Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Μπορούμε;

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

Γιατί εμείς ΔΕΝ «Μπορούμε»;

Ποιος θυμάται τους «αγανακτισμένους»; Στην Ελλάδα κανείς και κανείς δεν αναφέρεται πια σ’ αυτούς και τα γεγονότα που συγκλόνισαν τη χώρα μας πριν από τρία χρόνια.

Στην όχι και τόσο μακρινή μας Ισπανία, τους θυμούνται πολύ καλά, γιατί τους βλέπουν κάθε μέρα. Μόνο που τώρα η αγανάκτηση έδωσε τη θέση της στη θέληση. «Μπορούμε» (podemos) δηλώνουν 208,000 μέλη του καινούργιου κόμματος και μαζί τους εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί, προκαλώντας «πολιτικό σεισμό» στη χώρα, φέρνοντας πρώτο στις δημοσκοπήσεις το καινούργιο κόμμα για τις γενικές εκλογές που θα διεξαχθούν σ’ ένα χρόνο.

Άλλωστε από εκεί ξεκίνησαν όλα. Στην πλατεία του Ήλιου στη Μαδρίτη, συγκεντρώθηκαν πρώτη φορά φορά οι αγανακτισμένοι πολίτες, δίνοντας το σύνθημα για συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και σε άλλες χώρες, με πρώτη και καλύτερη τη δική μας, με τις μεγάλες συγκεντρώσεις στις πλατείες που ακολούθησαν. Μέχρι εκεί όμως ήταν η κοινή μας πορεία. Η εξέλιξη του κινήματος των «αγανακτισμένων» ήταν τελείως διαφορετική στις δύο χώρες, που τις ενώνουν τόσα πολλά.

Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Χώρες βασανισμένες για πολλά χρόνια από την καθυστέρηση του καπιταλισμού σ’ αυτές, βασανισμένες χειρότερα από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού αργότερα. Υπερανάπτυξη που δεν συμβάδισε με τον εκσυγχρονισμό των κοινωνιών και των οικονομικών και πολιτικών δομών στις χώρες αυτές. Υπερανάπτυξη που οδήγησε σε εμφυλίους και δικτατορίες, κοινή μοίρα και στις τρεις, καθώς οι άρχουσες τάξεις δεν αισθάνονταν ποτέ τους ασφάλεια.

Για την πορεία των Ισπανών «αγανακτισμένων» γνωρίζουμε ελάχιστα, σπαράγματα που δημοσιεύθηκαν στον επίσημο τύπο κυρίως. Γνωρίζουμε ότι στις πλατείες ξεκίνησαν οι περίφημες «ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών». Η συμμετοχή των πρωτεργατών σ’ αυτές, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους πάντα, ήταν συντονιστική, γιατί τους ενδιέφερε η γνώμη, και το ενδιαφέρον των πολιτών που βίωναν τις πολιτικές λιτότητας και τις συνέπειες τους. Έτσι, οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν, ξεκίνησαν από προτάσεις των ίδιων των πολιτών, χωρίς ουσιαστικά καθοδήγηση. Αφού διώχθηκαν από τις πλατείες, με πρόσχημα την καθαριότητα, ο αγώνας συνεχίσθηκε με σιωπηλές συγκεντρώσεις μπροστά στα σπίτια των «υπαιτίων», είτε αυτοί ήταν υπουργοί, είτε τραπεζίτες, ή οτιδήποτε άλλο που είχε σχέση με την εξουσία και την κατάσταση που βίωνε ο λαός. Ούτε φωνές, ούτε βρισιές, ούτε χειρονομίες. Βουβή συγκέντρωση. Το πολύ ένα απλό χαρτόνι που έγραφε «σας ξέρουμε» ή κάτι τέτοιο. Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζουμε πολλά, μέχρι που είδαμε ανακοινώσεις και άρθρα για το κόμμα της «απλής λογικής» και το σύνθημα podemos, που έγινε και το όνομα του καινούργιου κόμματος.

Και στην πλατεία Συντάγματος (πιθανώς και σε άλλες πλατείες της χώρας) για να θυμηθούμε και τα δικά μας, έγιναν «ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών». Σε μια πλατεία που ζήτημα είναι αν η έκταση της ξεπερνάει τα δέκα στρέμματα, ανάμεσα σε αντίσκηνα «κατασκηνωτών», τραπεζάκια οργανώσεων, συγκροτήματα μουσικής, ντουντούκες για συνθήματα, μεγάφωνα με αγωνιστικά τραγούδια, πίπιζες γηπέδων, αδιάκοπες φωνές, συνθήματα και «ου» από το «επάνω διάζωμα», κορναρίσματα και μαρσαρίσματα αυτοκινήτων και μηχανών από μια συγκοινωνία που δεν σταματούσε λεπτό, έβλεπες κάποιους συγκεντρωμένους συνήθως κοντά στο σιντριβάνι. Στα γύρω δέντρα ή κολώνες ήταν κολλημένες ανακοινώσεις με τις ώρες και τα θέματα συζήτησης, που κάποιοι είχαν φροντίσει πριν από μας για μας να θέσουν για συζήτηση. Το να γίνει συζήτηση και διάλογος μ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν τουλάχιστον αστείο, αφού μονάχα ένας στενός κύκλος 10 έως 20 ατόμων μπορούσε ν’ ακούει ο ένας τον άλλον και να συμμετέχει υποτυπωδώς.

Εύλογα θ’ αναρωτηθεί κανείς γιατί γινόντουσαν αυτές οι «συνελεύσεις» αφού εκ των πραγμάτων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Εξάλλου, «συνελεύσεις» οργάνωνε και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν αλλά και κατά διάρκεια του κινήματος των «πλατειών», στις γειτονιές με τα ίδια αποτελέσματα, καθώς στις «συνελεύσεις» του που γίνονταν πάντοτε από «επιτροπές πρωτοβουλίας» συμμετείχανκάθε φορά οι ίδιοι άνθρωποι.

Η απάντηση θα πρέπει ν’ αναζητηθεί στις λενινιστικές καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλης της ελληνικής αριστεράς, από τις οποίες η τελευταία δεν εννοεί να αφαλοκοπεί. Οι «συνελεύσεις» είναι μια επαναστατική γυμναστική για τα μέλη και ένας τρόπος πραγματοποίησης στρατολογιών που ανανεώνουν τη βάση του κόμματος ή της κάθε αριστερής οργάνωσης, επιβεβαιώνοντας συνεχώς την αναγκαιότηταύπαρξης της «οργανωμένης πρωτοπορίας».

Στο «κίνημα των πλατειών», συμμετείχαν πάρα πολλές αριστερές αλλά και άλλες οργανώσεις που δεν ταμπελώνονταν σαν αριστερές, όλες όμως με υπερεπαναστατική ρητορική και με μια κοινή πολιτική πρακτική. Τον μικρομέγαλο ηγεμονισμό που απαιτούσε από τον λαό να στοιχηθείπίσω από την ηγεσία τους.Μία μάλιστα οργάνωση έφτασε στα όρια του γελοίου, βάζοντας στον τίτλο της τον αριθμό «300», προσδοκώντας μιαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» καθώς ήταν μόλις 5-6, αλλά και επιχειρώντας να ψαρέψει στα θολά νερά μιας πληγωμένης εθνικής υπερηφάνειας, ταυτιζόμενη με τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Η αλαζονεία σχεδόν πάντοτε πάει μαζί με την αμάθεια και οι εκκολαπτόμενοι εθνοσωτήρες δεν έμαθαν και δεν θα μάθουν ποτέπως οι ήρωες των Θερμοπυλών ήταν στην πραγματικότητα 1,000, αφού 700 Θεσπιείς αποφάσισαν με δημοκρατική συνέλευση και χωρίς να τους διατάξει κανείς (τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι) να μείνουν και να πεθάνουν μαζί με τους 300 του Λεωνίδα.

Η ιστορία έχει αναδείξει αρκετές «αυτοεκπληρούμενες προφητείες». Μία απ’ αυτές είναι η περίπτωση του κόμματος των «μπολσεβίκων». Το 1903, το συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος διασπάστηκε. Η πλειοψηφία των συνέδρων (μπολσβίκ στα ρωσικά) ακολούθησε τον Λένιν. Το αστείο της ιστορίας ήταν πως τα μέλη του κόμματος που ακολούθησαν τον Λένιν και τους συντρόφους του ήσαν λιγότερα απ’ όσους ακολούθησαν τους «μενσεβίκους» (μειοψηφία). Παρ’ όλα αυτά οι «μενσεβίκοι» αποδέχθηκαναυτή τους την ονομασία, χαρίζοντας στον Λένιν το όνομα τηςπλειοψηφίας, ενέργεια που βοήθησε σημαντικά τους «μπολσεβίκους» τις κρίσιμες μέρες του Οκτωβρίου 1917.

Ποιος δεν θέλει να είναι με την πλειοψηφία; Όμως δεν αρκεί να έχεις το όνομα για να συγκινήσεις την πλειοψηφία του λαού. Οι «μπολσεβίκοι» είχαν και πρόγραμμα που ενσάρκωνε τους πόθους των εργατών και αγροτών της Ρωσίας. Ειρήνη, διανομή της γής και προπαντός εξουσία των σοβιέτ, δηλαδή των απλών ανθρώπων. Έτσι η πλειοψηφία του λαού συντάχθηκε με την πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών, αγνοώντας ότι σε λίγα χρόνια δεν θα είχαν ούτε γή, ούτε λαϊκή εξουσία, μα ούτε και ειρήνη.

Αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, οι προτάσεις που θα αλλάξουν ριζικά την κατάσταση στη χώρα μας, έλειψαν και λείπουν ακόμη, αφού κανένα πολιτικό κόμμα, οργάνωση ή ομάδα ανθρώπων δεν έχει διατυπώσει κάτι τέτοιο. Όλοι προτείνουν λύσεις για τα συμπτώματα, δηλαδή τα μνημόνια, την οικονομική εξαθλίωση, την υποδούλωση της χώρας σε ξένα συμφέροντα κι όχι για την ίδια την ασθένεια, που είναι το πολιτικό σύστημα, το σύστημα άσκησης εξουσίας που τα γεννά.

Την συγκεκριμένη στιγμή, εκείνο που χρειαζόταν ήταν ένας ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος και προτάσεις για κοινή δράση κυρίως και με κέντρο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έτσι κι αλλιώς εκείνη την εποχή ήταν η μεγαλύτερη και κυρίως κοινοβουλευτική δύναμη. Και το σημαντικότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε μια φάση που αναζητούσε συμμάχους. Μια επίθεση φιλίας προς αυτόν, είναι βέβαιο πως θα άνοιγε μιαν εποικοδομητική συζήτηση και συνεργασία, και κυρίως θα αναπτέρωνε το ηθικό των λαϊκών στρωμάτων και θα τα έσπρωχνε σε ενεργότερη συμμετοχή στην πολιτική δραστηριότητα.

Οι καιροί ήταν μάλλον μενετοί, αφού εκείνες ακριβώς τις μέρες, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έκανε για πρώτη φορά μετά από εβδομήντα χρόνια, τα πρώτα δειλά βήματα για την πολιτικήτου χειραφέτηση από το πελατειακό κομματικό σύστημα. Αυτό φάνηκε από τη μαζική συμμετοχή στις συγκεντρώσεις και τις πορείες διαμαρτυρίας αλλά και από τιςδημοσκοπήσεις τις εποχής, όπου εκτός από τη απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των φορέων του, υπήρχε και το δειλό αλλά πάντως σημαντικό σε ποσοστό αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν.

Εκείνο που κυριάρχησε τελικά, ήταν ένας διάλογος κωφών. Πολλοί θα ισχυριστούν πως είναι η κατάρα της φυλής μας. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για ένα επίκτητο κυρίως χαρακτηριστικό, αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας μας από την «ηγέτιδα» σαλταδόρικη και παρασιτική αστική τάξη.

Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν η καταβαράθρωση όλων των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων και οργανώσεων και η γιγάντωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μετά και την τρίτη εκλογική του επιτυχία στις ευρωεκλογές, εγκατέλειψετην επαναστατική γυμναστική των «συνελεύσεων» και μετατράπηκε σε «υπεύθυνο κόμμα εξουσίας».

Το χειρότερο όμως ήταν το πισωγύρισμα της ελληνικής κοινωνίας, που τρομοκρατημένη από τα αιματηρά επεισόδια των διαδηλώσεων και την ιδεολογική τρομοκρατία της ολιγαρχίας, παραδόθηκε ξανά στη μοίρα της. Εκείνο που απόμεινε από την πρόσκαιρη «άνοιξη», ήταν μεμονωμένες δραστηριότητες ακτιβιστών, κυρίως σε πόλεις της περιφέρειας, αρκετά σημαντικές, ανίκανες όμως μέχρι σήμερα να συγκροτήσουν κάποιο κίνημα που θα βοηθούσε την υπόλοιπη κοινωνία ν’ αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της και των δυνατοτήτων της. Όσο κι αν μερικοί ρομαντικοί δημοσιογράφοι προσπαθούν να εμφανίσουν μιαν αισιόδοξη πλευρά της κατάστασης, όσο κι αν σκαλίζεις τις στάχτες δεν βγάζεις φωτιά, αν δεν υπάρχει καύσιμη ύλη για να μεταδώσουν οι σπίθες που απομένουν τη φλόγα.

Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα, ύστερα από μια τετράχρονη περίοδο πολιτικής κρίσης, στη φάση της αναδιοργάνωσης του πολιτικού συστήματος εξουσίας, μεβάση τον διπολισμό – δικομματισμό, που τόσο εξυπηρέτησε τα σχέδια της ολιγαρχίας από το 1974 μέχρι πρόσφατα και με τον ΣΥΡΙΖΑ (ή τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα του)αποδεκτό απ’ την ολιγαρχία σαν το ένα σκέλος του διπολισμού.

Η αναδιοργάνωση αυτή σημαίνει την ενσωμάτωση της κοινωνίας και των κοινωνικών αντιθέσεων στα όρια και τις διαδικασίες του πολιτικού δικομματικού συστήματος. Ενσωμάτωση πάλι σημαίνει αλλοτρίωση και υποδούλωση της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα και τις επιταγές της ολιγαρχίας. Και τελικά, η διαιώνιση του καθεστώτος της υποτέλειας, του οικονομικού μαρασμού, των μνημονίων, της υλικής και πνευματικής εξαθλίωσης.

Αναδιοργάνωση του πολιτικού συστήματος δεν σημαίνει και παγίωση του. Το σύστημα βρίσκεται ακόμη σε κρίση, κυρίως εξ αιτίας της μικρόνοιας που διακατέχειτους πολιτικούς και τους ωθεί συνεχώς σε ενέργειες που βάζουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της «κάστας» που κυβερνά τη χώρα (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση των Ισπανών) του συμπλέγματος οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που συγκροτούν την ολιγαρχία μας.

Καθώς τα λάθη των πολιτικών μεταφράζονται σε οικονομικά βάρη στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν καινούργιες πολιτικές κρίσεις, αλλά και ξεσπάσματα διαμαρτυρίας. Το αν αυτά τα ξεσπάσματα θα βοηθήσουν την ελληνική κοινωνία να διεκδικήσει ξανά την χειραφέτηση της, θα εξαρτηθεί από το αν οι νεότεροι ηλικιακά πολιτικά ενεργοί πολίτες θα μπορέσουν να συνομιλήσουν και κυρίως να συνεργαστούν εναντίον του πολιτικού συστήματος εξουσίας.

Τοσύστημα εξουσίας της χώρας μας, είναι υπερσυγκεντρωτικό στουςθεσμούς αλλά και τις δομές του. Η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, απορροφά και εξαφανίζει όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, τη νομοθετική, τη δικαστική και τις τοπικές διοικήσεις, ενώ η πρωτεύουσα, η Αθήνα, απορροφά και εξαφανίζειτους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας.

Κάθε προσπάθεια επομένως, εναντίον του πολιτικού μας συστήματος, πρέπει να στρέφεται εναντίον του υπερσυγκεντρωτικού τέρατος. Κάθε περιορισμός του, με την ταυτόχρονη απελευθέρωση των υπολοίπων λειτουργιών, θάναι κι ένα βήμα προς την πολιτική χειραφέτηση του ελληνικού λαού, προς την Δημοκρατία.

Μια καλή αρχή θα μπορούσε να γίνει από το θέμα του «μπόνους» των 50 εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα. Σύμφωνα με τον Μανώλη Γλέζο, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές θα ξανακάνει εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η απλή αναλογική ήταν πάγιο αίτημα της Αριστεράς που από το 1963 και μετά βρίσκεται στριμωγμένη χωρίς να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Πιο πρακτικός, ο Αλέξης Μητρόπουλος έσπευσε δια της τρομολαγνείας να θυμίσει ότι σκοπός των πολιτικών είναι η εξουσία και μόνον η εξουσία και οι ρομαντισμοί είναι για τους πολύ νεαρούς και τους «μαθουσαλίξ» που έλεγε κι ο Τατσόπουλος.

Θα μπορούσε όμως να υπάρχει κι άλλη πρόταση. Οι 50 έδρες να δίνονται με κλήρωση σε απλούς τυχαίους ανθρώπους, αυστηρά ακομμάτιστους και με θητεία μικρή, ενός έτους (και με αποδοχές ομοίως πολύ μικρότερες των εκλεγμένων βουλευτών). Έτσι και η ελληνική κοινωνία θα αποκτούσε μια μικρή, αλλά πραγματική αντιπροσώπευση. Παράλληλα η οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν θα μπορούσε εύκολα να περάσει αντιλαϊκούςνόμους, εκτός αν «εξαγόραζε» και τους 50, δηλαδή 200 συνολικά σε μιαν τετραετία, κάτι εξαιρετικά δύσκολο.

Αν το πείραμα πετύχει κι έχει αρκετές πιθανότητες να πετύχει, η εξουσία της ολιγαρχίας θα κλονιστεί, ενώ θ’ ανοίξει ο δρόμος για καινούργιες αλλαγές πολύ σοβαρότερες.

Γνωρίζουμε φυσικά, ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν πρόκειται να δεχτεί ένα τέτοιο πείραμα, που κλονίζει το σύστημα που επιθυμούν να διαχειριστούν. Καθώς όμως ένα τέτοιο αίτημα δίνει ελπίδες στο λαό για μια πραγματική αλλαγή, θα μπορούσε να συγκινήσει ευρύτερα στρώματα και να γίνει η θρυαλλίδα ζυμώσεων και ανακατατάξεων στο εκλογικό σώμα.