Έτσι, σύμφωνα με τον Φαμπέρ, η Danone ετοιμαζόταν να «επανεφεύρει ένα μοντέλο ζωντανής επιχείρησης, μια οικονομία που υπηρετεί τον άνθρωπο» (3) όταν, ξαφνικά, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο όμιλος ανακοίνωσε την κατάργηση 2.000 θέσεων εργασίας, εκ των οποίων οι 500 στη Γαλλία –το μεγαλύτερο πρόγραμμα μαζικών απολύσεων στην ιστορία του. Κι όμως, η κερδοφορία του είναι σημαντική, ενώ η πανδημία ελάχιστα επηρέασε τον κύκλο εργασιών του. Ωστόσο, η χρηματιστηριακή τιμή τoυ κατρακύλησε. Και η Danone είναι λιγότερο κερδοφόρα από τους ανταγωνιστές της, τη Nestlé και την Unilever. «Είναι οδυνηρό», αλλά «η προστασία της οικονομικής αποδοτικότητας και των κερδών έχει θεμελιώδη ρόλο για μια επιχείρηση», δήλωνε ο Φαμπέρ στον ραδιοφωνικό σταθμό France Inter στις 24 Νοεμβρίου 2020. Τέσσερις μήνες αργότερα, είδε την πόρτα της εξόδου από την εταιρεία.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η τάση για απορρύθμιση που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση συνοδεύεται από εκκλήσεις των Βρυξελλών για «να ξεπεραστούν οι νομικές υποχρεώσεις» των επιχειρήσεων μέσω «εκούσιων εγχειρημάτων κοινωνικής ευθύνης» (11). Κάπως δηλαδή σαν τον όμιλο των γαλλικών ταχυδρομείων La Poste, που άνοιξαν το κεφάλαιό τους σε ιδιώτες, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συστάσεις. Το 2020 βαθμολογήθηκαν με 75 στα 100 (την υψηλότερη βαθμολογία που έχει ποτέ απονείμει ο οίκος εξωοικονομικής αξιολόγησης Vigeo Eiris) ως αναγνώριση, μεταξύ άλλων, του μεγέθους του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων της και του υψηλού ποσοστού απασχόλησης ατόμων με ειδικές ανάγκες (7%). Οι πενήντα περίπου αυτοκτονίες εργαζόμενων που καταγράφηκαν μέσα σε δύο χρόνια, εξαιτίας της βίαιης αναδιοργάνωσης των εργασιακών πρακτικών, δεν φαίνεται να μέτρησαν…
Όσο ανώδυνες κι αν φαίνονται αυτές οι ανθρωπιστικές δηλώσεις για τον ρόλο των επιχειρήσεων μέσα στην κοινωνία, δεν θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε απλές εκστρατείες μάρκετινγκ. Η ιστορία αποδεικνύει ότι δεν υπήρξαν ποτέ ομόφωνα αποδεκτές, ούτε μεταξύ των καπιταλιστών ούτε και μεταξύ των αντινεοφιλελεύθερων ακτιβιστών. Οι θεωρητικός και στρατηγικός διάλογος γύρω από τους σκοπούς της δραστηριότητας των επιχειρήσεων ξεκίνησε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, τη στιγμή όπου πολλαπλασιάζονταν οι σύγχρονες μετοχικές εταιρείες, οι οποίες έχουν την ιδιαιτερότητα ότι δεν διευθύνονται πλέον από εργοδότες-ιδιοκτήτες Για μια ιστορία του διαλόγου γύρω από το «ηθικό μάνατζμεντ», βλ. (12). Καθώς οι μισθωτοί μάνατζερ που τους αντικατέστησαν δεν έχουν πλέον το κίνητρο να αυξάνουν την αξία της επιχείρησης ώστε να την κληρονομήσουν στους απογόνους τους, στο όνομα ποιου πράγματος ασκούν πλέον την εξουσία τους; Ο οικονομολόγος Χάουαρντ Μπόουεν πρόσφερε την απάντηση (13), εισάγοντας την έννοια της «κοινωνικής ευθύνης» των επικεφαλής των επιχειρήσεων, οι οποίοι θεωρητικά αντλούν την νομιμοποίησή τους από το γεγονός ότι, καθώς δεν είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, είναι σε θέση να λάβουν υπόψη «τα συμφέροντα όλων των επηρεαζόμενων μερών», κάτι που οφείλει να εκφράζεται και με πράξεις φιλανθρωπίας.
Ενόσω η άνθηση των κινημάτων αμφισβήτησης τη δεκαετία 1960 υποχρέωνε ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν ευθύνες, οι νεοφιλελεύθεροι διανοητές ανησυχούσαν: μήπως ήταν επικίνδυνο να αναγνωριστεί με έμμεσο τρόπο ότι οι επιχειρήσεις αποτελούν χώρους εξουσίας χωρίς πλήρη νομιμοποίηση, αφού τους αποδίδουμε και άλλη αποστολή εκτός από την κερδοφορία; Για τον Φρίντμαν, «το δόγμα της “κοινωνικής ευθύνης” προϋποθέτει την αποδοχή της σοσιαλιστικής οπτικής, σύμφωνα με την οποία οι πολιτικοί μηχανισμοί, και όχι οι μηχανισμοί της αγοράς, είναι οι πλέον κατάλληλοι για τον καθορισμό της κατανομής των πόρων» (14). Εάν αποδεχθούμε ότι δικαιούμαστε «να απευθύνουμε σε αυτές τις μορφές ιδιωτικής διακυβέρνησης το ίδιο είδος ερωτημάτων με εκείνα που θέτουμε στα υπόλοιπα είδη διακυβέρνησης», προειδοποιούσε το 1960 μια έκθεση του Ιδρύματος Ροκφέλερ, θα προκύψει αναγκαστικά μια αντίφαση ανάμεσα «στη δημοκρατική παράδοση μιας διακυβέρνησης βασισμένης στην κοινωνική συναίνεση και στις αναπόφευκτα ιεραρχικές και αυταρχικές διαδικασίες του επιχειρηματικού κόσμου» (15). Κι ο Πίτερ Ντρούκερ, ο «πάπας του μάνατζμεντ», υπενθύμιζε μια ιστορική σταθερά: «Όλες οι φωτισμένες δεσποτείες κατέληξαν να πυροδοτήσουν μια επανάσταση» (16).
Προκειμένου να αντικρούσουν αυτές τις προσδοκίες, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι επινόησαν την δεκαετία του 1970 τις «νέες θεωρίες για την επιχείρηση», που προωθούν ένα συμφιλιωτικό εταιρικό όραμα. Οι ιεραρχίες ανήκουν στο παρελθόν, όπως και οι ευθύνες που απέρρεαν από αυτές: πλέον, υπάρχει μονάχα ένα σύνολο συμβατικών σχέσεων μεταξύ ελεύθερων και ισότιμων παραγόντων. Αυτή η επίθεση επέτρεψε τη μόνιμη αποπολιτικοποίηση των θεωριών για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, οι οποίες συνέχισαν να αναπτύσσονται κατά τη δεκαετία του 1980, καθώς και εκείνων που επιστρατεύουν την έννοια των «ενδιαφερόμενων μερών» (stakeholders) (17), τα οποία οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη στον ίδιο βαθμό με τους μετόχους (shareholders).
Ο νόμος Pacte αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στην Γαλλία: για πρώτη φορά αναθεωρείται στον Αστικό Κώδικα ο ορισμός του κοινωνικού σκοπού της επιχείρησης, η οποία πλέον καλείται να λαμβάνει υπόψη «τα κοινωνικά και τα περιβαλλοντικά διακυβεύματα της δραστηριότητάς της». Πρόκειται για μια πολύ μέτρια πρόοδο: «Βασικό μέλημα της κυβέρνησης ήταν να αποφύγει να αλλάξει τον Ποινικό Κώδικα ώστε να καταστούν ποινικά υπόλογοι οι επικεφαλής των επιχειρήσεων», παρατηρεί ο Ζαν-Φιλίπ Ντενί, ερευνητής στη διοίκηση επιχειρήσεων. Πράγματι, μετά από κάποιες διαμαρτυρίες, η γαλλική εργοδοσία προσαρμόστηκε γρήγορα στον νόμο. Το Κίνημα Επιχειρήσεων της Γαλλίας (Medef, το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΕΒ) υιοθέτησε μάλιστα έναν «προορισμό» τον Ιανουάριο του 2019: «Κοινή δράση για την προώθηση μιας υπεύθυνης οικονομικής ανάπτυξης».
Ωστόσο, εμμένοντας στην παράδοση του Φρίντμαν, ένα τμήμα του γαλλικού κεφαλαίου εξακολουθεί να διάκειται εχθρικά απέναντι στη ρητορική της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Ο Ζαν-Σαρλ Σιμόν, φιλελεύθερος επιχειρηματίας και ατυχήσας υποψήφιος για την προεδρία του Medef το 2018, μας εξηγεί ότι κατά τη γνώμη του ο κίνδυνος είναι λιγότερο νομικός και περισσότερο πολιτισμικός: «Το να υποστηρίζουμε ότι ο καπιταλισμός οφείλει να αναπτύξει την υπευθυνότητά του αποτελεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι, γιατί συνιστά ομολογία αποτυχίας. Κατά κάποιον τρόπο, όποιος απολογείται, δηλώνει την ενοχή του. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να εμπλέκονται σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς ποτέ δεν θα έχουν κάνει αρκετές παραχωρήσεις». Πράγματι, μόλις ο Φαμπέρ ανακοίνωσε τη μείωση της αμοιβής του στην Danone, η Oxfam (18) του ζήτησε επιτακτικά να κάνει ένα επιπλέον βήμα και «να αναλάβει την αταλάντευτη δέσμευση ότι θα εντάξει στους στόχους της επιχείρησής του τη θέσπιση πλαφόν στα κέρδη που διανέμονται στους μετόχους, με τα υπερβάλλοντα κέρδη να κατευθύνονται σε ένα ειδικό ταμείο αφιερωμένο στη μετάβαση της επιχείρησής του σε ένα κοινωνικό και οικολογικό μοντέλο» (19). Όσο κι αν ο Σιμόν συμμερίζεται την επιθυμία των οπαδών της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης «να αποφευχθεί η επανάσταση», θεωρεί ότι «είναι προτιμότερο να αποδεχθούμε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει ένα βάναυσο σύστημα και να αναπτύξουμε παιδαγωγική δράση ώστε να εξηγήσουμε γιατί, παρ’ όλα αυτά, είναι το μοναδικό εφικτό σύστημα».
Πιο απρόσμενη είναι η καταγγελία του για την αντιδημοκρατική φύση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης: «Ο ρόλος της γενικής συνέλευσης μιας επιχείρησης δεν είναι η λήψη αποφάσεων για τη σωτηρία του πλανήτη. Η εταιρική κοινωνική ευθύνη αποτελεί μια ιδιωτικοποίηση του συλλογικού συμφέροντος. Και, αν θεωρούμε ότι οι επιχειρήσεις ενεργούν με τρόπο νόμιμο πλην όμως ανεύθυνο, εναπόκειται στο κράτος να νομοθετήσει προκειμένου να φορολογήσει ή να απαγορεύσει μια δραστηριότητα που κρίνεται επικίνδυνη ή ρυπογόνα». Παραδόξως, η θέση του συναντά εν μέρει εκείνη του Ρόμπερτ Ράιχ, του Αμερικανού οικονομολόγου και υποστηρικτή του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος χαρακτηρίζει «απάτη» την εταιρική κοινωνική ευθύνη (20): «Ο μοναδικός τρόπος να καταστούν οι επιχειρήσεις κοινωνικά υπεύθυνες είναι η ψήφιση νόμων που, λόγου χάρη, θα τις υποχρεώνουν να δίνουν σημαντικότερο ρόλο στους εργαζομένους τους κατά τη λήψη των αποφάσεων ή να καταβάλλουν αποζημιώσεις στις κοινότητες που πλήττονται από το κλείσιμο των μονάδων τους, αλλά και θα αυξάνουν τη φορολογία επί των εταιρικών κερδών».