Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Οι αναχωρητές

ή «κοίτα να γυρίσεις στην Ελλάδα, ο τόπος χρειάζεται σπουδαγμένους ανθρώπους»

Του Κώστα Ηλιόπουλου 

Οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων φεύγουν ένας-ένας. Διαβάζω τις αναχωρήσεις τους στην προτελευταία σελίδα της τοπικής εφημερίδας της γενέθλιας πόλης, συνήθως τα απογεύματα, λίγο πριν κλείσω τον υπολογιστή στο γραφείο. Κατόπιν, στο σπίτι, πάνω απ’ το μάτι της κουζίνας και ενόσω ετοιμάζω το αργοπορημένο μεσημεριανό μου, τους θυμάμαι έναν-έναν.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο τη μέρα που φεύγει, τα χρώματα του δειλινού θυσιασμένα πίσω από τις πολυκατοικίες, και τους άγνωστους στα απέναντι μπαλκόνια. Κάτι γέροι, που οι ρυτιδιασμένοι λαιμοί τους αρδεύουν τη φαντασία μου και γίνονται μέσα μου τα πρόσωπα των αναχωρούντων παιδικών ηρώων. Τους τελευταίους ενδόμυχα τους ευγνωμονώ, που με τις αργές κινήσεις τους τροφοδοτούν περαιτέρω τη μνήμη μου.
Οι περισσότεροι ήταν φίλοι του πατέρα μου, ο οποίος βιάστηκε, αν και νεότερος, να σαλπάρει πρώτος. Ίσως επειδή, όπως πάντα οργανωτικός και βιαστικός, ανέλαβε, χωρίς κανείς να του το ζητήσει, να φτιάξει εκεί ψηλά στον ουρανό ένα απάγκιο μέρος για να κουρνιάσουν και οι φίλοι του που ακολουθούν ένας-ένας. Τα έκανε κάτι τέτοια ο μακαρίτης.
Τι τα θες; Είναι παράξενη η ζωή και όσα μέσα μας αδειάζει, εγκαθιστά ξαφνικά, τροποποιεί, χωρίς ποτέ να τα περιμέναμε. Έτσι, αν και από τα πρώτα εφηβικά χρόνια είχα απομυθοποιήσει όλους αυτούς τους παιδικούς ήρωες, το φευγιό τους τούς επανατοποθετεί μέσα μου στο μυθικό βάθρο, το οποίο τους είχα στερήσει. Οι συνειρμοί δημιουργούνται σχεδόν αυτόματα με την ανάγνωση της αναγγελίας του θανάτου τους. Πιστοποιώ ότι πρόκειται για το συγκεκριμένο πρόσωπο από τις λεπτομέρειες: ηλικία, ονόματα συγγενών και εκκλησία.
Στη συνέχεια ανατρέχω στο πορτοφόλι του πατέρα μου, όπου ένα πάκο ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’50 με βοηθά να ταιριάξω αναμνήσεις και πρόσωπα. Κάτι εκδρομές με βέσπες, λαμπρέτες και μπε-εμ-βε με κουβούκλιο στο πλάι, στο Παλαμήδι, στο Κεφαλάρι του Άργους, ή στο θέατρο της Επιδαύρου. Από ’κει πιάνω το νήμα και στη συνέχεια εμπλουτίζω τη διαδρομή με προσωπικές εμπειρίες, στις οποίες οι αναχωρούντες είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Ο Νίκος με τις τσιγγουνιές και τις άπειρες παραξενιές του, εργένης μέχρι τέλους. Ο Αλέκος με την ωραία μηχανή, ο οποίος ήταν ο τελευταίος της παρέας που εγκατέλειψε την εργένικη ζωή, σε μεγάλη απογοήτευση του Νίκου. Ο άλλος Αλέκος, που συχνά μας συνόδευε στις Κυριακάτικες οικογενειακές εκδρομές, πάντα μόνος, χωρίς τη γυναίκα του. Ο Δημητράκης, που ένα εγκεφαλικό, δέκα χρόνια πριν πεθάνει ο πατέρας μου, τον καθήλωσε άλαλο στο κρεβάτι και έφυγε λίγους μόνο μήνες μετά τον πατέρα μου. Ήταν ο πιο στενός φίλος του πατέρα μου, ο οποίος δε άντεχε να τον επισκέπτεται μετά το εγκεφαλικό, γιατί έβαζε τα κλάματα και, έτσι όπως δε μπορούσε να μιλήσει, στεναχωριόταν τόσο πολύ, και του ζητούσε να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει. Ο Δημητράκης! Ακόμα θυμάμαι την ιστορία, χιλιοακουσμένη μα πάντα εμπλουτισμένη με καινούργιες λεπτομέρειες.
κατάλογος
Ήταν λίγο μετά την κατοχή και δεκαεπτάχρονα παιδιά, τότε, φύλαγαν μια γέφυρα τραίνου για να μην την ανατινάξουν οι αντάρτες. Το φυλάκιο χωμένο μέσα σε καλαμιές και βάτα, επόπτευε τη γέφυρα και το ξεροπόταμο που οδηγούσε σε αυτή. Ο πατέρας μου είχε φύγει αργά το απόγευμα για το σπίτι του να φέρει φαγητό για όλους. Σουρούπωσε μέχρι να γυρίσει κι ο Δημητράκης πεσμένος μπρούμυτα μέσα στις καλαμιές, σημάδευε με το όπλο του τις σκιές των δέντρων. Είδε τον πατέρα μου να πλησιάζει, φώναξε ποιος είναι, αλλά το θρόισμα των φύλλων και ο αντίθετα κινούμενους άνεμος δεν του επέτρεψαν να ακούσει την απάντηση. Έτσι, ο πατέρας μου που δεν είχε ακούσει τίποτα συνέχιζε να πλησιάζει προς το μέρος του. Ο Δημητράκης, με κομμένα τα γόνατα, τον σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη, σίγουρος πως θα καθαρίσει κάποιον εισβολέα. Ευτυχώς, η αραβίδα του κόλλησε, κι ώσπου να βγάλει το περίστροφο, ο πατέρας μου είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να τον δει ο φίλος του και να χεστεί απ’ τη χαρά του που δεν τον είχε σκοτώσει. Αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν από τη χαρά και το φόβο τους. Έκτοτε έμειναν αχώριστοι μέχρι το εγκεφαλικό του Δημητράκη.
Ο Τάκης, αυτός πρέπει να ζει ακόμα. Κόλλησε στην παρέα αργότερα, όταν έπιασε δουλειά στο τοπικό φυλάκιο του ΟΤΕ. Κατά τη δεκαετία του ’60 μαζεύονταν όλοι εκεί, έπιναν τα κρασιά τους και τραγουδούσαν με τη συνοδεία της κιθάρας του πατέρα μου. Κι όταν δε συναντιόντουσαν στο φυλάκιο, έπαιρναν τις μηχανές και αλώνιζαν από πανηγύρι σε πανηγύρι. Αδιάψευστα πειστήρια προσφέρουν οι φωτογραφίες στο πορτοφόλι. Η ορχήστρα στο βάθος, με κλαρίνα, μπουζούκια και τουμπερλέκια, ενώ ο πατέρας μου σέρνει το χορό. Το μαντήλι του κρατά κάποιος απ’ τους Αλέκους ή ο Δημητράκης. Μονίμως, σε όλες τις σχετικές εξορμήσεις.
Όταν πέρασαν λίγο τα χρόνια, ο Αλέκος χάρισε τη μηχανή του στο Νίκο. Αυτός, αν και ποτέ δεν είχε οδηγήσει δίτροχο, δέχθηκε το δώρο με περισσή χαρά. Την πάρκαρε στην αυλή του σπιτιού του και ποτέ δεν τη μετακίνησε. Όσο ήμουν πιτσιρίκος, επισκεπτόμουν τακτικά την αυλή του και πάντα εύρισκα ευκαιρία να ανέβω στη μηχανή και να προσποιηθώ ότι οδηγούσα, ως άλλος ελεύθερος καβαλάρης, προς την απόλυτη ελευθερία. Μια λεπτομέρεια: η μηχανή είχε μοχλό ταχυτήτων κολλημένο στο ρεζερβουάρ, γεγονός που με μπέρδευε και με έβαζε να φαντάζομαι ότι μια οδηγώ μηχανή και μια αυτοκίνητο.
Μετά από λίγα χρόνια απόκτησα πρόσβαση σε άλλες, περισσότερο γήινες, αγάπες, και έτσι σταμάτησα να επισκέπτομαι την αυλή του γείτονα. Σύντομα ακούστηκε ότι είχε κάνει κομμάτια τη μηχανή και πουλούσε τα ανταλλακτικά. Είπαμε, ο μακαρίτης ήταν τσιφούτης. Αλλά ας μην τον αδικήσω. Ένα ορφανό παιδί, φτωχό παιδί ήταν, που αναγκάστηκε να κάνει το σκατό του παξιμάδι για να επιβιώσει, αυτός και οι τέσσερις αδελφές του, στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Κι όταν, πολύ αργότερα, και ως αποτέλεσμα της χρόνιας σπαγγοσύνης που τον ταλαιπωρούσε, μάζεψε στην τράπεζα ένα διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή ποσό, ποτέ δεν τόλμησε να το χρησιμοποιήσει για να βελτιώσει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής του. Όταν, αρχές της δεκαετίας του ’70, έφτασε η τηλεόραση στα μέρη μας, αργά ή γρήγορα, όλοι οι γείτονες απόκτησαν συσκευή για να παρακολουθούν τα πρωτόλεια σήριαλ της εποχής. Ο Νίκος και οι δυο γεροντοκόρες αδελφές του-άλλα μυθικά πρόσωπα των πρώτων παιδικών χρόνων μου-συνέχιζαν να επισκέπτονται το πατρικό μου για να παρακολουθήσουν τις εβδομαδιαίες περιπέτειες των αγαπημένων τους τηλεοπτικών ηρώων. Έφτασε η δεκαετία του ’80 για να τολμήσουν να αποκτήσουν δική τους τηλεόραση. Τότε, μάλιστα, είχα γράψει ένα σατυρικό διήγημα για το όλο θέμα. Οι δικοί μου χαίρονταν να το διαβάζουν που και που στους φίλους τους. Μετά τις πρώτες αναγνώσεις, φρόντισα να το εξαφανίσω και, έκτοτε, δεν το ξανάδε κανείς. ούτε κι εγώ.
795335
Ο άλλος Αλέκος, ανάμεσα στους φίλους του πατέρα μου, ο πιο αγαπητός μου. Ο γλυκός, ήρεμος και πρόσχαρος χαρακτήρας του σε έκανε να τον συμπαθήσεις αμέσως. Άσε που ο γιός του, σχεδόν συνομήλικος, έγινε ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων. Και άσε, ακόμα, που τις καθημερινές κάθε καλοκαίρι, μας έβαζε όλα τα παιδιά της γειτονιάς στο τρίκυκλό του και μας πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο. Χωρίς αυτόν, θα είχα αρκεστεί στα κυριακάτικα οικογενειακά μπάνια, όταν ο πατέρας έκλεινε το μαγαζί και μπορούσε να μας πάει στην θάλασσα. Ενώ γράφω όλα αυτά, μαθαίνω από σπόντα ότι μας άφησε χρόνους. Οι κοντινοί μου άνθρωποι που υποτίθεται ότι θα με ενημέρωναν, χαμένοι στα προσωπικά τους προβλήματα. Απίστευτο!
Ο κυρ-Νίκος, ο γραμματέας της Κοινότητας, που κι αυτός παρέμεινε εργένης μέχρι τέλους. Με τα μαγικά μπλε, μαύρα και κόκκινα στυλό διαρκείας και τις πένες του. Με τα άφιλτρα Αγρινίου, που πάντα κάπνιζε με πίπα. Με τα πολύχρωμα καρμπόν του και τη μαγική γραφομηχανή του. Με τον άψογο γραφικό του χαρακτήρα-ότι καλλιγραφία έμαθα στη ζωή μου, σε αυτόν το οφείλω. Τέλος, με το υπέροχο ποδήλατό του (άραγε κάποιο τέτοιο ποδήλατο είχε υπόψη του ο Εμπειρίκος γράφοντας το γνωστό στίχο του;), στο οποίο πήγε και πρόσθεσε ειδικό παιδικό κάθισμα, ανάμεσα τιμόνι και σέλα, για να μπορεί να με πηγαίνει βόλτες με ασφάλεια. Μου χάριζε βιβλία και γραφική ύλη. Οι γονείς μου, μετά από δική μου επιμονή και δική του αποδοχή, με άφηναν στο γραφείο του. Με έβαζε να κάθομαι στο δίπλα γραφείο και άπλωνε μπροστά μου χαρτιά και στυλό. Κι εγώ περνούσα ώρες αντιγράφοντας κατεβατά ολόκληρα από τις εφημερίδες της χουντικής εποχής. Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών.
Είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί όταν έφυγα φοιτητής και σταμάτησα να τον βλέπω. Μίλησα τελευταία φορά μαζί του στη δεκαετία του ’90, όταν ήμουν στην Αμερική για μεταπτυχιακά, δυο μήνες πριν αποφοιτήσω. Είχα τηλεφωνήσει στο πατρικό μου και έτυχε να βρίσκεται εκεί. Τα τελευταία του λόγια σε εκείνη τη συνομιλία μας ήταν: «κοίτα να γυρίσεις στην Ελλάδα, ο τόπος χρειάζεται σπουδαγμένους ανθρώπους». Η φωνή του, από την άλλη άκρη της γραμμής, λειτούργησε ως θεραπευτικό της μνήμης. Δεκάδες ξεχασμένες εικόνες των παιδικών χρόνων μου με κατέκλυσαν μονομιάς. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τον επισκεφτώ με το που θα πάταγα το πόδι μου στην Ελλάδα. Σε λίγους μήνες, όντως επέστρεψα. Φευ! Όταν ρώτησα τι κάνει, με πληροφόρησαν ότι είχε πεθάνει, μόλις δέκα μέρες νωρίτερα.
Οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων φεύγουν ένας-ένας-ή πρέπει να πω ότι ήδη έφυγαν; Πριν φύγουν, εδώ και πολλά χρόνια, έφυγα εγώ. Τους εγκατέλειψα στην εφηβεία. Στην αρχή τους απέρριψα και στη θέση τους τοποθέτησα πιο φαντεζί ήρωες, βγαλμένους, κυρίως, από τα λογοτεχνικά διαβάσματά μου και τις μουσικές αναζητήσεις μου. Στη συνέχεια, όταν έφυγα απ’ τη γενέθλιο πόλη, τους αντικατέστησα με τους δικούς μου φίλους. Ήταν η εποχή που πίστευα ότι το παρελθόν δεν έχει καμία σημασία. Μετά, με τη δουλειά και τη δική μου οικογένεια, δεν είχα χρόνο ούτε να τους θυμηθώ. πόσο περισσότερο να τους επισκεφθώ ή να παρακολουθήσω την εξέλιξη των ζωών τους. Όσα σποραδικά μάθαινα ήταν απ’ τους γονείς μου σε υπεραστικές ή υπερατλαντικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις. Μετά, τίποτα. Ξέχασα ακόμα και τα πρόσωπά τους.
Κι έρχονται τώρα, μέσα από τα ηλεκτρονικά φύλλα της τοπικής εφημερίδας, να διεκδικήσουν ξανά μέσα μου το χώρο που κάποτε είχαν κατακτήσει. Να διεκδικήσουν ένα απαλό άγγιγμα του χεριού μου την ώρα που μαγειρεύω το οικογενειακό δείπνο. Ένα νοητό άγγιγμα της κουτάλας, την ώρα που ανακατεύω ένα από τα φαγητά, που κάποτε φάγαμε μαζί στο σπίτι τους ή στο πατρικό μου. Τίποτε άλλο. Αυτοί, οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Οι αναχωρητές.
Ανάρτηση από: https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com