο παραδεχότανε ότι «Σε όλο τον κόσμο υπάρχουνε πάνω από εκατό κόμματα (σ.σ. κομμουνιστικά), ο μεγαλύτερος αριθμός των κομμάτων αυτών δεν πιστεύουν πια στο Μαρξισμό-λενινισμό. Αφού ο Μαρξ και ο Λένιν έγιναν σκόνη από αυτά, πόσο μάλλον εμείς» (Γράμμα στη Γυναίκα του, 8 Ιουλίου 1966. Μάο Τσε Τούνγκ «Άγνωστα κείμενα». εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα,χχ, σελ. 227), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι – ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» - η πλειοψηφία της παλιάς αριστεράς, ιδιαίτερα της ευρωκομουνιστικής προέλευσης, δεν πιστεύει απολύτως σε τίποτα. Έχει όμως αποκτήσει μια ιδιαίτερη «επαγγελματική» κατάρτιση: να υποδέχεται την λαϊκή δυσαρέσκεια, γιατί όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει πάντοτε και ταξική πάλη και μπόλικη λαϊκή δυσαρέσκεια, να την «εκφράζει» χωρίς να την υπηρετεί και έτσι να «βγάζει» το ψωμί της (ή μάλλον το παντεσπάνι της). Βλ. σχετικά γι αυτό Λήο Χούμπερμαν-Πωλ Σουήζυ «Σκέψης σχετικά με τη γαλλική εξέγερση-Μάης 1968». Πρώτη δημοσίευση Monthly Review Σεπτέμβριος 1968-στα ελληνικά MONTHLY REVIEW – ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, Νο 48 (113) 2008.   

[6][6] βλ. τα δύο άρθρα μου στον ΟΙΣΤΡΟ: «Τι μας αποκαλύπτουν οι τελευταίες ομιλίες του κ. Τσίπρα», ιδιαίτερα το 2ο.   


[7][7] βλ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ 11/10/15.

Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr