Του Κώστα Ράπτη
Οι εντός των συνόρων αντίπαλοι του Ταγίπ Ερντογάν έχουν έναν νέο ήρωα – στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. “Τι θέλετε από την Τουρκία; Ρακή, σις κεμπάπ, λουκούμια, τουρκικά χαλιά; Ζητείστε και είμαστε στη διάθεσή σας” έγραψε στο Twiiter ένας από τους δεκάδες χιλιάδες νέους ακόλουθους, κυρίως Τούρκους, που απέκτησε μέσα σε λίγα 24ωρα ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας της νότιας περιφέρειας της Νέας Υόρκης, Preet Bharara.
Ο ινδικής καταγωγής Αμερικανός εισαγγελέας είναι βέβαια ήδη γνωστός από την αποφασιστικότητα με την οποία έχει στραφεί κατά το παρελθόν εναντίον ισχυρών πολιτικών της Νέας Υόρκης, μεγάλων τραπεζών ακόμη και ξένων διπλωματών. Όμως η δημοτικότητα που απέκτησε αιφνιδίως στην Τουρκία οφείλεται στο γεγονός ότι διέταξε την σύλληψη του Τουρκο-ιρανού επιχειρηματία Reza Zarrab, ενώ αυτός βρισκόταν οικογενειακώς για διακοπές στο Μαϊάμι.
Ο Zarrab κατηγορείται για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν, ξέπλυμα χρήματος και τραπεζικές απάτες και αναμένεται σύντομα να εμφανισθεί ενώπιον δικαστηρίου στο Μανχάταν.
Πρόκειται για το πρόσωπο-κλειδί του σκανδάλου που ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 2013 στην Τουρκία αγγίζοντας το περιβάλλον του Ταγίπ Ερντογάν με τη σύλληψη τριών τέκνων υπουργών και τη δημοσιοποίηση τηλεφωνικών συνομιλιών στις οποίες ο τότε πρωθυπουργός και νυν πρόεδρος παρότρυνε τον υιό του Μπιλάλ να εξαφανίσει από το σπίτι του ποσό 30 εκατ. δολαρίων που κρατούσε σε μετρητά.
Ωστόσο, όσοι ενεπλάκησαν τότε στο σκάνδαλο απαλλάχθηκαν, ενώ αντίθετα οι δικαστές και αστυνομικοί που κίνησαν την έρευνα απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους στο πλαίσιο μιας ολομέτωπης αντεπίθεσης σε ό,τι ο Ταγίπ Ερντογάν βάφτισε “παράλληλο κράτος”, ήτοι το δίκτυο του αυτεξόριστου στις ΗΠΑ πρώην συμμάχου και νυν μεγάλου αντιπάλου του, ιεροκήρυκα Fethullah Gülen.
Ο δε πολυπράγμων Zarrab, πρωταγωνιστής ενός περίπλοκου σχήματος συναλλαγών με το αποκλεισμένο από τις χρηματοπιστωτικές αγορές Ιράν έναντι χρυσού βρέθηκε να τιμάται τον περασμένο Ιούνιο από την Ένωση Τούρκων Εξαγωγέων (TIM) ως ο “εξαγωγέας της χρονιάς”. Το βραβείο επέδωσε ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Numan Kurtulmuş.
Το γεγονός ότι η δικαιοσύνη των ΗΠΑ ξανάνοιξε την υπόθεση και το ενδεχόμενο να οδηγηθεί ο Zarrab σε συμφωνία με τις αμερικανικές αρχές προκειμένου να κατονομάσει συνενόχους του έχει πολιτικές επιπτώσεις που δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Πόσω μάλλον όταν η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν αντιμετωπίζεται στη Δύση ως ένα κράτος που διολισθαίνει στον αυταρχισμό και λειτουργεί ως ταραξίας στη μεσανατολική γειτονιά της.
Αλλά και η κυβέρνηση Rowhani στο Ιράν έχει λόγους να είναι ικανοποιημένη από τις τελευταίες εξελίξεις, καθώς τα δίκτυα που αναπτύχθηκαν για την παράκαμψη των κυρώσεων διαπλέκονταν στενά με τους Φρουρούς της Επανάστασης και τον προηγούμενο πρόεδρο Ahmadinejad. Η λήξη των κυρώσεων και η προοπτική ανάπτυξης ομαλών οικονομικών σχέσεων με το διεθνές περιβάλλον διόλου τυχαία συμπίπτει με την εξάρθρωση και στο Ιράν αυτών των δικτύων διαφθοράς, που είχαν ενδυναμωθεί υπέρμετρα και δεν έχουν φιλικές διαθέσεις προς την τωρινή εξουσία. Πολύ χαρακτηριστικά, ο Ιρανός μεγιστάνας Babak Zanjani, που φέρεται να έχει συνεργασθεί και με τον Zarrab, καταδικάσθηκε πρόσφατα για υπεξαίρεση πετρελαϊκών εσόδων και ξέπλυμα χρήματος.
Η τουρκική αντιπολίτευση, πάλι, θεωρεί ότι στην αμερικανική δικαιοσύνη βρήκε τον “από μηχανής θεό”. Εξ ού και τριμελής κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος πρόκειται να παραστεί στην πρώτη ακρόαση του Zarrab ενώπιον του δικαστηρίου του Μανχάταν.
Ωστόσο, η στάση της αποτελεί έμμεση ομολογία αδυναμίας, καθώς ο Erdoğan ελέγχει πλήρως τους εγχώριους συσχετισμούς. Οι ανησυχίες αφορούν αποκλειστικά τη στάση των μεγάλων διεθνών δυνάμεων.
Ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να εξαπολύει μύδρους εναντίον λ.χ. των Αμερικανών και λοιπών διπλωματών οι οποίοι παρέστησαν στην έναρξη της δίκης των δύο διευθυντικών στελεχών της εφημερίδας Τζουμχουριέτ (που κατηγορούνται για διαρροή κρατικών μυστικών, απόπειρα πραξικοπήματος και υποβοήθηση τρομοκρατών επειδή δημοσιοποίησαν στοιχεία για τα φορτία οπλισμού που οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες διοχέτευαν στους αντάρτες της Συρίας). Μπορεί επίσης να ζητά από τις ΗΠΑ την έκδοση του Gülen ή να εξάγει εκτός συνόρων τα ιδιόμορφα ήθη που επικρατούν εντός Τουρκίας με την υποβολή λ.χ. διαβήματος προς το Γερμανό πρεσβευτή στην Άγκυρα επειδή το γερμανικό κανάλι προέβαλλε σατιρικό για τον Ερντογάν τραγούδι. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι επείγεται να καταστεί και πάλι συνομιλητής των μεγαλύτερων δυτικών πρωτευουσών – χωρίς να βρίσκει πολλές ανοικτές πόρτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπάρακ Ομπάμα δεν ανταποκρίθηκε, σύμφωνα με την Wall Street Journal, σε πρόσκληση του Ερντογάν να παραστεί στα εγκαίνια τεμένους οθωμανικού το οποίο ανεγέρθηκε στο Μαίρυλαντ των ΗΠΑ με τουρκική χρηματοδότηση. Ο Τούρκος πρόεδρος μετέβη στις ΗΠΑ χθες Τρίτη με την ευκαιρία της διεθνούς Συνόδου για την Πυρηνική Ασφάλεια που πρόκειται να ξεκινήσει στη Ουάσιγκτον στις 31 Μαρτίου.
Το “καψώνι” έγινε χειρότερο καθώς, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος αναχωρούσε για το υπερατλαντικό του ταξίδι δηλώνοντας ότι η υπόθεση Zarrab δεν τον απασχολεί, η πιθανότητα μιας ιδιαίτερης συνάντησής του με τον Obama βρισκόταν στον αέρα. Η πηγή που επικαλούνταν η Wall Street Journal απέκλειε αυτό το ενδεχόμενο, αν και διπλωματικά, προσέθετε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ήδη συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του στη Σύνοδο της G20 στην Αττάλεια τον περασμένο Νοέμβριο και κατόπιν είχε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του τον Φεβρουάριο – συνεπώς οι ιδιαιτερότητες του προγράμματος της Συνόδου για την Πυρηνική Ασφάλεια δεν θα πρέπει να παρερμηνευθούν ως “αποκλεισμός” του Ταγίπ Ερντογάν.
Προφανώς στην Άγκυρα δεν επικρατεί αντίστοιχη “χαλαρότητα”. Σε μία συγκυρία κατά την οποία ο ρωσο-αμερικανική συνεννόηση για τη Συρία προχωρά λίγο-πολύ απρόσκοπτα (όπως έδειξε και η επίσκεψη του επικεφαλής της CIA John Brennan στη Μόσχα) ο “αποκλεισμός” είναι αντικειμενικός. Ιδίως όταν η αμερικανική πλευρά είναι σε θέση να ενισχύει την “επιχειρηματολογία” της με κινήσεις όπως η σύλληψη του Zarrab.
Η Ουάσιγκτον φρόντισε μάλιστα να καταστήσει το μήνυμά της σαφέστερο ανακοινώνοντας, ενώ ακόμη ο Ερντογάν προεξοφλούσε συνάντηση με τον Ομπάμα, ότι επίσημη επαφή προβλέπεται μόνο με τον αντιπρόεδρο Μπάιντεν. “Αναμένω ότι στη διάρκεια της επίσκεψης, ο πρόεδρος θα έχει την ευκαιρία κάποια στιγμή να πραγματοποιήσει τουλάχιστον μία ανεπίσημη συνομιλία με τον πρόεδρο Ερντογάν” ανακοίνωσε κατόπιν ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, χρυσώνοντας, υποτίθεται, το χάπι – με τον τουρκικό Τύπο να βοά.
Το ότι την ίδια ώρα, Πεντάγωνο και State Department έδιναν εντολή για την αποχώρηση των οικογενειών Αμερικανών διπλωματών και στρατιωτικού προσωπικού που υπηρετεί στο αμερικανικό προξενείο στα Άδανα, στη βάση του Ιντζιρλίκ, στη Σμύρνη και τα Μούγλα ”εξαιτίας των συνεχιζόμενων ανησυχιών για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή και δη στα νοτιοανατολικά της χώρας”, ήταν ένα μήνυμα ακόμη ισχυρότερο από τα παίγνια πρωτοκόλλου από τα οποία τρέφεται το γόητρο του Ερντογάν…
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr