Αν μιλήσεις για τον αμύθητο πλούτο που παράγουν οι εργάτες και λυμαίνονται αφορολόγητα οι κεφαλαιοκράτες, μιλάς ξύλινη γλώσσα. Αν επικαλεστείς τους υπουργούς που ξεχνούν ή δεν ήξεραν να δηλώσουν τα δεκάδες ακίνητα και τα εκατομμύριά τους, είσαι λαϊκιστής. Το ίδιο και αν επιμένεις να θυμάσαι τα κλεμμένα. Αν πάλι αρχίσεις τα καντήλια μη μπορώντας να κατευνάσεις την οργή σου με αυτά που ζεις, βλέπεις και ακούς, είσαι χαμηλού επιπέδου, δεν έχεις τρόπους, δεν ξέρεις να συνδιαλέγεσαι.
«Τρόπους» σαν αυτούς που βρήκαν τους τελευταίους μήνες όλα αυτά τα τυχάρπαστα τυπάκια που πριν γίνουν βουλευτές δεν τα ’ξερε ούτε η μάνα τους και σήμερα βγαίνουν στα κανάλια και συναγωνίζονται στην παραγωγή αηδίας και την τέχνη του ψεύδους αυτούς που μέχρι χτες έβριζαν. Με την ίδια προβλέψιμη ορολογία, τις ίδιες εκφράσεις, τις ίδιες αναπνοές πριν ξεστομίσουν τα δικά τους ψέματα, ακόμα και τον ίδιο τρόπο αντίδρασης όταν νιώσουν ότι θίγονται. Στα τηλεοπτικά παράθυρα όλα αυτά, γιατί στις δημόσιες συναθροίσεις δεν τολμούν (ακόμα) να το δοκιμάσουν. Εκεί χρησιμοποιούν την παλιά γλώσσα, αυτή που τους έφερε στην εξουσία και τους έκανε σήμερα να νιώθουν «κάποιοι».
Σαν εκείνον τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, ας πούμε, που τις προάλλες στην εκδήλωση για την «Ημέρα Εορτασμού της Κληρονομιάς του Κομαντάντε Ούγκο Τσάβες» πήρε το μικρόφωνο και έκανε διάγγελμα για τις ανθρωπιστικές αξίες, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα. (Με την ευκαιρία, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνη την απίστευτη δήλωση της εκπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ στο κλείσιμο της «Συνόδου των Λαών»: «η Ελλάδα είναι η Βενεζουέλα της Ευρώπης»!!).
Όχι, δεν εννοούσε (ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος) τον δημοκρατικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνησή του αποφασίζει και κάνει νόμους του κράτους -στο άψε σβήσε με «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου»- το τσαλάκωμα της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν εννοούσε τη δικαιοσύνη να σου αρπάζουν το αυτοκίνητο, το χωράφι ή το σπίτι και να κινδυνεύεις και με φυλακή αν δεν μπορείς να πληρώσεις τους ασύλληπτους αλλεπάλληλους φόρους που επιβάλει η κυβέρνησή του με εντολή των οξαποδώ (μέχρι χτες) δανειστών. Όταν μιλούσε για ισότητα ο κύριος βουλευτής δεν εννοούσε φυσικά να βάζει το κράτος εξοντωτικό πρόστιμο 5000 (πέντε χιλιάδες) ευρώ σε μια 79χρονη επειδή προσπαθούσε να πουλήσει σε λαϊκή αγορά χωρίς άδεια «τα επτά κιλά σπανάκι, τα πέντε ματσάκια παντζαριών, τα επτά ματσάκια μαϊντανού, τα δύο κιλά καρότα, τα οκτώ μπρόκολα, τα επτά ματσάκια σέσκουλα, τα τρία λάχανα και τα πέντε κιλά αντίδια» της, και να μένουν στο απυρόβλητο ή και να καλύπτονται κιόλας μιζαδόροι, ληστές και «λιστόβιοι», λαμόγια και κομπιναδόροι που αναδείχτηκαν στον αφρό της «επιχειρηματικότητας» κάνοντας μπίζνες με το κράτος και τις κυβερνήσεις του.
Εννοούσε τις αξίες που το κόμμα του εμπορεύτηκε για χρόνια, εξαπατώντας όπως ένας κοινός απατεώνας έναν λαό που νιώθει την ανάγκη να πιαστεί από αυτόν που θα του χαϊδέψει τ’ αυτιά, που αναθέτει τη λύση των προβλημάτων του σε «ειδικούς», ακολουθεί την καθ' υποβολή ασημαντότητά του και πέφτει συνεχώς θύμα και ξανά και ξανά… να περνάει ο καιρός και να πηγαίνουμε (και ας σερνόμαστε) παρακάτω. Και το γαϊτανάκι θα στριφογυρίζει και θα μας πνίξει, αργά ή γρήγορα όλους, όσο τα λάχανα θα κοστίζουν ακριβότερα από την ανθρώπινη ύπαρξη ή, όσο αυτοί που πρέπει να αναλάβουν δράση θα σκέφτονται σιγά τα λάχανα…
Ανάρτηση από: http://e-oikodomos.blogspot.gr