Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Με τίτλο «Δημοκρατία σε κρίση και πολιτικός κυνισμός» δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής 24/4/16 άρθρο – ανάλυση των κ.κ. Ν. Μαραντζίδη και Γ. Σιάκα πάνω σε έρευνα που πραγματοποίησε η Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για λογαριασμό τουDukakis Center for Public and Humanitarian Services.
Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύουν οι ελληνικές εφημερίδες, έντυπες και ηλεκτρονικές, αφορούν την πρόθεση ψήφου των ερωτωμένων. Εδώ όμως τα ερωτήματα ήταν διαφορετικά.
Το πρώτο ζητούσε τη γνώμη των πολιτών για την Δημοκρατία και μάλλον όχι γενικά, αλλά την καθ’ ημάς Δημοκρατία. Μονάχα το 33% απάντησε πως η (δικιά μας) «Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα παρά τα προβλήματα της», ενώ το 47% έκρινε πως «δεν έχουμε πραγματική Δημοκρατία, αλλά μόνον κατ’ όνομα». Το εντυπωσιακό είναι πως την ίδια απάντηση έδωσαν με 61,5% οι ηλικίες των 18-34 ετών!, ενώ στις ίδιες ηλικίες, μονάχα το 21% πιστεύει πως η (ισχύουσα) «Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα παρά τα προβλήματα της».
Επίσης κι εδώ είναι το πιο σημαντικό σημείο, μονάχα το 18% του συνόλου θα «προτιμούσε λιγότερη Δημοκρατία και περισσότερη ευημερία», ενώ στις ηλικίες των 18-34 και 34-55 ετών το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει στο 16,5% !
Στο δεύτερο ερώτημα, «αν η συμμετοχή στις εκλογές έχει κάποια σημασία» το 45,5% απαντά πως «δεν έχει καμμιά σημασία γιατί ό,τι και να βγεί, γίνεται αυτό που θέλουν οι ξένοι», ποσοστό που ανεβαίνει στο 50,5% στις ηλικίες 18-34 ετών.
Η μεγάλη ανατροπή όμως γίνεται στο τρίτο ερώτημα, που αφορά στα συναισθήματα που προκαλούν μερικοί από τους θεσμούς. Εδώ, στην αηδία και την οργή πρώτος έρχεται ο βουλευτής με ποσοστά 22,5% και 28,5% αντίστοιχα. Στηναπάθεια είναι δεύτερος (35%) μετά τον Δήμαρχο (42,5%), ενώ στον σεβασμό έρχεται τελευταίος με 11,5%! (πρώτος ο αστυνομικός με 52,5%). Δυστυχώς, εδώ λείπει η ηλικιακή κατάταξη, που θα μας έδινε τα αντίστοιχα ποσοστά στις νεαρές ηλικίες, μπορούμε όμως να τα φαντασθούμε, κρίνοντας από τα προηγούμενα.
Σύμφωνα με τους δύο αρθρογράφους, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της έρευνας είναι, «η καχυποψία έναντι των δημοκρατικών θεσμών και των φορέων τους». Καχυποψία κατά τη γνώμη τους εκφράζει και η φράση «έχουμε δημοκρατία μόνο στο όνομα και όχι στην ουσία», που την ενστερνίζεται ένας στους δύο ερωτώμενους (47%, που γίνεται όμως 61,5% στις νεότερες γενιές).
Περιγράφουν επίσης το αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα σαν «πολιτικό κυνισμό» και θεωρούν πως «όσο περισσότερο κυνικοί είναι οι ψηφοφόροι, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να είναι ενεργοί πολίτες».
Ο «κυνισμός», σαν φιλοσοφικό ρεύμα σκόπευε στην υπέρβαση έως την καταστροφή των κοινωνικών συμβάσεων, την ανακάλυψη του «ανθρώπου» και την κατάκτηση της «Αλήθειας» και της «Αρετής» μέσω της απόρριψης του υλιστικού τρόπου ζωής. Στις μέρες μας όμως, ο κυνισμός σαν έννοια έχει ξεπέσει στην περιφρόνηση των υπόλοιπων ανθρώπων και την εγωιστική φιλαυτία, στο «ζήσε εσύ κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» και στο «ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για όλους».
Αν υπάρχει λοιπόν κάποιος «κυνισμός» στις απαντήσεις που δόθηκαν, αυτός αφορά μάλλον όσους ζητούν «λιγότερη δημοκρατία και περισσότερη ευμάρεια». Και ναι, πολλοί απ’ αυτούς στρέφονται στον νεοναζισμό, παρασύροντας αρκετούς χαμηλότερης μόρφωσης. Ευτυχώς, το ποσοστό τους είναι μικρό και είναι προς τιμήν της νεολαίας, αλλά και των πιο ώριμων ανθρώπων που κατεβάζουν αυτό το ποσοστό.
