Στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Διεθνούς Πανεπιστημίου Μόσχας θέτω στους φοιτητές μια άσκηση: Να γράψουν τα υπέρ και τα κατά της ΕΣΣΔ. Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύουν για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά ποια μορφή έχει πάρει στη σκέψη εκείνων που έχουν ακούσει διηγήσεις γι’ αυτή. Λαμβάνω ως απάντηση επτά κείμενα, τα οποία είναι αρκετά ειρωνικά: «Δουλεία, ισότητα, αηδία», ή «Ο φανταστικός κόσμος της Σοβιετικής Ένωσης»…

Τι λοιπόν θα ήθελαν αυτά τα εικοσάχρονα παιδιά να φέρουν πίσω από το σοβιετικό παρελθόν; Ιδού οι απαντήσεις τους:

-Δωρεάν εκπαίδευση και υγεία: 5 αναφορές.
-Σταθερότητα και βεβαιότητα για την αυριανή μέρα: 5 αναφορές .
-Συσπείρωση, φιλική διάθεση, ντομπροσύνη: 4 αναφορές.
-Ασφάλεια, απουσία εγκληματικότητας: 4 αναφορές.
-Καλή εκπαίδευση, πνευματική ζωή: 3 αναφορές.
-Κοινωνική ασφάλιση: 3 αναφορές.
-Αυτοπραγμάτωση, ανάπτυξη των τεχνών, μαζί και της τηλεόρασης: 3.
Δυο φορές αναφέρθηκαν: «Ανάπτυξη του αθλητισμού», «Ισχυρός στρατός», «Ποιοτική υγειονομική περίθαλψη», «Στέγη για όλους». Μια φορά: «Τεχνική βάση», «Αγάπη για την πατρίδα» και … «Υπέροχη γεύση τσίχλας» (!).

Πραγματικά ένας φανταστικός κόσμος.
Ενας μαθητής γράφει ότι τον καιρό της ΕΣΣΔ «το κλειδί από το διαμέρισμα μπορούσες άνετα να το αφήσεις κάτω από το χαλί μπροστά στην πόρτα». Τι να τους πώ όμως εγώ τώρα; Ότι τότε με είχαν διαρρήξει δυο φορές; Ότι μια μητέρα τη μαχαίρωσαν για ένα καπέλο από γούνα αλεπούς; Ότι έναν πατέρα τον σκότωσαν για ένα αμερικάνικο τζιν; Ότι ο Αλεξέι Βάξμπεργκ έγραφε στη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» δοκίμια για τη σκληρότητα των εγκλημάτων χωρίς κίνητρο; Σιωπώ, όμως, επειδή ξαφνικά συλλαμβάνω και εγώ τον εαυτό μου να νοσταλγεί κάποια πράγματα από την ΕΣΣΔ. Από τις εκπτώσεις για τους φοιτητές στα βαγόνια κουπέ, ως τα 18 καπίκια το καρβέλι το ψωμί (ζεστό ακόμα, και τόσο νόστιμο!)…

Όσον αφορά τα σημαντικότερα πράγματα, στη σοβιετική ζωή υπήρχαν αξίες, η εξαφάνιση των οποίων με ενοχλεί σήμερα πολύ.

Το πρώτο, είναι η ποίηση. Ο περιφρονημένος Ασάντοφ, ο λατρεμένος Σαμοΐλοβ, οι αδέσμευτοι, Μπρόντσκι και Λόσεφ. Τα «Τετράδια του Βαρόνιεζ» του Όσιπ Μαντελστάμ, το «Στα πρωινά τραίνα» Μπορίς Παστερνάκ ανατυπώνονταν μέσα στη νύχτα με συνοπτικές διαδικασίες. Ο μπλε τόμος της Αχμάτοβα αγοραζόταν με το αδιανόητο ποσό των έξι δολαρίων στη «Μπεριόζκα» (ουσιαστικά το μοναδικό μαγαζί στη Μόσχα όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει μοναδικά πράγματα και μόνο με ξένο συνάλλαγμα). 

Και το δεύτερο, το οποίο μου λείπει, είναι τα πλούσια συμπόσια διανόησης. Στην ΕΣΣΔ διανόηση σήμαινε ένας κύκλος όπου η γνώση γέμιζε τον κάτοχό της με υπερηφάνεια, ενώ καμιά φορά αποκτιόταν δια πυρός και σιδήρου. Για παράδειγμα, η επιστημονική βιβλιοθήκη του Κρατικού Πανεπιστημίου Μόσχας ήταν κλειστή για τους φοιτητές ως το τέταρτο έτος, και τους Φρόιντ και Νίτσε μπορούσες να του πάρεις μόνο με επιστολή του επιβλέποντος καθηγητή. Ναι, το να διαβάζει βιβλία, ήταν υποχρέωση του μορφωμένου ανθρώπου! Αυτή την υποχρέωση οι άνθρωποι την έβγαλαν από πάνω τους όπως την αδιάβροχη κάπα. Αντικαταστήσαμε το διάβασμα με το shopping.

Νοσταλγία για την ουσία
Την ίδια ώρα όμως, σκέφτομαι: Μήπως υπήρχαν και άλλες επιλογές; Όπως επεσήμανε κάποτε ο εβραϊστής Σεμιόν Γιάκερσον, «όταν η γιαγιά έψηνε πιροσκί, εμείς καθόμασταν στην κουζίνα και διαβάζαμε ένα βιβλίο. Ενώ ο αμερικανός πιτσιρικάς την ίδια ώρα έκανε βόλτα στο ράντσο με το πόνι, το οποίο του χάρισαν στα γενέθλιά του».

Αλλά το ζήτημα δεν είναι καν αυτό. Τον e-reader μπορείς σε δυο λεπτά να τον γεμίσεις με Μπρόντσκι και Σλούτσκι. Για τον Γκαντλέφσκι βγαίνει ένα τρίτομο! Ο εκδοτικός οίκος του Ιβάν Λίμπαχ έβγαλε σε έναν και μοναδικό τόμο όλον τον Λεβ Λόσεφ. Ό,τι άλλοτε ήταν επτασφράγιστο, από τον Φουκώ ως τον Αντόρνο, από τον Τζίλας ως τον Αφτορχάνοφ, τώρα είναι ελεύθερο. Όλα αυτά υπάρχουν, αλλά πλούσια συμπόσια διανόησης δεν υπάρχουν! Οι διανοούμενοι είναι αποξενωμένοι μεταξύ τους.

Και το άλλο παράδοξο: Ποιήματα υπάρχουν, αλλά έχουν χαθεί αυτοί που τα διαβάζουν. Λογοτεχνία επιπέδου υπάρχει, αλλά δεν υπάρχουν διανοούμενοι. Μια είναι η εξήγηση που μπορώ να δώσω. Στην ΕΣΣΔ, προκειμένου να απαντήσεις στην ερώτηση «Ποιος είμαι;», ήταν αρκετό να κλίνεις είτε προς το σοβιετικό, είτε το αντισοβιετικό (το δεύτερο ήταν πιο συναρπαστικό).

Και να που αυτό το σύστημα ταυτοποίησης σε κοινότητες που τις χαρακτήριζαν συγκεκριμένοι δεσμοί εξαφανίστηκε μαζί με την ΕΣΣΔ. Στον νέο κόσμο αποκαλύφθηκε ότι ο διανοούμενος δεν μπορεί πλέον να στηριχτεί στο «αντισοβιετικό», αλλά πρέπει να δημιουργήσει το δικό του σύστημα σχέσεων με τον κόσμο. Γεγονός που τον κάνει και να ξεχωρίζει από τον μη διανοούμενο. Η εναντίωση, μιλώντας σε γενικές γραμμές, δεν αποτελεί πλέον εχέγγυο του δικαίου. «Κάθε προσκόλληση, αποτελεί καταφύγιο του ατάλαντου, και δεν έχει σημασία αν αυτή η πίστη είναι προς τον Σολοβιόφ, ή τον Καντ, ή τον Μαρξ. Την αλήθεια την ψάχνουν μόνο κάποιοι λίγοι, και αυτοί αγωνίζονται ενάντια σε όλους όσους δεν την αγαπούν αρκετά», έγραφε ο Παστερνάκ στο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (αν και δεν υποπτευόταν ότι στην εποχή των μεταβαλλόμενων προτύπων η έννοια της «αλήθειας» θα αποδειχθεί και αυτή πεπερασμένη).

Το Ιντερνετ, τα ηλεκτρονικά βιβλία, η στιγμιαία αντιγραφή οποιασδήποτε πληροφορίας, η εξαφάνιση των αποστάσεων κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, δεν οδήγησαν στην εμφάνιση σταθερών κοινοτήτων με συγκεκριμένους δεσμούς. Το αντίθετο μάλλον. Οδήγησε σε δεσμούς που δημιουργούνται στιγμιαία για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, οι οποίοι το ίδιο γρήγορα διαρρηγνύονται.

Και καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι που έζησαν στην ΕΣΣΔ θλίβονται για αυτό το θαυμάσιο που υπήρχε σε αυτή, για την «αυτοπραγμάτωση», τη «σταθερότητα», την «εκπαίδευση», ακόμη και για τον «αθλητισμό». Θλίβονται για τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να μορφωθούν, να σταθεροποιηθούν και να γίνουν παραγωγικοί οι ίδιοι μόνοι τους, έξω από την ομάδα.

Ανάρτηση από: http://gr.rbth.com