Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Για τη "δυστυχισμένη συνείδηση"

Του Γιάννη Χοντζέα
Τι να γίνει; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα δούμε, μπορεί κάτι να συμβεί από δω κι από κει και να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων: Αυτή είναι η στάση της νέας έκδοσης της «δυστυχισμένης συνείδησης» ή σε απλοελληνικά σύγχρονα των «αριστερών σε σύγχυση», από τους οποίους διαφοροποιούνται οι έχοντες μεν τη συνείδησή τους βεβαρημένη αλλά που αποτελούν τμήμα τής από «115 κομμουνιστικά και προοδευτικά κόμματα» ιστορικής κομμουνιστικής συνείδησης.
Η συνειδητοποίηση όμως αυτής της «νέας εποχής» που απαιτεί «νέα τάξη» δεν έχει σχέση ούτε με τη «δυστυχισμένη συνείδηση» ούτε με τη «βεβαρημένη συνείδηση». Κι έτσι, παρά τα όσα διακηρύχνονται, τη «δυστυχία» και τα «βάρη» τα επιρρίπτουν στον «κόσμο» που τον έχει φάει ο καταναλωτισμός (πράγμα βέβαια όχι σημερινό, αφού αποτελούσαν το βασικό μέρος της «κουλτούρας» των «αριστερών» και «αριστερογενών» δυνάμεων εδώ και πάρα πολύ καιρό – κι όχι μόνο).
Η «βεβαρημένη συνείδηση» έχει σχέση με την παράκαμψη για άλλη μια φορά της θεμελιακής απαίτησης για μια πραγματική αυτοκριτική τοποθέτηση για όλη την πορεία των πραγμάτων. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και μια υποχρέωση για όλους όσους δεν θέλουν να παραμείνουν σ’ αυτή την τροχιά.
Βέβαια, πρωταρχικό είναι το αν κάποιος αποδέχεται ή όχι αυτό που προβάλλεται σαν «αναπόφευκτο»: τέλος των «ουτοπιών», του κομμουνισμού, επιβολή μιας «νέας τάξης» και όλα τα συμπαρομαρτυρούντα. Αλλά αυτή η ανάδειξη του «αναπότρεπτου» δεν αποτέλεσε κάτι «απρόσμενο», ουρανοκατέβατο. […]
Απ’ όσα κόμματα, οργανώσεις, σχήματα που θέλουν να παραμένουν κομμουνιστικά, αριστερά, μ-λ κ.ά., με σύγχυση ή δίχως, με ομολογημένη ή ανομολόγητη «δυστυχισμένη συνείδηση», ποια επιζήτησαν, επιχείρησαν αυτή την αυτοκριτική τοποθέτηση σε ότι αφορά την πορεία του πραγματικού ή αυτού που υποτίθεται πως αποτέλεσε το κομμουνιστικό κίνημα από μια περίοδο κι ύστερα;
Δίπλα στο «μην ψάχνεις» - βεβαρημένη συνείδηση, υπάρχει το γνωστό «μα ποιος κομμουνισμός;», μια κι έξω έτσι απαλλάσσονται από τα πάντα.
Όμως, το «μια κι έξω» ή τα «μια και μέσα» (παρατάτε τα στην άκρη) είναι δύο όψεις ενός και του ίδιου πράγματος, και «τοπικά» εξηγούν για όσους επιμένουν στο «ανεξήγητο» (της κατάρρευσης του συστήματος κλπ), την άνετη «μετεξέλιξη» του πάνω από το 50% των στυλοβατών της μπρεζνιεφικής και μεταμπρεζνιεφικής φάσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (επιεικές το ποσοστό). Αφού το «υπαρκτό», το «εφικτό» ήταν η προδρομική στάση του τωρινού «τι να κάνουμε (έτσι που ‘ρθαν τα πράγματα), τόσα μπορούμε να κάνουμε, τόσα κάνουμε», δηλαδή της τωρινής «δυστυχισμένης» ή βεβαρημένης συνείδησης.
Η συνείδηση αυτή είναι βεβαρημένη, γιατί ακριβώς αυτή η «λαβαροποίηση» συνθημάτων για «εθνικά» [και] «κοινωνικά» πρόβαλλε από τους κρατούντες τα λάβαρα γιατί είχαν «εθιστεί» στο μετασχηματισμό θέσεων, συνθημάτων, πραχτικών στην περίοδο του «υπαρκτού» ή «εφικτού» σοσιαλισμού. Όσοι δεν «πέρασαν», γιατί ξέμειναν, κι εδώ δε μιλάμε για τη μάζα των εντός και εκτός «υπαρκτού» περιοχών, εξακολουθούν τη διπλότητα αφού αρνούνται να «ξεκαθαρίσουν» τους λογαριασμούς με το παρελθόν. Στην ίδια τροχιά κινούνται και όσοι «προδρομικά», πριν 10-15 χρόνια, βρέθηκαν αντιμέτωποι με προκλήσεις και όχι μόνο γύρισαν την πλάτη σ’ αυτές, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να τις «σβήσουν», να τις κηρύξουν ανύπαρκτες. Και αυτοί ήταν η «άλλη πλευρά», εκείνη που αμφισβητούσε την πραχτική του «εφικτού» σοσιαλισμού.
Η κριτική αυτή δεν είναι κριτική για την κριτική, αλλά συνδέεται όπου γίνεται και όσο γίνεται με το τι πρέπει να γίνει, με το τι «πρέπει να κάνουμε».
Η πραγματικότητα, ο κόσμος, διαμορφώθηκε όπως διαμορφώθηκε μέσα από την αντιπαράθεση και τη δημιουργία, την υποχώρηση και την αποδόμηση αυτής της «παρένθεσης» -όπως διακηρύχνουν- του κομμουνιστικού κινήματος. Επομένως, δεν μπορούν να διαχωριστούν τα «μηνύματα των καιρών», όπως λένε, για το σήμερα και το αύριο από το τι έγινε χθες και προχθές.
Η κριτική αυτή επομένως, είναι κριτική σύλληψη αυτού που σήμερα υπάρχει σαν πραγματικότητα. Και κατά συνέπεια πρέπει να αναδείχνει εκείνο που μπορεί και πρέπει να είναι αύριο. […]
Η απάντηση έρχεται από το ίδιο το ερώτημα [το «τι να κάνουμε»]. […] Εδώ ανοίγονται δύο δυνατότητες ή δρόμοι. Ο πρώτος είναι η συμμόρφωση με τις περιστάσεις, με τα «μηνύματα των καιρών» όπως λένε πολλά αιλουροειδή. Για τους «κάτω» αυτό σημαίνει αποδοχή των «κανόνων του παιχνιδιού», εξαπόλυση σε πόλεμο κατά των πάντων, όχι βέβαια με την πολιτική έννοια, αλλά με αυτή που υποβάλλει η «νέα σκέψη - νέα τάξη». Δηλαδή η αποδοχή του «ονείρου» που αφού χρεωκόπησε στην κοιτίδα του, τις ΗΠΑ, επεκτείνεται η εξαγωγή του με τις απαραίτητες προσαρμογές. Και μαζί μ’ αυτό και «λίγη πολιτική» κατά τον τρόπο που ασκείται με ένταξη ή υποστήριξη ενός από τα «έγκυρα» κόμματα. Ή «πισινή» για τα νέα, υπό διαμόρφωση κόμματα.
Η «πρωτότυπη» κατάσταση που αναφέρθηκε πριν, δημιουργεί μια άλλη «ξεχασμένη», «πρωτότυπη» δυνατότητα: Αυτό που λέγεται, παραμορφώνοντας τα δεδομένα, «άλλος τρόπος άσκησης πολιτικής». Δηλαδή, απέναντι στην κατεστημένη πολιτική, επάνοδος της πολιτικής, δηλαδή της αγωνιστικής στράτευσης. Όχι της πολιτικής για την πολιτική.
Αυτή η αντικειμενική απαίτηση – δυνατότητα θα διευρύνεται όλο και περισσότερο, και βέβαια θα πασχίζουν να την εκτρέπουν, δηλαδή να τη χειρίζονται, όπως το κάνουν κιόλας με τα νεοφασιστικά, νεοναζιστικά, εθνικιστικά «κινήματα», αλλά και με τις ιερεμιάδες κατά των πολιτικών, των κομμάτων κλπ παντού. (Και αυτό όπως έχει δείξει η πείρα, κύρια στη Γαλλία αλλά και αλλού, η τέτια εκμετάλλευση - εκτροπή αυτής της αντικειμενικής απαίτησης γίνεται δίχως «αντίπαλο»). Γενικά αυτή η απαίτηση εκφράζεται με εκρήξεις στοιχειακές. Δεν είναι μόνο [το] Λος Άντζελες, γιατί προηγούμενα είχαμε και «πορείες πεινασμένων» και πολλά άλλα.
Αυτά ήταν παραγωγή μιας φάσης στην πορεία επιβολής νέας τάξης που έχει πια ξεπεραστεί. Έτσι, η διεύρυνση αυτής της απαίτησης ή θα εμφανίσει άλλες δυνάμεις στο προσκήνιο που θα αξιοποιήσουν τη δυνατότητα απαντώντας σ’ αυτή την αντικειμενική απαίτηση, ή θα αφεθεί ελεύθερο το πεδίο σε διπλή χειριστική αξιοποίηση προς την επιθυμητή κατεύθυνση της διαιώνισης των διάφορων νεοταξικών φαντασιώσεων.
Στο χαρτί μπορούν να γίνουν πολλά προγράμματα υπερβάσεων, παρεμβάσεων με γλώσσα κοφτερή και με παράθεση επιτελικών σχεδιασμών και αφθονεί η τέτια δραστηριότητα. Κι όταν συμβαίνουν πράγματα, γεγονότα, εκρήξεις απρόβλεπτες ή «απρόβλεπτες», τότε με μια κίνηση του χεριού σαρώνονται όλα αυτά και επαναδιατυπώνονται άλλα που λένε τα ίδια. Αυτό γίνεται αδιάκοπα την περίοδο ακριβώς που θα έπρεπε να γίνουν άλλα πράγματα. Τώρα έχουμε πάλι την ίδια ιστορία. Διαστροφή της αντικειμενικής απαίτησης - δυνατότητας από εκείνες τις πλευρές που «κανονικά» θα έπρεπε να είναι αυτές που θα απαντούσαν.
Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί αποφεύγεται η κατά μέτωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Και αποφεύγεται γιατί παρά το ότι έχουμε γίνει «πλανητικό χωριό» ή «πόλη», το άμεσο, το «τοπικό», και με τις δύο έννοιες, κυριαρχεί. Και κυριαρχεί γιατί η συνείδηση, αυτή η κομμουνιστική, επαναστατική συνείδηση διαβρώθηκε από τη διπλότητα που δεν αποτέλεσε γεγονός μονάχα της κατεστημένης «επίσημης» αριστεράς. Το «άμεσο», το «τοπικό» σημαίνει προτεραιότητα στο εμπειρικά θεωρούμενο ατομικό, «μαγαζακικό» συμφέρον που βέβαια χρωματίζεται σαν γενικό, αναγκαίο και «μοναδικό». Κι εδώ παρεμβαίνει η «δυστυχισμένη συνείδηση» όταν χρειαστεί.
Μια νέα συνείδηση σημαίνει όχι κάτι που πρέπει να λέγεται νέο, για να βρισκόμαστε στο «πνεύμα των καιρών», αλλά που θα έχει διαποτιστεί από τις δοκιμασίες, τις αποτυχίες και τις επιβουλές της υποβόσκουσας και περιρρέουσας «δυστυχισμένης» συνείδησης και θα αναδυθεί μέσα απ’ αυτές.
Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση των «νέων καιρών», του 2000 κλπ κλπ, για να μεταχειριστούμε ένα από τα σλόγκαν που πάνε κι έρχονται.
Δεν θα κοιμηθούμε μια νύχτα και το πρωί θα ξαναβρούμε «τα φτερά τα προτινά μας τα μεγάλα», όπως ουσιαστικά διακηρύχνει η παντοτινή «κομμουνιστική συνείδηση» των 115 κλπ κομμάτων, αποδιώχνοντας φαντάσματα και εφιάλτες –περιττά βάρη– της παντοτινής «κομμουνιστικής συνείδησης». Το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών» με αυτά τα «βάρη», δηλαδή η αυτοκριτική του κομμουνιστικού κινήματος με βάση αυτό το γεγονός, της παραμονής των «παντοτινών» σε θέσεις-κλειδιά, δεν είναι μια υπόθεση που γίνεται μεμιάς. Για να ωριμάσει η νέα συνείδηση με την έννοια που αναφέρθηκε πριν, δεν αρκεί η «κάθοδος στα βάθη», στο παρελθόν, στην ιστορία, αλλά η ταυτόχρονη «κάθοδος» σε βάθος στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Ούτε η ιστορία μπορεί να παρακαμφθεί, ούτε η δοκιμασία της παρούσας και αυριανής πράξης. Και το ένα και το άλλο είναι δύσκολες «κάθοδοι» και γι’ αυτό αναγκαίες. […]
Όσοι θα θελήσουν και θα τολμήσουν να αναδείξουν αυτή τη νέα συνείδηση σ’ αυτούς τους «καιρούς» και ακριβώς γιατί συσσωρεύονται αυτά τα «χαμηλά βαρομετρικά», πριν ισχύσει το πασίγνωστο «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα», θα πρέπει –για να θυμίσουμε ή να αναφέρουμε μια πολύ «ρετρό» παλαιοκομμουνιστική έκφραση– «να πεταλωθούν και στα τέσσερα πόδια». […]. Πρώτα απ’ όλα να ξεκόψουν καθαρά και αποφασιστικά τόσο με τις σε κυκλοφορία μόδες - ιδέες - πασπαρτού - μονοκαλλιέργειες, όσο και με τελετουργικά αλλοτινών καιρών που ικανοποιούν την αγανάχτηση για τα όσα συμβαίνουν, αλλά μονάχα αυτό. Η κατανόηση των απαιτήσεων, στοιχειώδικων, για μια πορεία κόντρα στο ρεύμα, δε σημαίνει αποτράβηγμα, ασκητική περισυλλογή και αποστάσεις από τα εγκόσμια, αλλά το αντίθετο. Διάχυση, αλλά όχι διάλυση στην πολυποίκιλη «αγορά του Δήμου», αλλά και σφιχτό δέσιμο ανάμεσά τους. Η συνεκτική «ουσία» γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια διπλή απαίτηση: ανοιχτή, ανοιχτόκαρδη συμβολή στην επεξεργασία των κοινών θέσεων και αλληλεγγύη. Όχι «μασονικός» δεσμός, μια συντροφικότητα που δεν μπορεί παρά να σφυρηλατείται παρά μονάχα μέσα από δυσκολίες, αντιπαραθέσεις και εγωισμούς.
Αυτή είναι η πρώτη και η ουσιαστική πλευρά. Η δεύτερη που θα υποβαστάζει την πρώτη αλλά και θα εξαρτιέται από την πρώτη, είναι η αδιάκοπη επεξεργασία των δεδομένων της πείρας που αποχτιέται. […]
Ανάρτηση από: http://antapocrisis.gr