Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015. Μια σημαντική στιγμή του ελληνικού λαού και της νεολαίας, που αψηφώντας εκβιασμούς και πιέσεις έδωσαν ένα ακόμα «Όχι» στην νεοελληνική ιστορία. Ένα «Όχι» άρνησης τελεσιγράφων και αξιοπρέπειας. Ένα «Όχι» που έστειλε περήφανο μήνυμα στους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου. Παράλληλα, όμως, ήταν ένα «Όχι» που τσαλαπατήθηκε μέσα σε 24 ώρες, από το πολιτικό σύστημα που είχε ήδη συνθηκολογήσει με την ευρωκρατία και απλώς μεθόδευε τον τρόπο που θα παρουσίαζε το «κρύο πιάτο» στον λαό. Το μέγεθος του «Όχι» δυσκόλεψε μεν την δρομολογημένη επιχείρηση, αλλά δεν την ματαίωσε. Έτσι όμως τσαλακώθηκε διπλά και τρίδιπλα η ελπίδα και ο λαός του «Όχι» πέρασε ένα σοκ πιο βαρύ και ίσως πιο βαθύ από αυτό που είχαν προκαλέσει τα μνημόνια 1 και 2.
5 Ιούλη, δημοψήφισμα και πανηγυρισμοί του λαού. Το ίδιο βράδυ απόλυση του Βαρουφάκη και αναγγελία συνόδου πολιτικών αρχηγών για την επομένη. Η σύνοδος αρχηγών προχωρά σε ακύρωση του δημοψηφίσματος. Ο Τσίπρας στις Βρυξέλλες αποδέχεται χειρότερο πακέτο που εγκρίνεται στην Βουλή στις 13 Ιούλη και ξανανοίγει την Βουλή 13 Αυγούστου για να ψηφίσει μαζί με ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΠΟΤΑΜΙ το 3ο μνημόνιο. Στις 20 Σεπτέμβρη ορίζονται εκλογές υπό την επήρεια του σοκ και των καταιγιστικών εξελίξεων. Δύο χρόνια μετά ο ΣΥΡΙΖΑ σπάει όλα τα ρεκόρ: Σε δύο χρόνια ψηφίζει 2 μνημόνια και περνά όλα όσα θέλανε οι δανειστές και ντρεπόντουσαν να τα περάσουν όλοι οι υπόλοιποι…
Δύο χρόνια μετά πολλοί θέλουν να ξεχάσουν το δημοψήφισμα και το «Όχι» του λαού. Η ιστορική του σημασία δεν σβήνεται εύκολα άσχετα με το τι ακολούθησε.
Το άρθρο του Γιάννη Μαυρή που ακολουθεί φωτίζει πολλές πλευρές του ιστορικής σημασίας δημοψηφίσματος και αποτελεί μια τεκμηριωμένη επιστημονική τοποθέτηση. Επίσης μπορείτε να δείτε στο σχετικό αφιέρωμα του Press Project (www.thepressproject.gr) τη συνέντευξη του Ρούντι Ρινάλντι «Το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ είχε καταργηθεί από καιρό».
Η ιστορική σημασία του ελληνικού δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015
Του Γιάννη Μαυρή*
«Μια κοινωνία προσεγγίζει ίσως περισσότερο το ιδεώδες της μαζικής συμμετοχικής δημοκρατίας στα πρώτα χρόνια της δημοκρατικής της ζωής ή μετά από μεγάλες κρίσεις του συστήματος, όταν υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός για τη δημοκρατία· όταν πολλές διαφορετικές ομάδες και οργανώσεις απλών ανθρώπων συμμετέχουν στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας πολιτικής ατζέντας, που θα ανταποκρίνεται επιτέλους στις αγωνίες τους· όταν τα ισχυρά συμφέροντα που κυριαρχούν στις μη δημοκρατικές κοινωνίες δέχονται σοβαρά πλήγματα και περιέρχονται σε θέση άμυνας· και όταν το πολιτικό σύστημα δεν έχει ανακαλύψει ακόμη τρόπους να ελέγχει και να χειραγωγεί τα νέα κοινωνικά αιτήματα.»
(Colin Crouch, 2006, Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές, σ.61-2: «Η δημοκρατική στιγμή»)
Η απόρριψη της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ
Η συντριπτική απόρριψη (61,3%, έναντι 38,7%) της προωθούμενης από το Eurogroup μνημονιακής συμφωνίας για την Ελλάδα, στο ελληνικό δημοψήφισμα της 5/7/2015, όπως και η ιστορικής πολιτικής σημασίας απόφαση του βρετανικού λαού, για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (51,9%-48,1%), στο βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, δεν αποτελούν μεμονωμένα «ατυχήματα». Έρχονται να προστεθούν στην αλληλουχία των δημοψηφισμάτων εκείνων, στα οποία οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) αποδοκιμάστηκαν από τη λαϊκή ψήφο: Ηνωμένο Βασίλειο (2016), Ελλάδα (2015), Ιρλανδία (2001 και 2008), Ολλανδία (2005), Γαλλία (2005) Σουηδία (2003), Δανία (2000, 1992).
Η απόρριψη, μέσω δημοψηφισμάτων, της πολιτικής των κυρίαρχων ελίτ αποτελεί τη νέα μορφή με την οποία εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια εντός της ΕΕ. Επιπλέον, το ελληνικό ποσοστό απόρριψης, μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 (61,5%) είναι τα υψηλότερα, που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, μεταξύ εννέα απορριπτικών δημοψηφισμάτων για ευρωπαϊκά ζητήματα, στην περίοδο 1972-2008 (1).
Εντούτοις, το ελληνικό δημοψήφισμα διεκδικεί και μια -ιστορικά- παράδοξη πρωτοτυπία. Είναι μοναδικό, ως προς το γεγονός, ότι η λαϊκή ετυμηγορία που κατέγραψε, ακυρώθηκε αυθημερόν. Με την ακαριαία αντιστροφή του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουλίου 2015 τερματίσθηκε απότομα το εξάμηνο πείραμα αριστερής διακυβέρνησης εντός της Ε.Ε., που επιχείρησε η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη συνθηκολόγηση και προσχώρησή της στη μνημονιακή στρατηγική, όμως, προκλήθηκαν σημαντικοί κλυδωνισμοί. Παρά τη δεύτερη επικράτησή του, στις (εκβιαστικές) εκλογές που ακολούθησαν, τον Σεπτέμβριο του 2015, η πολιτική μετάλλαξη του κυβερνώντος κόμματος συνοδεύτηκε με αναζωπύρωση της κρίσης εκπροσώπησης, που χαρακτηρίζει βέβαια εξαρχής την εποχή των Μνημονίων.
Το δημοψήφισμα υπήρξε, ταυτόχρονα, σημείο κορύφωσης της λαϊκής υποστήριξης στην κυβέρνηση της αριστεράς και απαρχή της κατακρήμνισής της. Η σχέση εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με το μπλοκ των κυριαρχούμενων τάξεων, που βρισκόταν σε διαδικασία διαμόρφωσης μετά το 2012 (στην τριετία 2012-2015), διερράγη ανεπανόρθωτα. Για αυτόν το λόγο, ο Ιούλιος του 2015 αποτελεί σημείο καμπής στην περιοδολόγηση της ύστερης μεταπολίτευσης. Σε συνδυασμό με τις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ενδέχεται να αποδειχθεί το κύκνειο άσμα της μεταπολιτευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας, δυστυχώς, ενισχύουν αυτήν την εκτίμηση.
Η ηγεσία του Ναι και οι καθεστωτικοί διανοούμενοι αμφισβήτησαν θορυβωδώς τη «συνταγματικότητα» του δημοψηφίσματος. Επικέντρωσαν την κριτική τους στην «προβληματική» μεθόδευση της διεξαγωγής του, την περιορισμένη χρονική διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (μια εβδομάδα) και την «κακότεχνη» λεκτική διατύπωση και την «ασάφεια» του ερωτήματος στο ψηφοδέλτιο. Πρόκειται για προσχηματική κριτική δευτερεύουσας σημασίας, που συγκαλύπτει το μείζον: Αφενός, την πολλαπλή κατάλυση του Συντάγματος και την απροκάλυπτη παράκαμψη του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού, και αφετέρου την ποικιλόμορφη συρρίκνωση του εκλογικού δικαιώματος και την ανοικτή χειραγώγηση των εκλογών, που συντελέστηκε συστηματικά από το 2012. Σε αυτά τα ζητήματα, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της συνταγματικής ιδεολογίας προτίμησαν να σιγήσουν.
Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς, ότι σε τέσσερις δεκαετίες που ακολούθησαν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, ουδέποτε διενεργήθηκε δημοψήφισμα στην Ελλάδα. Ούτε για την ίδια τη στρατηγική επιλογή της ένταξης, ούτε για την επικύρωση των νεώτερων Συνθηκών, ούτε και για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Η Ελλάδα δεν ακολούθησε την αυξανόμενη τάση διενέργειας δημοψηφισμάτων, που καθιερώθηκε σταδιακά στον ευρωπαϊκό χώρο. Με βάση μια μελέτη (Mendez, Mendez και Triga 2009, 66-8), στα πρώτα 50 χρόνια ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1958-2008) είχαν πραγματοποιηθεί συνολικά 47 δημοψηφίσματα, σχετικά με ευρωπαϊκά θέματα, ελάχιστα (8) στην περίοδο των πρώτων 30 ετών (1958-1987) και 39 εξ αυτών στην τελευταία 20ετία 1988-2008. O C.H. de Vreese (2007, 6), καταγράφει σε κράτη-μέλη και προς ένταξη, 32 εθνικά δημοψηφίσματα για θέματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στην περίοδο 1972-2005, εκ των οποίων 9 (28%) με απορριπτικό αποτέλεσμα για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σύμφωνα με μια πιο πρόσφατη καταγραφή, τα τελευταία 33 χρόνια, σε 26 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πραγματοποιηθεί, συνολικά, 118 δημοψηφίσματα (συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού και του πρόσφατου βρετανικού) και περίπου το 25% εξ αυτών αφορά την επικύρωση των Συνθηκών (2). Ακόμη, το 2004, η διεύρυνση της Ε.Ε., με 10 νέα κράτη-μέλη εγκρίθηκε με δημοψήφισμα, στα 9 εξ αυτών, ενώ εξαίρεση αποτέλεσε μόνον η Κύπρος.
Η πραγματική πολιτική αιτία του «μίσους» για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, δεν είναι άλλη από την εδραιωμένη, εδώ και καιρό, αντιδραστική «δημοφοβία» των κυρίαρχων ελίτ, ο «φόβος των μαζών». Αυτό που τρόμαξε τις κυρίαρχες τάξεις είναι το γεγονός ότι το δημοψήφισμα δίνει τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί η τεράστια απόσταση, το χάσμα που υφίσταται, ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους. Και η εκδήλωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας στην ΕΕ, μέσω απορριπτικών δημοψηφισμάτων, βαίνει αυξανόμενη (Hillebrandt 2008).
Κορυφαία δημοκρατική «στιγμή»
Από την πλευρά της κοινωνικής συμμετοχής, το ελληνικό δημοψήφισμα αποτέλεσε κορυφαία δημοκρατική «στιγμή» (Crouch 2006, 61-2) (3). Ανεξάρτητα από την -εκ των υστέρων- ακύρωση της πρωτοφανούς δυναμικής του, το δημοψήφισμα προκάλεσε μια «στιγμιαία δημοκρατική ρωγμή», στο πολιτικό οικοδόμημα της μεταδημοκρατικής Ελλάδας, δηλαδή στην κατεδάφιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που προωθεί το μνημονιακό πρόγραμμα, στο επίπεδο της πολιτικής και των θεσμών. Αποτέλεσε την αφορμή για την απρόσκλητη και απρόσμενη είσοδο (εισβολή) του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική σκήνη, που όποτε συμβαίνει, ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα με την αυτόνομη πολιτική του δράση και παράγει «κατάλληλα πολιτικά αποτελέσματα» (Πουλαντζάς).
Μπορεί η τυπική προεκλογική περίοδος να υπήρξε σύντομη, ωστόσο, το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης ήταν πολύ καιρό γνωστό και το διακύβευμα σαφέστατο. Δεν υπήρξε άλλο από το μνημονιακό πρόγραμμα και τις πολιτικές της λιτότητας, που από το 2010 αδιάλειπτα, δηλαδή επί μια ολόκληρη εξαετία, βίωσε η ελληνική κοινωνία. Η ίδια ακριβώς συζήτηση τροφοδότησε τον πολιτικο-κοινωνικό διχασμό που εκφράστηκε, επανειλημμένα, στις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 και βεβαίως του 2015. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση αναπαρήχθη, σε συνθήκες εντεινόμενης πόλωσης, και ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Επομένως, το εκλογικό σώμα τοποθετήθηκε δυαδικά, σε ό,τι του ήταν απολύτως γνώριμο επί μια 5ετία.
