Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν, στα βιβλία ιστορίας
των σχολείων μας, έχει, ο 18ος αιώνας την θέση που του ταιριάζει. Πολλά έγιναν
σε αυτόν. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε και του οποίου, στο βάθος, διακρίνουμε
το λυκόφως, γεννήθηκε στην διάρκεια αυτού του αιώνα. Αιώνας “των Φώτων”
βλέπετε, του Διαφωτισμού, τι να πουν σήμερα όλα αυτά; Καθώς ο λεγόμενος
“δυτικός κόσμος” -το ευνοημένο δημιούργημα του Διαφωτισμού- ποικιλότροπα
εκπίπτει στην γενική ιστορία της ανθρωπότητας, αντιδρά αρνούμενος την ίδια την
ιστορία του. Γνωστό σύνδρομο των ηλικιωμένων που απεχθάνονται την νιότη γενικώς
και, μαζί της, και την δική τους νιότη.
Σε αυτόν λοιπόν τον 18ο αιώνα υπήρξαν ηγεμόνες τους
οποίους η μετέπειτα ιστορία κατέταξε στους “μεγάλους”. Είναι ένα είδος
παράσημου αυτό που αποδίδουν οι ιστορικοί σε ηγέτες που δημιούργησαν γεγονότα,
άξια να αλλάξουν την ιστορία του τόπου τους και του κόσμου ολόκληρου. Έχει και
η ελληνική ιστορία μια τέτοια περίπτωση, όχι φυσικά στους νεότερους χρόνους,
τον Μέγα Αλέξανδρο υπαινίσσομαι.
Για να γυρίσουμε όμως στην Ευρώπη, ο 18ος αιώνας την προίκισε με τρεις τέτοιου είδους ηγεμόνες: ο ένας ήταν Πρώσσος, δηλαδή Γερμανός, ο Φρειδερίκος ο Μέγας. Έγινε Μέγας επειδή διακρίθηκε σε πολέμους και επειδή έτσι τον ονόμασε ο Βολταίρος που πίστευε ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος εάν “διαφωτιστούν” οι ηγέτες του. Αν και, αν το δούμε νηφάλια, το μέγα επίτευγμά του Φρειδερίκου ήταν μάλλον ότι κατέστησε το Βερολίνο –μια πόλη κτισμένη στο πουθενά, από το τίποτα– μια μητρόπολη ισάξια των ευρωπαϊκών αντίστοιχων του καιρού της.
Οι δύο άλλοι “Μεγάλοι” της ιστορίας του αιώνα των Φώτων είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν Ρώσοι, για την ακρίβεια ηγεμόνευσαν στην Ρωσία και χάρη σε αυτή ονομάστηκαν Μεγάλοι. Ο πρώτος ήταν ο Μεγάλος Πέτρος, στην αρχή του αιώνα. Η δεύτερη –γυναίκα παραδόξως, καθώς σε εκείνους τους καιρούς δεν ίσχυαν οι “περί ισότητας των φύλων ποσοστώσεις” της Ευρωπαϊκής Ένωσης– ήταν η Αικατερίνη η Μεγάλη. Είναι φυσικά ιστορικό παράδοξο να συνυπάρχουν στον ίδιο και τον αυτό αιώνα δύο “Μεγάλοι” στην ίδια και την αυτή χώρα.Οι “φωτισμένοι μονάρχες”
Στην ελληνική ιστορία, για παράδειγμα, μετά την περίπτωση του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα δεν ξαναφάνηκε “Μεγάλος”, ή έστω “Μεγάλη”, στην πολύπαθη ιστορία του Ελληνισμού. Το παράδοξο έχει εξήγηση: Πολλοί από τους τότε Διαφωτιστές επένδυαν, όπως ο Βολταίρος, στους “φωτισμένους μονάρχες”, αυτούς δηλαδή που θα διέδιδαν τις αξίες του Διαφωτισμού στις χώρες και τους λαούς τους. Τα επιτεύγματα των δύο αυτών ηγεμόνων και οι τεράστιοι πρόοδοι της χώρας τους κάτω από το σκήπτρο τους εντυπωσίασαν, σε βαθμό που θεωρήθηκαν γνήσιοι μαθητές των νέων καιρών. Τους δόθηκε λοιπόν το προσωνύμιο του “Μέγα/Μεγάλη”, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο λαός τους, στο σύνολό του σχεδόν, ζούσε στο καθόλου ευχάριστο καθεστώς της δουλοπαροικίας.
Πέρα όμως από τις διαθέσεις των Διαφωτιστών μπορούμε
να αναλογιστούμε σήμερα ποιο ήταν το έργο των δύο αυτών ηγεμόνων και πώς
ανέδειξαν την χώρα τους από μετα-μογγολικό κράτος σε βασική ευρωπαϊκή δύναμη.
Αν το αναλογιστούμε μάλιστα με προσοχή θα βρούμε ότι το όλο ζήτημα είναι
εντυπωσιακά επίκαιρο.
Η κεντρική ιδέα και το συνακόλουθο σχέδιο των δύο
αυτών ηγεμόνων είχε ως αντικείμενο του πόθου τους την θάλασσα. Σχεδόν έναν
αιώνα μετά την άνοδο των Ρομανώφ στον τσαρικό θρόνο της Ρωσίας (1612) είχε
γίνει αντιληπτό ότι ούτε η χώρα, ούτε η δυναστεία και το καθεστώς, είχαν
ελπίδες μακροημέρευσης εάν δεν αποκτούσαν πρόσβαση στις θάλασσες. Πρόσβαση στις
θάλασσες σήμαινε, τότε όπως και σε κάθε άλλη εποχή, πρόσβαση στους δρόμους του
εμπορίου. Του μεγάλου εμπορίου, όχι αυτού που αρθρωνόταν πάνω στον Βόλγα, τον
Δνείπερο ή τον Δον. Οι ποτάμιες διαδρομές είχαν νόημα εάν ανοίγονταν στην θάλασσα,
χωρίς αυτήν η αξία τους σχεδόν ακυρωνόταν.
Η χώρα λοιπόν θα παρέμενε “καθυστερημένη” στο
περιθώριο του κόσμου των ωκεανών που γεννιόταν και το καθεστώς θα ήταν
καταδικασμένο να αντιπαλεύει τους Βογιάρους, τους γαιοκτήμονες, σε ένα ατέρμονα
αγώνα για την εξουσία. Μόνο το μεγάλο εμπόριο μπορούσε να εξασφαλίσει στους
Τσάρους τους απαραίτητους πόρους για να επιβληθούν στην αυθάδη αριστοκρατία
τους.
Πολεμώντας για τις θάλασσες
Η Ρωσία δεν ήταν –γεωγραφικά– τυχερή, ως προς τις
θάλασσες. Στην αρχή του 18ου αιώνα δεν είχε πρόσβαση σε καμία αξιόλογη ανάμεσα
σε αυτές. Ήταν περίκλειστη, φυλακισμένη στην ενδοχώρα της. Ούτε η έξοδος στην
ιαπωνική θάλασσα, ούτε η αντίστοιχη στον βόρειο παγωμένο ωκεανό μπορούσε να το
διορθώσει αυτό. Οι δύο “Μεγάλοι” λοιπόν ηγεμόνες του 18ου αιώνα ανέλαβαν να το
διορθώσουν αυτό. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για αυτό: ο πόλεμος. Επί έναν ολόκληρο
αιώνα η Ρωσία πολέμησε για να πετύχει αυτόν τον στόχο – την έξοδο στις
θάλασσες, στην Βαλτική δηλαδή στα βόρεια και στην Μαύρη θάλασσα στα νότια.
Στην αυγή κιόλας του αιώνα πολεμώντας ενάντια στους Οθωμανούς, οι Ρώσοι πλησίασαν στην Αζοφική, στις εκβολές του Δον. Στα 1698 το πρώτο οχυρό –και ναύσταθμος ταυτόχρονα– ιδρύθηκε στο Ταγκανρόγκ με στόχο την διεκδίκηση της Αζοφικής θάλασσας. Κατόπιν, ξεκίνησαν οι πόλεμοι με την Σουηδία. Οι Ρώσοι έχασαν μάχες, δεν έχασαν όμως ούτε τους στόχους τους, ούτε τον πόλεμο. Στα 1703, στο πρώτο “παράθυρο” που άνοιξε στις ακτές της Βαλτικής, ιδρύθηκε η Πετρούπολη, η πόλη του Πέτρου. Ακολούθησαν πόλεμοι ατελείωτοι, επίμονοι.
Γνωρίζουμε καλύτερα, από την δική μας ιστορία, αυτούς
που έγιναν εναντίον των Οθωμανών. Χρειάστηκε ένας σχεδόν αιώνας για να ανοίξουν
οι προσβάσεις στις κλειστές έστω θάλασσες. Στα 1783 οι Μογγόλοι Χάνοι της
Κριμαίας ηττήθηκαν, υποτάχθηκαν και άνοιξε επιτέλους ελεύθερα το πέρασμα του
Κερτς. Μια σειρά πόλεις που συνέδεαν τους ποταμούς με την θάλασσα
δημιουργήθηκαν: η Χερσώνα, το Νικολάϊεφ. Στα 1794 ιδρύθηκε η Οδησσός, πόλη και
λιμάνι συνδεδεμένα με το περίφημο “Ελληνικό Σχέδιο” της Αικατερίνης – και αυτό
ενταγμένο στον δρόμο για την Μεσόγειο.
Ξαναζώντας την ιστορία
Αυτά φυσικά έγιναν τον απόμακρο 18ο αιώνα. Έκτοτε,
στον 19ο και στον 20ο η Ρωσία, είτε με το όνομα αυτό, είτε ως Ένωση Σοβιετικών
Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, πρωταγωνίστησε στην ιστορία της Ευρώπης. Ενίοτε ως
φίλος, ενίοτε ως εχθρός. Πολλές φορές, σε περίοδο ισχύος και ακμής, οι δυτικές
δυνάμεις επιχείρησαν να αντιστρέψουν την ιστορία και να σπρώξουν την Ρωσία
μακριά από τις θάλασσες – και από την ιστορία του σύγχρονου κόσμου ταυτόχρονα:
Ναπολέοντας, Κριμαία το 1854, Συνέδριο του Βερολίνου, Παγκόσμιοι Πόλεμοι,
πρώτος και δεύτερος. Όπως γινόταν πάντοτε: η Ρωσία έχανε μάχες, δύσκολο
αποδείχθηκε να χάσει έναν πόλεμο.
Σήμερα την ξαναζούμε την ιστορία, θα έλεγε κανείς από
την αρχή, χωρίς να μελετάμε και να γνωρίζουμε τα όσα έγιναν παλιά. Μετά το
1990, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και ο δυτικός κόσμος –αν και όχι στα καλύτερά του–
ξεκίνησε την “περίσφυξη” της Ρωσίας: Βασικός στόχος η αποκοπή της από τις
θάλασσες. Η επιστροφή της ιστορίας πίσω στα 1698 ή στα 1700. Η ιστορική παιδεία
θα νουθετούσε επ’ αυτού: Υπάρχουν πράγματα για τα οποία η Ρωσία θα πολεμήσει,
αυτό με τις θάλασσες είναι το πρώτο, ζωτικό και αναγκαίο.
Ακόμα και αν χάσει τον πόλεμο “δι’ αντιπροσώπου”, με
την Ουκρανία η Ρωσία ποτέ δεν θα παραιτηθεί από τις θαλάσσιες προσβάσεις της.
Μια ματιά στον χάρτη θα εξηγούσε το γιατί. Ο δυτικός κόσμος όμως, που κάποτε
ανέτειλε μέσα από τον Διαφωτισμό, σήμερα δύει κάτω από το λυκόφως της
μεταφυσικής και πρακτικές τύπου “μαύρης μαγείας”.
Και κάτι τελευταίο. Η χώρα μας, η Ελλάδα, εμπλέκεται
άμεσα σε αυτήν την ιστορία. Βρίσκεται ακριβώς πάνω σε μια από τις ζωτικές για
την Ρωσία θαλάσσιες διαδρομές. Θα ήταν καλό οι ελληνικές πολιτικές ελίτ να το
έχουν αυτό υπ’ όψη τους. Η πολύ ισχυρότερη Τουρκία το έχει, και, ως εκ τούτου,
είναι πολύ προσεκτική στο πεδίο αυτό. Το άγνωστο νεφέλωμα μέσα στο οποίο
αιωρείται η ελληνική πολιτική προδίδει όχι απλά ένδεια πολιτικής αντίληψης,
αλλά επιπλέον έλλειψη παιδείας και κοινού νου – τα δύο τελευταία πάνε μαζί.