Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Η καταγωγή του εθνομηδενισμού

Του Γεράσιμου Δεληβοριά


Οι χειρισμοί της κυβέρνησης Τσίπρα στο Κυπριακό , αλλά και στις σχέσεις με την Τουρκία πριν από λίγους μήνες, προκάλεσαν όπως ήταν αναμενόμενο μέγα κύμα διαμαρτυρίας, αλλά στο διαδίκτυο  κι όχι στους δρόμους όπως άλλοτε. Τόσο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και ηλεκτρονικές εφημερίδες και σελίδες, γέμισαν με άρθρα και δημοσιεύσεις διαμαρτυρίας.
 Ένα από αυτά τα άρθρα ήταν και του Γ. Καραμπελιά, με τίτλο «Οι βαθιές ρίζες του ενδοτισμού» στην «Ρήξη». Ο Καραμπελιάς  είναι μάλλον ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «εθνομηδενισμός», διάθεση και πρακτική στην οποία διακρίθηκαν πολλά στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ.
 Σύμφωνα λοιπόν με τον Καραμπελιά, «από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και μετά, δύο παρατάξεις στην Ελλάδα θα ταχθούν ενάντια στη ‘Μεγάλη Ιδέα’ της εθνικής ολοκλήρωσης: η βασιλικο-λαΙκή δεξιά και η κομμουνιστική αριστερά».
 Από την ανάγνωση του άρθρου προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα: Η πρώτη απορία είναι τι συνέβαινε πριν, πριν από τους 
βαλκανικούς πολέμους. Αφού η αρχή του κακού σύμφωνα με τον συγγραφέα βρίσκεται εκεί, στους βαλκανικούς πολέμους, λίγο πριν δηλαδή από την μπολσεβίκικη επανάσταση και την εξάπλωση του κομμουνισμού στον κόσμο και στην Ελλάδα, πριν απ’ αυτούς υπήρχε άραγε ομοψυχία; Εθνική ενότητα;
 Ήταν άραγε όλες οι πολιτικές παρατάξεις στρατευμένες στην υπόθεση της εθνικής ολοκλήρωσης;
 Κι αφού « η ηγεσία της κυρίαρχης Αριστεράς (γιατί κυρίαρχης ; που κυριαρχεί; αυτό είναι ένα τρίτο ερώτημα) και η ηγεσία της Δεξιάς υπήρξαν πάντοτε στην Ελλάδα, καθεμιά με τον τρόπο της, ενάντιες σε μια εθνική πατριωτική αντίληψη», τι συνέβαινε στον υπόλοιπο, τον «μεσαίο» πολιτικό χώρο; Στον οποίο δεν περιλαμβάνονταν μονάχα ο Παπαναστασίου, απέναντι στον οποίο υπάρχει μια ευμενής αντιμετώπιση από τον Καραμπελιά, αλλά  κυρίως ο Ελ. Βενιζέλος και οι απόγονοι και οι επίγονοι του (καθώς κι εκείνοι που άλλαξαν το επώνυμο τους με το δικό του).
 Ο Σοφούλης, ο Πλαστήρας, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο γιος του Ανδρέας (που κι αυτός παίρνει εύσημα πατριωτισμού από τον συγγραφέα, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του), για να αναφέρουμε τα πιο ηχηρά ονόματα αυτού του πολιτικού χώρου.
 Πηγαίνοντας ογδόντα χρόνια πίσω από την έναρξη των βαλκανικών πολέμων, βρισκόμαστε στα 1833, χρονιά που ξεκινά η Βαυαροκρατία στην Ελλάδα. Ένα από τα πρώτα έργα της, ήταν η απόφαση της Αντιβασιλείας την ίδια χρονιά για την δημιουργία Αυτοκέφαλης Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποδεσμευμένης από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Είναι η πρώτη εθνομηδενιστική πράξη.  
 Κι αυτό, γιατί η απόφαση των Βαυαρών στόχευε κατευθείαν την Κωνσταντινούπολη σαν το κέντρο ενότητας του ελληνισμού και μέσω αυτής, την ίδια την ενότητα του ελληνισμού. Ο ελληνισμός έπρεπε να περιοριστεί στα όρια του κράτους που είχε δημιουργηθεί με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, πρώτο βήμα για την δημιουργία ενός νέου έθνους, όπως το οραματίζονταν οι Βαυαροί.
 Πυρήνας του νέου έθνους για τους Βαυαρούς είναι η Αθήνα. Τους λόγους για τους οποίους την επέλεξαν και την επέβαλαν σαν πρωτεύουσα του νέου κράτους, αλλά και τις εξελίξεις που αυτή η απόφαση δρομολόγησε, διαμορφώνοντας και παραμορφώνοντας την πορεία της χώρας μας, μπορεί κανείς να τους πληροφορηθεί διαβάζοντας τα βιβλία του Δημ. Μάρτου «Αθήνα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» και «Αθηναϊσμός» και τα δύο από τις εκδόσεις «Γόρδιος».
 Η Βαυαροκρατία έληξε την 3η Σεπτεμβρίου 1843, όμως η αρχή της εθνομηδενιστικής πορείας είχε αρχίσει και δεν σταματούσε. Στα όρια της νέας πρωτεύουσας είχε αναπτυχθεί μια παρασιτική ολιγαρχία, η οποία μετά την πολιτική και πολιτειακή αλλαγή της 3ης Σεπτεμβρίου, αντικαθιστά τους Βαυαρούς σαν ηγέτιδα και κυρίαρχη κοινωνική τάξη της χώρας.
 Η κοινωνική αυτή τάξη, αναλαμβάνει τη συνέχιση του έργου των Βαυαρών, τη διαμόρφωση δηλαδή του κράτους και του έθνους μέσα στα όρια και τις προδιαγραφές του συστήματος Προστασίας που έχει επιβληθεί στη χώρα μας. Αλλά και στην διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας και κρατικής οντότητας ταυτισμένης με την ίδια σαν κυρίαρχη κοινωνική ομάδα.
 Ταυτισμένη με την Αθήνα και συνεπώς με την εξουσία σαν τον χώρο παραγωγής και αναπαραγωγής της, βλέπει τις κοινωνικές ομάδες που αρχίζουν να ξεχωρίζουν στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, σαν ανταγωνιστές και αντιπάλους και πασχίζει για την οικονομική και κοινωνική τους υποβάθμιση έως καταρράκωση.
 Την περίοδο 1830-1855 η Ερμούπολη αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό, ναυπηγικό και βιομηχανικό κέντρο της επικράτειας. Από το λιμάνι της πραγματοποιούνται το 1841 το μισό του εισαγωγικού εμπορίου και το μισό των εξαγωγών της χώρας. Η Σύρος διαθέτει τον ισχυρότερο εμπορικό στόλο. Σε σύνολο 1525 μεγάλων σκαφών, χωρητικότητας άνω των 6  τόνων έχει 635 σκάφη, δηλαδή το 42% του ελληνικού. Συμμετέχει στα έσοδα του κράτους με 1,000,000 δραχμές, σε σύνολο κρατικών εσόδων 15,000,000 δραχμών.
 Η εκτίναξη της Σύρου δεν οφείλεται  σε κανένα ευνοϊκό διοικητικό παράγοντα, αλλά πρωτίστως στη γεωγραφική της θέση και στο πρότυπο μοντέλο ανάπτυξης. Σε αντίθεση με την Ύδρα και τις Σπέτσες, τους ανταγωνιστές της δηλαδή, η οικονομική της δομή δεν εξαντλούνταν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, αλλά εμβάθυνε και στη βιομηχανική ανάπτυξη, όπως τη ναυπηγική, τη βυρσοδεψία, την υφαντουργία κλπ. Ο μεταπρατισμός της δηλαδή, ενεργοποιούσε πρωτίστως την παραγωγή. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η Σύρος πρόβαλλεως εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο στα πλαίσια μιας μεταπρατικής οικονομίας που έρεπε προς τον παρασιτισμό και αναπτυσσόταν με κέντρο την Αθήνα (1)
 Αυτού του είδους η ανάπτυξη όμως, για την αθηναϊκή ολιγαρχία ήταν αιτία πολέμου, καθώς απειλούσε τον τρόπο αναπαραγωγής της και συνακόλουθα την εξουσία της.