Στην πραγματικότητα, η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόσθηκε από το 2010, ουδέποτε κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τη διαχειρίσθηκαν, ψηφίστηκαν από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Από την αρχή, η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική (Με μέσο όρο, 70% κατά και μόλις 30% υπέρ – βλέπε σχετικά υπ.1).
Επομένως, η προτίμηση του εκλογικού σώματος που εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, δεν ήταν συγκυριακή. Σε μεγάλο βαθμό αποκρυσταλλώθηκε, μακροχρόνια, ήδη πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και δεν περίμενε την φοβερή προεκλογική εβδομάδα για να εκδηλωθεί, ούτε ασφαλώς και θα άλλαζε ριζικά, εάν η προεκλογική περίοδος διαρκούσε μια ή δύο εβδομάδες παραπάνω. Το πιθανότερο είναι ότι θα ενισχυόταν περαιτέρω, στο μέτρο που η επίδραση των capital controls αφομοιωνόταν περισσότερο από το εκλογικό σώμα, όπως και τελικά συνέβη.
Οι επικριτές του δημοψηφίσματος αγνοούν και μια άλλη κρίσιμη -για τη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων- παράμετρο: τις πολιτικές συνέπειες της μεγάλης εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015. Με τις πρώτες εκλογές συντελέστηκε στη χώρα ριζική ανατροπή του πολιτικού κλίματος. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε μια μακρά περίοδο 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου προκάλεσε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική και κοινωνική συσπείρωση (rally–effect) γύρω από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Ανάλογες επιδράσεις έχουν ασκήσει στη μεταπολιτευτική περίοδο μόνον οι εκλογές του 1974 και του 1981.
Συμμετοχή και κοινωνική διαίρεση: Η εκλογική- κοινωνική γεωγραφία του δημοψηφίσματος
Η απόφαση για το δημοψήφισμα πυροδότησε μεγάλης έκτασης κινητοποίηση και συσπείρωσε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, σε πανεθνική κλίμακα, που σπάνια έχει παρατηρηθεί στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, μετά την κατοχή. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα ξεπέρασε τα 6 εκ. ψηφίσαντες (6.161.140), συγκρατώντας έτσι ως ένα βαθμό την επιταχυνόμενη τάση αποχής. Με βάση τη δημογραφική εκτίμηση της Public Issue για το μέγεθος του εκλογικού σώματος, η πραγματική συμμετοχή στο δημοψήφισμα εκτιμάται σε 72,76% και η πραγματική αποχή σε 27,24%. Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ακριβώς η τόνωση της πολιτικής συμμετοχής, που παρατηρείται στα δημοψηφίσματα, συγκαταλέγεται διεθνώς (αλλά όχι στην Ελλάδα) στα θετικά του θεσμού. Με υψηλότερα (από το ελληνικό) ποσοστά συμμετοχής σε δημοψήφισμα έχουν απορριφθεί στο παρελθόν η ένταξη της Νορβηγίας στην Ε.Ε. (1994 – 88,8%), η εισαγωγή του ευρώ στη Δανία (2000 – 87,6%) και στη Σουηδία (2003 – 81,2%) καθώς και η ένταξη της Νορβηγίας στην Ε.Κ., το 1972, με ποσοστό συμμετοχής 79,1% (Hillebrandt 2008).
Το εκλογικό ρεύμα υπέρ του Όχι (61,3%, έναντι 38,7%) υπήρξε καθολικό. Πλειοψήφησε στο 92% (299/325) των νέων Καλλικρατικών και στο 88,6% (917/1035) των παλαιών Καποδιστριακών Δήμων της χώρας, καθώς και σε όλες τις μείζονες εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Τα υψηλότερα ποσοστά του Όχι (>65%) σημειώθηκαν στην Κρήτη (69,9%), στο Ιόνιο (67,7%) και στη Δυτική Ελλάδα (65,1%). Το μπλοκ του Ναι ξεπέρασε το 42% μόνο στην Πελοπόννησο (42,7%) και οριακά το 40%, στην Κεντρική Μακεδονία (40,1%), την Α.Μακεδονία-Θράκη (40,2%), την Αττική (40,3%) και την Ήπειρο (40,8%).
Στο εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώθηκε ευδιάκριτα η βαθύτατη πολιτική, ηλικιακή και ταξική πόλωση που χαρακτηρίζει συστηματικά τις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής του Μνημονίου. Είναι ενδεικτικό ότι οι σημαντικότερες εργοδοτικές οργανώσεις (ΕΣΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, κ.α.) πλαισίωσαν την επιτροπή για την υποστήριξη του Ναι που συγκροτήθηκε την 1ηΙουλίου. Η πολιτική και κομματική διάσταση της πόλωσης αναλύθηκε στα προηγούμενα. Η ηλικιακή πόλωση (Διάγραμμα 1) επίσης προϋπήρξε. Η αντιμνημονιακή τοποθέτηση των νέων καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και διατηρήθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014-2015. Το ηλικιακό χάσμα της ψήφου κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα, λόγω της δυαδικής μορφής της επιλογής της ψήφου. Στην ηλικιακή κατηγορία 18-24, το Όχι απέσπασε ποσοστό 85%, ενώ στην αμέσως επόμενη (25-34 ετών), 72%. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων, που καταστρέφονται από την λιτότητα, στράφηκαν καθολικά κατά της συνέχισης αυτής της πολιτικής. Το Όχι κυριάρχησε και στις επόμενες τρεις ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες και μόνον μεταξύ των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών), πλειοψήφησε το Ναι, με ποσοστό 55%-45%. Αντίστοιχη με την ηλικία πόλωση, δεν παρατηρήθηκε και αναφορικά με το φύλο.
Με βάση την αυτοτοποθέτηση των ερωτώμενων σε κοινωνικο/οικονομική κατηγορία απασχόλησης, το Όχι εξασφάλισε τα υψηλότερα ποσοστά του (>70%), στους φοιτητές (85%), τους ανέργους 73% και τους μισθωτούς Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (71%). Ακόμη, πλειοψήφησε καθαρά στους εργοδότες/αυτοαπασχολούμενους (58% συνολικά, 65% στους αγρότες, 61% στους επαγγελματο-βιοτέχνες και ισοψηφία 50% στους ελεύθερους επαγγελματίες) και στις νοικοκυρές (63%). Το Ναι επικράτησε μόνο στους συνταξιούχους (Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα), σε ποσοστό 52%, έναντι 48% (Διάγραμμα 2).
Αυτό το μοτίβο της κοινωνικής πόλωσης της ψήφου, επιβεβαιώνει την κοινωνική διαίρεση φιλοευρωπαϊσμού / αντιευρωπαϊσμού, και τον ευδιάκριτα ταξικό χαρακτήρα της απορριπτικής ψήφου, που έχει παρατηρηθεί ιστορικά, σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα για θέματα της Ε.Ε. (Ένταξη, Συνθήκες, Ευρωσύνταγμα). Ενδεικτικά, στο πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα, υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε. ψήφισε το 60% των φτωχών, ανειδίκευτων και ειδικευμένων εργατών και των ανέργων, ενώ η παράμετρος της κοινωνικής τάξης αποδείχθηκε βασική διαχωριστική γραμμή για την ερμηνεία της ψήφου.
Αντίστοιχα, το 2005, στο γαλλικό δημοψήφισμα για την Συνταγματική Συνθήκη, Όχι είχαν ψηφίσει το 70% των υπαλλήλων και το 76% των εργατών, ενώ Ναι, το 59% των εργοδοτών και το 62% των ελεύθερων επαγγελματιών. Στο ολλανδικό δημοψήφισμα, του ιδίου έτους (2005) και με το ίδιο αντικείμενο, υπέρ του Όχι ψήφισαν όσοι διέθεταν χαμηλή μόρφωση (82%) και χαμηλό εισόδημα (68%).
