Της Δήμητρας Μυρίλλα
«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους. Κάνουν αδιάκοπο αγώνα, πότε ανοιχτό, πότε σκεπασμένο, έναν αγώνα που τελειώνει κάθε φορά με τον μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων».
Θα αναρωτηθεί κανείς τα παραπάνω λόγια από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο πώς ακριβώς μπορούν να συναρμοστούν με μια αρχαιολογική έκθεση. Στην πραγματικότητα είναι ο μόνος τρόπος για να διαβάσει κάποιος τις κοινωνίες, να αφουγκραστεί τον παλμό τους, να ερμηνεύσει τα έργα των ανθρώπων, να κοιτάξει πίσω από τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες, να δει τις γραμμές πίσω από τα τέχνεργα, τα έργα τέχνης, τα αρχιτεκτονική, να εντοπίσει τους μηχανισμούς καταστροφής, τέλους και επανίδρυσης.
Αυτό το νήμα ξετυλίγει η έκθεση «Αντιθέσεις», που οργανώνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιά και Νήσων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, με θέμα την πόλη του Πειραιά την ίδρυση, την ανάπτυξη, την παρακμή και την επανίδρυσή της από τον 5ο αι. μέχρι σήμερα. Και όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από τη διαρκή πάλη των αντιθέσεων μέσα στην κοινωνία, των κοινωνικών αντιθέσεων, των ταξικών αντιθέσεων.
Όπως αναφέρεται στον κατάλογο της έκθεσης «Από την ίδρυση της πόλης του Πειραιά τον 5ο αι. πΧ μέχρι σήμερα, με ενδιάμεσο σταθμό την επανίδρυση τον 19ο αι, ποικίλες εκδοχές ταυτότητας συνυπάρχουν στην πόλη εξαιτίας του λιμανιού της που είναι μαζί πέρασμα, τόπος εγκατάστασης, καταφύγιο και ευκαιρία. Η μοναδικότητα του Πειραιά, όπως και κάθε πόλης, δομήθηκε από τις κοινωνικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην πορεία του χρόνου, εκφράζεται σήμερα στις γειτονιές που αλλάζουν ανάλογα με την ευημερία, την καταγωγή, τις ασχολίες των κατοίκων και καθρεφτίζεται στο σύνολο των ενεργητικών ατομικών και συλλογικών εντυπώσεων, ιδεών και συναισθημάτων των ανθρώπων της για αυτόν τον τόπο. Η συγκρότηση της πόλης, η επικοινωνία και η συλλογικότητα συμβάδισαν διαχρονικά με τους κοινωνικούς, φυλετικούς και έμφυλους διαχωρισμούς, τις ταξικές ανισότητες και τις πολιτισμικές διαφορές. Από τους μέτοικους της αρχαιότητας στους πρόσφυγες του Μεσοπολέμου, από τους μεγαλοαστούς του 19ου αιώνα μου με μια λέξη διαμόρφωναν τον κόσμο σύμφωνα με τη δική τους εικόνα στον όχλο του λιμανιού του Πλάτωνα, από τα καταγώγιά του 1920 στις ρωμαϊκές επαύλεις, από το Νεοκλασικισμό την Ιπποδάμεια πολεοδομία, η Αντίθεση στον Πειραιά υπήρχε πάντα για να αναπλάθει τους ανθρώπους και να ανανεώνει την ελπίδα για το μέλλον».
Βήμα – βήμα η έκθεση ξετυλίγει το κουβάρι των αντιθέσεων, η λύση των οποίων κάθε φορά οδηγούσε σε μια άλλη ιστορική φάση, χωρίς βέβαια ποτέ να λυθεί ο γόρδιος δεσμός των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Πολλά μέλη της εύπορης τάξης στον Πειραιά του 5ουαι.πΧ, ιδιοκτήτες γης, ακινήτων ή εργαστηρίων ήταν απλώς εισοδηματίες που δεν εργάζονταν, αλλά μπορούσαν να ζουν άνετα εκμεταλλευόμενο την εργασία άλλων, μισθωτών και δούλων. Ο απεριόριστος χρόνος των εισοδηματιών μπορούσε να διατεθεί στην άθληση, τη μουσική, τη φιλοσοφία και κυρίως την πολιτική. Στον αντίποδα υπήρχαν οι φτωχοί, ελεύθεροι πολίτες που εργάζονταν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην: οι λιανέμποροι (κάπηλοι), οι ψαράδες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ναύτες των εμπορικών πλοίων και κυρίως οι κωπηλάτες των πολεμικών, οι έμποροι που δεν είχαν δικό τους πλοίο, οι οικοδόμοι, οι αγρότες, οι ενοικιαστές γης, οι ανεξάρτητοι τεχνίτες και οι εργάτες τις πειραϊκές βιοτεχνίες, σε ναυπηγεία και εργαστήρια.
Τα νέα δεδομένα που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες ώστε μια μικρή μειονότητα Ελλήνων να αποκτήσει μεγάλες περιουσίες. Στα κατώτερα στρώματα συνέχισαν να συνωστίζονται οι μάζες των ελεύθερων μισθωτών και δούλων. Η συνύπαρξη υπερβολικής φτώχειας και άμετρου πλούτου δημιούργησε προϋποθέσεις ταξικών συγκρούσεων και απείλησαν με κοινωνική επανάσταση. Οι διακρίσεις ήταν τόσο κραυγαλέες ώστε στον τελευταίο αιώνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκδηλώνονταν ανοιχτές συγκρούσεις. Αλλωστε η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν μια κοινωνία χωρίς απορρίψεις και αποκλεισμούς.
«Στις ελληνικές πόλεις μόνο η καταγωγή μπορούσε να εξασφαλίσει την ιδιότητα του πολίτη. Αυτοί που ξεχώριζαν πολιτικά προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τους πλουσιότερους που ανήκαν κατά κανόνα στην τάξη των ευγενών, αν και πολλοί που δεν ανήκαν στους παραδοσιακούς αριστοκράτες είχαν αποκτήσει αρκετή περιουσία κυρίως από το εμπόρια και τη βιοτεχνία, ώστε μετά το θάνατο του Περικλή το 429 πΧ μπόρεσαν να αναλάβουν το ανώτερο πολιτικό αξίωμα. Στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου μπορούσαν να συμμετέχουν και να ψηφίζουν όλοι οι πολίτες, είτε κατείχαν αξίωμα είτε όχι. Είναι αμφίβολο όμως, κυρίως για την αγροτική πλειονότητα των πολιτών, αν διέθεταν το χρόνο για να παραβρεθούν, ειδικά αν δεν υπήρχε προς συζήτηση ένα σημαντικό θέμα».
Το 396 μΧ η επιδρομή των Γότθων υπό τον Αλάριχο οδήγησε στην τελική νέκρωση του Πειραιά και του λιμανιού του. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο και ορμητήριο πλοίων και ολόκληρων στόλων.
Πολλούς αιώνες αργότερα, τον 19ο αιώνα, ο Πειραιάς γίνεται ένα από τα κέντρα της βιομηχανικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Με την είσοδο στη δεκαετία του 1860 καταγράφονται 55 εργοστάσια που κάλυπταν τους σημαντικότερους κλάδους της δευτερογενούς παραγωγής. Αυτή η εξέλιξη συμβολοποιήθηκε με τα εγκαίνια του κτηρίου του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων το 1875, το οποίο διατήρησε αυτή τη χρήση για μικρό χρονικό διάστημα. Από το 1885 ως το 1968, όπου κατεδαφίστηκε με εντολή του δημάρχου της Χούντας Αρ. Σκυλίτση, στέγαζε το Δημαρχείο.
«Ο κοινωνικός διχασμός ήταν πια ορατός μετά το 1870. Μια μικρή αλλά ισχυρή τάξη εμπόρων μαζί με μία ομάδα επιχειρηματιών – βιομηχάνων από τη μια πλευρά και μία νεαρή, αλλά μαζική εργατική τάξη από την άλλη άρχιζαν να παίρνουν τη θέση δύο αντίθετων κοινωνικών πόλων. Η οικονομική ελίτ του Πειραιά κυριαρχεί ολοκληρωτικά στη ζωή της πόλης. Καρπώνεται το μέγιστο μέρος του παραγόμενου εισοδήματος, επανδρώνει μόνιμα τα δημοτικά αξιώματα και παράλληλα απολαμβάνει αποκλειστικά τη διασκέδαση, την αναψυχή, τα εισαγόμενα είδη πολυτελείας και άλλα αντικείμενα κοινωνικής διαφοροποίησης. Το κατώτερο στρώμα βρισκόταν σε θεμελιακή αντίθεση: οι εργατικοί μισθοί δεν ξεπερνούσαν τις δύο δραχμές για τους άνδρες και τη μία δραχμή για τις γυναίκες».
Κτήρια, όπως το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, γίνονται το σύμβολο μιας τάξης που διανύει την δική της Belle Epoque και θέλει να διαθέτει Οπερα και να οργανώνει χοροεσπερίδες σε μεγάλα ξενοδοχεία. Η αστική τάξη κινείται στο κέντρο της πόλης ενώ η εργατική τάξη περιορίζεται σε αυτοσχέδιους συνοικισμούς. Αυτοί οι συνοικισμοί επεκτείνονται περαιτέρω γύρω από το λιμάνι, όταν φθάνουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922. Εκεί διαμορφώνονται οι πιάτσες των εκδιδόμενων, οι τεκέδες, αλλά και το Ρεμπέτικο. Ο ίδιος ο πολιτισμός αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί με το λιμάνι ως εμπορευματικό κέντρο έρχεται στο προσκήνιο και ο τουρισμός. Η Καστέλα και το Μικρολίμανο προβάλλονται στο πλαίσιο του τουριστικού φολκλόρ, η Τρούμπα γίνεται το «διασκεδαστήριο» του 6ου στόλου, ενώ από τη δεκαετία του ‘ 70 και εξής ο Πειραιάς και η Ακτή Μιαούλη γέμισαν ναυτιλιακά γραφεία. Ο εφοπλισμός έγινε κυρίαρχος στη πόλη. Και παραμένει ως σήμερα. Το σήμερα του Πειραιά που μαστίζεται από ανεργία, από εφοπλιστικούς εκβιασμούς, από μεροκάματα τρόμου και πείνας και από μία νέα δουλοπαροικία που ακούει στο όνομα Cosco.
Χιλιάδες χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης του Πειραιά οι «Αντιθέσεις», άλλαξαν μορφή και βασικούς δρώντες, αλλά όχι ουσία και περιεχόμενο. Από τη δουλοπαροικία στον καπιταλισμό, άλλαξαν τα πρόσωπα και οι ιδιότητες των εκμεταλλευτών, αλλά δεν άλλαξαν οι αλυσίδες.
Η έκθεση «Αντιθέσεις» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά θα λειτουργεί ως 31 Δεκεμβρίου 2018.
*Στη φωτογραφία λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ουα αιώνα (αριστερά) και Περαιώτες αστοί που ποζάρουν στο Πασαλιμάνι (δεξιά).
Ανάρτηση από:http://www.imerodromos.gr