Μια απάντηση στό άρθρο του Αν. Νταβανέλου ''ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ''
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*
Μιας που η δημοσίευση θεωρητικών απόψεων στα πλαίσια ενός ζωντανού
οργανισμού είναι πάντα καλοδεχούμενη όποιες και αν είναι αυτές, και με αφορμή
το άρθρο του σ. Νταβανέλου στο rproject «Πατριωτισμός και Αριστερά» ήθελα και
εγώ να καταθέσω την άποψή μου.
Και αυτό γιατί προσωπικά θεωρώ ότι ο πατριωτισμός όχι μόνο δεν
έρχεται σε αντίθεση με την αριστερά αλλά αντίθετα ο πατριωτισμός μπορεί να εμπεριέχει
την αριστερά, και η αριστερά μπορεί να εμπεριέχει τον πατριωτισμό.
Το λάθος που
κατά τη γνώμη μου κάνει ο σύντροφος ενέχεται στη λάθος ερμηνεία του πατριωτισμού
που δίνει. Αναφερόμενος στον πατριωτισμό χρησιμοποιεί αντ’ αυτού τη
λέξη…. «εθνικισμός» αρκετές φορές. Πατριωτισμός όμως δεν είναι ο εθνικισμός.
Ο εθνικισμός υποστηρίζει την ανωτερότητα της ταυτότητας μίας συγκεκριμένης ομάδας
ανθρώπων, εμπεριέχει εξ ορισμού την απόλυτη προσήλωση σε αυτήν και καταλήγει στην
προσπάθεια επιβολής της εις βάρος άλλων ομάδων ανθρώπων και στην περιφρόνηση και
την εχθρότητα προς άλλα έθνη τα οποία θεωρεί κατώτερα.
Αντίθετα, ο πατριωτισμός ορίζεται ως η αγάπη για την πατρίδα η οποία αναπτύσσεται
χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους. Ο πατριωτισμός
έχει δημοκρατικές ρίζες (χαρακτηριστικός ο πίνακας του Ντελακρουά με τη Ελευθερία
που κρατάει τη γαλλική σημαία και οδηγεί γυμνόστηθη τον γαλλικό λαό, μιλάμε για
την εποχή της ίδρυσης του δημοκρατικού πατριωτισμού) ενώ οδήγησε τους λαούς σε
επαναστάσεις, αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις, αντιαποικιακούς αγώνες.
Η αριστερά δεν
είναι ξένη με τον πατριωτισμό. Ο Μαρξ έλεγε
ότι «το προλεταριάτο πρέπει να γίνει η ηγέτιδα τάξη του έθνους» , η Κομμούνα
του Παρισιού το 1871 ξεκίνησε με το σύνθημα "Πατριώτες στα όπλα!",
ενώ ο Λένιν το 1916, όταν αγωνιζόταν εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου,
έγραφε με σαφήνεια ότι "σ' ένα πραγματικό εθνικό πόλεμο οι λέξεις
"υπεράσπιση της πατρίδας" δεν είναι διόλου απάτη και εμείς δεν είμαστε
διόλου ενάντια σ' αυτή την υπεράσπιση".
Όσον αφορά την
τρομερή ρήση του Τσε «Πατρίδα ή Θάνατος» - που ευτυχώς που το
είπε αυτός, γιατί αν το ξεστόμιζε κανείς άλλος θα του πετάγαν λεμονόκουπες και θα
τον βγάζαν στη σέντρα ως φασίστα, - και επειδή αναφέρεται ότι «κάποιοι σύντροφοι
αναφέρονται εκεί για να αναβιώσουν μια κάποια πατριωτική παράδοση μέσα στην αριστερά»
και «ξεχνάν να αναρωτηθούν σε ποια πατρίδα αναφερόταν ο Τσε» θα τους έλεγα
ότι δεν χρειάζεται να αναβιώσει καμία πατριωτική παράδοση σε καμία αριστερά,
γιατί η αριστερά την εμπεριέχει αυτήν την πατριωτική παράδοση και στον τόπο μας
και παγκόσμια, ενώ δεν ξεχνάμε καθόλου σε ποια πατρίδα αναφερόταν ο Τσε,
αναφερόταν σαφώς στην ανάγκη υπεράσπισης της Κούβας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό,
απευθυνόμενος στον πατριωτισμό του κουβανέζικου λαού.
Και δεν μπορεί
να μην είναι έτσι. Ο πατριωτισμός – η ανόθευτη αγάπη για
τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε ο κάθε άνθρωπος, έζησε τα παιδικά του χρόνια, αισθάνεται
πολιτιστική οικειότητα, έχει γνώριμες αναμνήσεις και παραστάσεις – δεν μπορεί να
εμφανίζεται κατηγορούμενος, δεν μπορεί να δαιμονοποιείται. Η τάση υπεράσπισης
του τόπου αυτού από τη βία και την εκμετάλλευση, από την επιβουλή, την κατοχή και
την αδικία, μόνο κέρδος έχει να επιφέρει στην αριστερά. Και γι’ αυτό η αριστερά
δεν ήταν ποτέ (πέρα από κάποιες θεωρητικές εξαιρέσεις) «αντιπατριωτική» .
Αντίθετα, το κεφάλαιο είναι αυτό που... «δεν έχει πατρίδα». Θα παραθέσω
μόνο τα λόγια του Άρη στο λόγο της Λαμίας. Δεν μπορώ να το αιτιολογήσω καλύτερα
απ’ αυτόν:
«Το κεφάλαιο
δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό
δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.
Ενώ εμείς, το
μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από
το κεφάλαιο που τρέχει, όπου βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα
στη χώρα που κατοικούμε.
Ποιος, λοιπόν,
μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά
τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;»
«ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ
ΚΥΡΙΕ;;;»
Βάσει των παραπάνω θεωρώ ότι εάν έχουμε μία σωστή ερμηνεία του πατριωτισμού
ΟΧΙ ΜΟΝΟ δεν ερχόμαστε σε αντίθεση με τον διεθνισμό, αλλά βοηθάμε τη διεθνιστική
υπόθεση στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Διότι ένας άνθρωπος που αγαπάει την πατρίδα του, ανόθευτα, ανιδιοτελώς
και χωρίς να έχει εθνικιστικές στρεβλώσεις, μπορεί να καταλάβει και τον ξένο
που αγαπάει τη δική του πατρίδα. Μπορεί – ακόμα περισσότερο – να αγωνιστεί
και για την απελευθέρωση της πατρίδας του «ξένου».
Ο Τσε με το παράδειγμά
του και την προσωπική του θυσία έδειξε ακριβώς αυτό. Την ίδια στιγμή που αγαπούσε την πατρίδα του την Αργεντινή,
έδωσε όλη του τη ζωή για την Κούβα και πέθανε αγωνιζόμενος για την απελευθέρωση
της Βολιβίας. «Αυτή τη στιγμή είμαστε όλοι Βολιβιανοί» έλεγε. «Αν κάποια
στιγμή χρειαστεί να πολεμήσουμε για την απελευθέρωση του Περού, θα είμαστε όλοι
Περουβιανοί». Τι πιο διεθνιστικό από αυτό; Στάση ζωής και αντίληψη; Και όμως φώναζε
«πατρίδα ή θάνατος» προσπαθώντας να τονώσει το πατριωτικό συναίσθημα των λαών που
στέναζαν κάτω από τη μπότα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Έτσι ο πατριωτισμός και
ο διεθνισμός όχι μόνο δεν ερχόντουσαν σε σύγκρουση το ένα με το άλλο, αλλά το ένα
συμπλήρωνε το άλλο, το ένα προϋπέθετε το άλλο.
Με αυτό όμως
που διαφωνώ περισσότερο απ’ όλα, είναι ότι για αυτήν
την θεωρητική κατασκευή δαιμονοποίησης το πατριωτισμού παρουσιάζονται δήθεν δικαιώσεις
στην ιστορία οι οποίες δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Έτσι το ΕΑΜ κατηγορείται ότι «έχασε» επειδή… «ήταν πατριωτικό»… Αυτό
είναι το μεγαλύτερο σφάλμα στο κείμενο. Καταρχάς το ΕΑΜ δεν «έχασε» έτσι
απλά, και μόνο η ύπαρξή του, η μεγαλειώδης του αντίσταση, η δημιουργία
δυαδικής εξουσίας κάτω από τη μπότα του κατακτητή, το ότι συντάραξε όλη την ελληνική
κοινωνία και έφτασε στο σημείο να διεκδικήσει την εξουσία, ήταν στις συνθήκες της
συντηρητικής και υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας του ’40 μία μεγάλη νίκη...
Και ήταν νίκη ακριβώς διότι κατάφερε και συνέδεσε το ταξικό ζήτημα με την εθνική
απελευθέρωση, έδειξε ότι οι κολίγοι μπορούσαν να γίνουν η «ηγέτιδα τάξη του έθνους»
και να δημιουργήσουν τη δική τους εξουσία. Το ότι απέτυχε τελικά να αποτελέσει
εξουσία στον ελλαδικό χώρο μετά την αποχώρηση του κατακτητή είναι μια μεγάλη ιστορία
που έχει να κάνει με προδοσίες, διεθνείς συσχετισμούς, στρατιωτικές ήττες και τακτικά
λάθη. Δεν ήταν όμως αποτέλεσμα του ότι «είχε πατριωτικό λόγο». Ένας τέτοιος ισχυρισμός
δείχνει περισσότερο μια προσπάθεια να αποδώσουμε σε μία τελική ήττα το χαρακτηριστικό
που μας βολεύει, παρά την πραγματικότητα.
Ο ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ»
Στα αναφερόμενα σχετικά με τη σοσιαλδημοκρατία ο πατριωτισμός από
«εθνικισμός» που καταχρηστικά αναγραφόταν, τώρα αναφέρεται ως «εθνική ενότητα».
Ο πατριωτισμός όμως δεν είναι «εθνική ενότητα». Γιατί η επιδίωξη της «εθνικής
ενότητας» σε μία ταξική – καταπιεστική κοινωνία είναι η διαιώνιση αυτής της κατάστασης
που μόνο «πατριωτική» δεν είναι. Ο πραγματικός πατριώτης είναι εναντίων της άρχουσας
τάξης, που καταπιέζει την εργατική τάξη της πατρίδας του, που την ξεπουλάει στην
ολιγαρχία και στα ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα, ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΤΗΣ
«ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ» .
Τέλος, στα αναφερόμενα σχετικά με τα «εθνικά θέματα» της Ελλάδας (Αιγαίο,
Θράκη, Μακεδονικό, Βόρεια Ήπειρος) η προσέγγιση δεν μπορεί να παρά να είναι πατριωτική
και διεθνιστική ταυτόχρονα. Δηλαδή η κάθε θέση της αριστεράς να προκύπτει από
την σωστή ανάγνωση της πραγματικής κατάστασης σε κάθε ένα από τα ζητήματα,
με γνώμονα τη δικαιοσύνη και να αντανακλά αμερόληπτα το συμφέρον ΟΛΩΝ των εμπλεκόμενων
λαών.
Όσο καταδικαστέο λοιπόν και αν είναι ένα κομμάτι του «πατριωτικού
ΠΑΣΟΚ» να είχε «ξεφύγει» σε εθνικιστικές θέσεις, άλλο τόσο είναι και ένα κομμάτι
της αριστεράς να υιοθετεί την λογική του «ντεφαιτισμού» σε κάθε εθνικό θέμα
ως δήθεν διεθνιστική οπτική. (σ.σ. «ντεφαιτισμός» από το “defeatism” σημαίνει να
θεωρείς ότι το καθήκον σου στις εθνικές διαφορές είναι να επιδιώκεις την ήττα της
«δικής σου» αστικής τάξης από τις αστικές τάξεις των λοιπών χωρών).
Έτσι λοιπόν όσο γελοία ήταν τα συλλαλητήρια και η άρνηση της «σύνθετης
ονομασίας» από όλο τον εσμό του Ελληνικού εθνικισμού το 1991 άλλο τόσο είναι και
η μονοσήμαντη καταδίκη όλων των ελληνικών προβληματισμών επί του ζητήματος από τμήμα
της αριστεράς. Όσο γελοία είναι η θέση για «Ελλάς Κύπρος Ένωσις» άλλο τόσο είναι
να υποβαθμίζεται ή να αποκρύβεται το ζήτημα της τουρκικής κατοχής του νησιού.
Όσο γελοία είναι η θέση για «ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα» άλλο τόσο
είναι να μην αναγνωρίζεται το θέμα της καταπίεσης της εκεί ελληνικής μειονότητας.
Και το φοβερότερο όλων είναι ότι στην πραγματικότητα δεν έχουμε έτσι
την «εθνικιστική αντίληψη» σε αντιπαράθεση με τη «διεθνιστική αντίληψη» αλλά την
αντιπαράθεση του εθνικισμού της Ελλάδας με τον εθνικισμό των γειτονικών χωρών. Γιατί
το να δέχεται κάποιος πχ αμάσητη την Σλαβομακεδονική προπαγάνδα περί «δικαιώματος
σε όποια ονομασία θέλουμε» την ίδια στιγμή που αυτή θεωρεί το τμήμα της ελληνικής
Μακεδονίας ως «κατεχόμενα εδάφη» και έχει τον αλυτρωτισμό ως κυρίαρχο συστατικό
στοιχείο του εθνικού της μύθου μόνο διεθνιστικό δεν είναι. Είναι ο εθνικισμός
της άλλης πλευράς.
Το ίδιο και με όλα τα υπόλοιπα. Πχ εάν θεωρεί κανείς τα Ίμια τουρκικό
έδαφος είναι τουρκικός εθνικισμός. Δεν είναι διεθνισμός.
Και σε όλα μπορεί
να βρεθεί η πραγματικά διεθνιστική θέση. Πχ στην Κύπρο δεν
μπορεί να είναι άλλη παρά η αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής και η ενιαία
και ανεξάρτητη Κύπρος χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις, χωρίς άλλους στρατούς και με συνταγματική
κατοχύρωση των δικαιωμάτων και των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Τελειώνω με τα λόγια του Μιχαήλ Μπακούνιν στα «γράμματα για τον Πατριωτισμό»
(1869). Δεν μπορεί να ειπωθεί κάτι περισσότερο ανάγλυφα για το ζήτημα.
«Το κράτος δεν
είναι πατρίδα.
Είναι η αφαίρεση,
ο μεταφυσικός, μυστικιστικός, νομικός μύθος της πατρίδας.
Οι προλετάριοι
έχουν πατρίδα.
Οι λαϊκές μάζες
όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους.
Αυτή είναι μια
φυσική, αληθινή αγάπη.
Ο πατριωτισμός
του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός.
Ο πολιτικός πατριωτισμός,
η αγάπη του κράτους είναι η εκφυλισμένη, μέσω απατηλής αφαιρέσεως έκφραση αυτής
της αγάπης, προς όφελος της εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας [….]
Η πατρίδα αντιπροσωπεύει
το αδιαφιλονίκητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων,
περιοχών, να ζουν, να σκέφτονται, να θέλουν και να δρουν κατά τον τρόπο τους, που
γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης.[…]
Υποκλίνομαι λοιπόν
μπρος στην παράδοση και την ιστορία των λαών, γιατί είναι το αίμα και η σάρκα, η
σκέψη και η θέληση κάθε λαού.
[…]
Γι αυτό, ειλικρινά,
είμαι ο πατριώτης όλων των καταπιεσμένων πατρίδων. Είμαι πατριώτης και διεθνιστής
ταυτόχρονα».
*Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου είναι μέλος
της ΛΑ.Ε Βύρωνα
Ανάρτηση από: http://iskra.gr