Στο ιρλανδικό δημοψήφισμα (2008) που απέρριψε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας με 53%, έναντι 47%, η ψήφος του Όχι επικεντρώθηκε στις γυναίκες, τους νέους και την εργατική τάξη. Η ταξικότητα της ψήφου αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι το 74% των ανειδίκευτων εργατών συντάχθηκε με το στρατόπεδο του Όχι, ενώ αντιθέτως, τα διευθυντικά στελέχη υπερψήφισαν μαζικά το Ναι, σε ποσοστό 60%. Υπέρ του Όχι τάχθηκε και η πλειοψηφία των αγροτών. Η απορριπτική για τη Συνθήκη ψήφος των εργατικών περιοχών της Ιρλανδίας υπήρξε απόρροια του γεγονότος ότι, παραδοσιακά, οι εργατικές περιοχές είχαν ψηφίσει ισχυρά εναντίον της Ε.Ε., σε διαδοχικά ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα.
Η κοινωνική πόλωση είναι ευδιάκριτη στην εκλογική γεωγραφία της Πρωτεύουσας (Χάρτης 1).
Το Ναι πλειοψήφησε μόνο στα Βορειοανατολικά και Νοτιοανατολικά προάστια. Στις εύπορες περιοχές, όπου συγκεντρώνονται τα αστικά κοινωνικά στρώματα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κυριάρχησε απόλυτα, καταγράφοντας ποσοστά άνω του 66%. Ενδεικτικά, στην Εκάλη συγκέντρωσε ποσοστό 84,6%, στη Φιλοθέη 81,6%, στο Ψυχικό 78%, στο Διόνυσο 69,8%, στου Παπάγου 68,1% και στη Βουλιαγμένη 66,7% (Πίνακας 1). Σε αυτές τις περιοχές, το Όχι περιορίστηκε, από 33,3% στη Βουλιαγμένη, έως μόλις 15,4% στην Εκάλη.
Στις περιοχές κυριαρχίας των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, όπως π.χ. ο Δήμος Ζωγράφου, η Αργυρούπολη και ο Γέρακας, το μπλοκ του Όχι κυμάνθηκε από 56% έως 62% και του Ναι, από 38% έως 44%. Αντιθέτως, στο συμπαγή πυρήνα των εργατικών-λαϊκών δήμων της Δυτικής Αθήνας (Β’ Αθηνών, Β’ Πειραιά) το Όχι συγκέντρωσε ποσοστά από 68% έως 77%, ενώ προσέγγισε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, στις παρυφές της αθηναϊκής μητροπολιτικής περιοχής (79% στα Άνω Λιόσια και στον Ασπρόπυργο – Πίνακας 1). Στο εσωτερικό του Δήμου Αθηναίων, που ψήφισε συνολικά υπέρ του Όχι, σε ποσοστό 53,2% έναντι 46,8%, αναπαρήχθη επίσης η ιστορική κοινωνική διαίρεση, ανάμεσα στις δυτικές συνοικίες (του 3ο και 4ο Διαμέρισματος) και τον κεντρικό τομέα της πόλης. Το Όχι έλαβε τα υψηλότερα ποσοστά του (>60%) στην Ακαδημία Πλάτωνος (65,9%), στο Μεταξουργείο (64,4%), στα Πετράλωνα (63,7%), στο Βοτανικό (60,9%) και στον Κολωνό (60,5%). Στον κοινωνικό αντίποδα, το Ναι, κυριάρχησε στο Κολωνάκι (70,2%), στη Μονή Πετράκη (70,1%), στα Ιλίσια (59,3%), στο Παγκράτι (58,7%) και στο Εμπορικό Κέντρο (57,1%).
Η ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος – Επιπτώσεις
Με τη συμφωνία της 12/7/15 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας ανατράπηκε. Η αστραπιαία ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και η αναίρεση της λαϊκής εντολής του Όχι, ανέκοψε βίαια τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο λαϊκό κοινωνικό μπλοκ. Το αντιμνημονιακό στρατόπεδο υπέστη μια σημαντική πολιτική και ιδεολογική ήττα, οι συνέπειες της οποίας αποδεικνύονται μακροχρόνιες. Ταυτοχρόνως, η στροφή 180ο του ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε και εξαέρωσε την τεράστια συσπείρωση περί την κυβέρνηση, που εμφανίσθηκε μετά τον Ιανουάριο και διατηρήθηκε στο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης, μέχρι το δημοψήφισμα (Διάγραμμα 3). Αντίστοιχη επίδραση άσκησε η κυβερνητική στροφή και στην πρωθυπουργική δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα (Διάγραμμα 4).
Με την άδοξη κατάληξη του δημοψηφίσματος, ακυρώθηκε και η ανατροπή της πολιτικής προοπτικής που εγκαινίασαν οι βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Άμεσο και καταλυτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής εξέλιξης υπήρξε η απότομη απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας, η απογοήτευση του εκλογικού σώματος και η κάμψη του ενδιαφέροντος για τις εκλογές, τάσεις που θα αποτυπωθούν ευκρινώς στο αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Ωστόσο, αυτές οι διεργασίες, ελλείψει και εναλλακτικής λύσης, δεν οδήγησαν σε αποδοκιμασία της κυβέρνησης, αλλά σε ψήφο 2ης ευκαιρίας, χωρίς ανοχή και περίοδο χάριτος, καθώς και -περισσότερο σημαντικό- στην πρωτοφανή αύξηση της αποχής και την έξοδο από το εκλογικό σώμα. Μετά το δημοψήφισμα, η τάση εξόδου πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας. Μέσα σε δύο μόλις μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, 594.845 πολίτες εγκατέλειψαν το εκλογικό σώμα. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 9,4% των εκλογέων του Ιανουαρίου. Δηλαδή σχεδόν 1 στους 10, από όσους είχαν ψηφίσει, μόλις 9 μήνες πριν.
Με τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την προσχώρησή του (καθώς και των ΑΝ.ΕΛ.) στη μνημονιακή πολιτική, πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Το κενό όμως δεν καλύφθηκε ούτε από τις δυνάμεις που αποχώρησαν. Η διάσπαση της ηγετικής και της κοινοβουλευτικής ομάδας του, δεν είχε απήχηση στην κοινωνική και εκλογική βάση του κόμματος. Αποτέλεσμα αυτών των μετασχηματισμών είναι ότι, παρά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, οι σχέσεις του με το κοινωνικό μπλοκ των κυριαρχούμενων τάξεων διαταράχθηκαν ανεπανόρθωτα, η εκλογική ρευστότητα αναζωπυρώθηκε. Η κομματική ταύτιση των εκλογέων του επέστρεψε, σταδιακά, στα προ του 2012 επίπεδα. Επομένως, η ανοικτή κρίση εκπροσώπησης εξακολουθεί σήμερα να υφίσταται.
Η πολιτική παράλυση του κοινωνικού σώματος, που προκλήθηκε συνεπεία του σοκ και η ραγδαία υποχώρηση των κοινωνικών κινητοποιήσεων, μετά το δημοψήφισμα, ωστόσο, δεν σήμανε και την ιδεολογική ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών ή τη μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης στη μνημονιακή πολιτική. Το αντίθετο. Παρά τα δημοσιογραφικά λεγόμενα, η κοινωνική απόρριψη της Μνημονιακής πολιτικής παραμένει συντριπτική και συνεχίζει να καταγράφεται σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα από εκείνα του δραματικού Ιουλίου.
Δύο χρόνια μετά, η δαιμονοποίηση του δημοψηφίσματος λειτουργεί ως επιστημολογικό εμπόδιο για τη θεωρητική και πολιτική του αποτίμηση. Πολλοί επιχαίρονται για την απαξίωσή του. Κάποιοι θεωρούν οριστικό τον ενταφιασμό του. Ίσως να έχουν δίκιο. Ίσως όμως και να βιάστηκαν να πανηγυρίσουν.
* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πρόεδρος της εταιρείας δημοσκοπήσεων Public Issue
– Μια αναλυτικότερη πραγμάτευση του ζητήματος, καθώς και η σχετική βιβλιογραφία είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση: http://www.mavris.gr/4846/greek-referendum-2015
– Τα περισσότερα δημοψηφίσματα με ευρωπαϊκό αντικείμενο έχουν πραγματοποιηθεί στην Ιρλανδία (20), την Ιταλία (16) και τη Λιθουανία (12).
– Ας σημειωθεί παρενθετικά, ότι στους δύο αιώνες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, έχουν διεξαχθεί συνολικά 9 δημοψηφίσματα. Εκτός από το πρόσφατο, όλα τα προηγούμενα οκτώ αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος (1862, 1920, 1924, 1935, 1946, 1968, 1973 και 1974). Βλέπε και Πατσίκας 2015.
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr