Του Χρήστου Γιανναρά
Με την «αριστεία» να την αξιολογεί ως «ρετσινιά» ο υπουργός, πρώην Παιδείας και τώρα Πολιτισμού, καθηγητής Αριστείδης Μπαλτάς αυτοχειριάστηκε πολιτικά διασύροντας και το ασπόνδυλο, έτσι κι αλλιώς, κόμμα του. Με την επιλογή του Γιαν Φαμπρ στη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών, ο κ. Μπαλτάς αποτέλειωσε την καταρράκωση κάθε σοβαρότητας του ρόλου του στην πολιτική, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα και τον πρωθυπουργό αρχηγό του.
Δυστυχώς στην παρακμιακή ελλαδική κοινωνία, και κατεξοχήν στο κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο «πολιτικό» πεδίο, η έννοια της σοβαρότητας (το αντίθετο της επιπολαιότητας, προχειρότητας και ασυνειδησίας) είναι απολύτως ακατανόητη, εντελώς ξεχασμένη. Δεκαετίες τώρα, οι κομματάρχες πρωθυπουργοί χρησιμοποιούν το υπουργείο Πολιτισμού για να εξοφλήσουν οφειλές σε κομματικούς που μόχθησαν πολλά χρόνια στην αφισοκόλληση. Ή το χρησιμοποιούν για να κολακέψουν εκλογικές περιφέρειες, που απαιτούν συντοπίτη τους σε οποιοδήποτε υπουργείο, μόνο για να παρέχει ρουσφέτια. Ή τέλος, «αξιοποιούν» στο συγκεκριμένο υπουργείο τέως καλλονές που φέρνουν ψήφους στο κόμμα, αλλά δύσκολα θα τους εμπιστευόταν κανείς «σοβαρό» χαρτοφυλάκιο.
Θα ήταν διδακτικό για τους ψηφοφόρους να αναζητήσουν κατάλογο των υπουργών Πολιτισμού, από το 1981 ώς σήμερα: Να βαθμολογήσουν οι ψηφοφόροι την πολιτική σοβαρότητα σημερινών «αρχηγών», που επαίρονται για το παρελθόν σαν περίπου θριαμβευτές, κατακεραυνώνοντας το χάλι του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς κοπιάρει τα δικά τους θανατερά και δυσώδη εγκλήματα. (Λίγη συστολή δεν θα έβλαπτε τα αμετανόητα παράγωγα της πρασινογάλαζης παρακμής και τους κωμικά επηρμένους νεόκοπους ηγέτες τους.)
Με την εκδοχή του της «αριστείας» και τα κριτήριά του για την επιλογή του Γιαν Φαμπρ, ο κ. Μπαλτάς απογύμνωσε την τάχα και Αριστερά στη σημερινή Ελλάδα από το στιλπνότερο φτιασίδι της: τη λεοντή της «κουλτούρας». Καπηλεύτηκε, δεκαετίες πολλές, η «Αριστερά», σαν δική της αποκλειστικότητα, τις Τέχνες, τα Γράμματα, την πρωτοπορία στην καινοτομία, την τόλμη της αναζήτησης, την ειδωλοκλαστική γνησιότητα.
Ναι, όλα αυτά είναι, συνήθως, απότοκα κοινωνιοκεντρικών στοχεύσεων και οραμάτων – δεν συμβιβάζονται με τον πρωτογονισμό της λαγνείας του κέρδους, τη θωράκιση της ασυδοσίας του συμφέροντος, την ακόρεστη επιδίωξη της καταναλωτικής ηδονής.
Αλλά η ελλαδική «Αριστερά» είχε κάνει εγκαίρως τη μεγάλη συνειδησιακή «κωλοτούμπα» της αμέσως μετά τη δικτατορία του ’67-74 – πολύ προτού φτάσει να αναλάβει την εξυπηρέτηση του τρίτου «μνημόνιου».
Πριν από τη δικτατορία, η κοινωνική δυναμική της Αριστεράς δεν εντοπιζόταν στις ιδεολογικές παπαρδέλες της ηγεσίας της (ο μαρξισμός μόνο με προκρούστειες αυθαιρεσίες μπορούσε να αντιπαρατεθεί στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας). Η δυναμική της Αριστεράς ήταν τότε η ανιδιοτέλεια και αθώα άγνοια του απλού Ελληνα πατριώτη που στρατευόταν θυσιαστικά στο όραμα της δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας, της ανθρωπιάς. Πριν από τη δικτατορία, ήταν ρίσκο να είσαι «αριστερός», διακινδύνευες πολλά. Μετά τη δικτατορία, ήταν προϋπόθεση για να κάνεις καριέρα. Καριέρα άκοπου, παρασιτικού πλουτισμού (ο ανδρεϊκός παπανδρεϊσμός αποδείχτηκε το μεγάλο διαφθορείο της Αριστεράς), κυρίως όμως καριέρα σε ό,τι από τότε και πέρα ονομάστηκε «κουλτούρα», δηλαδή εξουσιαστική λαγνεία «εντυπώσεων».
Για να σε λογαριάζουν μεταδικτατορικά «κουλτουριάρη» έφτανε το χρίσμα του «αριστερού» και τότε μπορούσες να αυτοτιτλοφορείσαι οτιδήποτε –ό,τι πρόφθανες να δηλώσεις– ποιητής, μουσικός, σκηνοθέτης, πεζογράφος, θεατράνθρωπος. Επειδή προηγείτο το χρίσμα του «αριστερού», είχες σίγουρη την «προώθηση», την προβολή, τη διασημότητα. Πάμπολλες, σωρηδόν οι μετριότητες, κυνηγοί του «δήθεν» (του φτηνιάρικου εντυπωσιασμού) που με τεχνικές ιδεολογικού ολοκληρωτισμού έφτασαν να προβάλλονται σαν «μεγάλοι» ποιητές, λογοτέχνες, ιστορικοί, σκηνοθέτες (ακόμα και μέσα από τα σχολικά βιβλία) – απίστευτο κατάντημα για μια κοινωνία.
Ετσι φτάσαμε να εκδέχεται ο υπουργός Παιδείας στην Ελλάδα την «αριστεία» σαν «ρετσινιά» και ο ίδιος, σαν υπουργός Πολιτισμού, να αναθέτει το Φεστιβάλ Αθηνών στον πιο φτηνιάρη από τους φιγουρατζήδες της κενολογίας και των εξυπναδίστικων εφφέ στην ευρωπαϊκή εμπορία θεάματος. Και το κυρίως απελπιστικό: δεν πρόκειται για μεμονωμένα συμπτώματα, περιστατικά και περιπτωσιακά – τα πολιτικά ενεργήματα του κ. Μπαλτά και, προπάντων, η νοοτροπία που προϋποθέτουν, είναι οργανική και συνεπέστατη συνέχεια της πολιτικής που ασκήθηκε από τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού στα τελευταία σαράντα δύο χρόνια.
(Υπήρξε στην Παιδεία η εξαίρεση της υπουργίας Διαμαντοπούλου, αλλά μόνο σε επίπεδο εξορθολογισμού και αποτελεσματικότητας δομών και λειτουργιών – στόχος απαραίτητος, όμως χωρίς ερείσματα σε μια θεώρηση της Παιδείας απαλλαγμένη από τις χρηστικές-ωφελιμιστικές παρωπίδες.)
Αυτές οι παρωπίδες εξομοιώνουν κάθε φιλοδοξία εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα δύο χρόνια. Και αποκλείουν κάθε καινοτόμο κοινωνική πολιτική, κάθε ενδεχόμενο ανάσχεσης της παρακμιακής κατρακύλας, κάθε εκσυγχρονισμό: Είναι η απολυτοποιημένη προτεραιότητα της οικονομίας, ο μυωπικός αποκλεισμός κάθε προβληματισμού για κοινωνικούς στόχους, ποιότητα ζωής, κατά κεφαλήν καλλιέργεια.
Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια η παιδαριώδης ιστορικο-υλιστική μονοτροπία ισοπέδωσε ακόμα και τις φορμαλιστικές διακρίσεις «Αριστεράς» και «Δεξιάς». Ο λαός επένδυσε στο ΠΑΣΟΚ ελπίδες σοσιαλισμού και βρέθηκε υποταγμένος σε συνθήκες αχαλίνωτου καπιταλισμού. Είδε τη Ν.Δ. να εκπασοκίζεται ώς το μεδούλι, να οδηγείται σε συγκυβέρνηση με τον βενιζέλειο αμοραλισμό, να θυσιάζει στον βωμό της ιστορικο-υλιστικής μονοτροπίας κάθε ίχνος «συντήρησης» ποιοτήτων. Τελικά η δυναμική του ξεδιάντροπου συμβιβασμού αφομοίωσε και την «πρώτη φορά κυβέρνηση» του συνασπισμένου «αριστερού» τουρλού. Το «γελαστό παιδί», που ανέβασε πρώτη φορά δάκρυ και κόμπιασμα στο βήμα της Βουλής, μεταμορφώθηκε (ακόμα και φυσιογνωμικά) σε διαχειριστή της διαπλοκής με τον εγχώριο και αλλοδαπό υπόκοσμο της απανθρωπίας των «Αγορών» – φρουρείται πια, όπως οι μισητοί δικτάτορες, για να διασχίσει τα στενορύμια της Κυψέλης.
Και τον «πολιτισμό» διαχειρίζεται ο θαυμαστής τού Γιαν Φαμπρ.
Ανάρτηση από: http://www.yannaras.gr