Αντίθετα, η άποψη «δεν έχουμε πραγματική δημοκρατία, αλλά μόνο κατ’ όνομα», εκφράζει την διάλυση των ψευδαισθήσεων κι έναν πικρό προβληματισμό. Το αν αυτός ο προβληματισμός θα οδηγήσει σε μιαν δημιουργική ανάταση, σε μιαν έφοδο στον ουρανό, ή σε έναν καταστροφικό πεσιμισμό, στην ηττοπάθεια και την απόλυτη εξαχρείωση του λαού και της νεολαίας μας, αυτό εξαρτάται από την στάση του καθενός μας.
Πάντως, το έδαφος είναι έτοιμο για να δεχθεί προτάσεις ανάτασης. Κι όπως έλεγε κι ο Μάο Τσε Τούνγκ, (όταν τα στάχια έχουν ωριμάσει) «μια σπίθα μπορεί να βάλει φωτιά σ’ ολόκληρο τον κάμπο».
Κοιτάζοντας τα νούμερα της έρευνας, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η ελληνική κοινωνία δεν αντιδρά, ενόσω βλέπει την κατάσταση να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Γιατί απλούστατα αισθάνεται παγιδευμένη. Δεν βλέπει διέξοδο. Γι’ αυτό και η αποχή από τις τελευταίες εκλογές ήταν τόσο μεγάλη και σίγουρα θα μεγαλώσει περισσότερο στις επόμενες. Γι’ αυτό και το πολιτικό σκηνικό είναι τόσο κατακερματισμένο.
Υπεύθυνο για τα αισθήματα παγίδευσης και απογοήτευσης της κοινωνίας, είναι το πανίσχυρο και απόλυτα καταπιεστικό πολιτικό μας σύστημα. Θωρακισμένο από όλες τις μεριές, δίνει απόλυτη εξουσία και ασυδοσία στους πολιτικούς και όλες τις ευθύνες και τα βάρη στο λαό.
Όλα όμως τα φρούρια, έχουν το αδύνατο, το τρωτό τους σημείο, αυτό που άμα το χτυπήσεις, παρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα. Στη δική μας περίπτωση, το αδύνατο σημείο είναι οι βουλευτές. Το γιατί το καταλαβαίνει ο καθένας, αν κοιτάξει τα νούμερα που δίνει η συγκεκριμένη έρευνα για τους βουλευτές, αλλά κι αν θυμηθεί το πόσες μούτζες έπεσαν προς την κατεύθυνση της Βουλής, το 2011-2012. Προς τα κει πρέπει λοιπόν να κατευθυνθεί όλη η προσπάθεια για την απελευθέρωση της κοινωνίας από το αναχρονιστικό και καταπιεστικό πολιτικό σύστημα.
Τα πολιτικά κόμματα είναι σχολές αυλοκολάκων και αλιτήριων και οι υποψήφιοι βουλευτές αποτελούν την αφρόκρεμα αυτής της κατηγορίας. Η εκλογική επιτυχία ενός τέτοιου υποψηφίου που μετέχει σε κόμμα εξουσίας, είναι το πρόκριμα για την μελλοντική του εξέλιξη, την πολιτική και κοινωνική του καθιέρωση. Τη δημιουργία ενός καινούργιου «πολιτικού τζακιού». Τον οικονομικό του πλουτισμό. Την αναρρίχηση του σε υπουργικούς θώκους και τη συμμετοχή του στην κούρσα της διαδοχής του υπάρχοντος αρχηγού – πρωθυπουργού.
Ανάλογες καταστάσεις, ελάσσονος κλίμακας, ισχύουν και για τα μικρότερα κόμματα. Το όριο του 3%, αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί. Της δημιουργίας ισχυρών, έστω και μικρών, πολιτικών πόλων με δυνατότητες μακροημέρευσης, άρα συνεχούς αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος.
Αν λοιπόν αλλάξει ο τρόπος εκλογής ή ακόμη και η διάρκεια της θητείας των βουλευτών, το σύστημα κλονίζεται. Ο περιορισμός της βουλευτικής θητείας σε μία και μόνον, ακόμη κι αν αυτή διαρκέσει λίγες βδομάδες, αποδυναμώνει την οικογενειοκρατία και τα πολιτικά τζάκια. Ταυτόχρονα, βάζει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα σε μιαν εναγώνια αναζήτηση νέων μεθόδων κυριαρχίας πάνω στο κοινωνικό σώμα.
Το τι θα συμβεί από κει και ύστερα, εξαρτάται από το βαθμό ωριμότητας της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.