 Έτσι η κεντρική (αθηναϊκή) διοίκηση, πρώτον καθυστερεί τα λιμενικά έργα στη Σύρο, σε μιαν εποχή που τα ατμοκίνητα σκάφη των ξένων μετέθεταν το κριτήριο του καλού λιμανιού, από την φυσική του θέση στην ασφάλεια και τις ευκολίες της αγκυροβολιάς. Και δεύτερον, υποβαθμίζει τη Σύρο στο διεθνές δίκτυο μεταφορών, επαναϊεραρχώντας τους σταθμούς των αυστριακών ατμόπλοιων Λόυδ, με το να προσορμίζονται πρώτα στον Πειραιά κι έπειτα στη Σύρο.
 Από τότε θα αρχίσει η παρακμή του νησιού και το τέλος του οικονομικού του μοντέλου. Σταδιακά, μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Χαλκίδα και τον Πειραιά, που αρχικά θα εμπνευσθούν από το μοντέλο της Σύρου, θα προσανατολιστεί σε συμπληρωματικές οικονομικές δραστηριότητες στα πλαίσια του αθηναϊκού μεταπρατισμού. Η παρακμή των λοιπών αστικών κέντρων και η στυγνή εκμετάλλευση και καταπίεση της υπαίθρου, οδηγεί σε μαζικές μεταναστεύσεις κυρίως σε ελληνικές πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ελληνικές παροικίες σε ευρωπαϊκές πόλεις.  Έτσι η χώρα θα καταδικαστεί σε μια διαρκή καθυστέρηση και υπανάπτυξη. Είναι άραγε αυτή η πρακτική εθνομηδενισμός ή όχι; Κι αν όχι πως πρέπει να την ονομάσουμε;
 Ο ίδιος ανταγωνισμός και εκδικητική μανία εκδηλώνεται απέναντι στα ελληνικά κέντρα που βρίσκονταν στις υπόδουλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 Οι μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησαν οι σουλτάνοι από το 1839 και μετά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οδήγησαν στην ανάπτυξη της κεντρικής και κυρίως της δυτικής Μακεδονίας με κέντρο την Νάουσα, της ημιαυτόνομης Σάμου, της Μυτιλήνης, της Ιωνίας με κέντρο την Σμύρνη και του Πόντου.
 Στην περιοχή της Νάουσας αναπτύσσεται εριοβιομηχανία και υφαντουργία τόσο ισχυρή, που στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα συναγωνίζεται το Μάντσεστερ της Αγγλίας!
 Η βυρσοδεψία της Σάμου γνωρίζει μεγάλες δόξες και χαρίζει πλούτο στους κατοίκους του. Στο νησί αναπτύσσεται ελαιουργία, αμπελουργία και οινοποιία, ενώ επί καθεστώτος ηγεμονίας φτιάχνεται το πρώτο μηχανοκίνητο ελαιοτριβείο που αντικαθιστά τις παραδοσιακές μυλόπετρες.
 Χρειάζεται να πούμε για τον Πόντο και την Ιωνία; Εμπόριο, βιομηχανία, γεωργία, τράπεζες, πολιτισμός. Η Αθήνα μπροστά στην Σμύρνη αλλά και τις πόλεις του Πόντου είναι ένα χωριό. Η Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα είναι η φυσική πρωτεύουσα του Αρχιπελάγους.
 Πως συμπεριφέρθηκε η αθηναϊκή ολιγαρχία απέναντι τους; Ευθύς μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας εφαρμόζει δασμούς  στα μακεδονικά προϊόντα που έρχονται στην Αθήνα. Η υφαντουργία της Νάουσας καταρρέει. Η Μακεδονία θα μείνει για χρόνια μια από τις φτωχές περιοχές της χώρας και θα τροφοδοτήσει με τη μετανάστευση του άνθους της νεολαίας της τη μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση της Γερμανίας.
 Η ίδια τακτική, της φορολογικής και δασμολογικής εξόντωσης εφαρμόζεται και στην Σάμο. Όμως οι Σαμιώτες αντιδρούν και εξεγείρονται με επικεφαλής τον γέρο Γιαγιά και τους γιους του. Κεντρικό σύνθημα του κινήματος είναι η εφαρμογή «άμεσης και δίκαιης φορολογίας». Η εξέγερση των «Γιαγιάδων» όπως ονομάστηκε, θα ξεκινήσει σχεδόν αμέσως με την ενσωμάτωση της Σάμου και θα κρατήσει με διακοπές και σκαμπανεβάσματα 25 χρόνια σχεδόν. Όταν θα τελειώσει, με την δικτατορία του Μεταξά, το νησί θα είναι μια υπάκουη επαρχία της Αθήνας.
 Είναι τυχαίο άραγε πως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ κυριαρχούν στην Σάμο όπως και την Λέσβο, που κι αυτή γνωρίζει από πρώτο χέρι τα αγαθά της «απελευθέρωσης»; Οι νησιώτες βλέπουν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, σαν τον απελευθερωτικό στρατό όχι μόνο από τους κατακτητές, αλλά και από το ανάλγητο, καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό αθηναϊκό κράτος. Το ίδιο συμβαίνει και σε όλη την ελληνική επαρχία, όπου ο πληθυσμός της υπαίθρου και των επαρχιακών πόλεων, βουβός και καταφρονεμένος μέχρι τότε, γίνεται μέσω της Εθνικής Αντίστασης πρωταγωνιστής στη σκηνή της Ιστορίας. Κι όλοι γνωρίζουν πως περιποιήθηκε ο Αθηναϊσμός  αυτόν τον κόσμο.
 Για την αθηναϊκή ολιγαρχία «απελευθέρωση» σημαίνει «υποδούλωση». Εκμεταλλεύεται τους πόθους του ελληνισμού για απελευθέρωση και ενοποίηση,  με σκοπό την προσάρτηση «επαρχιών» που θα της προσπορίσουν κέρδη από τη φορολόγηση τους. Οι απελευθερωμένες από τους βαλκανικούς πολέμους περιοχές, Ήπειρος και Μακεδονία ονομάζονται «Νέες Χώρες» που πρέπει να «ενσωματωθούν», ψηφίζεται μάλιστα και σχετικός νόμος.
 Ο ίδιος ανταγωνισμός και προσπάθεια – αρκετά επιτυχής μάλιστα- εκδηλώθηκε και για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης πριν από είκοσι επτά χρόνια. Όσο διαρκούσε ο «ψυχρός πόλεμος», η Θεσσαλονίκη ήταν παραγκωνισμένη, μια «πόλη συνόρων». Με την επικράτηση όμως της «περεστρόϊκα» στην ΕΣΣΔ, ο διπολισμός άρχισε να καταρρέει. Τότε αναδεικνύεται η κεντρικότητα της βαλκανικής και ανατέλλει το άστρο της Θεσσαλονίκης.
 «Το 1991 παρατηρήθηκε αύξηση πωλήσεων στη Μακεδονία κατά 17,7% σε σχέση με το σύνολο της χώρας που ήταν 13,5%. Τα κέρδη των εξαγωγών από τη Μακεδονία ανέβηκαν 38,2% ενώ στην υπόλοιπη χώρα μειωνόταν κατά 37,1%. Το σύνολο των κερδών από τη βιομηχανία της Θεσσαλονίκης ανέβηκε 86%, όταν ο συνολικός όγκος των βιομηχανιών βρίσκεται στην Αθήνα. Το ’91 το 50% των συνολικών εξαγωγών γινόταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της χώρας υπήρχε τάση δημογραφικής συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη μεγαλύτερη από την Αθήνα». (2)
 Το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας τρομοκρατήθηκε. Αμέσως εφευρέθηκαν «προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας». «Αττική SOS», «Ένα όραμα για την Αθήνα», Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα. Μέγαρο Μουσικής και Μετρό στην Αθήνα. Όλα αυτά τα προγράμματα και τα έργα έκλεβαν πόρους υπέρ της Αθήνας και εμπόδιζαν την πορεία παγκοσμιοποίησης της Θεσσαλονίκης.
 Ταυτόχρονα άρχισαν να καταλύονται όλα τα περιφερειακά προγράμματα, αλλά και νόμοι που ήταν ενισχυτικοί της ελληνικής περιφέρειας και είχαν βοηθήσει στη συγκράτηση του πληθυσμού σ’ αυτήν. Σαν αντιστάθμισμα υποτίθεται ξεκίνησαν δέκα μεγάλα έργα, από τα οποία τα επτά ήταν στην Αθήνα και τα τρία στην περιφέρεια.
 Στα είκοσι επτά χρόνια που ακολούθησαν, όλοι μας είδαμε τα αποτελέσματα. Ακόμη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση στην Αθήνα, ακόμη μεγαλύτερη ερημοποίηση της περιφέρειας, ιδιαίτερα στους ακριτικούς νομούς.
  Όσο η Αθήνα μεγαλώνει, γιγαντώνεται, πλουτίζει, ο ελληνισμός συρρικνώνεται στα όρια του κράτους και το κυριότερο, χάνει αργά αλλά σταθερά την ταυτότητα του. Υπάρχει ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό.
 Το 1955, ένας ισχυρός σεισμός έπληξε τον Βόλο. Τότε, για να μπορέσει κάποιος να πάρει οικονομική βοήθεια ανοικοδόμησης από το κράτος,έπρεπε πρώτα να γκρεμίσει τελείως το σπίτι ή το μαγαζί του και να το ξαναφτιάξει σύμφωνα με τις αθηναϊκές προδιαγραφές ανοικοδόμησης. Τσιμεντένιες κολώνες και σχήμα ορθογώνιο.
 Το περιστατικό ανέφερε συχνά στο παρελθόν, ο τότε διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος, σαν δείγμα γραφειοκρατικής στενοκεφαλιάς. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για συνειδητή επιλογή και κατεύθυνση. Οι τοπικές κοινωνίες έπρεπε να εξαφανιστούν μαζί με την κουλτούρα τους. Η καταστροφή των ξύλινων σκαφών που ακολούθησε τριάντα χρόνια αργότερα, τον ίδιο σκοπό επεδίωκε.
 Εθνομηδενισμός και ενδοτισμός πηγαίνουν πάντα χέρι – χέρι. Η δημιουργία και η ύπαρξη του ελληνικού κράτους, εξαρτιόταν από το πόσο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τους σκοπούς των προστάτιδων δυνάμεων. Για τους Εγγλέζους, όπως και για τους Γάλλους, η Ελλάδα ήταν ένα προγεφύρωμα για την διείσδυση τους στην Ανατολή, μάλιστα οι πρώτοι είχαν από τότε βάλει στόχο τις Ινδίες. Οι Ρώσοι την έβλεπαν κυρίως σαν μεσογειακό ναύσταθμο του στόλου τους.
 Για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που της επέβαλαν οι Προστάτες της, έπρεπε να απεμπολήσει τον στόχο της ενοποίησης του ελληνισμού, που ήταν και ο πυρήνας της Μεγάλης Ιδέας. Μια ιδέα που ήταν από μόνη της επαναστατική, αφού προϋπέθετε την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων λαών και εθνοτήτων.
 Η άρχουσα αθηναϊκή τάξη, προσαρμόστηκε αμέσως στις απαιτήσεις και διαθέσεις των Προστατών. Στην θέση της απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών και της ενοποίησης του ελληνισμού, έβαλε την προσάρτηση και την υποδούλωση στην Αθήνα «Νέων Χωρών». Στα χέρια της η Μεγάλη Ιδέα διαστρεβλώνεται σε μιαν τυχοδιωκτική κατακτητική πολιτική. Παρασύρει το έθνος στον καταστροφικό πόλεμο του 1897, συμπεριφέρεται σατραπικά στους αλλόδοξους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, σπρώχνοντας τους στην αγκαλιά των φασιστών Νεοτούρκων. Επιχειρεί την τυχοδιωκτική εκστρατεία προς την Άγκυρα, οδηγώντας σε καταστροφή τον ελληνισμό.
 Η σιωπηλή διαμάχη με την Κωνσταντινούπολη για τον τίτλο της Βασιλεύουσας, έληξε με τους διωγμούς που άρχισαν το 1955. Για δεκαπέντε και πάνω χρόνια, η αθηναϊκή ελίτ παρακολουθεί απαθής και με κρυφό ενθουσιασμό το ξερίζωμα του ελληνισμού και την οριστική άλωση της Πόλης. 
 Παρόλα αυτά, οι Προστάτες δεν έπαψαν να «νουθετούν» με την βία τους προστατευομένους τους. Είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πολλές υπόδουλες οθωμανικές επαρχίες, ανάμεσα τους και πολλές ελληνικές περιοχές επαναστατούν. Αιτία είναι το γεγονός πως οι τοπικοί πασάδες αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις του Σουλτάνου και επιβάλλουν πρόσθετες φορολογίες που εξουθενώνουν τους πληθυσμούς της βαλκανικής.
 Καθώς η Ρωσία σπεύδει δήθεν να βοηθήσει τους ομόδοξους, δημιουργείται κύμα εθελοντισμού από την Ελλάδα προς τις επαναστατημένες περιοχές. Αυτά με τη σειρά τους εξαγριώνουν τους Αγγλογάλλους, πολιτική των οποίων εκείνη την εποχή, ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 Τιμωρώντας τους ανυπάκουους Έλληνες (τους Ρώσους τους τιμώρησαν με τον Κριμαϊκό πόλεμο), οι Αγγλογάλλοι καταλαμβάνουν τα περισσότερα λιμάνια της χώρας και επιβάλλουν νέα κυβέρνηση υπό τον Μαυροκορδάτο, η οποία και ονομάσθηκε «υπουργείο κατοχής» από τον αντιπολιτευόμενο τύπο.
 Η Ελλάδα υποχρεώνεται να αποκηρύξει τα επαναστατικά κινήματα και τους εθελοντές. Τα επαναστατικά κινήματα αβοήθητα πλέον συντρίβονται και Τούρκοι, τακτικοί και άτακτοι, προβαίνουν σε σφαγές και λεηλασίες.
 Το πάθημα γίνεται μάθημα, δεν ήθελε και πολύ άλλωστε. Την δεκαετία του 1870 επικρατούσε πάλι αναβρασμός στην Βαλκανική. Πάλι η Ρωσία βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία. Κι αυτή την φορά, η Αγγλία δεν κάνει τίποτε για να την εμποδίσει. Άλλωστε η αγγλική πολιτική έχει πια μεταστραφεί. Έχοντας εδραιώσει την κυριαρχία της στην Ινδία, αδιαφορεί για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το ίδιο και η Γαλλία που μόλις έχει νικηθεί από τον Βίσμαρκ κι έχει περάσει και την δοκιμασία της Παρισινής Κομμούνας.
 Η Ελλάδα θα μπορούσε νάχε κερδίσει από τότε Ήπειρο (ολόκληρη), Θεσσαλία και πιθανότατα την Μακεδονία, αν είχε μπει στον πόλεμο. Όμως η Αθήνα διστάζει. Τα αφεντικά δεν της έχουν δώσει γραπτή έγκριση. Το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά οδυνηρό για τον ελληνισμό. Οι αγροτικοί πληθυσμοί που μέχρι τότε ακολουθούσαν τις –ελληνικές πληθυσμιακά ή πολιτιστικά- πόλεις, τώρα στρέφονται προς τους Βουλγάρους ζητώντας απελευθέρωση. Η βουλγαρική ολιγαρχία θ’ αδράξει την ευκαιρία προσπαθώντας να τους εκβουλγαρίσει. Ο Μακεδονικός αγώνας, θα λήξει οριστικά υπέρ του ελληνισμού, μονάχα με την έλευση των μικρασιατών προσφύγων. Όμως η ενδοτική στάση της ολιγαρχίας, θα επιτρέψει τον γιγαντισμό της Βουλγαρίας και την προσάρτηση και αφελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας.
 Με την ίδια «σύνεση», ο Ελ. Βενιζέλος θα αποφανθεί πως «ο Πόντος κείται μακράν». Γιατί κείτονταν μακράν ο Πόντος; Μα γιατί τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών Προστατών,  δεν  επέτρεπαν την επανένωση του ελληνισμού και την δημιουργία ενός ισχυρού ελληνικού κράτους στην τόσο νευραλγική περιοχή της Βαλκανικής και της Μ. Ασίας. Και η αθηναϊκή ολιγαρχία θα πειθαρχήσει πειθήνια. Ακόμη κι όταν ο ρωσικός (τσαρικός) στρατός θα έχει καταλάβει τις πόλεις του Πόντου, ο «δαιμόνιος κρητικός» δεν θα κάνει καμιά κίνηση, στρατιωτική ή διπλωματική για την στήριξη της Δημοκρατίας του Πόντου. Με την ίδια αταραξία θα παραδοθεί ο ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου στην εξουσία των Τσάμηδων, των Λιάπιδων και των Τόσκηδων, από την ίδια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων.
 Και «η Κύπρος κείται μακράν», σύμφωνα με τον Κων. Καραμανλή. Είναι φυσικό. Παλιοί και νέοι προστάτες έχουν άλλα σχέδια για την Κύπρο, που η γεωγραφική μορφολογία της την κάνει να μοιάζει με ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο.
 Πρώτη η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων υπό τον Ελ. Βενιζέλο αποκηρύσσει την εξέγερση του κυπριακού ελληνισμού στα 1930-1931 και παρακολουθεί ανενόχλητη το στήσιμο αγχονών από τους Εγγλέζους. Ακολουθεί φυσικά και η «βασιλική»  Δεξιά είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, καταστέλλοντας τις διαδηλώσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το έργο θα αποτελειώσει η χουντική Δεξιά, αλλά όπως αποκαλύφθηκε σε μια συνεδρίαση της Κυπριακής Βουλής, σε συνεργασία με τρανταχτά «δημοκρατικά» ονόματα. Αυτός είναι κι λόγος που ο Φάκελος της Κύπρου παραμένει και θα παραμείνει κλειστός για πάντα.
 Κυρίαρχη ιδεολογία σε κάθε κράτος και κάθε εποχή, είναι η ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Σε καθεστώς υποτέλειας, ανάλογη είναι και η ιδεολογία που κυριαρχεί. Κι αυτή η ιδεολογία με τη σειρά της καθορίζει και την στάση ατόμων, ομάδων και φυσικά των πολιτικών. Οι έλληνες πολιτικοί, πάντοτε επιζητούσαν και επιζητούν την εύνοια των ξένων επικυριάρχων.
 Από την κατάσταση αυτή δεν ξέφυγε ούτε η Αριστερά, καθώς ποτέ της δεν κατάφερε να διαμορφώσει μια πολιτική ταυτισμένη με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Μπερδεύοντας τον διεθνισμό με την υποτέλεια, δέθηκε στο άρμα της σοβιετικής διπλωματίας και πολιτικής.
 Η συγκυρία της  κατάρρευσης όλων των αστικών πολιτικών κομμάτων και η κτηνώδης συμπεριφορά των κατακτητών απέναντι στον ελληνικό λαό κατά την γερμανοϊταλική κατοχή, την έφεραν επικεφαλής ενός κινήματος που ούτε το καταλάβαινε, ούτε μπορούσε να το διαχειριστεί σε μια κατεύθυνση εθνική απελευθερωτική, σύμφωνη με τις ανάγκες αλλά και τις διαθέσεις του λαού.
 Οι αντιθέσεις στους κόλπους της και η αντίθεση της πολιτικής της υποτέλειας με τις διαθέσεις του ελληνικού λαού, οδήγησαν νομοτελειακά σε μιαν ακόμη μεγάλη τραγωδία, που ακόμη ταλανίζει την ελληνική κοινωνία.
 Η γοητεία της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας, είτε αυτή λέγεται μπουρζουαζία, είτε αθηναϊκή ολιγαρχία, είναι πάντοτε καταλυτική, όταν κατευθύνεται σε ανθρώπους αποκομμένους από τον λαό και τις ανάγκες του.
 Η αθηναϊκή ολιγαρχία, παρότι παρασιτική, φοράει πάντοτε τη λεοντή του επιτυχημένου και απέθαντου καπιταλισμού των βιομηχανικών χωρών της Δύσης, του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Έχει λοιπόν την γοητεία του επιτυχημένου, απέναντι σε έναν αντίπαλο που επαγγέλλεται έναν σοσιαλισμό αόριστο, φορτωμένο με τα εγκλήματα της σταλινικής εκδοχής του και την καταπίεση του «υπαρκτού».
 Από τα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του 1950 και μετά, ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής Αριστεράς, προσπαθούν να βρουν διόδους και γέφυρες επικοινωνίας με τις κυρίαρχες ελίτ. Καθώς όμως πάσχουν από το σύνδρομο της υποτέλειας, θα τολμήσουν την αφαλοκοπή από τους σοβιετικούς πάτρωνες, μονάχα όταν θα έχει σχηματιστεί το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα από τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας των οποίων θα γίνουν φερέφωνα.
 Από κει και πέρα, η Αριστερά ενσωματώνεται στο ολιγαρχικό σύστημα εξουσίας.   Μέχρι και το 1991, χρονιά που κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ, η αριστερά λειτουργούσε σαν μαξιλάρι εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων. Αυτό το ρόλο της επεφύλαξαν και της ανέθεσαν τα ισχυρά τζάκια του συστήματος εξουσίας.
 Από το 1991 και μετά, το κύριο μέρος του διανοουμενίστικου – ακαδημαϊκού  κομματιού της έχει αναλάβει την αποδόμηση της ιστορικής συνείδησης και της πολιτισμικής μνήμης του λαού μας. Είχε προηγηθεί, δέκα χρόνια νωρίτερα, η καθιέρωση του μονοτονικού και η απλοποίηση της γλώσσας μας, προσπάθεια που η αριστερά υποδέχθηκε με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Απλή γλώσσα, σύμφωνα με τον Όργουελ, σημαίνει και απλή σκέψη. Καταργώντας συνεχώς λέξεις, περιορίζεται η σκέψη.
 Σύμφωνα με τον Άγγελο Χανιώτη, «η συλλογική ταυτότητα μιας κοινότητας, χρειάζεται σύμβολα και πρότυπα». (3) Σπέρνοντας αμφιβολίες για τις ετεροφυλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του Κολοκοτρώνη, αμφισβητείς και το ίδιο το 21, με το οποίο ταυτίστηκε ο Γέρος. Το ίδιο επιχειρείται με τον  «συνωστισμό» στην παραλία της Σμύρνης και με όσα άλλα μαργαριτάρια κοσμούν τα νέα βιβλία Ιστορίας Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, με τις «συγχωνεύσεις ύλης» και άλλα ανδραγαθήματα.  
 Από το 2012 και μετά κι αφού «πέρασε» με επιτυχία όλες τις εξετάσεις και δοκιμασίες που της επέβαλαν οι κυρίαρχες ελίτ, της επιτράπηκε να παίξει και κυβερνητικό ρόλο. Αυτό ήταν και επιβεβλημένο, καθώς τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν χρεοκοπήσει μαζί με την χώρα και επιβάλλονταν επειγόντως η αλλαγή προσωπείου της εξουσίας. Η πολιτική αυτή αλλαγή, πραγματοποιήθηκε  με τις μεσολαβήσεις Γιάννας Αγγελοπούλου και άλλων, ατόμων και «ιδρυμάτων».
 Ο Αθηναϊσμός είναι μια Ύδρα με πολλά κεφάλια. Η Αριστερά, κυβερνώσα και ακαδημαϊκή (τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της),  είναι ένα απ’ αυτά. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με την Δεξιά, βασιλική, καραμανλική, ακροδεξιά έως και την χουντική.
 Αλλά και με το Κέντρο, φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό (ο Παπαναστασίου, που πέθανε νωρίς, ήτανε από τις ελάχιστες «καθαρές» φυσιογνωμίες του Κέντρου, καθώς τα περισσότερα, αν όχι όλα τα ηγετικά στελέχη του λερώσανε δεόντως τη φωλιά τους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής).
  Για να σταματήσει ο καταστροφικός κατήφορος του εθνομηδενισμού, πρέπει να κοπούν όλα τα κεφάλια και να θαφτούν μαζί με το δηλητηριώδες σώμα της. Και το κυριότερο, να ανασκαφεί και να αεριστεί καλά το έδαφος που πάνω της φύτρωσε και γιγαντώθηκε.
 Ο Αθηναϊσμός γεννήθηκε μαζί με την Αθήνα, με την ανακήρυξη της σαν πρωτεύουσας της χώρας μας. Στην διατήρηση της Αθήνας σαν πρωτεύουσας χρωστά και την αναπαραγωγή του. Σαν τον μυθικό Ανταίο, αντλεί τη δύναμη αλλά και την ύπαρξη της από έδαφος της Αττικής.
 Η αντίθετη πορεία λοιπόν, θα σημάνει το τέλος του και το τέλος του εθνομηδενισμού. 

1)    Δημ. Μάρτος «Αθήνα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» σελ. 495-499
2)    Δημ.Μάρτος, «Ο Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης.
3)    Άγγελος Χανιώτης, «Παιχνίδια μνήμης» Πρόλογος στο βιβλίο του Jan Assmann «Η Πολιτισμική μνήμη» Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.