Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Στη λίστα των ευπώλητων και τρίτο στη σειρά παρακαλώ, βρίσκεται το βιβλίο της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη. Σύμφωνα με όσα δημοσιεύθηκαν μέχρι τώρα, η κ. Αγγελοπούλου «τα χώνει» σε όλους τους πολιτικούς που άσκησαν διοίκηση ή έδρασαν απλώς την περίοδο 1996-2004, από την ώρα δηλαδή που η πολύπαθη χώρα μας έλαβε το χρίσμα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων, μέχρι την ολοκλήρωση τους.
Με δεδομένο την αμφίβολη λογοτεχνική ικανότητα της κ. Αγγελοπούλου, ο πρώτος λόγος της καλής πορείας σε πωλήσεις του βιβλίου της, θα πρέπει ν’ αναζητηθεί στην, απ’ ότι λένε οι κριτικές, πλούσια παραπολιτική πληροφόρηση που παραθέτει, που ικανοποιεί τα μάλα την ακόρεστη δίψα των νεοελλήνων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν.Μουζέλη, αυτή η ασίγαστη ενασχόληση των νεοελλήνων όχι με την πολιτική, αλλά με την αδιάκοπη πληροφόρηση για τα πολιτικά δρώμενα, βοηθά στην έγκαιρη τοποθέτηση του καθενός, ανάλογα με τις πολιτικές διακυμάνσεις.
Με απλά λόγια, οι «από πάνω», οι πολιτικοί, πολιτευτές, συνδικαλιστές και κάθε είδους διαμεσολαβητές, πρέπει να είναι άριστα πληροφορημένοι για να μπορούν να καθορίζουν τις συμμαχίες ή τις διαφωνίες τους και την προσωπική τους τοποθέτηση στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Ενώ για τους «αποκάτω», τους υπηκόους δηλαδή, η έγκαιρη και σωστή πληροφόρηση βοηθά στη σωστή τοποθέτηση μέσα στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων για την απόκτηση περισσότερων και καλύτερων προσωπικών ωφελημάτων.
Ο έλληνας μικροαστός σίγουρα δεν θυμάται ποτέ τον αριθμό της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου του στο ΙΚΑ, τον ΑΦΜ του και τον ΑΜΚΑ του, τα γενέθλια της γυναίκας του και των παιδιών του, γνωρίζει και θυμάται όμως όλους τους «παράγοντες», κεντρικούς και τοπικούς, ξεκινώντας από τους υπουργούς και καταλήγοντας στον θυρωρό του Δημαρχείου της περιοχής του.
Αυτή η ολοκληρωτική αλλοτρίωση της ελληνικής μεσαίας τάξης στην πελατειακή πολιτική, είναι και η αιτία που αναζητούν μερικοί ηλικιωμένοι διανοούμενοι που αναρωτιούνται «γιατί οι έλληνες δεν ξεσηκώνονται με τα τόσα που τους κάνουν». Η μόνη «εξέγερση» που είναι ορατή, είναι η μετατόπιση ενός τμήματος της μεσαίας τάξης προς τον φασισμό. Οι υπόλοιποι βρίσκονται σε στάση αναμονής, ελπίζοντας, μαζί με τους πολιτικούς, πως «μπόρα είναι, θα περάσει και θα ξαναγυρίσουν οι παλιές καλές μέρες».
Καθώς η εργατική τάξη στη χώρα μας είναι εξαιρετικά ισχνή αριθμητικά, ανοργάνωτη πολιτικά και βρίσκεται παγιδευμένη μαζί με τα υπόλοιπα φτωχά στρώματα στις διαδικασίες και τις επιλογές του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, η λύση και η κάθαρση του ελληνικού δράματος, θ’ αρχίσει μόνον απ’ την στιγμή που θα υπάρξει ένα κίνημα για την συντριβή του σημερινού πελατειακού πολιτικού συστήματος και την αντικατάσταση του από ένα σύστημα πραγματικής λαϊκής εξουσίας. Μονάχα από την στιγμή που ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας μας θ’ αρχίσουν να κατανοούν πως αιτία της σημερινής μας κατάστασης αλλά και της κακοδαιμονίας που ταλανίζει τη χώρα από την ώρα που οργανώθηκε σε ανεξάρτητο κράτος, είναι το σάπιο πολιτικό σύστημα της πατρωνίας, θ’ αρχίσουν να δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ανάταση ολόκληρης της κοινωνίας και της εξόδου της χώρας από την υποτέλεια και τη φτώχεια.
Ο δεύτερος, λιγότερο σημαντικός βέβαια λόγος για την επιτυχία του βιβλίου της κ. Αγγελοπούλου, είναι ο ίδιος που ανέβασε τον «Σουλεϊμάν» στα ύψη της τηλεθέασης. Είναι η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας που στοιχειώνει τα όνειρα και τη φαντασία της μεσαίας τάξης, που προσπαθεί μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα να κλέψει λίγη από τη λάμψη της.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο σίγουρα λέει πολλά, ένα μονάχα δεν αναφέρει και θα πρέπει να το θυμίσουμε στη συγγραφέα του.
Ότι χρωστάει ακόμη εκείνα τα δέντρα που κάηκαν από τα πυροτεχνήματα και τα βεγγαλικά που άναψαν στο χλιδάτο πάρτη της για τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
