Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

“Στρατηγική της έντασης” στην Ουκρανία


Του Κώστα Ράπτη

Όταν διέρρευσε μέσω Διαδικτύου (προφανώς σε μιαν ιδιότυπη ρωσική ρεβάνς για τις υποκλοπές της NSA) η αθυρόστομη τηλεφωνική συνομιλία της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Κίεβο, το διεθνές ενδιαφέρον μονοπώλησε η… απαξιωτική, να το πούμε κομψά, αποστροφή της Victoria Nuland σχετικά με την Ε.Ε.

Όμως το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο της συνομιλίας ήταν άλλο. Η Victoria Nuland (στέλεχος του κύκλου των “νεοσυντηρητικών” και σύζυγος του θεωρητικού τους Robert Kagan – η οποία παραδόξως επιβίωσε πολιτικά και επί της κυβέρνησης Obama) εμφανιζόταν να σχεδιάζει αναλυτικά τα της μελλοντικής σύνθεσης της ουκρανικής κυβέρνησης και να αναφέρεται τόσο στις επαφές της με Ουκρανούς ολιγάρχες, όσο και στα 5 δισ. δολάρια που η Ουάσιγκτον έχει επενδύσει σε προγράμματα “εκδημοκρατισμού” της Ουκρανίας. Σαν να μην ήταν, δε, αρκετή αυτή η ομολογία της επιδίωξης “αλλαγής καθεστώτος” στο Κίεβο, η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών αποκάλυπτε τον ανταγωνισμό που χωρίζει τις ΗΠΑ από την Ε.Ε. (βλ. τη Γερμανία) όχι μόνο ως προς την επιθυμητή ένταση και επιτάχυνση της αντιπαράθεσης με τη Μόσχα για την Ουκρανία, αλλά και ως προς τη διαμόρφωση της “επόμενης μέρας”. Η Nuland μεθόδευε τον αποκλεισμό του Vitaly Klitchko (πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή πυγμαχίας και νυν ηγέτη του αντιπολιτευόμενου κόμματος “Γροθιά”) από την μελλοντική κυβέρνηση, χάριν του Arseny Yatsenjuk, προεδρεύοντος του κόμματος της φυλακισμένης πρώην πρωθυπουργού Yulia Timoshenko. Ο “Κλιτς”, όπως τον ανέφερε με χαρακτηριστική άνεση η Nuland, διαθέτει ένα σοβαρό μειονέκτημα έναντι του “Γιατς”: έζησε επί χρόνια στο Αμβούργο και διαθέτει και γερμανική υπηκοότητα…
Όσο, για τον ηγέτη του τρίτου σε δύναμη κόμματος της αντιπολίτευσης, τον Oleh Tyahnybok του ακροδεξιού Svoboda, ούτε λόγος. Όμως είναι οι εθνικιστές που έχουν αναδειχθεί σε ρυθμιστές των εξελίξεων από πλευράς της ουκρανικής αντιπολίτευσης, πρωτοστατώντας (όπως συνέβη στα τέλη Ιανουαρίου και εκ νέου τώρα) στην αναζωπύρωση της έντασης, κάθε φορά που προκύπτει προοπτική εκτόνωσής της.
Για την ακρίβεια, ακόμη και η Svoboda μοιάζει να έχει ξεπερασθεί από τότε που η καινοφανής “Δεξιά Πτέρυγα” (συνένωση διαφόρων ομάδων νεοναζιστών, ποδοσφαιρικών χούλιγκαν κ.ο.κ.) ανέλαβε να πατάξει δυναμικά την “εβραιο-ρωσική συνωμοσία εναντίον της Ουκρανίας”.
Τα όσα συνέβησαν την Τρίτη είναι χαρακτηριστικά: ενώ οι διαδηλωτές είχαν συμφωνήσει από την Κυριακή να εγκαταλείψουν τα δημόσια κτήρια, με κυριότερο το δημαρχείο Κιέβου που είχαν καταλάβει, η “Δεξιά Πτέρυγα” κάλεσε τους οπαδούς της να μεταβούν ένοπλοι στην πλατεία Ανεξαρτησίας, επίκεντρο των διαδηλώσεων, για να την υπερασπιστούν από μια ενδεχόμενη επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας. Την ώρα μάλιστα της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης με αντικείμενο την πρόταση της (θεσμικής) αντιπολίτευσης για μία συνταγματική τροποποίηση που θα περιόριζε τις προεδρικές εξουσίες του αμφιλεγόμενου Viktor Yanukovych, διαδηλωτές στρατιωτικά οργανωμένοι (και ορισμένοι ακροβολισμένοι στις στέγες) επιχείρησαν να εισβάλλουν στο κοινοβούλιο απωθώντας τον αστυνομικό κλοιό με τη βοήθεια ενός φορτηγού και εν μέσω βροχής από βόμβες μολότοφ. Τα επεισόδια γρήγορα γενικεύτηκαν, με την πυρπόληση των γραφείων του κόμματος του Yanukovych, την ανακατάληψη για μικρό χρονικό διάστημα του δημαρχείου, την αντεπίθεση των διαβόητων (και μάλλον αυτονομημένων) ειδικών δυνάμεων Berkut και την βίαιη έφοδό τους στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, όπου και τα αντίσκηνα των διαδηλωτών. Απολογισμός: διψήφιος αριθμός νεκρών και δεκάδες τραυματίες.
Το ότι τα παραπάνω είχε τη δυνατότητα να τα παρακολουθήσει ο οποιοσδήποτε στα δελτία ειδήσεων των δυτικών μέσων ενημέρωσης, δεν γέννησε διόλου την ανάγκη μιας κάποιας εναρμόνισης του σπικάζ με την εικόνα. Για την ακρίβεια, η αρχικά μουδιασμένη αντίδραση πολλών ξένων και εγχώριων παρατηρητών έδωσε γρήγορα τη θέση της στην συνήθη μανιχαϊκή αφήγηση. Ο Klitshko που καλούσε γυναίκες και παιδιά να απομακρυνθούν από την Πλατεία Ανεξαρτησίας μεταμορφώθηκε στον Klitshko που καλούσε “τους ηγέτες των δημοκρατικών χωρών να μην παραμένουν απαθείς, ενώ ένας αιματοβαμμένος δικτάτορας δολοφονεί τον λαό του”. Η βαρόνη Ashton που καταδίκαζε “κάθε χρήση βίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής κατά δημόσιων ή κομματικών κτιρίων” έδωσε τη θέση της στις προειδοποιήσεις του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών ότι η Ε.Ε. θα επανεξετάσει τη στάση της ως προς την επιβολή κυρώσεων εις βάρος Ουκρανών αξιωματούχων – μέτρο που έχει ήδη λάβει η Ουάσιγκτον, αλλά απέφευγαν οι Βρυξέλλες, ακριβώς για να διατηρήσουν επιρροή και μεσολαβητικό ρόλο στο Κίεβο.
Οι δυτικές πρωτεύουσες καλούν πλέον τον Yanukovych να προχωρήσει σε διάλογο και συμβιβασμό με την αντιπολίτευση. Ωστόσο, και αν ο Ουκρανός πρόεδρος ειλικρινά το επιθυμεί δεν μπορεί ούτε αυτός ούτε οι θεσμικοί συνομιλητές του να προδικάσουν τις κινήσεις των “θερμοκέφαλων” διαδηλωτών. Αν πάλι απλώς αναζητά το πρόσχημα για ένα δυναμικό ξεκαθάρισμα της κατάστασης οι κουκουλοφόροι πέριξ της Πλατείας Ανεξαρτησίας.
Η δουλειά του προβοκάτορα είναι εύκολη, είτε στους δρόμους του Κιέβου είτε στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Ματαίως καταγγέλλει το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ότι “αυτό που συμβαίνει τώρα είναι άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής συνενοχής των δυτικών πολιτικών και των ευρωπαϊκών θεσμών, που από την αρχή της κρίσης κλείνουν τα μάτια στις επιθετικές πράξεις των ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ουκρανία”.
Οι κουκουλοφόροι, όχι μόνο του Κιέβου, μοιάζει να έχουν εξελιχθεί στα νέα ινδάλματα των μέσων ενημέρωσης, αν όχι και των ιθυνόντων της Δύσης, και η θέα των μολότοφ, που θα προκαλούσε φρίκη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να έχει αναχθεί σε “σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία”.
Δεν είναι πολύ διαφορετική η κατάσταση στη Βενεζουέλα, όπου ένα τμήμα διαδηλωτών υπό τον Leopoldo López, με εξαιρετικά βίαιη ρητορική και πρακτική, προκαλεί ολομέτωπη αντιπαράθεση με το μπλοκ των υποστηρικτών του προέδρου Maduro, ουσιαστικά υπονομεύει τον κατοχυρωμένο ηγέτη της αντιπολίτευσης Henrique Capriles, ο οποίος κατέκτησε το 49% των ψήφων στις περσινές εκλογές και επενδύει σε μια περισσότερο θεσμική στρατηγική.
Κατά τον έμπειρο πολεμικό ανταποκριτή του βρετανικού Independent, Patrick Cockburn, το φαινόμενο, τηρουμένων των αναλογιών, αφορά και την Ταϊλάνδη, όπου οι διαδηλωτές επιχειρούν να αποτρέψουν τη διεξαγωγή εκλογών, εν γνώσει του ότι θα τις κερδίσει εκ νέου η πρωθυπουργός Sinawatra, ή την Τουρκία όπου οι διαδηλωτές “επιχείρησαν να κερδίσουν στον δρόμο ότι απέτυχαν να κερδίσουν στην κάλπη”. Το γεγονός ότι το “μοντέλο” της “Αραβικής Άνοιξης” επαναλαμβάνεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα εναντίον κυβερνήσεων με κοινοβουλευτική νομιμοποίηση γεννά στον Cockburn την απορία κατά πόσον μιλάμε για διαδηλωτές κατά του αυταρχισμού ή απλώς για εκλογικούς bad loosers…
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr